† Μνήμη τοῦ ἁγίου μάρτυρος Θεοδώρου καί τῶν σύν αὐτῷ μαρτυρησάντων Φιλίππης, Διοσκόρου, Σωκράτους καί Διονυσίου, τῶν ἐν Πέργῃ τῆς Παμφυλίας ἀθλησάντων.
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Θεόδωρος καταγόταν ἀπό τήν Πέργη τῆς Παμφυλίας καί ἐμαρτύρησε ἐπί αὐτοκράτορος Ἀντωνίνου (138-161 μ.Χ.). Στό ζῆλο του γιά τήν πατρώα εὐσέβεια κατέστρεφε εἴδωλα καί ναούς εἰδωλικούς, ἀλλά συνελήφθη καί ὑπέστη γι’ αὐτό φρικώ-δη βασανιστήρια. Τόν ἔβαλαν ἐπάνω σέ πυρακτωμένες σχάρες καί στή συνέχεια τοῦ ἔδεσαν τά πόδια σέ ἄλογα πού τόν ἔσυραν μέχρι θανάτου. Ἀκολούθως τόν ἔριξαν σέ καμίνι φωτιᾶς μέ τούς στρατιῶ-τες Σωκράτη καί Διονύσιο καί τόν ἱερέα τῶν εἰδώλων Διόσκορο, πού βλέποντας τά μαρτύρια τοῦ Ἁγίου ἐπίστεψαν στόν Χριστό, καί μετά τόν ἐφυλάκισαν. Στό τέλος τόν ἐσταύρωσαν καί τόν ἐπλήγω-ναν μέ βέλη γιά τρεῖς συνεχεῖς ἡμέρες. Ἔτσι ἐμαρτύρησε ὁ Ἅγιος Θεόδωρος καί ἔλαβε τόν στέφανο τοῦ μαρτυρίου καί τῆς δόξας.
Ἡ μητέρα τοῦ Ἁγίου Θεοδώρου, Φιλίππα, μετά τό σταυρικό θάνατο τοῦ υἱοῦ της, ὁμολόγησε τόν Χριστό Θεό Ἀληθινό καί ἐμαρ-τύρησε διά ξίφους. Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Διόσκορος ἐμαρτύρησε διά τοῦ πυρός καί οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Σωκράτης καί Διονύσιος ἐλογ-χεύθησαν μέσα σέ κάμινο.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῶν ἁγίων μαρτύρων Ἑρμογένους, Γαῒου, Ἐξπεδίτου, Ἀριστονίκου, Ρούφου καί Γαλατᾶ1.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου ἱερομάρτυρος Παφνουτίου τοῦ Ἱεροσολυμίτου καί τῶν σύν αὐτῷ ἀθλησάντων πεντακοσίων τεσσαράκοντα ἕξ μαρτύρων.
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Παφνούτιος ἔζησε κατά τούς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Διοκλητιανοῦ (284-305 μ.Χ.). Ἐπέρασε κατ’ ἐξο-χήν στήν Αἴγυπτο τήν εὐεργετική καί πολύαθλη ζωή του. Ὅταν ἐξεκίνησε ὁ διωγμός κατά τῶν Χριστιανῶν, ὁ ἔπαρχος Ἀρριανός, γνωρίζοντας ἀπό τίς διαδόσεις γιά τήν ἐπιρροή τοῦ Παφνουτίου ἐπάνω στούς χριστιανικούς πληθυσμούς, ἐσκεπτόταν πῶς μποροῦσε νά τόν συλλάβει. Ὁ Παφνούτιος περνοῦσε τή ζωή του σέ ἐρημικούς τόπους, καί κατά τήν ὥρα τῆς νυκτερινῆς προσευχῆς του, Ἄγγελος Κυρίου τοῦ ἐφανέρωσε ὅτι ἐκηρύχθηκε ὁ διωγμός κατά τῶν Χρι-στιανῶν, ὅτι τόν καταζητεῖ ὁ ἔπαρχος καί ὀφείλει μόνος του νά προσέλθει, ἐπειδή ὁ Θεός τόν ἐπέλεξε ὡς ὄργανο, γιά νά ντροπιάσει τόν Ἀρριανό καί τά εἴδωλα.
Ὁ Παφνούτιος ὑπάκουσε καί κατευθύνθηκε πρός τίς ὄχθες τοῦ Νείλου. Μόλις ἔφθασε, εἶδε τόν Ἀρριανό νά ἀποβιβάζεται ἀπό πολυτελές πλοῖο μέ συνοδεία ἀρχόντων καί στρατιωτῶν. Κανείς ἀπό αὐτούς δέν ἐγνώριζε προσωπικά τόν Ἅγιο Παφνούτιο. Αὐτός ὅμως ἀναγνώρισε τόν ἔπαρχο, ὁ ὁποῖος ἔκπληκτος εἶδε τό σεβάσμιο γέροντα νά προχωρεῖ πρός αὐτόν.
-Μέ ζητᾶς, τοῦ εἶπε, καί δέν ἠθέλησα νά σέ ὑποβάλω σέ κόπο· εἶμαι ὁ Παφνούτιος.
Ὁ Ἀρριανός τινάχθηκε. Τό ὄνομα τοῦ Παφνουτίου καί ἡ αἰφνίδια αὐθόρμητη ἐμφάνιση καί παράδοσή του ἔφεραν σκοτισμό καί σύγχυση. Συνῆλθε ὅμως γρήγορα καί μεταχειρίσθηκε γλώσσα ἀπρεπή καί σκληρή πρός τόν Ἅγιο. Τόν καθύβρισε, γιατί ἀκολου-θοῦσε τόν Χριστό καί διέγειρε τά πλήθη στήν πίστη πρός Αὐτόν, καί τήν ἴδια στιγμή τόν ἀπείλησε, ὅτι θα τιμωρηθεῖ ἀδυσώπητα, ἄν δέν προσκυνήσει τά εἴδωλα. Ἐκεῖνος ἀπολογήθηκε σύντομα γιά τήν πίστη του καί ἐδήλωσε ὅτι δέν ὑπάρχει γι’ αὐτόν ἀνώτερη εὐχαρί-στηση ἀπό τό νά βασανισθεῖ καί νά χυθεῖ τό αἷμα του ὑπέρ τοῦ Λυ-τρωτοῦ του.
Μέ διαταγή τοῦ ἐπάρχου οἱ δήμιοι ὑπέβαλαν τόν Παφνούτιο σέ βασανιστήρια. Τοῦ κατέξυσαν τίς σάρκες καί τά αἵματα πού ἔρρεαν ἐπότισαν τό ἔδαφος. Καί ἦταν τόσο βαθειές οἱ πληγές πού εἶχαν ἀνοίξει, ὥστε ἐφαίνονταν τά ἐντόσθια τοῦ Μάρτυρος. Τότε αὐτός ἀπηύθυνε προσευχή πρός τόν Ἰησοῦ Χριστό καί Τόν ἱκέτευ-σε νά μήν τόν ἀφήσει νά πεθάνει, ἄν ἤθελε νά τόν κρίνει χρήσιμο γιά περισσότερους ἀγῶνες στή φοβερή ἐκείνη ἐποχή, κατά τήν ὁποία οἱ ψυχές εἶχαν τόση ἀνάγκη γιά παρηγοριά καί ἐνίσχυση.
Ἡ δέησή του εἰσακούσθηκε. Χάρη τῆς δόξας τοῦ Θεοῦ καί τοῦ φωτισμοῦ πολλῶν σκοτισμένων ἀπό τήν πλάνη ἡ Θεία Χάρη ἐπιτέλεσε ἐκπληκτικά πράγματα. Οἱ πληγές τοῦ Ἁγίου Παφνουτίου ἔκλεισαν ἐκείνη τή στιγμή. Οἱ δύο στρατιῶτες, πού τόν κατέξυσαν, ἀφοῦ εἶδαν τό θαῦμα, ἔπεσαν στά πόδια τοῦ Ἁγίου καί ὁμολό-γησαν καί οἱ ἴδιοι τόν Χριστό. Οὔτε περιορίσθηκαν μέχρι ἐκεῖ. Ἀφοῦ ἔσπευσαν πρός τόν Ἀρριανό, ἀπέρριψαν τίς στρατιωτικές τους ζῶνες καί ἐδήλωσαν ὅτι ἔγινα καί οἱ ἴδιοι Χριτιανοί. Ὁ Ἀρριανός αἰσθάνθηκε ἔκπληξη καί ὀργίσθηκε. Ὅταν ὅμως εἶδε τήν ἐπιμονή καί τῶν δύο, τούς ἀποκεφάλισε. Ὀνομαζόταν ὁ ἕνας Διονύ-σιος, ὁ ἄλλος Καλλίμαχος καί ἀνέβηκαν καί οἱ δύο στόν οὐρανό, ὡς φωτεινοί ἀστέρες τοῦ νοητοῦ στερεώματος.
Μετά τό γεγονός αὐτό ὁ Παφνούτιος ἐφυλακίσθηκε. Μέσα στή φυλακή ὑπῆρχαν μεταξύ ἄλλων καί σαράντα πρόκριτοι, πού ἦταν ἔγκλειστοι ἐκεῖ, γιατί καθυστεροῦσαν τούς φόρους πρός τό δημόσιο. Οἱ ἄνδρες αὐτοί ἐκινήθησαν ἀπό θαυμασμό, ὅταν γιά δύο συνεχόμενες νύκτες ἔβλεπαν σέ κάποιο σκοτεινό μέρος, ὅπου προ-σευχόταν ὁ Ἅγιος Παφνούτιος, κάποια ἐξαίσια καί ὑπερφυσική λάμψη. Ποιός ἄραγε ἦταν ὁ ἄνδρας αὐτός; Ὁ Παφνούτιος ἐπωφε-λήθηκε ἀπό τήν περιέργειά τους, γιά νά τούς ἑλκύσει στή χριστιανι-κή πίστη. Ἐπίστεψαν δέ ὅλοι καί ἀπό τήν ψυχή τους ἦταν ἕτοιμοι καί γιά βασανισμούς καί γιά θάνατο.
Ὁ Ἀρριανός, ἀφοῦ πληροφορήθηκε τό γεγονός, ἐφρύαξε. Ἡ κατάκτηση ἐκείνη τοῦ Παφνούτιου σέ τόσους διακεκριμένους ἄνδρες τόν καταθορύβησε καί τοῦ ἐφάνηκε ὡς αἶσχος καί ἧττα ὄχι μόνο τῆς εἰδωλολατρικῆς θρησκείας, ἀλλά καί δική του. Μάταια ὅμως προσπάθησε μέ τόν πλέον περιποιητικό τρόπο νά ἐξευμενίσει τούς προκρίτους, νομίζοντας ὅτι στό διάβημα προέβησαν ἀπό ὀργή γιά τή φυλάκιση τους . Καί οἱ σαράντα ἐνέμειναν στήν ὁμολογία τοῦ Χριστοῦ, προσπάθησαν μάλιστα νά ἑλκύσουν πρός αὐτή καί τόν Ἀρριανό. Ἀλλά αὐτός εἶχε κλειστή τήν ψυχή του γιά τή σωτη-ρία καί τό φῶς. Ἀφοῦ ἀπέβαλε κάθε ἐλπίδα, διέταξε νά θανατω-θοῦν οἱ νέοι ἐκεῖνοι Χριστιανοί. Τούς ἔφεραν λοιπόν ἔξω ἀπό τήν πόλη, ἄναψαν πυρκαγιά μεγάλη καί εἶπαν στούς στρατιῶτες νά ρίξουν τούς Ἁγίους ἄνδρες σέ αὐτήν. Ἀλλά οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες δέν εἶχαν τήν ἀνάγκη βίας. Μόνοι τους, καθώς κρατοῦσαν τά χέρια μεταξύ τους, εἰσῆλθαν χαρούμενοι στίς φλόγες ψάλλοντας καί ἀξιώθηκαν μέ αὐτό τόν τρόπο τό μαρτυρικό τέλος.
Ὁ Θεός ἠθέλησε νά γίνουν πραγματικότητα καί ἄλλες πολλές ἐπιστροφές διά τοῦ Ἁγίου Παφνουτίου. Καί ὅπως ἄλλοτε ὁ Ἰησοῦς ἐξέφυγε ἀπό τή μέση τῶν ἐχθρῶν Του, πού ἐζήτησαν νά Τόν φονεύσουν, μέ αὐτό τόν τρόπο καί ὁ ἴδιος διολίσθησε καί ἔγινε ἄφαντος ἀπό τά μάτια τοῦ Ἀρριανοῦ, τοῦ ὁποίου γιά αὐτό πολλα-πλάσια ἡ μανία τόν κατέκαψε.
Τά κατορθώματα τοῦ Παφνουτίου ὑπέρ τοῦ Χριστοῦ ἐξακο-λούθησαν. Ἡ παρουσία του ἔφλεξε τά εὐσεβή στήθη τοῦ Εὐστορ-γίου καί τῆς Ἑρμιόνης, πού ἦταν πλούσιο ἀντρόγυνο, στά ἴχνη τους δέ ἀκολούθησε καί ἡ κόρη τους Στεφανώ, μόλις δεκαοκτώ χρόνων στήν ἡλικία. Ἡ πίστη ἐκόχλαζε τώρα θερμότερα στά στήθη τους. Γεμάτοι ἀπό φιλαδελφία, διαμοίραζαν τά πλούτη τους, περιθάλπο-ντας τούς διωκόμενους Χριστιανούς, τά ὀρφανά καί τίς χῆρες τῶν Μαρτύρων. Προβαίνοντας δέ καί περαιτέρω μετέβαιναν καί στούς τόπους τῶν Μαρτυρίων γιά ἐνθάρρυνση τῶν ἀνακρινόμενων καί βασανιζόμενων πιστῶν.
Ὁ Ἀρριανός πληροφορήθηκε τή διαγωγή αὐτή τῆς χριστιανι-κῆς οἰκογένειας, καί παρέδωσε καί τούς τρεῖς στό θάνατο. Τόν ἐδέχθησαν μέ τήν πλέον θαυμαστή γενναιότητα.
Τά ἐπιτεύγματα τοῦ Ἁγίου Παφνουτίου αὐξήθηκαν. Δεκαέξι νεαροί, σχεδόν παιδιά ἀκόμη, τῶν ὁποίων οἱ πατέρες ἦταν ἀπό τούς σαράντα ἐκείνους ἄντρες, πού ἐτελειώθησαν στίς φλόγες τῆς φωτιᾶς, πίστεψαν καί οἱ ἴδιοι καί ὁμολόγησαν μέ παρρησία τήν πίστη τους. Ὁ Ἀρριανός προσπάθησε νά τούς μεταπείσει, ἐπιδεικνύ-οντας πρός αὐτούς καί τή διαταγή τοῦ βασιλέως, στήν ὁποία διαγράφονταν οἱ ὁδηγίες τοῦ διωγμοῦ. Ἰδιαίτερα ἐζήτησε ὁ ἔπαρχος νά σώσει ἀπό τήν καταδίκη τόν μικρότερο ἀπό τούς νεαρούς ἐκεί-νους, πολύ μικρό παιδί, δεκατριῶν ἀκόμη χρόνων. Ἀλλά στήν καρδιά τοῦ μικροῦ ὑπῆρχε ὥριμη ἀποφασιστικότητα καί φλογερή ἀφοσίωση πρός τό Χριστό. Ἐζήτησε νά δεῖ τή βασιλική διαταγή. Ὁ Ἀρριανός τήν παρέδωσε στά χέρια του. Ἀλλά ἐκεῖνος, μόλις τήν ἔλαβε, πῆρε τήν πλέον τολμηρή ἀπόφαση. Κοντά ἔκαιε καί ἐκάπνιζε ὁ εἰδωλολατρικός βωμός. Ἀφοῦ ὅρμησε λοιπόν ὁ μικρός, ἔριξε στή φωτιά τό αὐτοκρατορικό ἔγγραφο φωνάζοντας: «Ἕνας εἶναι ὁ Θεός, ὁ Πατέρας τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ».
Τό θέαμα τοῦ ἐγγράφου πού κατακαιγόταν ἐξαγρίωσε τούς παρευρισκόμενους ἱερεῖς τῶν εἰδώλων. Καί ὁ ἴδιος ὁ Ἀρριανός, παράφρων ἀπό ὀργή, θέλοντας τήν ἄμεση καί παραδειγματική ἐκδίκησή τους, ἔριξε μέ τά ἴδια του τά χέρια στή φωτιά τόν ριψο-κίνδυνο πού ἔπαιρνε τήν ἔμπνευση ἀπό τό Θεό. Οἱ σάρκες του κατακαίγονταν, ἀλλά ἡ ὄψη του ἐπαρουσίαζε τή δόξα ἐκείνη πού εἶχε καί ὁ Ἅγιος Στέφανος, ὅταν συντριβόταν ἀπό τούς λιθοβολι-σμούς τῶν Ἰουδαίων. Οἱ ὑπόλοιποι νέοι, γεμᾶτοι ἀπό ἐνθουσιασμό ἀπό τό θαυμαστό ἐκεῖνο παράδειγμα τοῦ μικρότερου ἀπό αὐτούς, ἐνῶ αὐτός ἐκαιγόταν, ἀπευθυνόμενοι πρός αὐτόν τόν παρακα-λοῦσαν νά δεηθεῖ πρός τόν Θεό, γιά νά ἀποδειχθοῦν καί ἐκεῖνοι ἄξιοι μιμητές του καί νά ἀξιωθοῦν τό στέφανο, πού ἔλαβαν καί οἱ πατέρες τους πού ἐμαρτύρησαν.
Ὁ νέος Μάρτυρας παρέδωσε τήν ἅγια ψυχή του, ἀφοῦ ἐσφράγισε τό πρόσωπό του μέ τό σημεῖο τοῦ Σταυροῦ. Δέν ἄργησαν νά τόν ἀκολουθήσουν στό μαρτυρικό δρόμο οἱ ὑπόλοιποι φίλοι καί συμμαθητές του. Ἦταν δεκαπέντε καί κανένας ἀπό αὐτούς δέν ἐλιποψύχησε μέχρι τελευταία στιγμή. Καί ὅταν ὁδηγοῦνταν ἔξω ἀπό τήν πόλη, γιά νά ἐκτελεστοῦν, προσεύχονταν καί ἔψαλλαν.
Ὁ Ἅγιος Παφνούτιος ἐξακολούθησε νά κηρύττει τό Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ. Κάποια ἡμέρα, κοντά στίς ὄχθες τοῦ Νεί-λου, συνάντησε ὀγδόντα ἁλιεῖς νά ἀσχολοῦνται μέ τίς βάρκες τους καί τά δίχτυα τους. Τούς ἁλίευσε καί αὐτούς. Ἐπίστεψαν στόν Χριστό, διαλαλοῦσαν τήν πίστη τους καί τήν ἐπισφράγισαν μέ τό μαρτυρικό θάνατό τους.
Κάποια ἡμέρα ὁ Ἅγιος Παφνούτιος προσῆλθε μόνος του στόν Ἀρριανό. Ἡ ἄγρια χαρά τοῦ ἔπαρχου ὑπῆρξε ἀπερίγραπτη, ὅταν ἔλαβε καί πάλι στά χέρια του τόν πρωτεργάτη τῆς δικῆς του λύπης καί ντροπῆς. Διέταξε νά θανατωθεῖ μέ τό φρικτό βασανιστήριο τοῦ τροχοῦ. Ἀλλά τά μέλη του, ὅταν κατακόβονταν, ἀμέσως ἐθεραπεύ-ονταν καί ὁ θεωρούμενος ὡς πτῶμα καί σύντριμμα ἐπαρουσιάσθηκε τελικά γεμάτος ζωή.
Ὁ Ἀρριανός προσῆλθε μετά κάποια ὥρα, γιά νά δεῖ τό πτῶμα τοῦ Ἁγίου. Ἀλλά αὐτός εὑρέθηκε ὄρθιος ἐνώπιόν του καί τοῦ εἶπε: «Μέ γνωρίζεις, Ἀρριανέ; Ὅλα αὐτά τά θαυμάσια σχετικά μέ ἐμένα τά πραγματοποιεῖ ὁ Κύριός μου Ἰησοῦς Χριστός, γιά νά ἐλεγχθεῖ ἡ ἀσέβειά σου καί γιά νά καταλάβεις ὅτι πολεμώντας ἐνάντια σέ Αὐτόν, χτυπᾶς στό κέντρο, γιά νά καταλάβεις ὅτι λατρεύεις κουφά καί τυφλά εἴδωλα κατασκευασμένα ἀπό ὕλη ἀναίσθητη».
Ὁ Ἀρριανός δέν ἤξερε τί νά ἀπαντήσει στήν πρώτη ἐκείνη στιγμή τῆς καταπλήξεως καί τοῦ θαυμασμοῦ. Ὁμίλησε ὅμως ὁ πραιπόζιτος Εὐσέβιος, πού ἦταν παρών ἐκεῖ. Ἐδήλωσε ὅτι αὐτός, ἀπέναντι σέ τόσα ἀκαταμάχητα θαύματα, ἀποκηρύσσει τήν πλάνη τῶν εἰδώλων καί κηρύττει τήν πίστη του στό Χριστό. Καί ἀφοῦ ἀποτάνθηκε στούς τετρακόσιους στρατιῶτες, πού παρευρίσκονταν ἐκεῖ, τούς ἐκάλεσε μέ τόν πλέον φλογερό τόνο νά κάνουν καί ἐκεῖ-νοι τό ἴδιο. Οἱ στρατιῶτες, ἀπαλλαγμένοι ἀπό τήν σκολιότητα καί τήν σκληρότητα τῆς καρδιᾶς τῶν ἀνώτερων λειτουργῶν τοῦ εἰδωλολατρικοῦ καθεστῶτος, ψυχές ἁπλές καί εὐθεῖες, καί γι’ αὐτό ἐπιδεκτικές τῆς ἀλήθειας καί τοῦ φωτός, ἀκολούθησαν τό παράδειγμα τοῦ πραιπόζιτου. Μέ φωνή μεγάλη, πού ἐκάλυψε ὅλη τήν γύρω ἔκταση, ὁμολόγησαν τόν Ἰησοῦ Χριστό.
Τό στεφάνι τοῦ μαρτυρίου ἐστόλισε τά μέτωπα καί τῶν νέων αὐτῶν ἀθλητῶν. Σέ τέσσερις τεράστιες πυρακτωμένες καμίνους καί μέσα στίς φλόγες ὁ πραιπόζιτος Εὐσέβιος καί οἱ τετρακόσιοι στρατιῶτες βρῆκαν ἔνδοξο θάνατο ὑπέρ τοῦ Χριστοῦ.
Γιά μία ἀκόμη φορά ἐπραγματοποιήθηκε μέσῳ τοῦ Ἁγίου Παφνουτίου θαῦμα ἱκανό νά κερδίσει καί τήν περισσότερο ἄπιστη ψυχή, σέ ὅποια τυχόν εἶχε ἀπομείνει ἴχνος λογικῆς καί καθαρᾶς καρδίας.
Ἀφοῦ συνέλαβε ὁ Ἀρριανός τόν Παφνούτιο τόν ἔριξε στά νερά τοῦ ποταμοῦ Νείλου μέ μεγάλη πέτρα στό λαιμό. Ὁ Ἅγιος Παφνούτιος ἐφάνηκε νά ἐξαφανίζεται στά βάθη καί ὁ Ἀρριανός ἐξακολούθησε τό ταξίδι του στό μεγαλοπρεπές πλοῖο του. Ἀλλά μετά ἀπό κάποια λεπτά, μπροστά στό πλοῖο τοῦ ἔπαρχου, ἐπαρουσιάστηκε ὁ Ἅγιος Παφνούτιος λέγοντας πρός τόν ἔπαρχο ἀπό τά νερά: «Ἀρριανέ, ἐσύ μέν χρειάζεσαι πλοῖο καί ἄνεμο, γιά νά πλέεις. Ἐγώ ὅμως οὔτε πλοῖο οὔτε ἄνεμο χρειάζομαι, γιατί κυβερνή-της μου εἶναι ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ὁ ὁποῖος καί τή φορά αὐτή μέ λύτρωσε ἀπό τό θάνατο».
Ὁ Ἀρριανός καταλήφθηκε ἀπό φόβο, ἀλλά ἡ πωρωμένη του ψυχή ἔμεινε ἀφώτιστη. Συνέλαβε τόν Ἅγιο Παφνούτιο καί τόν ἔστειλε πρός τόν αὐτοκράτορα Διοκλητιανό μέ σύντομη ἔκθεση γιά ὅσα συνέβησαν σέ σχέση μέ τόν Χριστιανό αὐτόν. Ὁ Διοκλητιανός προσπάθησε νά κατανικήσει ὁ ἴδιος τήν πίστη τοῦ Παφνουτίου. Ἀλλά γρήγορα εἶδε ὅτι ἡ ἀπόπειρα δέν μποροῦσε νά καρποφορή-σει. Διέταξε λοιπόν τή σταύρωση τοῦ Ἁγίου, καί μέ αὐτό τόν τρόπο ἀφοῦ τό ἠθέλησε καί ὁ ἴδιος περισσότερο αὐτή τή φορά, ὁ μέγας ἐκεῖνος Ἅγιος ἔλαβε μαρτυρικό τέλος, καί τετρακόσιοι σαράντα ἕξι πιστοί, πού ἦλθαν στήν πίστη μέσῳ αὐτοῦ κάτω ἀπό τήν ἔνθεη ὤθησή του, ἔλαβαν τό μαρτυρικό στέφανο.
Ἡ Ἐκκλησία τιμᾶ τή μνήμη τους καί στίς 25 Σεπτεμβρίου.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἐν ἁγίοις πατρός ἡμῶν Γεωργίου, ἐπισκόπου Πισιδίας, τοῦ Ὁμολογητοῦ.
Ὁ Ἅγιος Γεώργιος ἔζησε κατά τούς χρόνους τῆς εἰκονομαχίας καί ἐξελέγη Ἐπίσκοπος Πισιδίας. Προσκληθείς μαζί μέ ἄλλους Ἐπι-σκόπους στήν Κωνσταντινούπολη, γιά νά ἐπιβάλουν τήν κατάργη-ση τῶν ἱερῶν εἰκόνων, στή Σύνοδο τοῦ 754 μ.Χ., ἀντιστάθηκε σθε-ναρά στά ἐντάλματα τῶν κρατούντων εἰκονομάχων καί στήν ἀσέ-βειά τους2. Γιά τό λόγο αὐτό ἐξορίσθηκε ἀπό τόν αὐτοκράτορα Κωνσταντίνο Ε΄ τόν Κοπρώνυμο (741-775 μ.Χ.), ὅπου καί ἐκοιμήθη-κε. Γιά τούς ἀγῶνες του ὑπέρ τῆς ὀρθοδόξου πίστεως ὀνομάσθηκε Ὁμολογητής.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἐν ἁγίοις πατρός ἡμῶν Τρύφωνος, πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως.
Ὁ Ἅγιος Τρύφων ἦταν μοναχός σέ κάποια μονή τοῦ θέματος τοῦ Ὀψικίου, εὐλαβής καί ἐνάρετος, καί ἐξελέγη Πατριάρχης Κων-σταντινουπόλεως, στίς 14 Δεκεμβρίου 928 μ.Χ., εἰς διαδοχήν τοῦ Πατριάρχου Στεφάνου Β΄ ὑπό τόν ὅρο νά ἀποχωρήσει ἀπό τό θρό-νο μετά τήν ἐνηλικίωση τοῦ υἱοῦ τοῦ Ρωμανοῦ Θεοφυλάκτου. Ἀλλ’ ἐπειδή ἀρνιόταν νά παραιτηθεῖ, ἐξαναγκάσθηκε μέ πονηρό τέχνα-σμα τοῦ Καισαρείας Θεοφάνους νά ὑπογράψει τήν παραίτησή του ἀπό τόν πατριαρχικό θρόνο, τόν Αὔγουστο τοῦ ἔτους 931 μ.Χ.
Ὁ Ἅγιος Τρύφων ἀποσύρθηκε σέ μονή, ὅπου ἔζησε ὁσιακά, καί ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη. Ἡ Σύναξη αὐτοῦ ἐτελεῖτο στή Μεγάλη Ἐκκλησία.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου ἱερομάρτυρος Ἀλπεγίου, ἀρχιεπισκόπου Καντουαρίας.
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Ἀλπέγιος ἀπό μικρή ἡλικία ἀκολούθησε τό μοναχικό βίο καί ἔγινε μοναχός στή μονή τοῦ Μπάθ τῆς Ἀγγλίας. Ἀργότερα διετέλεσε ἡγούμενος τῆς μονῆς καί διακρίθηκε γιά τήν αὐστηρότητα τοῦ βίου του καί τούς ἀσκητικούς του ἀγῶνες.
Τό ἔτος 984 μ.Χ. ἐξελέγη Ἐπίσκοπος τοῦ Οὐῒντσεστερ, ὅπου ἀπέσπασε τό σεβασμό γιά τίς πολλές ἀρετές του, ἰδιαίτερα δέ γιά τήν ἀγάπη καί φιλανθρωπία του πρός τούς πτωχούς καί τούς ἐνδε-εῖς. Τόσο πολύ ἐφρόντισε γιά τούς πτωχούς, ὥστε ἐπί τῶν ἡμερῶν του κανένας ἐπαίτης δέν εὑρισκόταν στήν ἐπαρχία του. Μετά εἴκοσι δύο ἔτη ἀρχιερατείας ἀνέλαβε, χωρίς νά τό ἐπιθυμεῖ, τό θρόνο τῆς Καντουαρίας κατά τούς δυσχειμέρους χρόνους τῶν Δανικῶν καί Νορβηγικῶν ἐπιδρομῶν. Ὁ Ἅγιος προσέφερε ἑκουσίως τόν ἑαυτό του ὡς ὅμηρο στούς κατακτητές, γιά νά σώσει τό ποίμνιό του. Ὑπέ-στη πολλά βασανιστήρια καί τέλος τόν ἀποκεφάλισαν τό ἔτος 10123.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Συμεών, ἡγουμένου τῆς μονῆς Φιλοθέου τοῦ Ἁγίου Ὄρους καί κτίτορος τῆς ἐν τῷ ὄρει τοῦ Φλαμουρίου μονῆς τῆς Ἁγίας Τριάδος ἐν Πηλίῳ.
Ὁ Ὅσιος Συμεών, ὁ καί «ἀνυπόδητος καί μονοχίτων» ἀποκα- λούμενος, ἐγεννήθηκε περί τό ἔτος 1500 στό χωριό Βαθύρρεμα Λα-ρίσης, τοῦ ὁποίου σήμερα σώζονται ἐλάχιστα ἐρείπια. Καταγόταν ἀπό εὐσεβῆ οἰκογένεια, ὁ δέ πατέρας του Ἀνδρέας, πού ἦταν ἱερεύς, ἐφρόντισε γιά τήν κατά Χριστόν ἀγωγή τοῦ Συμεών καί τή μόρφω-σή του. Σέ ἡλικία δέκα πέντε ἐτῶν ὁ Συμεών ἐγκατέλειψε τήν οἰκία αὐτοῦ κινούμενος ἀπό ἔνθεο ζῆλο καί ἀγάπη γιά τό μοναχικό βίο. Ἀφοῦ ἀνεχώρησε ἀπό τή γενέτειρά του μετέβη στόν Ἐπίσκοπο Δημητριάδος Παχώμιο, ἱεράρχη ἐνάρετο, στήν ἐπαρχία τοῦ ὁποίου ὑπαγόταν τότε τό Βαθύρρεμα, ὁ ὁποῖος τόν ἔκειρε μοναχό καί τόν ἐχειροτόνησε διάκονο. Ἔπειτά μετέβη στή μονή Κοιμήσεως τῆς Θεο-τόκου-Ἁγίου Δημητρίου Οἰκονομείου ἤ Κομνηνείου στόν Κίσσαβο, ὅπου, κατά τό Συναξάριον, ἐπερνοῦσε τό βίο του μέ σκληραγωγία, νηστεία πολλή, ἀγρυπνία ἄμετρη, ὁλονύκτια στάση, ἀνυπόδητος καί μονοχίτων, φορώντας ἕνα ἱμάτιο παλαιό καί σχισμένο. Γι’ αὐτό καί ὀνομάσθηκε «ἀνυπόδητος καί μονοχίτων».
Ἀφοῦ ἀνεχώρησε ἀπό τή μονή αὐτή γιά μεγαλύτερη ἄσκηση, μετέβη στή μονή Μεγίστης Λαύρας τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ὅπου ἐχειρο-τονήθηκε πρεσβύτερος. Ἀπό τή μονή τῆς Μεγίστης Λαύρας ἐγκατα-στάθηκε στή μονή Φιλοθέου, τῆς ὁποίας διετέλεσε ἡγούμενος μέ παράκληση τῶν ἀδελφῶν αὐτῆς.
Ἀπό ἐκεῖ ἀναγκάσθηκε νά ἀπομακρυνθεῖ ἕνεκα ἀσεβέστατης συμπεριφορᾶς μοναχῶν αὐτῆς, ἡ ὁποία ἔφθασε μέχρι τή φυλάκιση τοῦ Ὁσίου στόν πύργο τῆς μονῆς, καί ἦλθε στό Πήλιον ὄρος, τό ὁποῖο τότε ἐκαλεῖτο Ζαγόριον. Ἐκεῖ, στή θέση Φλαμούριον τῆς Ζα-γορᾶς ἔκτισε μονή πρός τιμήν τῆς Ἁγίας Τριάδος καί τῆς Μετα-μορφώσεως τοῦ Σωτῆρος στήν ὁποία ἐμόνασε μέ ἄλλους μοναχούς.
Ἀφοῦ ἐρύθμισε τά τῆς μονῆς καί κατέστησε αὐτήν κοινόβιο εὐλαβῶν μοναχῶν, ἄφησε τήν ἡσυχία αὐτῆς καί ἐστράφηκε πρός τόν κόσμο, πρός τούς ὑπόδουλους στούς Τούρκους Χριστιανούς, πρός τό Γένος, ἀναλαμβάνοντας ἔργο ἱεραποστολικό καί ἐθνικό. Ἐπισκέφθηκε τά μέρη τῆς Ζαγορᾶς, τῶν Ἀθηνῶν, τῆς Λάρισας, τῆς Λαμίας, τῶν Γρεβενῶν καί τῶν Θηβῶν διδάσκοντας τό λαό.
Ἀπό τή Βοιωτία ὁ Ὅσιος Συμεών μετέβη στόν Εὔριπο (Χαλκί-δα), ὅπου διαβλήθηκε τό κήρυγμα αὐτοῦ καί παρ’ ὀλίγον θά ὑφί-στατο τό διά πυρᾶς μαρτύριο, ὅταν οἱ κατακτητές Τοῦρκοι ἐφθόνη-σαν τήν παρρησία τοῦ Ὁσίου, ὡς καί τίς τιμές καί τήν εὐλάβεια τήν ὁποία οἱ Χριστιανοί ἀπέδιδαν σέ αὐτόν καί συνομιλοῦσαν μέ καύχηση περί αὐτοῦ, δεδομένου μάλιστα ὅτι ἀσθενεῖς καί κλινήρεις ἐρχόμενοι πρός αὐτόν ἐθεραπεύονταν, τό δέ πλῆθος ἔτρεχε πλησίον του γιά νά ἐξομολογηθεῖ καί νά ὠφεληθεῖ πνευματικά. Κατηγορή-θηκε λοιπόν Ὀ Ὅσιος ἀπό τούς Τούρκους στόν Κεχαγιᾶ, δηλαδή τόν ἐπίτροπο πασᾶ τοῦ Εὐρίπου, ὅτι ἐδίδασκε καθημερινά τούς Μουσουλμάνους νά ἐγκαταλείψουν τή θρησκεία τους ὡς ψευδῆ καί πλανημένη καί νά γίνουν Χριστιανοί.
Τό ἀποτέλεσμα τῆς ψευδοῦς αὐτῆς κατηγορίας ἦταν νά συλ-ληφθεῖ ὁ Ὅσιος, νά ἁλυσοδεθεῖ καί νά ὁδηγηθεῖ στό μέσον τοῦ παζαριοῦ, ὅπου τό πλῆθος τῶν Τούρκων ἄρχισε νά συγκεντρώνει ξῦλα, γιά νά τόν κάψει. Τότε ἕνας Ἄραβας καί μερικές γυναῖκες, στό ἄκουσμα τῆς καύσεως τοῦ Ὁσίου, ἔσπευσαν στή μητέρα τοῦ Κεχαγιᾶ καί τήν παρεκάλεσαν νά τόν σώσει ἀπό τό θάνατο. Ἡ ἄμεση ἐπέμβαση τῆς μητέρας πρός τόν υἱό της Κεχαγιᾶ, οἱ παραινέ-σεις αὐτῆς καί ἡ ἀποκάλυψη τοῦ ψεύδους, εἶχαν ὡς ἀποτέλεσμα νά κληθεῖ ὁ Ὅσιος Συμεών ἐνώπιον τοῦ Κεχαγιᾶ πρός ἀπολογίαν. Τό ἀποτέλεσμα ἦταν νά ἀφεθεῖ ὁ Ὅσιος ἐλεύθερος καί νά κηρύσσει ἐλεύθερα τό λόγο τοῦ Θεοῦ.
Ὁ Ὅσιος Συμεών ἐπέστρεψε καί πάλι στή μονή του καί λίγο ἀργότερα μετέβη στήν Κωνσταντινούπολη, ὅπου συνέχισε τό ἔργο τοῦ κήρυκος τοῦ θείου λόγου καί ἐκεῖ εὑρισκόμενος ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη τό ἔτος 1594. Τό ἱερό λείψανό του ἐνταφιάσθηκε στό ναό τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου τῆς νήσου Χάλκης.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου ὁσιομάρτυρος Ἀγαθαγγέλου τοῦ Νέου, ἐν Σμύρνῃ ἀθλήσαντος.
Ὁ Ἅγιος Ὁσιομάρτυς Ἀγαθάγγελος, κατά κόσμον Ἀθανάσι-ος, καταγόταν ἀπό τή Θράκη. Ὁ πατέρας ὀνομαζόταν Κωνσταντί-νος, ἡ δέ μητέρα του Κρυσταλία. Ὅταν ἦταν νέος, ἐργαζόταν σέ τουρκικό πλοῖο καί ἐπιεζόταν ἀπό τόν πλοίαρχο νά ἀποδεχθεῖ τόν Μουσουλμανισμό. Κάποια ἡμέρα, ἀφοῦ τόν ἐπλήγωσαν μέ μαχαίρα πρός ἐκφοβισμόν, ὁ Ἀθανάσιος ἐνέδωσε στίς συνεχεῖς πιέσεις καί ἐξισλαμίσθηκε. Μεταμεληθείς, ἀνεχώρησε ἀργότερα γιά τό Ἅγιον Ὄρος καί εἰσῆλθε στή μονή Ἐσφιγμένου, γενόμενος δεκτός ἀπό τόν ἡγούμενο Εὐθύμιο. Ἐκάρη μοναχός καί ὀνομάσθηκε Ἀγαθάγγελος. Ἀφοῦ ἔλαβε τήν ἀπόφαση νά μαρτυρήσει ὑπέρ τοῦ Χριστοῦ, ἔφυγε ἀπό τό Ἅγιον Ὄρος καί ἦλθε στή Σμύρνη, ὅπου ἐπεζήτησε τό μαρτύριο, ἀποπτύσας δημόσια τή Μουσουλμανική θρησκεία. Ὁμο-λογῶν τόν Χριστό καταδικάσθηκε σέ ἀποκεφαλισμό τό ἔτος 1818, ἡμέρα Σάββατο.
Οἱ εὐσεβεῖς Χριστιανοί τῆς Σμύρνης ἀγόρασαν τό ἱερό λείψα-νο τοῦ Ὁσιομάρτυρος καί τό μετέφεραν μέ τιμές στό ναό τοῦ Ἁγίου Γεωργίου. Τό λείψανό του ἐνταφιάσθηκε στόν τάφο τοῦ Νεο-μάρτυρος Δήμου, ὁ ὁποῖος ἐμαρτύρησε στήν Σμύρνη τό ἔτος 1763. Μέρος δέ αὐτοῦ, ἡ ἁγία καί θαυματουργός κάρα μετά τῆς δεξιᾶς χειρός καί μιᾶς πλευρᾶς μεττακομίσθηκε, τό ἔτος 1844, στή μονή Ἐσφιγμένου.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῆς ἁγίας Ἀσυνέθ, τῆς διά Χριστόν σαλῆς, τῆς ἐκ Ρωσίας.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τῆς ἀνακομιδῆς τῶν ἱερῶν λειψάνων τοῦ ἐν ἁγίοις πατρός ἡμῶν Μωϋσέως, ἀρχιεπισκόπου Νόβγκοροντ τῆς Ρωσίας, τοῦ Θαυματουργοῦ.
(Βλ. † 25 Ἰανουαρίου).
Ταῖς αὐτῶν ἁγίαις πρεσβείαις, ὁ Θεός, ἐλέησον ἡμᾶς. Ἀμήν.