† Μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν ᾿Αντωνίου τοῦ Μεγάλου.
῾Ο Μέγας Ἀντώνιος ἐγεννήθηκε περί τό 251 μ.Χ. στήν πόλη Κομά τῆς Ἄνω Αἰγύπτου, κοντά στή Μέμφιδα, ἀπό γονεῖς εὐλαβεῖς καί εὔπορους. ῎Εζησε στά χρόνια τῶν αὐτοκρατόρων Διοκλητιανοῦ (284-305 μ.Χ.) καί Μαξιμιανοῦ (285-305 μ.Χ.) μέχρι καί τήν ἐποχή τοῦ εὐσεβοῦς αὐτοκράτορα Κωνσταντίνου καί τῶν παιδιῶν του.
Ἀπό τήν παιδική του ἡλικία ἦταν ὀλιγαρκής καί αὐτάρκης, «μόνοις δέ οἷς εὕρισκεν ἠρκεῖτο καί πλέον οὐδέν ἐζήτει». Σέ νεαρά ἡλικία, περίπου 20 ἐτῶν, ἔχασε τούς γονεῖς του. Ἕξι μῆνες μετά τήν κοίμηση τῶν γονέων του ἄκουσε στήν ἐκκλησία τήν εὐαγγελική πε-ρικοπή τοῦ πλουσίου νεανίσκου[1], στήν ὁποία ἀναφέρεται, ὅτι ὁ Χριστός εἶπε στόν πλούσιο νέο: «πώλησον τά ὑπάρχοντά σου καί δός πτωχοῖς». Τόση μεγάλη ἐντύπωση προξένησε ἡ εὐαγγελική αὐτή προτροπή στήν ψυχή τοῦ Ἀντωνίου, ὥστε ἀμέσως διένειμε τά ὑπάρχοντά του στούς πτωχούς καί ἐνδεεῖς, ἀφοῦ ἐφύλαξε τά ἀπολύ-τως ἀναγκαῖα γιά τή συντήρηση αὐτοῦ καί τῆς μικρῆς του ἀδελφῆς, τήν ὁποία ἐφρόντισε νά παραδώσει σέ Χριστιανές νέες παρθένους πού εἶχαν ἀφιερωθεῖ στή χριστιανική ἀρετή, βέβαιος ὅτι κοντά τους θά εἶναι κατά πάντα ἀσφαλής.
Ἀπό τότε ὁ Ἅγιος Ἀντώνιος ἄρχισε νά ζεῖ ἀσκητικό βίο, ἐργαζόμενος ἀδιάκοπα καί ὑποβαλλόμενος σέ αὐστηρή νηστεία, γιά νά κατανικήσει τούς πειρασμούς τῆς σάρκας, ἀγρυπνώντας ὁλόκλη-ρη τή νύχτα καί τρώγοντας ἐλάχιστα.
Στή συνέχεια ἀπῆλθε σέ τόπο ἔρημο καί μακρυνό ὅπου ὑπῆρ-χαν μνήματα καί ἀφοῦ εἰσῆλθε σέ ἕνα ἀπό αὐτά ἔκλεισε τή θύρα. Ἡ τροφή του ἦταν ἐλάχιστη καί τοῦ τήν πήγαινε σέ καθορισμένες ἡμέρες ἕνας συνασκητής του. Ἐκεῖ ὑπερνίκησε, μέ τή Χάρη τοῦ Θε-οῦ, νέους πειρασμούς. Ἀργότερα πῆγε κοντά στά ἐρείπια ἑνός φρου-ρίου καί ἐκατοίκησε σέ σπήλαιο χωρίς νά τόν βλέπει κανένας καί χωρίς νά δέχεται κανένα παρά μόνο ἕνα γνωστό του, ὁ ὁποῖος τοῦ ἔφερνε κάθε ἕξι μῆνες ψωμί γιά ὁλόκληρο τό ἑξάμηνο.
Μετά ἀπό εἴκοσι ὁλόκληρα χρόνια ἀσκήσεως καί ἀφοῦ ἔφθα-σε σέ ὕψη πνευματικῆς τελειώσεως ἐμφανίσθηκε στόν κόσμο καί τότε ἄρχισαν νά συρρέουν περί αὐτρόν πολλοί πού τόν ἐθαύμαζαν ὡς ἀσκητή καί θαυματουργό. Καί ἐνῶ ὁ Ἅγιος βρισκόταν στή ζωή, ἔβλεπε τίς ψυχές ἄλλων, πού ἐξέρχονταν ἀπό τό σῶμα τους, καθώς καί τούς δαίμονες πού τίς ὁδηγοῦσαν. Τό γεγονός αὐτό εἶναι πολύ θαυμαστό, ἀφοῦ μιά τέτοια δυνατότητα εἶναι γνώρισμα μόνο νοερᾶς καί ἀσώματης φύσεως.
Τό ἔτος 311 μ.Χ., κατά τό διωγμό τοῦ αὐτοκράτορος Μαξι-μίνου (307-313 μ.Χ.), κατῆλθε στήν Ἀλεξάνδρεια, γιά νά ἐνθαρρύνει καί νά βοηθήσει τούς πιστούς, τούς Ὁμολογητές καί τούς Μάρτυρες. Ὅταν ἔπαυσε ὁ διωγμός ὁ Ὅσιος ἐπανῆλθε στήν ἔρημο, ἀλλ’ ἐπειδή αἰσθανόταν ἐνοχλημένος ἀπό τήν παρουσία πολλῶν, πού πήγαιναν γιά νά τόν συναντήσουν, ἔφυγε ἀπό ἐκεῖ καί ἦλθε σέ τόπο ἔρημο πού ἦταν σέ ὄρος ὑψηλό κοντά στήν Ἐρυθρά θάλασσα. Καί ἐκεῖ ὅμως προσέρχονταν πολλοί γιά νά λάβουν τήν εὐλογία του, νά δι-δαχθοῦν καί νά θεραπευθοῦν. Ἐθεράπευε δέ τούς ἀσθενεῖς «οὐ προ-στάζων, ἀλλ’ εὐχόμενος καί τόν Χριστόν ὀνομάζων».
Ἡ φήμη τοῦ Ὁσίου Ἀντωνίου ἔφθασε μέχρι τούς βασιλεῖς, τόσον ὥστε ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος καί οἱ υἱοί του, Κωνστάντιος καί Κώνστας, ἔγραφαν σ’ αὐτόν ὡς πρός πατέρα καί τόν παρακα-λοῦσαν νά τούς ἀπαντήσει.
Κατά τή διάρκεια τοῦ ἀσκητικοῦ του βίου ποτέ δέν ἄλλαξε ἔνδυμα καί ποτέ δέν ἔνιψε τό σῶμα ἤ τά πόδια του μέ νερό. Ὁ Ὅσι-ος, ἄν καί ἀγράμματος στήν ἀνθρώπινη σοφία, ἦταν σοφός κατά Θεόν. Εἶχε λόγο «ἠρτυμένον τῶ θείῳ ἅλατι καί χαρίεντα». Ἐδίδα-σκε τούς μαθητές του νά μή θεωροῦν τίποτε ἀνώτερο ἀπό τήν ἀγά-πη τοῦ Χριστοῦ καί νά μή νομίζουν ὅτι, ἐπειδή ἀπέχουν ἀπό τά κο-σμικά ἀγαθά, στεροῦνται κατί ἀξιόλογο. Τό νά ἀφήνει κανείς τά ἐπίγεια ἀγαθά εἶναι σάν νά καταφρονεῖ μιά δραχμή ἀπό χαλκό, γιά νά κερδίσει ἑκατό χρυσές. Δέν πρέπει, ἔλεγε, νά λησμονᾶμε ὅτι ὁ ἀνθρώπινος βίος εἶναι πρόσκαιρος συγκρινόμενος πρός τό μέλλοντα αἰώνα. Γι’ αὐτό δέν πρέπει νά κοπιάζουμε γιά τήν ἀπό-κτηση πρόσκαιρων ἀγαθῶν, τά ὁποῖα δέν μποροῦμε νά πάρουμε μαζί μας, ἀλλά γιά τήν ἀπόκτηση αἰώνιων ἀγαθῶν, δηλαδη τῆς φρονήσεως, τῆς δικαιοσύνης, τῆς σωφροσύνης, τῆς ἀνδρείας, τῆς συνέσεως, τῆς ἀγάπης.
Ὁ Μέγας Ἀντώνιος, ἀφοῦ ἔζησε ἑκατόν πέντε ἔτη, ἐκοιμή-θηκε ὁσίως τό 356 μ.Χ. Ἄν καί, ὅπως λέγει ὁ Μέγας Ἀθανάσιος[2], μία ἀπό τίς τελευταῖες ἐπιθυμίες τοῦ Ὁσίου Ἀντωνίου ἦταν νά μείνει κρυφός ὁ τόπος τῆς ταφῆς του, οἱ μοναχοί πού ἐμόναζαν κοντά του ἔλεγαν ὅτι κατεῖχαν τό ἱερό λείψανό του, τό ὁποῖο, ἐπί Ἰουστινιανοῦ (561 μ.Χ.), κατατέθηκε στήν ἐκκλησία τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου στήν Ἀλεξάνδρεια καί ἀπό ἐκεῖ ἀργότε-ρα, τό 635 μ.Χ., μετα-φέρθηκε στήν Κωνσταντινούπολη.
Ἡ Σύναξή του ἐτελεῖτο στή Μεγάλη Ἐκκλησία.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν καί θαυματουρ-γοῦ Ἀντωνίου τοῦ Νέου.
Ὁ Ὅσιος Ἀντώνιος καταγόταν ἀπό εὐσεβεῖς καί πλούσιους γονεῖς καί ἔζησε στό τέλος τοῦ 10ου ἤ στίς ἀρχές τοῦ 11ου αἰῶνος μ.Χ.[3] Νέος ἀκόμη ἔγινε μοναχός στή Σκήτη τῆς Βέροιας, κοντά στήν κοιλάδα τοῦ ποταμοῦ Ἀλιάκμονος. Οἱ πνευματικοί του ἀγῶνες ἐκράτησαν ἐκεῖ εἴκοσι χρόνια. Πνευματικά ὥριμος, μέ τήν εὐχή τοῦ ἡγουμένου τῆς Σκήτης, ἀποσύρθηκε σέ σπήλαιο, ὅπου ἔζησε ἀκόμη πενήντα τέσσερα χρόνια ἀσκητικῶν γυμνασμάτων. Ἡ Ἐκκλησία τιμώντας τούς ἀγῶνες καί τήν ὁσιακή πολιτεία τοῦ Ὁσίου Ἀντω-νίου, τόν ἐθεώρησε μέγα καί γι’ αὐτό τόν ὀνόμασε καί Νέο σέ σχέση μέ τόν παλαιότερο διδάσκαλο τῆς ἐρήμου Ἅγιο Ἀντώνιο τό Μέγα.
Ὁ Ὅσιος Ἀντώνιος ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη σέ ἡλικία 94 ἐτῶν. Τό ἱερό λείψανό του παρέμεινε ἄταφο καί ἄφαρτο γιά πολλές ἡμέρες, μέχρι πού τό βρῆκαν κάποιοι κυνηγοί. Εἶναι πολιοῦχος τῆς Βέροιας.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῶν ἁγίων μαρτύρων Ἰουνίλλας καί Τουρβῶνος.
Ἡ Ἁγία Ἰουνίλλα καταγόταν ἀπό τήν Καππαδοκία καί ἐμαρτύρησε μαζί μέ τή Μάρτυρα Νεονίλλη, κατά τή στιγμή πού ἔρριξαν στή φωτιά τούς τρίδυμους ἀδελφούς καί ἐγγονούς τῆς Νεονίλλας Πεύσιππο, Ἐλάσιππο καί Μέσιππο. Ἡ Ἁγία, ἀφοῦ ἔριψε τό βρέφος αὐτῆς, τό ὁποῖο ἐκρατοῦσε, ὁμολόγησε τήν πίστη της στόν Χριστό καί τήν ἀποκεφάλισαν.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου Μάρτυρος.
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς, ἐπειδή κατέστρεψε τά εἴδωλα καί διεκή-ρυξε ὅτι εἶναι Χριστιανός, συνελήφθη καί ἀποκεφαλίσθηκε[4].
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Ἀχιλλᾶ.
Ὁ Ὅσιος Ἀχιλλᾶς ἦταν ἀναχωρητής τῆς ἐρήμου. Ἔζησε ὁσί-ως στήν Αἴγυπτο καί ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ εὐσεβοῦς βασιλέως Θεοδοσίου τοῦ Μεγάλου.

Ὁ Μέγας Θεοδόσιος καταγόταν ἀπό τήν Ἰβηρία καί ἐγεννή-θηκε τό 346 μ.Χ. Ἦταν υἱός τοῦ στρατηγοῦ Θεοδοσίου, Κόμητος τῆς Ἀφρικῆς, ὁ ὁποῖος εἶχε διαπρέψει ἐπί τοῦ αὐτοκράτορος Οὐαλε-ντιανοῦ (364-378 μ.Χ.) καί ἐθανατώθηκε ἄδικα μετά ἀπό συκοφα-ντίες. Τότε ὁ υἱός του, ὁ ὁποῖος, ἐπίσης, εἶχε διακριθεῖ γιά τήν εὐσέ-βειά του καί τά στρατηγικά προτερήματά του, ἀποτραβήχτηκε στά πατρογονικά του κτήματα στήν Ἰσπανία καί ἀπεῖχε ἀπό κάθε ὑπη-ρεσία.
Ὅταν ὁ νεαρός αὐτοκράτορας τῆς Δύσεως Γρατιανός ἐκληρο-νόμησε καί τό Ἀνατολικό τμῆμα τῆς αὐτοκρατορίας τόν πῆρε κοντά του ὡς συνεργάτη. Μόλιε ἔφθασε στήν αὐλή ὁ Θεοδόσιος προήχθη σέ “στρατηλάτη τῆς ἵππου” (magirter equitum) καί μέ αὐτό τό βαθμό κατόρθωσε νά κερδίσει μιά ἀρκετά ἐντυπωσιακή νίκη κατά τῶν Σαρματῶν, πού ἐπωφελούμενοι τῆς γενικῆς ἀναταραχῆς εἶχαν στό μεταξύ εἰσβάλει στό ρωμαϊκό ἔδαφος. Ἡ ἀνταμοιβή γιά τή νίκη ἦταν ἡ προαγωγή στό ὕπατο ἀξίωμα: ὁ Γρατιανός τόν ἔστεψε Αὔ-γουστο τῆς Ἀνατολῆς στήν πόλη Σίρμιον πού βρισκόταν στό κέντρο τῆς Ρωμαϊκῆς Εὐρώπης. Ἡ στέψη ἔγινε στίς 19 Ἰανουαρίου τοῦ ἔτους 379 μ.Χ. Ὁ Θεοδόσιος ἦταν τότε τριάντα τριῶν ἐτῶν.
Πρῶτο ἔργο τοῦ νέου Αὐγούστου ἦταν νά καταπολεμήσει τούς Γότθους στήν Ἰλλυρία. Ἀλλά πρίν συντελεσθεῖ τό ἔργο αὐτό, ὁ Θεοδόσιος ἐκέρδισε ἄλλο τρόπαιο ἐπί τοῦ ἐδάφους τῆς πίστεως καί τῆς Ὀρθοδοξίας. Μέ διάταγμα, τό ὁποῖο ἐξέδωσε στίς 27 Φεβρου-αρίου τοῦ 380 μ.Χ., ὁ Θεοδόσιος καθόριζε ἐπί δογματικοῦ ἐπιπέδου τήν ἔννοια τῆς Ὀρθοδοξιας, διεκήρυξε ὅτι μόνο οἱ παραδεχόμενοι τίς ἀποφάσεις τῆς Α´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, πού συνῆλθε στή Νίκαια τῆς Βιθυνίας, ἐδικαιοῦντο νά ὀνομάζονται Χριστιανοί, καί ὅτι στούς αἱρετικούς δέν ἐπιτρεπόταν νά σφετερίζονται τό ὄνομα τῆς Ἐκκλησίας. Τέλος, μέ τή δημοσίευση ἑνός ἀκόμη νόμου, γιά τήν ἐφαρμογή τοῦ ὁποίου χρειάσθηκε νέ ἐπέμβει ὁ στρατός, ἀπαίτησε τήν ἀπόδοση ὅλων τῶν Ἐκκλησιῶν τοῦς Ὀρθοδόξους.
Ἦταν δέ τότε στήν Κωνσταντινούπολη, ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, ὁ ὁποῖος εἶχε προσκληθεῖ ἀπό τούς Χριστιανούς πρός καταπολέμηση τῶν αἱρετικῶν καί μάλιστα τῶν Ἀρειανῶν. Καί ἐπειδή τά φλογερά καί εὔγλωττα κηρύγματά του, συνδυαζόμενα μέ τήν ἀρετή καί τήν ἁγιότητα τοῦ βίου του, εἵλκυσαν πρός τήν ὀρθό-δοξη πίστη ἀμέτρητα πλήθη, οἱ Ἀρειανοί, οἱ ὁποῖοι ἐπί αὐτοκρά-τορος Οὐάλεντος εἶχαν γίνει πανίσχυροι στήν Κωνσταντινούπολη καί εἶχαν ἁρπάξει ὅλες τίς ἐκκλησίες τῶν Ὀρθοδόξων, ἐκτός τοῦ μικροῦ παρεκκλησίου τῆς Ἁγίας Ἀναστασίας, ἐσχεδίαζαν νά τόν διώξουν ἀπό τή βασιλεύουσα. Ἀλλά ὁ Θεοδόσιος ἔδωσε ἄλλη στροφή στά πράγματα. Ἐκδίωξε ἀπό τόν πατριαρχικό θρόνο τόν Ἀρειανό Ἐπίσκοπο Δημόφιλο καί παρεχώρησε τήν πατριαρχική θέση στόν Ἅγιο Γρηγόριο.
Ἡ μεγάλη αὐτή εὐεργεσία τοῦ Ἁγίου Θεοδοσίου πρός τήν Ἐκκλησία εἶχε λαμπρότερη ἀκόμη συνέχεια. Κατά τό ἔτος 381 μ.Χ., μέ τήν εὐσεβή φροντίδα του καί ἐνέργεια, συγκροτήθηκε ἡ Β´ Οἰ-κουμενική Σύνοδος πού ἐπεκύρωσε τή δογματική διατύπωση τῆς Α´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου περί τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, συμ-πλήρωσε τό Σύμβολο τῆς Πίστεως προσθέσασα καί τόν περί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος Ὅρο, ἐναντίον τῆς πνευματομάχου διδασκαλίας τοῦ Μακεδονίου, καί ἐκανόνισε τά τῆς νομίμου κατοχῆς διαφόρων ἀρχιερατικῶν θρόνων, ἡ ὁποία εἶχε διαταραχθεῖ ἐπί τῆς παντοδυ-ναμίας τῶν Ἀρειανῶν. Δύο ἀκόμη Σύνοδοι συνεκλήθησαν στήν Κωνσταντινούπολη τό 382 καί τό 383 μ.Χ. Σκοπός τους ἦταν, ἀντί-στοιχα, ἡ ὑπογράμμιση τῆς αὐτονομίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἀνα-τολῆς καί ἡ θεαματική καταδίκη κάθε μορφῆς Ἀρειανισμοῦ. Συμπληρώνοντας τό ἔργο του ὁ θεοφρούρητος βασιλέας ἐξέδωσε ἀλλεπάλληλα διατάγματα κατά τῶν αἱρετικῶν (Μανιχαίων, Ἀρεια-νῶν, Πνευματομάχων καί ἄλλων) καί καθορίσθηκαν οἱ ποινές τῶν ἀποστατῶν. Οἱ ἀποφάσεις τῶν Συνόδων ἐφαρμόσθηκαν αὐστηρά. Ἐπανέλαβε ἔντονα τό νόμο περί Κυριακῆς ἀργίας, ἀπαγόρευσε τά θεάματα τοῦ ἀμφιθέατρου καί τοῦ ἱππόδρομου τήν Κυριακή καί ἐθέσπισε μέτρα κατά τῆς ἐμπορίας τῶν λειψάνων τῶν Ἁγίων Μαρ-τύρων. Ἐμπόδισε τίς εἰδωλολατρικές θυσίες, τή λατρεία τῶν εἰδώ-λων, κάθε δημόσια καί ἀπόκρυφη τελετή τῶν εἰδωλολατρῶν, καί κατήργησε, τό 394 μ.Χ., διά νόμου, τούς ὀλυμπιακούς ἀγῶνες πού ἐχρησίμευαν στή διατήρηση τῆς πλάνης τῶν εἰδώλων. Ἡ αὐτοκρα-τορία ἦταν πιά χριστιανική καί τό ἔργο τοῦ Ἁγίου Θεοδοσίου ἔστεφε καί ἐπαγίωνε τό ἔργο τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου. Γιά τήν προσφορά του στήν Ἐκκλησία ἀλλά καί τό τεράστιο σημαντικό πολιτικό ἔργο του ἐκέρδισε τόν τίτλο “Μέγας”. Ὅπως ἔγραφε ὁ Παυλῖνος τῆς Νώλης ἐγκωμίαζε στό πρόσωπο τοῦ βασιλέως «ὄχι τόσο τόν αὐτοκράτορα, ὅσο τό δοῦλο τοῦ Χριστοῦ, τόν ἰσχυρό ὄχι στή μεγαλοπρέπεια τοῦ δυνάστου, ἀλλά στήν ταπεινοφροσύνη τοῦ ὑπηρέτου, τόν πρώτο πολίτη, ὄχι χάρη στό βασιλικό ἀξίωμα, ἀλλά χάρη στήν πίστη του».
Ὁ Μέγας Θεοδόσιος ἦταν πρότυπο ἡγεμόνος, πλήρης εὐσε-βείας καί δικαιοσύνης καί εἶχε τό χάρισμα τῆς ταπεινώσεως καί τῆς συνεχοῦς μετάνοιας. Δύο περιστατικά τῆς ζωῆς του ὁμιλοῦν γι’ αὐ-τό.
Ἦταν τό 387 μ.Χ. πού ὁ Ἅγιος ἀπεφάσισε νά τιμωρήσει αὐ-στηρά, μέ ποινή αἵματος, τούς κατοίκους τῆς μεγάλης Θεουπόλεως Ἀντιόχειας. Οἱ Ἀντιοχειανοί εἶχαν ἐξεγερθεῖ καί εἶχαν καταρρίψει ὅλους τούς ἀνδριάντες πρός τιμήν τοῦ αὐτοκράτορος καί τῆς συζύ-γου του Πλακίλλας. Ἡ αὐτοκράτειρα ἡ ἴδια ἀλλά καί ὁ Πατριάρχης τῆς πόλεως Φλαβιανός συμπαραστατούμενοι ἀπό τούς μοναχούς τῆς περιοχῆς ἱκέτευαν τό βασιλέα Θεοδόσιο νά φανεῖ σπλαγχνικός καί νά τούς συγχωρήσει. Πράγματι, ὁ Θεοδόσιος ἄλλαξε ἀπόφαση καί τό Πάσχα τοῦ 387 μ.Χ. ἔδωσε ἀμνηστία.
Τό ἄλλο γεγονός συνέβη τό ἔτος 390 μ.Χ., ὅταν ὁ Θεοδόσιος ἔγινε καί αὐτοκράτορας τῆς Δύσεως. Ἐγκαταστάθηκε στά Μεδιό-λανα, τό σημερινό Μιλάνο τῆς Ἰταλίας, καί ἐτιμώρησε μέ πολύ αὐστηρό τρόπο μιά ἐξέγερση τῶν Θεσσαλονικέων δίδοντας διαταγή νά θανατώσουν πολλές χιλιάδες ἀνθρώπων στό ἀμφιθέατρο τῆς πόλεως. Κάποιος δημοφιλής ἡνίοχος τοῦ ἱππόδρομου εἶχε κατηγο-ρηθεῖ γιά ἔγκληματική πράξη καί εἶχε φυλακισθεῖ ἀπό τόν ἀρχηγό τῆς ἐκεῖ φρουρᾶς Βουθέριχο. Ἀλλά τό πλῆθος, προκειμένου νά γί-νουν οἱ ἱπποδρομίες, ἀπαίτησε τήν ἀποφυλάκιση τοῦ ἡνίοχου. Ὁ Βουθέριχος ἀρνήθηκε, ἀλλά ὁ λαός ἐστασίασε καί ἐφόνευσε καί τόν Βουθέριχο καί πολλούς στρατιῶτες. Ὁ θυμός πού ἔνιωθε ὁ Θεοδό-σιος ἦταν τόσο μεγάλος καί ὑπείκοντας στήν παρόρμηση τῆς στιγ-μῆς διέταξε νά περικυκλώσει ὁ στρατός τόν ἱππόδρομο τήν ἡμέρα τῶν ἀγώνων καί νά σφάξει ὅλους τούς θεατές. Γιά τή διαταγή αὐτή ἀμέσως μετανόησε ὁ Θεοδόσιος, ἀλλά ἡ ἀνάκλησή της ἔφθασε στή Θεσσαλονίκη ἀφοῦ πιά εἶχαν σφαγεῖ ἑπτά χιλιάδες πολίτες. Μετά ἀπό αὐτό τό ἔγκλημα, ὅταν ὁ Θεοδόσιος θέλησε νά εἰσέλθει στόν καθεδρικό ναό, ὁ Ἅγιος Ἀμβρόσιος ἐστάθηκε στή θύρα καί ἀπαγό-ρευσε τήν εἴσοδο στόν αὐτοκράτορα. Ὅλοι ἐπερίμεναν τό ξέσπα-σμα τοῦ θυμοῦ τοῦ Θεοδοσίου. Ὅμως ἐκεῖνος ὑπάκουσε ταπεινά, ἐζήτησε μέ δάκρυα στά μάτια συγγνώμη καί ταπεινωμένος ἐπέστρε-ψε στά ἀνάκτορα. Ἐκτέλεσε τόν κανόνα τῆς μετάνοιας πού τοῦ ἔβαλε ὁ Ἐπίσκοπος, καί ὅταν τό ἐπιτίμιο συμπληρώθηκε, ὁ Θεοδό-σιος, ὕστερα ἀπό ὀκτώ μῆνες, προσῆλθε στήν ἐκκλησία, σάν ἕνας κοινός ἄνθρωπος, μέ ἕναν ἁπλό χιτώνα, χωρίς κανένα διακριτικό τοῦ ἀξιώματός του, ἄκουσε τή συγχωρητική εὐχή καί κοινώνησε κατά τήν ἑορτή τῶν Χριστουγέννων λέγοντας τό λόγο τοῦ Δαΐδ: «Ἐκολλήθη τῷ ἐδάφει ἡ ψυχή μου, ζῆσόν με κατά τόν λόγον σου». Καρπός τῆς μετάνοιάς του, πού παραδειγμάτισε τό λαό του, ἦταν ἕνας νόμος πού ἔλεγε πώς κανείς καταδικασμένος σέ θάνατο δέν θά ἐκτελεῖτο, ἄν δέν περνοῦσαν τριάντα ἡμέρες ἀπό τή λήψη τῆς κατα-δικαστικῆς ἀποφάσεως.
Τόση ἦταν ἡ μετάνοια τοῦ Θεοδοσίου τοῦ Μεγάλου, ὥστε ὁ Ἅγιος Θεός εὐδόκησε νά τοῦ δωρήσει τό χάρισμα τῆς θαυματουρ-γίας. Διηγοῦνται οἱ βιογράφοι του, ὅτι κατά τή διάρκεια ἑνός προ-σκυνήματός του στά Ἱεροσόλυμα, ὁ αὐτοκράτορας ἐμφανίσθηκε ἐνδεδυμένος σάν ἁπλός ἄνθρωπος καί πλησιάζοντας τίς θῦρες τοῦ ναοῦ τῆς Ἀναστάσεως προσευχόταν. Τότε, οἱ πόρτες ἄνοιξαν μόνες τους διάπλατα καί ὁ ναός ἄστραφτε στό φῶς. Ὁ Κύριος ὑποδεχό-ταν τόν ταπεινό αὐτοκράτορα καί δοῦλο Του.
Ὁ Θεοδόσιος εἶχε ἀντιγράψει μέ τό χέρι του ὅλο τό Εὐαγγέ-λιο τό ὁποῖο ἐμελετοῦσε καθημερινά. Ἔλεγε πώς χαιρόταν περισσό-τερο πού ἦταν μέλος τῆς Ἐκκλησίας παρά ἐπίγειος βασιλέας. Ὅμως οἱ κακουχίες τῶν δεκαέξη χρόνων ἀπό τή διακυβέρνηση εἶχαν κλονίσει ἀνεπανόρθωτα τήν ὑγεία τοῦ Θεοδοσίου. Ἔτσι ἐπέρασαν δεκαέξι χρόνια εὐσεβοῦς βασιλείας. Ὁ Ἅγιος ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη τό ἔτος 395 μ.Χ. Τό σκήνωμά του ἐκτέθηκε σέ λαϊκό προσκύνημα καί τήν τεσσαρακοστή ἡμέρα ὁ Ἐπίσκοπος Μεδιολάνων Ἀμβρόσιος ἐξεφώνησε τόν ἐπικήδειο, πού καθιέρωνε τό Θεοδόσιο ὡς τόν τύπο τοῦ παραδειγματικοῦ Ὀρθόδοξου ἡγεμόνος. Ὁ Ἅγιος ἐνταφιά-σθηκε στό ναό τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, δίπλα στό μνημεῖο τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου καί τῶν διαδόχων του.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου Ἀντωνίου, ἀρχιεπισκόπου Νόβγκοροντ τῆς Ρωσίας.
Ὁ Ἅγιος Ἀντώνιος καταγόταν ἀπό τή Ρωσία καί ἐγεννήθηκε περί τά τέλη τοῦ 12ου αἰῶνος μ.Χ. Ἐξελέγη Ἀρχιεπίσκοπος τῆς πό-λεως Νόβγκοροντ καί ἐκοιμήθηκε ὁσίως τό ἔτος 1231 ἤ τό 1232. Τό ἱερό λείψανό του ἐνταφιάσθηκε στόν ἱερό ναό τῆς Ἁγίας Σοφίας Νόβγκοροντ.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Ἀντωνίου, τοῦ ἐκ Ρωσίας.
Ὁ Ὅσιος Ἀντώνιος τοῦ Τσερνοεζέρσκιζ ἔζησε περί τόν 14ο αἰώνα μ.Χ. καί ἵδρυσε τή μονή τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου καί τοῦ Ἁγίου Νικολάου στήν περιοχή τοῦ Νόβγκοροντ[5].
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Ἀντωνίου, τοῦ ἐκ Ρωσίας.
Ὁ Ὅσιος Ἀντώνιος τοῦ Κρασνοχόλμκιζ ἔζησε περί τόν 15ο αἰώνα μ.Χ. καί ἀσκήτεψε στή μονή τοῦ Ἁγίου Νικολάου στήν περι-οχή τοῦ Τβέρ τῆς Ρωσίας. Ἐκοιμήθηκε ὁσίως μέ εἰρήνη[6].
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Ἀντωνίου.
Ὁ Ἅγιος Ἀντώνιος (Καντακουζηνός) ὑπῆρξε κτίτωρ καί ἡγού-μενος τῆς μονῆς τοῦ Ἁγίου Στεφάνου, κατά τό πρῶτο ἥμισυ τοῦ 15ου αἰῶνος.
Τό ἐπώνυμό του «Καντακουζηνός», τό ὁποῖο δέν εἶναι βέβαιο, τό συναντοῦμε σέ σημείωμα ἑνός λειτουργικοῦ χειρογράφου[7]. Καί σέ γράμμα τοῦ ἔτους 1413, πού ἀναφέρεται στήν ἀφιέρωση τῆς κά-ρας τοῦ Ἁγίου Χαραλάμπους στή μονή τοῦ Ἁγίου Στεφάνου τῶν Μετεώρων, γίνεται μνεία «τοῦ ἀρχιμανδρίτου τοῦ… μοναστηρίου (τοῦ Ἁγίου Στεφάνου τῶν Μετεώρων) κῦρ Ἀντωνίου (Καντακου-ζηνοῦ)».
Ὁ Ὅσιος Ἀντώνιος ἦταν υἱός τῆς βασίλισσας Μαρίας Καντα-κουζηνῆς († μετά τό 1359), θυγατέρας τοῦ αὐτοκράτορος Ἰωάννου ΣΤ΄ Καντακουζηνοῦ καί τοῦ δεσπότου τῆς Ἠπείρου Νικηφόρου Β΄ Ὀρσίνι († 1359). Γι’ αὐτό θεωρεῖται ἐγγονός τοῦ αὐτοκράτορος Ἰωάννου ΣΤ΄ Καντακουζηνοῦ (καί μετέπειτα μοναχοῦ μέ τό ὄνομα Ἰωάσαφ) καί πρῶτος ἐξάδελφος τοῦ βασιλέως Ἰωάννου Οὔρεση Παλαιολόγου, μοναχοῦ Ἰωάσαφ, τοῦ δευτέρου δηλαδή κτίτορος (1387-1388) τῆς μονῆς Μεταμορφώσεως τῶν Μετεώρων, γιατί ἡ μητέρα τοῦ Ἰωάννου (Ἰωάσαφ μοναχοῦ), Θωμαΐς, ἦταν ἀδελφή τοῦ Νικηφόρου Β΄ τῆς Ἠπείρου.
Ὁ Ὅσιος Ἀντώνιος, ἀφοῦ ἔζησε θεοφιλῶς, ἐκοιμήθηκε μέ εἰρή-νη.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Φιλοθέου.
Δεύτερος κτίτορας καί ἀνακαινιστής τῆς μονῆς τοῦ Ἁγίου Στε-φάνου Μετέωρων μαρτυρεῖται, κατά τό πρῶτο ἥμισυ τοῦ 16ου αἰῶ-νος, ὁ ἱερομόναχος Ὁσιος Φιλόθεος ἀπό τή Σθλάταινα ἤ Σκλά-ταινα, σημερινό χωριό Ρίζωμα τῆς ἐπαρχίας Τρικάλων.
Τά ἱστορικά στοιχεῖα γιά τόν Ὅσιο Φιλόθεο δέν εἶναι ἀρκετά. Ἡ κυριότερη πηγή εἶναι τό σιγίλλιο τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρ-χου Ἱερεμίου Α΄ τοῦ ἔτους 1545 μ.Χ.
Ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Ἱερεμίας ὁ Α΄ πατριάρ-χευσε κατά τά ἔτη 1522-1524, 1525-1546. Κατά τή διάρκεια τῆς με-γάλης του πατριαρχείας ἀνέλαβε ἐπανειλημμένως ποιμαντορικές περιοδεῖες κυρίως ἀνά τήν Ἑλλάδα: Ἅγιον Ὄρος, Μακεδονία, Βοι-ωτία, Μετέωρα, Ἤπειρο ἀπό τήν ὁποία καί καταγόταν (Ζίτσα). Ὁ Πατριάρχης Ἱερεμίας συνετέλεσε στήν ἀνάκτιση τῆς ἱερᾶς μονῆς Σταυρονικήτα. Στό καθολικό τῆς μονῆς αὐτῆς σώζεται τοιχογραφία του ὡς κτίτορα.
Ὁ Ὁσιος Φιλόθεος ἦταν γόνος εὐκατάστατης οἰκογένειας καί διέθεσε ὅλη τήν πατρική του περιουσία γιά τήν ἀνακαίνιση καί τόν ἐξωραϊσμό τῆς μονῆς καί γιά τόν ἐμπλουτισμό της. Ἀφοῦ ἔζησε θεοφιλῶς, ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου Ἀντωνίου, ἐπισκόπου Βολογ-κντά τῆς Ρωσίας.
Ὁ Ἅγιος Ἀντώνιος καταγόταν ἀπό τή Ρωσία καί ἐγεννήθηκε περί τό 1526. Ἐξελέγη Ἐπίσκοπος τῆς πόλεως Βολογκντά καί ἐκοι-μήθηκε ὁσίως τό ἔτος 1588. Ἡ Ἐκκλησία ἑορτάζει τή μνήμη του καί στίς 26 Ὀκτωβρίου, ἡμέρα τῆς κοιμήσεώς του.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου νεομάρτυρος Γεωργίου, τοῦ ἐν Ἰωαννίνοις.
Ὁ Ἅγιος Γεώργιος ἐγεννήθηκε τό 1808 στό χωριό Τζούραλη τῆς ἐπαρχίας Γρεβενῶν ἀπό γονεῖς πτωχούς, τόν Κωνσταντῖνο καί τήν Βασιλική, καί λόγῳ τῆς πτωχείας τῆς οἰκογένειάς του παρέμεινε ἀγράμματος. Σέ μικρή ἡλικία ἀπορφανίσθηκε καί μετέβη στά Ἰωάν-νινα, ὅπου ἔγινε ἱπποκόμος τοῦ Χατζῆ Ἀβδουλᾶ, ἀξιωματικοῦ τοῦ Ἰμίν Πασᾶ, πλησίον τοῦ ὁποίου παρέμεινε ἐπί ὀκτώ χρόνια.
Κατά τόν Ὀκτώβριο τοῦ 1836 ἐσυκοφαντήθηκε ἀπό τούς Τούρκους, ὅτι εἶχε ἐξισλαμισθεῖ κατά τά προηγούμενα χρόνια καί ἐπανῆλθε στήν ὀρθόδοξη πίστη. Προσαχθείς στό κριτήριο ἀπολογή-θηκε καί μέ πνευματική ἀνδρεία ἀπέδειξε ὅτι οὐδέποτε ἔγινε ἀρνη-σίθρησκος. Μετά ἀπό αὐτά, καί ἐπειδή τόν βρῆκαν καί ἀπερίτμητο, ἀπολύθηκε.
Ἀργότερα ἔλαβε σύζυγο, τήν Ἑλένη, καί προσλήφθηκε ὡς ἱπ-ποκόμος στό μουσελίμη τῶν Φιλιατῶν ἐπί τοῦ ἡγεμόνος Ἰωαννίνων Μουσταφᾶ Πασᾶ. Χρειάσθηκε ὅμως νά μεταβεῖ καί πάλι στά Ἰωάν-νινα γιά ἰδιωτικές του ὑποθέσεις. Ἐκεῖ, στίς 12 Ἰανουαρίου 1838, ἡμέρα Τετάρτη, ἕνας Ὀθωμανός τόν ἐσυκοφάντησε καί πάλι ὅτι προηγουμένως ἦταν Τοῦρκος καί τώρα εἶναι Χριστιανός. Ἀφοῦ τόν συνέλαβαν τόν ἔκλεισαν στή φυλακή τόν ἐξεβίαζαν νά ἀλλαξοπι-στήσει. Ἐκεῖνος παρέμεινε ἀμετάπειστος, ὁμολογώντας τήν πίστη του στόν Χριστό. Ὁ κλῆρος καί ὁ λαός τῶν Ἰωαννίνων μάταια προ-σπάθησαν νά προλάβουν τήν ἄδικη ἀπόφαση κατά τοῦ Γεωργίου καί νά πείσουν τόν Γεώργιο νά δραπετεύσει ἀπό τή φυλακή καί νά φυγαδευθεῖ στήν ἐλεύθερη Ἑλλάδα. Τό μαρτύριο ἄρχισε. Τοῦ ἐτρυ-ποῦσαν τά νύχια μέ βελόνες καί ἔβαζαν στά στήθη του μεγάλες πέτρες. Ἐκεῖνος ὑπέμενε γενναῖα λέγοντας: «Εἶμαι Χριστιανός». Στίς 17 Ἰανουαρίου, ἡμέρα Δευτέρα, ὁ Ἅγιος ἀπαγχονίσθηκε στήν ἀγορά καί ἐδέχθηκε ἀπό τόν Σταυρωθέντα Κύριο τό στέφανο τοῦ μαρτυρίου. Τό ἱερό λείψανό του παρέμεινε κρεμασμένο μέχρι τίς 19 Ἰανουαρίου καί κατόπιν δωρήθηκε ἀπό τό Μουσταφᾶ πασᾶ στόν Μητροπολίτη Ἰωαννίνων Ἰωακείμ, ὁ ὁποῖος τό ἐνταφίασε μέ τιμές στό ἱερό βῆμα τοῦ μητροπολιτικοῦ ναοῦ τοῦ Ἀγίου Ἀθανασίου. Ἐπί τοῦ τάφου καί στήν οἰκία τοῦ Ἁγίου ἐτελέσθηκαν πλεῖστα θαύ-ματα. Στίς 26 Ὀκτωβρίου 1971 ἔγινε ἡ ἀνακομιδή τῶν ἱερῶν λει-ψάνων αὐτοῦ, τά ὁποῖα ἐναπετέθησαν στό φερώνυμο ναό τῶν Ἰω-αννίνων, ὅπου ἦταν πρίν ἡ οἰκία τοῦ Ἁγίου.
Ταῖς αὐτῶν ἁγίαις πρεσβείαις, ὁ Θεός, ἐλέησον ἡμᾶς. Ἀμήν.