τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος
† Ἀπόδοσις τῆς ἑορτῆς τῆς Πεντηκοστῆς.
† Μνήμη τῆς ἁγίας μάρτυρος Ἀκυλίνης.
Ἡ Ἁγία Μάρτυς Ἀκυλίνα καταγόταν ἀπό τήν Βύβλο ἤ Βίβλο1 τῆς Παλαιστίνης, ἦταν θυγατέρα τοῦ ἐπιφανοῦς ἄρχοντος Εὐτολμί-ου καί ἄθλησε, τό 298 μ.Χ.) κατά τούς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Διοκλητιανοῦ (284-305 μ.Χ.). Σέ ἡλικία πέντε ἐτῶν βαπτισθεῖσα ὑπό τοῦ ἐπισκόπου Εὐθαλίου, τόσον ἀφοσιώθηκε στόν Θεό καί τή μελέ-τη τῶν Γραφῶν, ὥστε δωδεκαετής ἐδίδασκε τούς ὁμηλίκους της νά ἀπέχουν ἀπό τή λατρεία τῶν εἰδώλων καί νά πιστεύουν στόν Χρι-στό. Ἕνεκα τῆς θεοφιλοῦς αὐτῆς δράσεώς της, καταγγέλθηκε στόν ἀνθύπατο Οὐολοσιανό, συλληφθεῖσα δέ καί ὁδηγηθεῖσα ἐνώπιον αὐτοῦ, ὁμολόγησε τή Χριστιανική πίστη της. Ὁ ἀνθύπατος διέταξε ἀμέσως τήν διά σκληρῶν βασάνων θανάτωσή της. Ἔτσι, ἀφοῦ ἐμα-στιγώθηκε ἀνηλεῶς καί τῆς ἐτρύπησαν τά αὐτιά μέ πυρακτωμένη σούβλα, τήν ἀποκεφάλισαν.
Ἡ Σύναξη τῆς Ἁγίας Ἀκυλίνας ἐτελεῖτο στό ἁγιώτατο αὐτῆς Μαρτύριο2, πού ἦταν στήν περιοχή τοῦ Φιλοξένου3 τῆς Κωνσταντινουπόλεως, κοντά στό Φόρο καί τό Περιτείχισμα4.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῆς ἁγίας μάρτυρος Φηλικούλης.
Ἡ Ἁγία Μάρτυς Φηλίκουλα ἔζησε κατά τούς ἀποστολικούς χρόνους στήν Ρώμη. Ἀρνηθεῖσα νά νυμφευθεῖ κάποιον ὀνόματι Φλάκκο καί νά θυσιάσει στά εἴδωλα, ἐκλείσθηκε στή φυλακή καί ὑπέστη μαρτυρικό θάνατο5.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἐν ἁγίοις πατρός ἡμῶν Τριφυλλίου, ἐπισκόπου Λήδρας.
Ὁ Ἅγιος Τριφύλλιος ἐγεννήθηκε στήν Κύπρο πιθανῶς περί τά τέλη τοῦ 3ου αἰῶνος μ.Χ. Ὡς πατρίδα του θεωρεῖται ἡ Τριμυθοῦντα καί ἡ Λευκωσία. Σέ ἕνα χειρόγραφο Συναξάρι6 ἀναφέρεται πώς ὁ Ἅγιος εἶχε πατέρα ἕναν ἀπό τούς δώδεκα περιφανεῖς ἄνδρες πού ὁ Μέγας Κωνσταντίνος εἶχε μεταφέρει ἀπό τήν Ρώμη στήν Κωνσταν-τινούπολη. Ἀπό τήν Κωνσταντινούπολη ὁ νεαρός Τριφύλλιος μέ τή μητέρα του Δομνίκη πῆγαν νά προσκυνήσουν στά Ἱεροσόλυμα καί στήν ἐπιστροφή τους ἦλθαν στήν Κύπρο. Ἐδῶ ὁ Τριφύλλιος συνδέ-θηκε μέ τόν Ἅγιο Σπυρίδωνα καί ἡ μητέρα του ἀργότερα ἔγινε μο-ναχή.
Ὁ Ἅγιος ἐσπούδασε νομικά στήν περιώνυμη σχολή τῆς Βηρυ-τοῦ, ὅπου καί ἐδέχθηκε τό ἅγιο βάπτισμα. Ἐπανελθών στήν Κύπρο ἐχειροτονήθηκε διάκονος ὑπό τοῦ Ἁγίου Σπυρίδωνος, Ἐπισκόπου Τριμυθοῦντος († 12 Δεκεμβρίου), καί διακρίθηκε γιά τή ρητορική δεινότητά του καί τό χάρισμα τοῦ λόγου. Ἐξελέγη Ἐπίσκοπος Λή-δρας (Λευκωσίας) καί μετέσχε στή Σύνοδο τῆς Σαρδικῆς, πού ἔγινε τό ἔτος 343 μ.Χ. Ὑπῆρξε σφοδρός πολέμιος τῶν αἱρετικῶν ὀπαδῶν τοῦ Ἀρείου, φίλος καί ὑπερασπιστής τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου († 18 Ἰανουαρίου). Ὁ Ἅγιος Ἱερώνυμος († 15 Ἰουνίου), ἐπαινώντας τόν Ἅγιο, γράφει ὅτι ὑπῆρξε ἕνας ἀπό τούς εὐγλωττότερους κληρικούς τοῦ 4ου αἰῶνος μ.Χ. καί ὅτι ἀνέγνωσε πολλά ἔργα του, ἐκ τῶν ὁποίων κανένα δέν περισώθηκε.
Ὁ Ἅγιος ἦταν ἀπλοῦς στόν χαρακτήρα, ἀκτήμονας, αὐστηρός ἀσκητής καί φιλάνθρωπος καί ἀξιώθηκε ἀπό τό Θεό τοῦ χαρίσμα-τος τῆς θαυματουργίας. Ἐκοιμήθηκε ὁσίως μέ εἰρήνη, τό 369 μ.Χ. καί εἶναι πολιοῦχος τῆς Λευκωσίας. Ἡ τιμία κάρα αὐτοῦ φυλάσσε-ται μέ εὐλάβεια στήν ἱερά μονή Κύκκου τῆς Κύπρου.
Σέ μία ἀπό τίς ἀραβικές ἐπιδρομές, ὅπως γράφει ὁ Λεόντιος Μαχαιρᾶς, στό Χρονικό του, γύρω στόν 15ο αἰώνα μ.Χ., Ἄραβες ἐπιδρομεῖς ἄνοιξαν καί τόν τάφο τοῦ Ἁγίου Τριφυλλίου μέ τήν ἐλ-πίδα νά εὕρουν κάποιο θησαυρό. Ἀντί ἄλλου θησαυροῦ εὑρῆκαν τό ἱερό λείψανο τοῦ Ἁγίου πού ἦταν ἀνέπαφο καί εὐωδιάζον. Γεμᾶτοι ἀγριότητα ἀπέκοψαν μέ μαχαίρι τήν τιμία κεφαλή καί ἀμέσως ἀπό τό λαιμό ἔτρεξε ἄφθονο αἷμα. Τότε ἐπῆραν τό ἱερό λείψανο καί τό ἐπῆγαν κοντά στό ναό τῆς Φανερωμένης, ὅπου ἄναψαν φωτιά γιά νά τό κάψουν. Μέ τή Χάρη τοῦ Θεοῦ τό λείψανο τοῦ Ἁγίου ἔμεινε ἀνέπαφο.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἐν ἁγίοις πατρός ἡμῶν Ἀντιπάτρου, ἐπισκόπου Βόστρων.
Εἶναι ἄγνωστο ἀπό ποῦ καταγόταν ὁ Ἅγιος Ἀντίπατρος, Ἐπί-σκοπος Βόστρων7, ὁ ὁποῖος ἔζησε κατά τό δεύτερο ἥμισυ τοῦ 5ου αἰῶνος μ.Χ. Περί τοῦ βίου του δέν γνωρίζουμε κάτι σχετικό, ἀπό τό συγγραφικό του ἔργο δέ διασώθηκαν δύο λόγοι του στόν Εὐαγγελι-σμόν τῆς Θεοτόκου καί τό Γενέθλιον τοῦ Προδρόμου καί ἀποσπά-σματα συγγράμματος κατά τῆς ὑπέρ τοῦ Ὠριγένους Ἀπολογίας8 τοῦ Εὐσεβίου Καισαρείας. Ἡ ἀποδιδόμενη σέ αὐτόν συγγραφή κατά τοῦ Ἀπολιναρίου Λαοδικείας9 ἀποδείχθηκε ὅτι δέν εἶναι ἰδι-κή του.
Ὁ αὐτοκράτορας Λέων Α΄ (457-474 μ.Χ.) συμβουλεύθηκε τόν Ἅγιο, τό 457 μ.Χ., περί τοῦ κύρους τῆς ἐν Χαλκηδόνι Συνόδου, ἀλ-λά ἡ ἀπάντηση δέν διασώθηκε10.
Ὁ Ἅγιος Ἀντίπατρος ἔχαιρε ἐνωρίς τιμῆς ὡς Πατέρας τῆς Ἐκ-κλησίας γιά τόν ἅγιο βίο του καί τήν πίστη του στήν ὀρθή πίστη καί διδασκαλία. Συνδεόταν διά πνευματικῆς φιλίας μέ τόν Ὅσιο Εὐθύ-μιο τόν Μεγάλο († 437 μ.Χ.). Ὁ ἀββᾶς Γελάσιος ἐδιάβαζε στούς μο-ναχούς τῆς Μεγάλης Λαύρας τῶν Ἱεροσολύμων, κατά τόν ἐκκλησια-σμό τους, τά ὅσα εἶχε γράψει ὁ Ἅγιος καατά τῆς ὠριγενείου κακο-δοξίας. Κατά τήν Ζ΄ Οἰκουμενική Σύνοδο ἀνεγνώσθησαν ἀποσπά-σματα ἀπό τά κείμενά του.
Ὁ Ὅσιος Ἀντίπατρος ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Ἰακώβου, τοῦ ἐξ ἀπάτης τόν ἀντίχριστον προσκυνήσαντος.
Εἶναι ἄγνωστο ἀπό ποῦ καταγόταν καί πότε ἤκμασε ὁ Ὅσιος Ἰάκωβος. Τόση ἦταν ἡ ἀγάπη του πρός τόν Χριστό, ὥστε διεμοίρα-σε τά ὑπάρχοντά του στούς πτωχούς καί ἐγκατέλειψε κάθε κοσμική ἀπόλαυση, πλήν τῆς ὑπερηφάνειας, τήν ὁποία ἐπέτειναν οἱ ἔπαινοι τοῦ πλήθους πρός αὐτόν. Ἀποσυρθείς σέ κελλί, ἀσκήτεψε. Ἡ ὑπερη-φάνειά του ὅμως τόν ἀπεμάκρυνε ἀπό τή θεία Χάρη καί ἔτσι ὁ σα- τανᾶς εὑρῆκε τήν εὐκαιρία νά εἰσβάλει στό πνεῦμά του. Παρουσια-σθείς, λοιπόν, ἐνώπιον αὐτοῦ ὁ δαίμονας μεταμφιεσμένος σέ ἄγγε-λο, τοῦ ἀνήγγειλε ὅτι τήν νύχτα ἐκείνη θά τόν ἐπισκεπτόταν ὁ Χρι-στός. Τυφλωμένος ὁ Ἰάκωβος ἀπό τόν ἐγωϊσμό του, ἐπίστεψε στά λεχθέντα καί ἀφοῦ ἐκαθάρισε τό κελλί του, ἄναψε θυμιάματα καί λαμπάδες καί ἀνέμενε τόν Κύριο. Περί τά μεσάνυχτα κατέφθασε μέ δόξα καί φαντασία πολλή ὁ ἀντίχριστος. Ἀμέσως ὁ Ἰάκωβος ἔσπευ-σε, ἄνοιξε τή θύρα καί τόν προσκύνησε. Κατά θεία ὅμως οἰκονο-μία, αὐτός δέν εἰσῆλθε στό κελλίο, ἀλλ’ ἀφοῦ ἐκτύπησε τόν Ἰάκωβο στό μέτωπο, ἐξαφανίσθηκε. Τότε ὁ Ἰάκωβος ἀντιλήφθηκε τήν ἀλή-θεια καί τό πρωῒ ἔσπευσε κλαίοντας καί θρηνώντας σέ γέροντα μοναχό καί ἐξιστόρησε σέ αὐτόν τά συμβάντα, ἐκλιπαρώντας τή βοήθεια πρός ἐξιλέωσιν τοῦ ἁμαρτήματός του. Ὁ γέροντας, ἀφοῦ τόν ἐπέπληξε γιά τήν ἀνόητη ὑπερηφάνεια του, τόν ἀπέστειλε σέ κοινόβιο, γιά νά ἐξασκηθεῖ στήν ταπεινοφροσύνη. Εὐπειθής ὁ Ἰά-κωβος, διῆλθε ἑπτά ἔτη ὡς ὑπηρέτης τοῦ μαγειρείου τοῦ κοινοβίου καί ἄλλα πέντε ὑπηρετῶν πότε τόν ἕνα καί πότε τόν ἄλλον, ὑπα-κούων ταπεινά σέ ὅλους τούς κανονισμούς τοῦ κοινοβίου. Ἔτσι ὁ Ἰάκωβος ἐταπεινοφρόνησε, ἀπέβαλε τόν ἐγωϊσμό του, ἀποκαταστά-θηκε ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καί ἀξιώθηκε ἀπό τόν Κύριο τῆς θαυμα-τουργικῆς χάριτος. Ἀφοῦ διῆλθε τό ὑπόλοιπο τοῦ βίου του μέ ὁσιό-τητα καί ταπείνωση, ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῆς ὁσίας μητρός ἡμῶν Ἄννης καί Ἰωάννου, τοῦ υἱοῦ αὐτῆς.
Ἡ Ὁσία Ἄννα ἔζησε περί τά τέλη τοῦ 9ου καί τά μέσα τοῦ 10ου αἰῶνος μ.Χ. Ἡ μνήμη της ἀναφέρεται στόν Κώδικα Vaticanus graecus 1558 (φφ. 71v-73r), Μηνιαῖο τοῦ μηνός Ἰουνίου τοῦ 16ου αἰῶνος. Ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης γράφει σχετικά στόν Συναξαριστή του: «Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ τῆς ὁσίας μητρός ἡμῶν Ἄννης καί τοῦ υἱοῦ αὐτῆς Ἰωάννου. Μήτηρ καί υἱός, Ἄννα καί Ἰωάννης, ὤφθησαν ἄμφω οὐρανῷ οἰκήτορες». Τό Συναξάρι τους ἀποτελεῖ μία ἐπιτομή τῆς Διηγήσεως τοῦ Παύλου Μονεμβασίας (10ος αἰώνας μ.Χ.) ἀπό τό ἔργο του Διηγήσεις περί ἐνάρετων καί θεοσεβῶν Ἀν-δρῶν τε καί Γυναικῶν11. Ἀφορμή τῆς σύνταξης τοῦ Βίου τῶν Ὁσί-ων ὑπῆρξε ἡ συνάντηση τοῦ Παύλου μέ ἕναν ἱερομόναχο καί τά ὅσα τοῦ ἐκμυστηρεύθηκε σχετικά μέ τήν Ὁσία.
Ὁ ἱερομόναχος αὐτός ἐταξίδευε, διά θαλάσσης, ἀπό τήν Ρώμη πρός τήν Κωνσταντινούπολη. Τό πλοῖο πού τόν μετέφερε, ἀναγκάσθηκε κάποια στιγμή, ἐξ αἰτίας τῶν ἀνέμων, νά κάνει στάση σέ ἕνα ἀκα-τοίκητο καί χέρσο νησί τῆς Ἀδριατικῆς. Ὁ ἱερομόναχος ἐκμεταλλευ-όμενος τήν ἀναγκαστική στάση τοῦ πλοίου ἠθέλησε νά περπατήσει στό ἐσωτερικό τοῦ νησιοῦ. Δέν εἶχε προχωρήσει πολύ, ὅταν, ὅπως ὁμολογεῖ ὁ ἴδιος, εἶδε ἕνα «ἀποσκίαμα ἀνθρώπου γυμνοῦ» νά τοῦ λέγει: «Εἰ θέλεις θεάσασθαι τήν ἐμήν εὐτέλειαν, …ρίψόν μοι ἕν τῶν ἱματίων σου· γυνή γάρ εἰμί καί γυμνή, ὡς ὁρᾶς, καί οὐκ ἐνδέχεται ὀφθῶναι οὕτως τῇ ἱερατικῇ σου τελειότητι». Ὁ ἱερομόναχος ὑπά-κουσε στήν ἐπιθυμία τῆς Ὁσίας καί τῆς προσέφερε κάποιο ἔνδυμα. Τότε ἡ Ὁσία ἐστράφη πρός τήν ἀνατολή, ἐγονάτισε καί, ἀφοῦ ἐση-κώθηκε, εὐχαρίστησε τόν Θεό πού τήν ἀξίωσε νά συναντήσει κά-ποιον ἱερέα.
Ὁ ἱερομόναχος δέν ἔχασε τήν εὐκαιρία νά ἐρωτήσει γιά τό ποιά εἶ-ναι: «πόθεν εἶ, κυρία μου, καί πῶς ἐνταῦθα ἐλήλυθας καί πόσος χρόνος ἐστίν ἀφ’ οὗ τήν νῆσον ταύτην κατώκησας;». Ἡ Ὁσία τοῦ ἀπάντησε: «Ἐγώ, τίμιε πάτερ, ἐκ τῆς Ἑλλάδος χώρας εἰμί, πόλεως Λαρίσης»· οἱ γονεῖς της ἦταν φτωχοί ἄνθρωποι καί τήν ἄφησαν ὀρφανή σέ μικρή ἡλικία. Μετά τόν θάνατο τῶν γονέων της, κάποιος ἀπό τούς ἄρχοντες τῆς Λάρισας, ἐπειδή τήν ἐσπλαχνίσθηκε, τήν πε-ριμάζεψε στήν οἰκία του, τήν ἀνέτρεψε καί τήν «ἐπαίδευεν ἐπιμε-λῶς, ὡς οἰκείαν αὐτοῦ θυγατέρα». Ὁ Λαρισαῖος ἄρχοντας ἐκτί-μησε τίς ἀρετές τῆς Ἄννας καί τήν ἐνύμφευσε με τον υἱό του «μή βδελυξάμενος τήν πτωχείαν καί δυσγένειαν μου», ὅπως χαρακτη-ριστικά λέγει ἡ ἴδια.
Ἡ ἐπιλογή αὐτή δέν ἄρεσε στούς συγγενεῖς τοῦ γαμβροῦ. Οἱ ἀντιδράσεις τους γιά τόν γάμο μέ μιά φτωχή καί ἄσημη νέα ἦταν ἐντονότατες. Βλέποντας τόν σύζυγό της νά θλίβεται, ἀποφασίζει νά φύγει κρυφά. Ἔτσι, «τοῦ Θεοῦ ὁδηγοῦντος αὐτήν», «ἦλθε εἰς τήν νῆσον ταύτην».
Τά προβλήματα τῆς Ὁσίας ὅμως, δέν σταματοῦν ἐδῶ. Μέ την ἄφιξή της στό νησί διαπιστώνει πώς εὑρίσκεται σέ κατάσταση ἐγκυμοσύ-νης. Κανένας δέν ἦταν δίπλα της, για νά τῆς συμπαρασταθεῖ. Ὁ υἱός της, ἀφοῦ ἐγεννήθηκε, ἐζοῦσε ἐπί τριάντα χρόνια μαζί της. Ὅλα αὐτά τά χρόνια «ἐδυσώπουν τόν Θεόν… ἐλεῆσαι τήν ἐμήν ταπεί-νωσιν καί ἀποστεῖλαι ἱερέα, τελειοῦντα τόν ἐμόν υἱόν διά τοῦ ἁγί-ου βαπτίσματος». Γιά τόν λόγο αὐτό παρακαλεῖ τόν ἱερομόναχο «ἀπελθεῖν ἐν τῷ πλοίῳ καί ἀγαγεῖν τήν ἱερατικήν στολήν, καί ἅγι-ον ἄρτον, ὅπως τόν υἱόν μου φωτίσῃς καί ἁγίαν ποίησῃς λειτουρ-γίαν καί ἀξίωσῃς ἡμᾶς τῆς μεταλήψεως τοῦ τιμίου Σώματος καί Αἵματος τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ».
Ὁ ἱερομόναχος ἔβαλε μετάνοια στήν Ὁσία, ἐπέστρεψε στό πλοῖο καί ἑτοίμασε τά σχετικά τοῦ μυστηρίου τῆς Βαπτίσεως καί τῆς Θείας Κοινωνίας χωρίς νά πεῖ τίποτε σέ κανέναν. Στήν συνέχεια βγῆκε πάλι ἀπό τό πλοῖο, γιά νά συναντήσει τήν Ὁσία. Ἐκείνη τήν ἐπερίμενε καί μέ τήν σειρά της τόν ὁδήγησε στό σημεῖο πού εὑρι-σκόταν ὁ υἱός της Ἡ ἴδια ζητᾶ ἀπό τό παιδί της νά φανερωθεῖ μπροστά στόν ἱερέα τοῦ Θεοῦ: «Ἔξελθε τοίνυν, τέκνον, καί προ-σκύνησον τόν ἐληλυθότα φωτίσαί σε». Ὁ υἱός της ὑπάκουα ἐφα-νερώθηκε καί προσκύνησε, ὅπως τόν συμβούλευσε, τόν ἱερέα. Σέ μία κοντινή πηγή ὁ ἱερομόναχος κατήχησε καί ἐβάπτισε τόν υἱό της δί-νοντας του τό ὄνομα Ἰωάννης. Μετά τήν Βάπτιση, «μετέλαβον ἀμφότεροι τοῦ ἀχράντου Σώματος καί Αἵματος τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ». Καθώς οἱ δύο ἅγιες μορφές ἔφευγαν, ἡ Ὁσία Ἄν-να ἐζήτησε ἀπό τόν ἱερομόναχο μιά τελευταία χάρη: «Εἰ θέλεις διηγήσασθαι ἅπερ ὁ Κύριος ἔδειξέ σοι, διήγησαι, ἀποκρύπτων τήν νῆσον, μήπως ἐκ φήμης ἔλθωσι τινές καί εὕρωσιν ἡμᾶς». Ὁ εὐλαβής ἱερομόναχος ἀναφέρει: «Ἐγώ δακρύσας καί προσκυνήσας τῷ Θεῷ τῷ ποιοῦντι τά ξένα καί παράδοξα ὧν οὐκ ἔστιν ἀριθμός, καί πρό-νοιαν ποιουμένῳ τοῖς Αὐτόν ἐξ ὅλης καρδίας ἐκζητοῦσι καί φυ-λάττουσι τά αὐτοῦ θεία ἐντάλματα, ὑπέστρεψα εἰς τό πλοῖον».
Ἡ Ὁσία Ἄννα καί ὁ Ἰωάννης, ἀφοῦ εὐχαρίστησαν τόν ἱερέα, μετά ἀπό λίγο «τάς ἁγίας αὐτῶν ψυχάς εἰς χεῖρας Θεοῦ παρέθεν-το».
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου μάρτυρος Διοδώρου, τοῦ ἐξ Ἐμέσης.
¨Ο Ἅγιος Μάρτυς Διόδωρος καταγόταν ἀπό τήν πόλη Ἔμεσα καί ἐμαρτύρησε σταυρωθείς.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῶν ἁγίων μυρίων Μαρτύρων.
Οἱ Ἅγιοι αὐτοί Μάρτυρες ἐτελειώθησαν διά ξίφους.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἐν ἁγίοις πατρός ἡμῶν Εὐλογίου, ἀρχιεπισκόπου Ἀλεξανδρείας.
Ὁ Σωφρόνιος Εὐστρατιάδης12 καί ἄλλοι θεωροῦν, ὅτι πρό-κειται περί τοῦ Εὐλογίου, Πατριάρχου Ἀντιοχείας, άφοῦ ἡ μνήμη τοῦ Ἁγίου Ἀλεξάνδρου, Ἀρχιεπισκόπου Ἀλεξανδρείας, φέρεται κατά τήν 13η Φεβρουαρίου. Ὅμως στούς Πατριαρχικούς καταλό-γους τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἀντιοχείας δέν ἀναφέρεται τό ὄνομα Εὐ-λόγιος13.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Φιλοθέου, τοῦ Μετεωρίτου.
Ὁ Ὅσιος Φιλόθεος, ὁ ἐκ Σκλαταίνης (Ρίζωμα), ἔζησε μεταξύ τῶν ἐτῶν 1475-1550. Κατά τό ἔτος 1545 διετέλεσε ἡγούμενος τῆς μο-νῆς Ἁγίου Στεφάνου Μετεώρων. Ἀνακαίνισε τό παλαιό μικρό Κα-θολικό τῆς μονῆς, τόν ναό τοῦ Ἁγίου Στεφάνου και ἐκοιμήθηκε ὁσί-ως με εἰρήνη.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Ἀνδρονίκου, τοῦ ἐν Μόσχᾳ ἀσκήσαντος.
Ὁ Ὅσιος Ἀνδρόνικος τῆς Μόσχας καταγόταν ἀπό τήν πόλη Ροστώφ τῆς Ρωσίας καί ἔζησε τόν 14ο καί 15ο αἰώνα μ.Χ. Ἀγάπησε τή μοναχική ζωή καί σέ μικρή ἡλικία εἰσῆλθε στή μονή τῆς Ἁγίας Τριάδος τοῦ Ραντονέζ. Γιά πολλά χρόνια ὑπῆρξε μαθητής τοῦ Ἁγί-ου Σεργίου τοῦ Ραντονέζ καί τό ὄνομά του συνδέθηκε μέ τήν ἵδρυση τοῦ μοναστηριοῦ τοῦ Σωτῆρος τῆς Μόσχας.
Ἡ ἱστορία τοῦ μοναστηριοῦ ξεκινᾶ μετά τήν ἐπιστροφή ἀπό τήν Κωνσταντινούπολη τοῦ Ἁγίου Ἐπισκόπου Ἀλεξίου, ὁ ὁποῖος μετάφερε ἕνα ἀντίγραφο τῆς Ἀχειροποιήτου εἰκόνος τοῦ Σωτῆρος. Κατά τό ταξίδι τῆς ἐπιστροφῆς ἀπό τήν Κωνσταντινούπολη στήν Μόσχα, ὁ Ἐπίσκοπος Ἀλέξιος ἔπεσε σέ τρικυμία καί παραλίγο νά ναυαγήσει τό πλοῖο. Ὁ Ἐπίσκοπος ἔταξε νά κτίσει ἕνα μοναστήρι, τό ὁποῖο θά ἀφιέρωνε στόν Ἅγιο ἤ στό γεγονός τό ὁποῖο ἐτιμοῦσε ἡ Ἐκκλησία κατά τήν ἡμέρα πού διασώθηκε τό πλοῖο μέ τούς ἐπιβά-τες του. Ἡ τρικυμία εἶχε γίνει στίς 16 Αὐγούστου, ἡμέρα τῆς ἑορτῆς τῆς μετακομιδῆς τῆς Ἀχειροποιήτου εἰκόνος τοῦ Σωτῆρος στήν Ἔδεσσα τῆς Κωνσταντινουπόλως, τήν ὁποία κατά τήν παράδοση δέν ἱστόρισε ἀνθρώπινο χέρι. Σέ ἐκπλήρωση τοῦ τάματός του ὁ Ἐπίσκοπος Ἀλέξιος ἀπεφάσισε νά ἀφιερώσει τό μοναστήρι στόν Σωτήρα Χριστό, τό ὁποῖο ἐκτίσθηκε στίς ὄχθες τοῦ ποταμοῦ Γιάου-ζα τῆς Μόσχας. Μετά ἀπό ὑπόδειξη τοῦ Ἁγίου Σεργίου τοῦ Ραντο-νέζ, ὁ Ἀλέξιος ἐκάλεσε ἀπό τό μοναστήρι τῆς Ἁγίας Τριάδος τόν Ὅσιο Ἀνδρόνικο καί τοῦ ἐμπιστεύθηκε τό ἔργο τῆς οἰκοδομήσεως τοῦ νέου μοναστηριοῦ, ἐνῶ τό 1361 τοῦ ἀνέθεσε καί τήν ἡγουμενία.
Ὁ Ὅσιος Ἀνδρόνικος ἀφιερώθηκε στήν αὐστηρή ἄσκηση καί λόγῳ τῆς ταπεινοφροσύνης του προσείλκυσε κοντά του πολλούς νέους, οἱ ὁποῖοι ἤθελαν νά ἐπιδοθοῦν στή μελέτη τῶν Γραφῶν καί τό μοναχικό βίο. Ὁ Ἅγιος Σέργιος ἐπισκεπτόταν τακτικά ἀπό τό μοναστήρι τῆς Ἁγίας Τριάδος τόν μαθητή του, προκειμένου νά τόν ἐνθαρρύνει στήν ἄσκησή του. Ὁ Ἅγιος Σέργιος ἐστάθμευσε στό μοναστήρι τοῦ Ἀνδρονίκου καί κατά τή διάρκεια τοῦ ταξιδίου του πρός τό Νόβγκοροντ συμφιλίωσε τόν πρίγκιπα Βόριδα μέ τόν πρίγκιπα τῆς Μόσχας. Ἐπάνω στό σημεῖο τοῦ ἀποχαιρετισμοῦ τῶν δυό Ἁγίων ἐκτίσθηκε ἕνα παρεκκλήσιο.
Ὅταν λίγο ἀργότερα ὁ Μητροπολίτης τῆς Μόσχας Ἀλέξιος συνόδευσε τόν μεγάλο πρίγκιπα Δημήτριο στό ταξίδι του πρός τόν ποταμό Ὄκα, προκειμένου νά ξεκινήσει τίς διαπραγματεύσεις μέ τόν Χάν, ἐσταμάτησαν στό μοναστήρι τοῦ Ἀνδρονίκου, γιά νά προ-σευχηθοῦν μαζί στήν Ἀχειροποίητη εἰκόνα τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ.
Ὁ Ὅσιος Ἀνδρόνικος ἀκτινοβολοῦσε στό πρόσωπό του τίς μεγάλες του ἀρετές. Ἔζησαν κοντά του οἱ Ὅσιοι Σάββας καί Ἀλέ-ξανδρος, Δανιήλ ὁ Μαῦρος καί ὁ Ἀνδρέας Ρουμπλιώφ, πού ἦσαν μεγάλοι καί γνωστοί εἰκονογράφοι.
Ὁ Ὅσιος Ἀνδρόνικος ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη ὄχι ἀργότερα ἀπό τό 1404. Τό ἱερό λείψανό του ἐνταφιάσθηκε στό ναό τῆς μονῆς τοῦ Σωτῆρος.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Ἀλεξάνδρου, τοῦ ἐν Μόσχᾳ ἀσκήσαντος.
Ὁ Ὅσιος Ἀλέξανδρος ἐγεννήθηκε στήν Ρωσσία. Ὡς μοναχός ἀκολούθησε τά βήματα τοῦ Ἁγίου Σεργίου τοῦ Ραντονέζ καί ἀργό-τερα ἔγινε ἡγούμενος τῆς μονῆς τοῦ Σωτῆρος τοῦ Ἀνδρονίκου τῆς Μόσχας. Ἐκοιμήθηκε ὁσίως μέ εἰρήνη, τό 1427, καί τό τίμιο λείψανο αὐτοῦ ἐνταφιάσθηκε στή μονή τοῦ Ἀνδρονίκου.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἐν ἁγίοις πατρός ἡμῶν Ἀνθίμου, τοῦ Ἰβηρίτου.
Ὁ Ἅγιος Ἄνθιμος καταγόταν ἀπό τήν Ἰβηρία καί ἔζησε τόν 10ο αἰώνα μ.Χ. Ἐξελέγη Μητροπολίτης στήν Ρουμανία καί ἐκοιμή-θηκε μέ εἰρήνη, τό 1716.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, ἡ εὕρεσις τῶν ἱερῶν λειψάνων τοῦ ἁγίου ἱερο-μάρτυρος Νικολάου, τοῦ ἐν Καρυαῖς τῆς Λέσβου.
Ταῖς τοῦ Παρακλήτου καί ταῖς πρεσβείαις τῶν Ἁγίων, ὁ Θεός, ἐλέησον ἡμᾶς. Ἀμήν!