† Μνήμη τοῦ ἁγίου ἱερομάρτυρος Κλήμεντος, ἐπισκόπου ᾿Αγκύρας καί τοῦ ἁγίου μάρτυρος Ἀγαθαγγέλου.
῾Ο Ἅγιος Ἱερομάρτυς Κλήμης καταγόταν ἀπό τήν Ἄγκυρα, ἀπό πατέρα Ἐθνικό καί μητέρα Χριστιανή, πού ὀνομαζόταν Εὐ-φροσύνη. Σέ ἡλικία δώδεκα ἐτῶν ἐκάρη μοναχός καί σέ ἡλικία εἴ-κοσι ἐτῶν ἐχειροτονήθηκε Ἐπίσκοπος Ἀγκύρας.
Ὁ μακάριος Ἱερομάρτυς ἐγνώρισε σέ ὅλη του σχεδόν τή ζωή τό μαρτύριο. Ὑπέστη παντοειδεῖς καί φρικώδεις βασάνους ἐπί αὐ-τοκράτορος Διοκλητιανοῦ (284-305 μ.Χ.) καί αὐτοκράτορος Μα-ξιμιανοῦ (285-305 μ.Χ.). Πράγματι, ὁ ἀγώνας του πρός τούς τυράν-νους ἐκράτησε ἐπί εἴκοσι ὀκτώ ὁλόκληρα χρόνια, χωρίς νά διακό-πτεται.
Στή φυλακή τῆς Ρώμης τόν ἐκρέμασαν σέ ἕνα ξύλο καί τοῦ ἐξέ-σκισαν τό σῶμα μέ σιδερένια νύχια· τόν ἐκτύπησαν μέ πέτρες, τόν ἔδεσαν σέ τροχό πού γυρίζοντας τοῦ συνέτριψε τό σῶμα, τοῦ συνέ-τριψαν τά σαγόνια, τοῦ ἔβγαλαν τά δόντια. ῎Ετσι, λοιπόν, ὁ Ἱερο-μάρτυς Κλήμης, ἀφοῦ ἐγνώρισε κάθε μορφή μαρτυρίου, ἀφοῦ ἔλεγξε μέ τούς λόγους του καί τό ἅγιο παράδειγμά του τούς δυσεεβεῖς καί ἀφοῦ μέ τήν ὑπομονή καί καρτερία του κατέπληξε καί αὐτούς τούς Ἀγγέλους, ἔλαβε τό στέφανο τῆς οὐράνιας δόξας.
῾Ο Ἅγιος Μάρτυς Ἀγαθάγγελος καταγόταν ἀπό τή Ρώμη. ῞Οταν ὁ Ἅγιος Κλήμης ἦταν φυλακισμένος στή Ρώμη, πρῶτος ὁ Ἅγιος Ἀγαθάγγελος καί ἔπειτα ἄλλοι, πού ἐπίστεψαν στό Χριστό, προσῆλθαν στή φυλακή καί τούς ἐβάπτισε. ῞Ολους αὐτούς πού ἐβα-πτίσθηκαν ὁ εἰδωλολάτρης αὐτοκράτορας τούς ἀποκεφάλισε. Μόνο ὁ Ἅγιος Ἀγαθάγγελος ἐδραπέτευσε καί ἀνέβηκε κρυφά στό πλοῖο, στό ὁποῖο οἱ στρατιῶτες τοῦ Μαξιμιανοῦ θά ἔβαζαν τόν Ἅγιο Κλή-μεντα, γιά νά τόν στείλουν δέσμιο στή Νικομήδεια. Μόλις μπῆκε στό πλοῖο ὁ Ἱερομάρτυς Κλήμης, ὁ Ἅγιος Ἀγαθάγγελος ἔπεσε στά πόδια του. ῾Ο Κλήμης ἐχάρηκε πού εἶδε τόν Ἀγαθάγγελο ἐκεῖ καί ἐθεώρησε τόν πόθο του νά μαρτυρήσει γιά τόν Χριστό ὡς εὐλογία Θεοῦ.
Ἐπάνω στό πλοῖο καί οἱ δύο Ἅγιοι ὑπέστησαν φοβερά βασανι-στήρια, ὥσπου ἔφθασαν στήν Ἄγκυρα καί παρεδόθησαν στόν Λού-κιο, τόν τοπικό ἄρχοντα. Τά φρικώδη βασανιστήρια ἄρχισαν. Τούς ἐκρέμασαν σέ ξύλο, τούς ἔκαψαν μέ ἀναμμένες λαμπάδες τά πλευ-ρά, τούς ἐτρύπησαν μέ πυρακτωμένα σουβλιά τά χέρια ἀνάμεσα στά δάκτυλα, τούς ἔρριξαν σέ ἀσβέστη ἐπί δύο ἡμέρες, τούς ἐκτύπη-σαν μέ ράβδους, ἔμπηξαν στή γῆ ἀκόντια μέ τίς αἰχμές πρός τά ἄνω καί τούς ἐξάπλωσαν ἐπάνω στίς αἰχμές, μέ ἀποτέλεσμα νά κατα-τρυπηθοῦν τά σώματά τους καί νά τούς προκληθοῦν ἀφόρητοι πό-νοι. ᾿Ιδιαίτερα τοῦ Ἁγίου Ἀγαθαγγέλου περιέλουσαν τό κεφάλι μέ λιωμένο μολύβι. Στή συνέχεια τούς ἔδεσαν στό λαιμό μυλόπετρες καί τούς ἔσυραν στούς δρόμους τῆς πόλεως.
Ὕστερα ἀπό ἐντολή τοῦ Λουκίου καί οἱ δύο Ἅγιοι ἀποκεφα-λίσθηκαν. Μαζί τους ἀποκεφαλίσθηκαν καί οἱ ὑπόλοιποι ἄνδρες, γυναῖκες καί παιδιά πού εἶχαν πιστέψει στόν Χριστό.
῾Η Σύναξή τους ἐτελεῖτο στό Μαρτύριο, τό ὁποῖο βρίσκεται στήν περιοχή Εὐδοξίου, πέραν τοῦ Ἀνάπλου, καί στήν ἐκκλησία τῆς Ἁγίας Εἰρήνης, τῆς παλαιᾶς καί τῆς νέας.
Ναό τοῦ Ἁγίου Κλήμεντος ἀνήγειρε ὁ αὐτοκράτορας Βασί-λειος Β΄(976-1025 μ.Χ.) στά ἀνάκτορα, ἐντός τοῦ ὁποίου ἐφυλασσό-ταν ἡ κάρα τοῦ Ἁγίου μέ ἄλλα ἱερά λείψανα. Ἀπό τίς ἀρχές τοῦ 10ου αἰῶνος μ.Χ. ἡ σύναξη τῶν Ἁγίων ἄρχισε νά τελεῖται στή μονή τοῦ Πατριάρχου Εὐθυμίου (907-912 μ.Χ.) πού βρισκόταν στήν πε-ριοχή τῶν Ὑψωμαθείων Κωνσταντινουπόλεως, στήν ὁποία, τό ἔτος 907 μ.Χ., ὁ Μητροπολίτης Ἀγκύρας Γαβριήλ ἐδώρησε τό ὠμοφόριο τοῦ Ἁγίου Κλήμεντος καί λείψανα τοῦ Ἁγίου Ἀγαθαγγέλου.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Μαϋσιμᾶ τοῦ Σύρου.
῾Ο Ὅσιος Μαϋσιμᾶς ἤ Μαϊουμᾶς ἐκατοικοῦσε στήν Κῦρρο, κω-μόπολη τῆς Συρίας, κοντά στήν Ἀντιόχεια. Ἦταν πολύ μέτριος στήν κατά κόσμον παιδεία, ἀλλά διακρίθηκε στήν ἐνάρετη ζωή καί τήν κατά Θεόν σοφία. Ἀκολούθησε τό μοναχικό βίο καί τό κελλί του ἔμενε πάντοτε ἀνοικτό γιά τούς πτωχούς καί τούς ξένους. Ποτέ δέν ἐκρατοῦσε τίποτε γιά τόν ἑαυτό του. Τό ψωμί καί τό λάδι πού τοῦ προσέφεραν ἐκεῖνος τά διεμοίραζε σέ ὅσους εἶχαν ἀνάγκη.
Στό Συναξάρι ἀναφέρεται ὅτι εἶχε δύο πιθάρια. Τό ἕνα ἦταν γεμάτο σιτάρι καί τό ἄλλο γεμάτος λάδι. Καί τά ἀγαθά αὐτά εἶχαν εὐλογηθεῖ ἀπό τόν Θεό, ὥστε, ἐνῶ ὁ Ὅσιος συνεχῶς προσέφερε, τά πιθάρια παρέμεναν γεμᾶτα, ὅπως τά δοχεῖα τῆς χήρας ἀπό τά Σά-ρεπτα, πού ἔτρεφε μέ τό ἀλεύρι καί τό λάδι τόν Προφήτη ᾿Ηλία. Ὁ Ὅσιος Μαϋσιμᾶς εἶχε σέ ὅλη τή ζωή μόνο ἕνα ἔνδυμα. ῞Οταν τό ἔνδυμά του ἐτρυποῦσε σέ κάποιο μέρος, ἔραβε ἐπάνω στίς τρύπες ἄλλα μπαλώματα. Τά φιλάνθρωπα ὅμως ἔργα του ἦσαν πολλά κα-θημερινά. Ὅταν μάλιστα κάποτε ἐπληροφορήθηκε ὅτι ὁ ἄρχοντας τῆς πόλεως καταπίεζε τοῦς πτωχούς γεωργούς, ἐκεῖνος δέν ἐδίστασε νά παρουσιασθεῖ ἐνώπιόν του μέ τά πτωχικά του ράκη καί νά τοῦ δώσει μαθήματα δικαιοσύνης καί φιλανθρωπίας.
῾Ο Ὅσιος Μαϋσιμᾶς, ἀφοῦ ἔζησε θεοφιλῶς, ἐκοιμήθηκε μέ εἰρή-νη.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Σαλαμάνου τοῦ ἡσυχαστοῦ.
῾Ο Ὅσιος Σαλαμάνης καταγόταν ἀπό μιά κωμόπολη, πού ἦταν χτισμένη στή δυτική ὄχθη τοῦ ποταμοῦ Εὐφράτη καί ὀνομαζόταν Καπερσανᾶ. ᾿Επειδή ἀγάπησε τήν ἐρημική ζωή, ἀκολούθησε τήν ὁδό τῆς μοναχικῆς πολιτείας καί ἔστησε τό κελλί του κοντά τόν ποταμό Εὐφράτη.
῾Ο Ἐπίσκοπος τῆς πόλεως, πού ἐπληροφορήθηκε τήν ἀρετή τοῦ Ὁσίου, πῆγε ὁ ἴδιος νά τόν συναντήσει, γιά νά τόν πείσει νά δεχθεῖ τήν ἱερωσύνη,ἀλλά ἐκεῖνος ἀρνήθηκε καί ἀρκέσθηκε στήν ἡσυχία, τήν προσευχή καί τή μελέτη τοῦ θείου λόγου. Ἔτσι ἐπαρηγοροῦσε κατά Θεόν καί ὁδηγοῦσε τίς ψυχές τῶν ἀνθρώπων στόν Χριστό.
Στό Συναξάρι ἀναφέρεται ὅτι μιά φορά πῆγαν ἐκεῖ ἄνθρωποι ἀπό τήν κωμόπολη τῆς καταγωγῆς του, πού τόν ἤθελαν κοντά τους, καί χωρίς ἐκεῖνος νά ἀντισταθεῖ ἤ νά συγκατατεθεῖ, τόν πῆραν καί τόν ἔφεραν στήν κωμόπολή τους, ὅπου ἔκτισαν ἕνα κελλί καί τόν ἔκλεισαν ἐκεῖ. Καί στό κελλί αὐτό ὁ Ὅσιος διέμενε μέ ἡσυχία καί προσευχή. ῞Υστερα ὅμως ἀπό λίγες ἡμέρες ἔφθασαν ἐκεῖ νύκτα ἄνθρωποι ἀπό τήν ἀντίπερα κωμόπολη, πού πῆραν τόν Ὅσιο καί τόν μετέφεραν στή δική τους κωμόπολη. ᾿Εκεῖνος οὔτε ἀντίρρηση ἔφερε, οὔτε κατέβαλε προσπάθεια νά μήν τόν πάρουν, οὔτε, πάλι, ἔδωσε τή συγκατάθεσή του γιά τήν πράξη αὐτή.
῎Ετσι, λοιπόν, ὁ Ὅσιος Σαλαμάνης κατέστησε τόν ἑαυτό του τελείως νεκρό στήν παροῦσα ζωή καί ἀγωνιζόταν μόνο νά τηρήσειι τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, ὁ Ὁποῖος τόσο ἀγάπησε τόν ἄνθρωπο καί παρέδωκε τόν ἑαυτό Του γιά τή σωτηρία του[1].
Ἔτσι ἔζησε θεοφιλῶς ὁ Ὅσιος Σαλαμάνης καί ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου παρός ἡμῶν Εὐσεβίου.
Ὁ Ὅσιος Εὐσέβιος ἀκολούθησε τό μοναχικό βίο καί ἀσκή-τευε σέ σκοτεινό καί ἀφεγγές κελλί. Μετά ἀπό παράκληση τοῦ Ὁσίου Ἀμμωνίου ἐκοινοβίασε στό μοναστήρι του, στή Συρία, ὅπου καί ἔγινε ἡγούμενος. Διῆλθε τό βίο του μέ σκληρά πνευματικά ἀγω-νίσματα, φορώντας σιδερένια ζώνη στή μέση καί σιδερένιο κλοιό στόν αὐχένα.
Ὁ Ὅσιος Εὐσέβιος ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη κατά τόν 4ο αἰώνα μ.Χ.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῶν ἁγίων δύο Μαρτύρων.
Οἱ δύο Ἅγιοι Μάρτυρες ἐμαρτύρησαν «ἐν τῷ Παρίῳ», πόλη πού ἦταν κοντά στήν Κύζικο καί τή Λάμψακο τῆς Μικρᾶς Ἀσίας βληθέντες σέ λάκκο.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου Ἀχολίου, ἐπισκόπου Θεσσαλο-νίκης.
Ὁ Ἅγιος Ἀχόλιος (ἤ Ἀσχόλιος) ἔζησε καί ἔδρασε κατά τά ἔτη 360-383 μ.Χ. Καταγόταν ἀπό τήν Καισάρεια[2], ἀλλά δέν ἀποκλείεται, σύμφωνα μέ ἄλλες μαρτυρίες, νά καταγόταν ἀπό τήν ᾿Αχαΐα, ἀφοῦ σέ αὐτές ἀναφέρεται ὡς μοναχός στήν Ἀχαΐα. Ἄν οἱ πληροφο-ρίες αὐτές εἶναι ἀκριβεῖς, τότε πρέπει νά δεχθοῦμε ὅτι ἤδη τόν 4ο αἰώνα μ.Χ. ὁ μοναχισμός εἶχε ἐμφανισθεῖ στήν Πελοπόννησο.
Ἡ ἐκλογή τοῦ Ἁγίου ὡς Ἐπισκόπου Θεσσαλονίκης ἔγινε, γιά τήν εἰρήνευση τοῦ λαοῦ τῆς πόλεως καί ὁλόκληρης τῆς Μακεδονίας. Ἡ ἐποχή ἦταν ταραγμένη ἐξαιτίας τῶν αἱρέσεων. Οἱ ᾿Αρειανοί, οἱ Πνευματομάχοι, οἱ ὀπαδοί τοῦ ᾿Απολλιναρίου καί ἄλλοι ἐμείωναν τήν ἀγάπη καί τήν πίστη. ῾Ο Ἅγιος Ἀχόλιος προτιμοῦσε τούς χρόνους τῶν διωγμῶν, γιατί τότε ἔλαμπε ἡ πίστη τῶν Χριστιανῶν, ἐνῶ ἐλυπόταν γιά τήν ὕπαρξη τῶν αἱρέσεων. Γι’ αὐτό καί ἔτρεφε θαυμασμό πρός τούς Μάρτυρες καί πρός τό στῦλο τῆς Ὀρθοδοξίας, τόν Μέγα ᾿Αθανάσιο.
Ἐκτός ἀπό τίς αἱρέσεις πού ἐδημιουργοῦσαν προβλήματα στήν αὐτοκρατορία, προβλήματα σοβαρά καί μάλιστα ὀξύτατα ἐδημιουργοῦσαν καί οἱ ἐπιδρομές τῶν βαρβαρικῶν φύλων. Οἱ βασι-λεῖς Γρατιανός καί Θεοδόσιος ἐπέτυχαν λαμπρές νίκες, ἀφοῦ ἀντιμε-τώπισαν μέ ἐπιτυχία ὁ μέν πρῶτος τούς ᾿Αλαμανούς, πού παρεῖχαν πράγματα στή Γαλλία, ὁ δέ δεύτερος τούς Γότθους καί τούς Οὔν-νους. ᾿Ιδιαίτερα ἀναφερόμαστε στούς ἀγῶνες κατά τῶν Γότθων καί Οὔννων, διότι κατά τούς ἀγῶνες αὐτούς διακρίθηκε ὁ Θεοδόσιος. Τόν βασιλέα Θεοδόσιο τότε παρότρυνε καί ἐνίσχυσε ἠθικὰ ὁ Ἐπίσκοπος Θεσσαλονίκης ᾿Αχόλιος. Οἱ βάρβαροι λαοί, πού λυμαίνον-ταν τίς γύρω ἀπό τή Θεσσαλονίκη πόλεις, δέν μπόρεσαν νά διατρυ-πήσουν μέ τίς βολές τους τόν Ἅγιο Ἀχόλιο.
Ὁ Θεοδόσιος, μετά τό θριάμβό του ἐναντίον «τῶν ἀμφί τόν ῎Ιστρον βαρβάρων», ἦλθε στή Θεσσαλονίκη. Τό θριαμβευτή αὐτο-κράτορα ὑποδέχθηκε ὁ Ἅγιος, τοῦ ὁποίου ἡ ἐπίδραση στό βασιλέα γιά θέματα ἐκκλησιαστικά ἦταν ἀποφασιστική.
Ὁ Θεοδόσιος στή Θεσσαλονίκη, τό 380 μ.Χ., ἀσθένησε βαρειά. ῾Ο Ἅγιος Ἀχόλιος ἦταν κοντά του καί τόν ἐνίσχυε συνεχῶς. Τέλος, τόν ἐκατήχησε καί τόν ἐβάπτισε. Τὸ ἔδαφος γιά τήν ἐπιβολή τῆς ᾿Ορθοδοξίας ἦταν κατάλληλο. Ὁ Ἅγιος Ἀχόλιος «μυσταγω-γήσας τὸν Θεοδόσιον» συνετέλεσε στήν ἐπιβολή τῆς ᾿Ορθοδοξίας σ᾿ ὁλόκληρη τήν αὐτοκρατορία. ῾Ο αὐτοκράτορας ἐμπνεόμενος ἀπό τό δόγμα τῆς Νικαίας, ὄχι μόνο ἐδήλωσε ἐπίσημα τήν ἀφοσίωσή του στό Σύμβολο τῆς Νίκαιας, ἀλλά καί ἐξέδωκε τήν 28η Φεβρουαρίου τοῦ 380 μ.Χ. τό περίφημο διάταγμα (Edictum) τῆς Θεσσαλονίκης. Μέ τό διάταγμα αὐτό ὁ Θεοδόσιος ἐκαλοῦσε τούς αἱρετι-κοὺς «μὴ μετασχεῖν τῆς Ἀρείου δόξης» [3].
Ὁ Ἅγιος βρισκόταν σέ ἀλληλογραφία μέ τόν Μέγα Βασί-λειο, ὁ ὁποῖος γράφοντας πρός αὐτόν τόν ἀποκαλεῖ φωστῆρα τῆς Ἐκκλησίας καί τόν ἐπαινεῖ[4]. Ἔλαβε μέρος στή Β´ Οἰκουμενική Σύνοδο καί διακρίθηκε γιά τήν ἁγιότητα τοῦ βίου του καί τήν ὀρθόδοξη πνευματικότητά του.
Ὁ Ἅγιος Ἀχόλιος ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη μεταξύ τῶν ἐτῶν 383 καί 384 μ.Χ.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Γενναδίου, τοῦ ἐκ Λιθουανίας.
Ὁ Ὅσιος Γεννάδιος ἐγεννήθηκε στήν πόλη Κοστρόμα τῆς Λι-θουανίας καί ἦταν υἱός εὐσεβοῦς καί εὐγενοῦς οἰκογενείας. Τό ὄνο-μά τοῦ ἦταν Γρηγόριος καί ἀπό τήν παιδική ἡλικία ἔδειξε μεγάλη ἀγάπη πρός τή λειτουργική ζωή τῆς Ἐκκλησίας.
Ἐπειδή στήν περιοχή πού ἐμεγάλωσε ἐπλεόναζε τό ρωμαιο-καθολικό στοιχεῖο, ἠθέλησε νά ἐγκαταλείψει τή γενέτειρά του καί νά πάει νά ζήσει στή γειτονική Ρωσία. Ἔτσι ἔφθασε στή Μόσχα, ὅπου ἐγνώρισε ἕναν ἄλλο νέο, τόν Θεόδωρο, μέ τήν ἴδια φλογερή ἀγάπη γιά τό μοναχικό βίο. Μαζί πῆγαν νά συμβουλευθοῦν τόν Ἅγιο Ἀλέξανδρο τοῦ Σβέρ († 30 Αὐγούστου), ὁ ὁποῖος τόν μέν Γρη-γόριο ἔστειλε στή μονή τοῦ Κομέλση, ἐνῶ τόν Θεόδωρο πίσω στόν κόσμο.
Στή μονή τοῦ Κομέλση ὁ Γρηγόριος ἔγινε ὁ πιό ἀφοσιωμένος μαθητής τοῦ Ἁγίου Κορνηλίου († 19 Μαΐου) καί ἐκάρη μοναχός μέ τό ὄνομα Γεννάδιος. Τα χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐστόλιζαν τήν ὕπαρξη τοῦ νέου μοναχοῦ.
Πρός τό τέλος τοῦ βίου του ὁ Ἅγιος Κορνήλιος πῆρε μαζί του τόν Ὅσιο Γεννάδιο καί ἵδρυσαν μιά νέα μονή στήν Κοστρόμα, τή μονή Λιουμπεμώφ. Ἐκεῖ ὁ Ὅσιος ἔζησε τόν ὑπόλοιπο χρόνο τῆς ζωῆς του μέ εἰρήνη καί ἄσκηση. Ὁ Θεός τόν ἀξίωσε νά κάνει θαύμα-τα καί νά ἔχει τό προορατικό χάρισμα. Ὁ Τσάρος Ἰβάν ὁ Τρομερός τόν εὐλαβεῖτο πολύ καί τόν ἔκανε παιδαγωγό τῆς θυγατέρας του[5].
Ὁ Ὅσιος Γεννάδιος ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη τό ἔτος 1565.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Ἀλεξάνδρου, τοῦ ἐκ Ρωσίας.
Ὁ Ὅσιος Ἀλέξανδρος τοῦ Βόσκυ ἔζησε μεταξύ τοῦ 15ου καί 16ου αἰῶνος μ.Χ. καί ἀσκήτεψε σέ μονή κοντά στήν Κοστρόμα.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου ἱερομάρτυρος Βλαδιμήρου, μητροπολίτου Κιέβου.
Ὁ Ἅγιος Βλαδίμηρος ἐγεννήθηκε τήν 1η Ἰανουαρίου 1848 σέ ἕνα μικρό χωριό τῆς ἐπαρχίας τοῦ Ταμπώφ τῆς Ρωσίας. Τό κοσμικό του ὄνομα ἦταν Βασίλειος Νικηφόροβιτς Μπογκογιαβλένσκυ. Ἔμα-θε τά πρῶτα γράμματα στό ἐκκλησιαστικό σχολεῖο καί ἔπειτα ἐσπούδασε στή θεολογική σχολή τοῦ Κιέβου. Ὅταν τό 1874 ἀποπε-ράτωσε τίς σπουδές του, διορίσθηκε ὡς καθηγητής στήν ἐκκλησια-στική σχολή τοῦ Ταμπώφ, ὅπου καί ἐνυμφεύθηκε.
Ἀπό μικρό παιδί εἶχε κλήση πρός τήν ἱερωσύνη. Ἔτσι, τό ἔτος 1882, χειροτονεῖται πρεσβύτερος καί τοποθετεῖται στό ναό τοῦ Κοζ-λώφ. Ἡ πρώτη δοκιμασία δέν ἄργησε νά ἔλθει. Στήν ἀρχή τῆς ἱερα-τικῆς του διακονίας, μαζί μέ τό σταυρό τῆς ἱερωσύνης, σηκώνει καί τό σταυρό τῆς χηρείας. Τό 1886 ἀπεβίωσε ἡ πρεσβυτέρα σύζυγός του καί λίγο ἀργότερα καί τό μονάκριβο παιδί του.
Ἡ ὑπομονή τοῦ Ἁγίου ἦταν ὅμοια μέ αὐτή τοῦ πολύπαθου Ἰώβ. Φεύγει πλέον ἀπό τόν κόσμο καί ἀκολουθεῖ τή μοναχική ὁδό. Ἐγκαταβιώνει σέ μονή τοῦ Κοζλώφ καί κείρεται μοναχός μέ τό ὄνο-μα Βλαδίμηρος. Τό ἔτος 1888 ἐκλέγεται Ἐπίσκοπος τῆς πόλεως Στα-ρορούσκυ καί καλεῖται νά διακονήσει τό λαό τοῦ Θεοῦ. Ἀφιερώ-νεται ὁλόψυχα στό πολύπαθο καί ταλαιπωρημένο ποίμνιό του. Ὅλοι ἀνεγνώριζαν στό πρόσωπό του τόν ἀληθινό ποιμένα καί πα-τέρα καί τοῦ φιλανθρώπου Χριστοῦ τό γνησιώτατο μιμητή.
Στίς 19 Ἰανουαρίου 1891 ἐκλέγεται Ἀρχιεπίσκοπος Σαμάρα, τό 1892 Ἀρχιεπίσκοπος Καρτάλιν καί Καχεζίας καί στίς 21 Φε-βρουαρίου 1898 Μητροπολίτης Μόσχας. Τό ποιμαντικό, φιλαν-θρωπικό καί κοινωνικό του ἔργο εἶναι τεράστιο. Διακόπτεται, ὅμως καί πάλι, ὅταν ἐκλέγεται, τό 1912, Μητροπολίτης τῆς Ἁγίας Πε-τρουπόλεως καί Κιέβου.
Τά γεγονότα τῆς Ὀκτωβριανῆς ἐπαναστάσεως (1917) ἀποτέ-λεσαν, γιά τούς κατοίκους τοῦ Κιέβου, τήν ἀφορμή γιά νά ἐπιχειρή-σουν τήν ἀνεξαρτησία τους. Τό Οὐκρανικό συμβούλιο ἐπίεσε τόν Ἅγιο νά προβεῖ σέ ἐκκλησιαστική αὐτονομία. Ἐκεῖνος δέν τό ἔπρα-ξε καί τόν ἐκθρόνισαν. Ἔτσι κατέφυγε στή μονή τῶν Σπηλαίων. Δέν ἠθέλησε νά ὑποχωρήσει παρά τίς ἀπειλές.
Τά γεγονότα τῆς ἐπαναστάσεως τῶν Μπολσεβίκων δέν ἄφη-σαν ἀνεπηρέαστο τό Κίεβο, τό ὁποῖο καταλήφθηκε ἀπό τόν ἐπανα- στατικό στρατό. Στίς 23 Ἰανουαρίου 1918 οἱ ἐπαναστάτες ἔφθασαν στή μονή τῶν Σπηλαίων. Τόν συνέλαβαν καί τόν ἐξετέλεσαν. Τό μόνο πού ἐζήτησε, πρίν τόν ἐκτελέσουν, ἦταν νά τοῦ χαρίσουν λίγη ὥρα, γιά νά προσευχηθεῖ[6].
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου ἱερομάρτυρος Ἀνατολίου, ἐπι-σκόπου Ὀδησσοῦ.
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Ἀνατόλιος ἐγεννήθηκε τό ἔτος 1880 στήν πόλη Κοβέλ τῆς Βολυνίας. Ἐσπούδασε στή θεολογική ἀκαδη-μία τοῦ Κιέβου καί συνέχισε τίς σπουδές του στήν ἱστορία καί στή μελέτη ἀρχαίων χειρογράφων τῆς Βιβλιοθήκης τοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως. Τό 1913 ἐξελέγη Ἐπίσκοπος τοῦ Σιστοπόλ καί τό 1927 μετετέθη στήν Ἐπισκοπή τῆς Ὀδησσοῦ.
Ὁ Ἅγιος Ἀνατόλιος ἐκδιώχθηκε καί φυλακίσθηκε ἀπό τό σο-βιετικό καθεστώς, γιατί δέν συμφωνοῦσε μέ αὐτά πού προσπα-θοῦσαν νά ἐπιβάλουν στή διοίκηση καί τή ζωή τῆς Ἐκκλησίας. Οἱ κακουχίες τόν ἐταλαιπώρησαν καί κατέστρεψαν τήν κλονισμένη ὑγεία του. Ἔτσι ἡ καρδιά του δέν ἄντεξε καί ὁ Ἅγιος Ἀνατόλιος ἐκοιμήθηκε τό ἔτος 1938[7].
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρα, ἡ σύναξις τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου τῆς Δακρυ-ροούσσης.
Ἡ εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς Δακρυροούσσας φυλάσσεται στή μονή Ὑπεραγίας Θεοτόκου Κορωνάτου τῆς νήσου Κεφαλληνίας. Τήν ἡμέρα αὐτή ἡ Παναγία ἔσωσε τή μονή ἀπό τό σεισμό τοῦ ἔτους 1967.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρα, ἡ σύναξις πάντων τῶν ἐν Κοστρόμᾳ τῆς Ρωσίας διαλαμψάντων Ἁγίων.
Ἡ ἑορτή καθιερώθηκε τό ἔτος1981. Οἱ Ἅγιοι πού ἑορτάζουν εἶναι: ὁ Ἱερομάρτυς Νικόδημος τῆς Κοστρόμα, οἱ Ἐπίσκοποι Ἰωνᾶς τῆς Μόσχας, Διονύσιος τοῦ Σουζντάλ, Μητροφάνης τοῦ Βορονέζ, οἱ μοναχοί Ἀβραάμ τοῦ Κουκχλόμα, Ἰακώβ τοῦ Ζελεζνομπορόφσκϊυ, Μακάριος τοῦ Πισέμσκϊυ, Παῦλος τοῦ Ὀμπνόρσκϊυ, Κύριλλος τοῦ Μπελοζέρο, Γεννάδιος τῆς Koστρόμα καί Λγιουμπίμογκραντ, Κύριλλος τοῦ Νοβοεζέρκσϊυ, Ἀδριανός τοῦ Μονζέσκϊυ, Θεράπων τοῦ Μονζέσκϊυ, Ἰακώβ τοῦ Μπρυλίνσϊυ, Παΐσιος τοῦ Γκαλίτς, Ἀλέξανδρος τοῦ Βόσκϊυ, Μακάριος τοῦ Οὐνζένσκϊυ, Βαρνάβας τοῦ ποταμοῦ Βετολούγκα, Γρηγόριος τοῦ Πελσέμσκϊυ καί Παχώμιος τοῦ Νερέτστσκϊυ.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Διονυσίου τοῦ ἐν Ὀλύμπῳ.
Ὁ Ἅγιος Διονύσιος ἐγεννήθηκε περί τό ἔτος 1500 στό χωριό Σκλάταινα τῆς ἐπαρχίας Φαναρίου Καρδίτσης, πού σήμερα ὀνομά-ζεται Δρακότρυπα, ἀπό γονεῖς πτωχούς, ἀλλά εὐσεβεῖς τόν Νικόλαο καί τήν Θεοδώρα, οἱ ὁποῖοι τόν ἀνέθρεψαν μέ παιδεία καί νουθεσία Κυρίου. Μετά τό θάνατο τῶν γονέων του καί σέ νεαρά ἡλικία μετέ-βη στά Μετέωρα, ὅπου καί ἔγινε μοναχός. Ἀργότερα κατέφυγε στό Ἅγιον Ὄρος καί ἐχειροτονήθηκε διάκονος καί πρεσβύτερος. Δια-κατεχόμενος ἀπό τόν πόθο τῆς ἐρημικῆς ζωῆς ἵδρυσε κοντά στή μονή Καρακάλλου ἕνα μικρό κελλί στό ὁποῖο ἐμόναζε καί κοντά σ’ αὐτό ἔκτισε καί ἕνα μικρό ναό ἀφιερωμένο στήν Ἁγία Τριάδα.
Στή συνέχεια ἐπισκέφθηκε τά Ἱεροσόλυμα γιά νά προσκυ-νήσει τούς Ἁγίους Τόπους. Ὁ Πατριάρχης Ἱεροσολύμων ἐξετίμησε τόσο πολύ τήν πνευματικότητα τοῦ Ἁγίου ἀσκητοῦ τόσο πού τόν παρότρυνε νά μείνει κοντά του, γιά νά τόν ἀναδείξει διάδοχό του. Παρά τίς προτροπές ὅμως καί τά δελεάσματα ἐκεῖνος ἐπέστρεψε στό ἡσυχαστήριό του. Ἐχρημάτισε δέ καί γιά λίγο ἡγούμενος τῆς μονῆς Φιλοθέου Ἁγίου Ὄρους, πρός ἐνίσχυση τῆς ὁποίας δέν ἐδί-στασε νά ταξιδέψει μέχρι τήν Κωνσταντινούπολη.
Κατά τή διάρκεια τῆς ἡγουμενίας του στή μονή Φιλοθέου καί διότι ἄλλαξε τήν τάξη αὐτῆς ἀπό βουλγαρική σέ ἑλληνική δυσαρέ-στησε καποιους, οἱ ὁποῖοι ἐζητοῦσαν συνέχεια ἀφορμές νά δημιουρ-γοῦν ζητήματα καί νά προκαλοῦν σκάνδαλα. Γι’ αὐτό ὁ Ἅγιος ἐθε-ώρησε καλό νά ἀπέλθει, περί τό 1524, σέ σκήτη πού ἦταν κοντά στή Βέροια, ὅπου καί διοργάνωσε τή μοναστική ζωή, ἀνακαίνισε τό ναό τοῦ Τιμίου Προδρόμου καί ἀνέπτυξε πλούσια διδακτική καί φιλαν-θρωπική δράση. Ἐπισκέφθηκε ὡς προσκυνητής καί πάλι τά Ἱερο-σόλυμα, μέ ἀφορμή τήν ἐκεῖ σύναξη τῶν Πατριαρχῶν Κωνσταντι-νουπόλεως, Ἀλεξανδρείας, Ἀντιοχείας καί Ἱεροσολύμων, καί ἀφοῦ ἐδέχθηκε τίς εὐλογίες καί παραινέσεις τους ἐπέστρεψε στή Βέροια.
Κατ’ ἐκεῖνο τόν καιρό ἐκοιμήθηκε ὁ Ἐπίσκοπος Βεροίας, οἱ δέ πρόκριτοι καί κάτοικοι τῆς περιοχῆς προσπάθησαν νά πείσουν τόν Ἅγιο νά γίνει Ἐπίσκοπός τους. Ἐκεῖνος ὅμως, ποθώντας τήν ἡσυχία καί τήν ἔρημο, ἔφυγε καί πῆγε σέ μιά δυσπρόσιτη περιοχή τοῦ Ὀλύ-μπου, ὅπου καί ἵδρυσε τή μονή τῆς Ἁγίας Τριάδος. Σέ κάποιο διωγμό τῶν Τούρκων ἐγκατέλειψε γιά λίγο τή μονή καί κατέφυγε στό Πήλιο, κοντά στή Ζαγορά. Ἐκεῖ ἔκτισε ἐκκλησία καί κελλιά. Ἀπό ἐκεῖ, μέ τήν παράκληση τοῦ λαοῦ γιά τήν ἀνομβρία, πού ἀκο-λούθησε τή φυγή του, ὁ Ὅσιος ἐπέστρεψε στόν Ὄλυμπο, περί τό 1542, γενόμενος δεκτός ὄχι μόνο ἀπό τό λαό ἀλλά καί τόν Τοῦρκο ἄρχοντα, ὁ ὁποῖος ἐγγράφως τοῦ ἔδωσε τήν ἄδεια νά ἀνεγείρει ναό καί κελλιά.
Ἡ ἁγιότητα τοῦ Ὁσίου καί τά παρ’ αὐτοῦ ἐπιτελούμενα θαύ-ματα, διαθρυλούμενα εὐρέως σέ ὅλη τή γύρω περιοχή καί τή Μακε-δονία, ὁδηγοῦσαν πολλούς μέχρι τῆς ἀπομακρυσμένης μονῆς του, γιά νά λάβουν τήν εὐλογία του, νά ζητήσουν τή συμβουλή του, νά θεραπευθοῦν ἀπό ἀσθένειες καί νά ὠφεληθοῦν πνευματικά. Καί ὁ Ὅσιος ἐστήριζε τήν πίστη τους, ἐκράτυνε τήν ὑπομονή τους, ἐθέρ-μαινε τήν ἀγάπη τους, ἀνταποκρινόμενος στίς ἀπαιτήσεις τῆς ψυχῆς τους ἀλλά καί στίς ὑλικές τους ἀνάγκες. Ἐδῶ ὁ Ἅγιος ἔζησε σάν ἐπίγειος ἄγγελος καί γρήγορα συγκέντρωσε γύρω του πλῆθος μονα-χῶν, πού ἔκανε τή μονή πραγματική Λαύρα. Ὡστόσο, ὁ ἴδιος προ-τιμοῦσε νά μένει στά σπήλαια τῆς περιοχῆς καί νά ἀσκεῖται στό γνόφο τῆς νοερας προσευχῆς. Κάποιες φορές, έρχόμενο ἀπό τά σπή-λαια, τόν εἶχαν δεῖ νά λάμπει ὁλόκληρος, λουσμένος μέσα στό ἀνα-στάσιμο φῶς τοῦ μέλλοντος αἰῶνος. Ὁ Θεός τόν ἐπροίκισε μέ ἔκτακτα καί ὑπερφυσικά χαρίσματα. Ὑπῆρξε προορατικός καί θαυ-ματουργός, ἐνῶ ἦταν ἀκόμη στή ζωή.
Ὁ Ἅγιος δέν παρέλειπε νά περιέρχεται τά γύρω χωριά, γιά νά κηρύξει, νά ἐξομολογήσει καί νά στηρίξει τούς σκλαβωμένους Ἕλ-ληνες.
Ὁ Ὅσιος Διονύσιος ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη καί ἐνταφιάσθηκε ἀπό τούς μοναχούς στό κάτω μέρος τῆς βόρειας πτέρυγος τοῦ ἐσω-τερικοῦ τοῦ Καθολικοῦ τῆς μονῆς. Ὁ τάφος του ἀπέπνεε εὐωδία καί χάρη καί ἀπό τότε ἀπέβη πηγή δυνάμεως καί ἰαμάτων γιά τούς πι-στούς.
Ταῖς αὐτῶν ἁγίαις πρεσβείαις, ὁ Θεός, ἐλέησον ἡμᾶς. Ἀμήν!