Aρχιμ. Αλεξίου Ιστρατόγλου Ανχη (ΣΙ)
Στρατιωτικού Ιερέως Αρχηγείου Στόλου – Ναυστάθμου Σαλαμίνας
Η λειτουργική ζωή μέσα στο στράτευμα, με την συστηματική και μόνιμη παρουσία Στρατιωτικών Ιερέων, αλλά και με την ανέγερση Ιερών Ναών, αρχίζει να εντάσσεται μέσα στο γενικότερο πρόγραμμα και πνεύμα και βεβαίως για να τελούνται οι Ιερές Ακολουθίες χρειάζεται να πληρούνται κάποιες προϋποθέσεις. Έτσι εκτός του Ιερέα που είναι ο λειτουργός, χρειάζονται τα ιερά σκεύη, τα εκκλησιαστικά βιβλία, αλλά και ο ιεροψάλτης, ο οποίος αποτελεί τη φωνή του πιστού λαού.
Η Διοίκηση της Στρατιωτικής Σχολής ζητά την άδεια να δίνεται μισθός στον ψάλτη, σαράντα δραχμών και ρωτά εάν πρέπει να τον ψάλτη αυτόν να τον τοποθετήσει στη δύναμη της Σχολής ή να τον έχει σαν προσκολλώμενο. Αυτό το ερώτημα αποτελεί ένα νέο δεδομένο μέσα στη λειτουργία του στρατεύματος, στο οποίο θα κληθεί η προϊσταμένη αρχή της Σχολής να τοποθετηθεί και γενικότερα η Γραμματεία των Στρατιωτικών, με μια γενικότερη τοποθέτηση για παρόμοιο ερώτημα από κάποια φρουρά, προκειμένου το θέμα αυτό να αντιμετωπιστεί με ομοιόμορφο τρόπο, χωρίς βεβαίως να εκλείπουν και οι εξαιρέσεις, κατά περίπτωση και περίσταση.
Στις 17 Οκτωβρίου 1841, ο Ιερέας της πρωτευούσης Ηλίας Γερασίμου, αποστέλλει επιστολή προς το ανώτερο Φρουραρχείο Αθηνών, με την οποία αναφέρει ότι ꞉ «υπηρετώ ως Ιερεύς εις διάφορα στρατιωτικά σώματα εξεπλήρωσα τα καθήκοντα μου καθ’ όλον το διάστημα». Στη συνέχεια ακολουθούν διάφορες συστατικές επιστολές για τον εν λόγω Ιερέα, που μαρτυρούν και επιβεβαιώνουν το έργο το οποίο επιτέλεσε, ανταποκρινόμενος πλήρως στην αποστολή του. Στην πρώτη συστατική επιστολή στην οποία θα παρουσιάσουμε υπογράφουν ο Στρατηγός Μπίζας, ο Συνταγματάρχης Χατζηχρίστου, ένας Αντισυνταγματάρχης του οποίου η υπογραφή είναι δυσανάγνωστη, καθώς επίσης υπογράφουν και οι Πανουριάς και Γκούμας, οι οποίοι στην επιστολή τους, με ημερομηνία 5 Μαρτίου 1834, αναφέρουν ꞉ «από ζήλον πατριωτικών κινούμενος συνηγωνίσας μεθ’ ημών απ’ αρχής του ιερού αγώνος χρησιμεύων του θρησκευτικού ιερού χρέους δια της προς τους στρατιώτας ευλο΄γιας του εις τας διαφόρους εκφράσεις των μαχών».
Στην επιστολή αυτή γίνεται λόγος ότι και τα δύο παιδιά του Ιερέως ο Γεώργιος και ο Δημήτριος, πολέμησαν σαν στρατιώτες, χωρίς να λάβουν καμία χρηματική αντιμισθία. Βλέπουμε σε αυτή την ιερατική οικογένεια, όπως και σε πολλές άλλες, κανένας δεν έμεινε πίσω και κανένας δεν αποποιήθηκε των ευθυνών και των υποχρεώσεων του, έναντι της πατρίδος. Την επιστολή αυτή που συνέταξαν και υπέγραψαν οι ανωτέρω στρατιωτικοί, την επικυρώνουν η Δημογεροντία της Ναυπλίας, δίδοντάς της έτσι κύρος, έχοντας ακόμα νωπές τις μνήμες, μέσα από τα πεδία των μαχών και μέσα από τις κακουχίες και αντιξοότητες του πολέμου.
Ακολουθεί συστατική επιστολή, από το Βασιλικό Στρατιωτικό Διοικητήριο, με ημερομηνία 8 Μαΐου 1834, για τον ίδιο Ιερέα, αλλά και ο Γενικός Επιθεωρητής των Βασιλικών Στρατευμάτων, με το ΜΑΡΤΥΤΙΚΟΝ που χορηγεί στον Ιερέα Γερασίμου, την 1η Οκτωβρίου 1834, αναφέρει ότι ꞉ «εξετέλεσε πάντοτε τα ιερατικά του χρέη με μεγάλη προθυμία και ζήλον και αφοσίωσιν δια τον υψηλόν θρόνον». Ακολουθεί μια τέταρτη συστατική επιστολή από τον αρχηγό Β. Χωροφυλακής Φρουράς Ναυπλίας, με ημερομηνία 20 Φεβρουαρίου 1834 και την υπογράφει ο Ρόσνερ, οποίος ομολογεί για τον Ιερέα που εξετάζουμε, ότι ήταν αφοσιωμένος στο έργο και στην αποστολή του, εκφράζοντας ꞉ «προς αυτόν ευγνωμοσύνην μας ως προς τούτοις να του εγχειρήσωμεν το παρόν δια να ήθελεν τω χρησιμεύση εις πάσαν περίστασιν».
Τελειώνοντας, αναφέρουμε το «ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΟΝ», που χορηγήθηκε στον Ιερέα Γερασίμου, από την Διοίκηση του Πυροβολικού Τάγματος όπου αναφέρεται εξαιτίας ꞉ «του ακαμάτου του ζήλου καθώς και των ιδιαιτέρων αρετών του συνετέλεσε τα μέγιστα προς βελτίωσιν και μόρφωσιν των χριστιανικών έργων όλου του τάγματος». Μετά τα ανωτέρω που παραθέσαμε και τα οποία όλα αυτά τα κατέθεσε όπως είπαμε παραπάνω με αναφορά του στο Φρουραρχείο των Αθηνών, προφανώς όλη αυτή η αλληλογραφία διαβιβάστηκε προς την Ιεραρχία την Στρατιωτική και έρχεται ο Όθων με έγγραφό του, στις 22 Οκτωβρίου 1841, λίγες μόλις ημέρες μετά την κατάθεση της αναφοράς του Ιερέως και εγκρίνει τον μισθό αυτού ꞉ «χάρη της μετ’ επιμελείας και ζήλου πολυετούς εκτελέσεως των χρεών του».
Για μια ακόμα φορά μέσα από αυτά τα έγγραφα, έρχεται να τονιστεί η ουσιαστική παρουσία και συμβολή του κλήρου μέσα στον αγώνα. Έναν αγώνα για ελευθερία, που μέσα από αυτή την ελευθερία επιτυγχάνεται η ανάπτυξη και η προβολή του ανθρωπίνου προσώπου. Μια ελευθερία που αφήνει τον άνθρωπο να δημιουργήσει, να προσφέρει, να προχωρήσει μπροστά για το καλό όλης της ανθρωπότητας.
Σε αυτό το σημείο θα ήθελε να μεταφέρω ένα απόσπασμα από ομιλία του π. Γεωργίου Μεταλληνού, που αναφέρει τα εξής ꞉ «Ο Ορθόδοξος Κλήρος δεν μπορεί να μη συμμετάσχει στους εθνικούς-απελευθερωτικούς αγώνες, διότι το έργο του και στην περίοδο της ειρήνης είναι απελευθερωτικό. Αγώνας για την καταξίωση του Ρωμηού, ως απελευθέρωση από τα δεσμά της εσωτερικής δουλείας, της αμαρτίας. H εσωτερική δε δουλεία κατά κύριο λόγο επιφέρει και την εξωτερική. Διότι δουλεία δεν είναι, κυρίως, η αναγκαστική υποταγή, αλλά η εσωτερική υποταγή και ταύτιση με τον κατακτητή, η νέκρωση του πνεύματος αντιστάσεως και του ψυχικού δυναμισμού. Γι’ αυτό και πιστεύουμε, ότι η σημαντικότερη προσφορά του Ράσου στο έθνος μας δεν ήταν τόσο η συμμετοχή του Κλήρου στις ένοπλες εξεγέρσεις και συγκρούσεις, όσο η συμβολή του Ράσου στη συντήρηση του ελληνορθοδόξου φρονήματος του Γένους και της αγάπης του προς την ελευθερία. Χωρίς αυτές τις προϋποθέσεις δεν θα μπορούσε να υπάρξει Εικοσιένα».
Ο Ιερέας Ηλίας Γερασίμου μέσα από τα έγγραφα που τον αφορούν, όπως και όλοι οι Ιερείς τους οποίους έχουμε αναφέρει και θα αναφέρουμε, έδρασε και στα δύο επίπεδα τα οποία αναφέρει ο π. Μεταλλήνος. Έδρασε και αγωνίστηκε με όλες του τις δυνάμεις για την ελευθερία της πατρίδος, αλλά και συνετέλεσε στην γενικότερη ζωή του τάγματος, όπως αναφέρει η Διοίκηση του Τάγματος του Πυροβολικού. Όσο και αν θέλουν κάποιοι να αποκρύψουν την αλήθεια, όσο και αν αγωνίζονται να αλλοιώσουν αυτήν την αλήθεια, όσο και αν θέλουν να μας πουν ότι η Εκκλησία και οι λειτουργοί Της δεν έκαναν τίποτα, τα στοιχεία μιλούν από μόνα τους και αφήνουμε αυτά τα στοιχεία να μιλήσουν. Αφήνουμε την ιστορία να βροντοφωνάξει την αλήθεια και το αίμα αυτών που έδωσαν τη ζωή τους, για να είμαστε εμείς σήμερα εδώ, θα μυρίσει και θα σκορπίσει την ευωδία της ελευθερίας.
Ένας Γάλλος ιστορικός ο Εduard Driault (1864-1947), καθηγητής πανεπιστημίου της Γαλλίας, με έδρα τη σύγχρονη ιστορία, μεταξύ των άλλων έργων του, στο πεντάτομο έργο που εξετάζει την περίοδο 1821-1923, αναφέρει ότι ꞉ «Υπάρχουν στην ιστορία δύο είδη λαών, αυτοί που κτίζουν – και ποτέ κανένας λαός δεν έκτισε τόσο καλά όσο οι Έλληνες – και αυτοί που καταστρέφουν και ίσως κανένας λαός δεν είχε ποτέ, στο βαθμό που το έχουν οι Τούρκοι, το πνεύμα της καταστροφής». Σε αυτό το κτίσιμο συνέβαλλε τα μέγιστα και η Εκκλησία και οι λειτουργοί της, οι οποίοι με πνεύμα αυτοθυσίας, περηφάνιας εθνικής, με ηρωικό, αγωνιστικό και αποστολικό φρόνημα, με πορεία που χάραξαν μέχρι και το θάνατο, πορεύτηκαν αντιμετωπίζοντας τις προκλήσεις και προσκλήσεις κάθε εποχής και τοποθετώντας τα πράγματα στη θέση τους, όταν οι άλλοι είχαν χάσει κάθε αίσθηση του χρέους και της αποστολής των ή το χειρότερο είχαν εγκαταλείψει είτε κάθε προσπάθεια αγώνος, είτε είχαν φύγει, χωρίς να ενδιαφέρονται για το μέλλον του τόπου τους.
Δεν πρέπει να ξεχνάμε αυτό το οποίο γνώριζε ο κατακτητής και το ομολογεί ο Charles Frazee στο βιβλίο του «Ορθόδοξος Εκκλησία και ελληνική ανεξαρτησία 1821-1852» και διασώζει το υπόμνημα του Βρετανού δραγουμάνου Pisani, όπου μεταξύ άλλων αναφέρει : «Πρέπει να μην ξεχνάμε ότι η τουρκική κυβέρνηση θεωρεί πως ο ελληνικός Κλήρος είναι η πραγματική αιτία της εξεγέρσεως των Ελλήνων υπηκόων της Τουρκίας». Σε αυτό το σημείο θα αναφέρουμε την επιστολή, που έστειλε ο Ηγούμενος του Μεγάλου Σπηλαίου στον Ιμπραήμ, όταν ο δεύτερος τον προκαλούσε να παραδοθεί. Η αγωνιστική στάση του Ηγουμένου και το φρόνημά του φαίνεται στο κείμενο που ακολουθεί ꞉
«Υψηλότατε αρχηγέ των Οθωμανικών αρμάτων, χαίρε.
Ελάβομεν το γράμμα σου και είδομεν τα όσα γράφεις. Ηξεύρομεν πως είσαι εις τον κάμπον των Καλαβρύτων πολλάς ημέρας και ότι έχεις όλα τα μέσα του πολέμου. Ημείς δια να προσκυνήσωμεν είναι αδύνατον, διότι είμεθα ορκισμένοι εις την πίστη μας, ή να ελευθερωθώμεν ή να αποθάνωμεν πολεμούντες, και κατά το αϊνί (πίστη) μας, δεν γίνεται να χαλάσει ο ιερός όρκος της πατρίδος μας. Σας συμβουλεύομεν, όμως, να υπάγεις να πολεμήσεις σε άλλα μέρη, διότι αν έρθεις εδώ να μας πολεμήσεις και μας νικήσεις, δεν είναι μεγάλον κακόν, διότι θα νικήσεις παπάδες. Αν όμως νικηθείς, το οποίον ελπίζομεν άφευκτα με τη δύναμη του Θεού, διότι έχομεν και θέση δυνατή, και θα είναι εντροπή σου και τότε οι Έλληνες θα εγκαρδιωθούν και θα σε κυνηγούν πανταχού. Ταύτα σε συμβουλεύομεν και ημείς, κάμε ως γνωστικός το συμφέρον σου. Έχομεν και γράμματα από την βουλή και αρχιστράτηγον Θεόδωρον Κολοκοτρώνην, ότι εις πάσαν περίπτωσιν πολλήν βοήθειαν θα μας στείλει, παλληκάρια και τροφάς, και ότι ή θα ελευθερωθώμεν τάχιστα ή θα αποθάνωμεν κατά τον ιερόν όρκον της Πατρίδος μας.
ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΣ ο Ηγούμενος
Και οι συν εμοί παπάδες και καλόγεροι
Την 22αν Ιουνίου 1827, Μέγα Σπήλαιον».
Καταλαβαίνουμε επομένως ότι Έλληνας παπάς, ποτέ δεν έσκυψε το κεφάλι, παρά μόνο όταν τον αποκεφάλιζε ο κατακτητής. Αλλά και τότε το τίμιο αίμα του, καθαγίαζε τη ταλαιπωρημένη και χιλιοβασανισμένη Ελλάδα και προσέφερε στους σκλαβωμένους Έλληνες το μήνυμα της Αναστάσεως.
Τελειώνοντας και την σημερινή μας παρουσίαση, θεωρούμε ευλογημένους τους εαυτούς μας, που υπηρετούμε σε ένα Σώμα που έχει καθαγιαστεί από μορφές που στέκουν με τα χέρια τους ανοικτά μπροστά στο θρόνο του Θεού και παρακαλούν για το λαό και το Έθνος μας, που και σήμερα ταλαιπωρείται και αναζητά την ανάσταση. Και αυτή η ανάσταση θα έλθει μέσα από την επιστροφή μας, στις ρίζες, στον πολιτισμό, στα ήθη και στα έθιμα μας και πάνω από όλα στην πίστη των πατέρων μας.
Συνεχίζεται {20}