Aρχιμ. Αλεξίου Ιστρατόγλου Ανχη (ΣΙ)
Στρατιωτικού Ιερέως Αρχηγείου Στόλου – Ναυστάθμου Σαλαμίνας
Συνεχίζοντας την έρευνα μας στο έτος 1854, συναντούμε ένα έγγραφο από το Φρουραρχείο του Παλαμηδίου, στις 14 Ιανουαρίου, το οποίο απευθύνει στο Φρουραρχείο της Ναυπλίας και αναφέρεται σε διορισμό Ιερέως. Στο έγγραφο αυτό αναφέρεται, ότι στη Φρουρά εκείνη υπήρξε ένας Ιερέας ονόματι Μητροφάνης Παπαευσταθίου, ο οποίος κάλυπτε τις λειτουργικές ανάγκες της φρουράς, χωρίς να λαμβάνει κάποια αντιμισθία, έχοντας την ελπίδα να διορισθεί εκεί Ιερέας.
Επειδή μέχρι εκείνη την χρονική περίοδο αυτό δεν είχε καταστεί εφικτό, ο εν λόγω Ιερέας ανακοίνωσε, ότι πλέον δεν θα μπορούσε να εξυπηρετεί τη Φρουρά. Τότε το Φρουραρχείο με το έγγραφό του αυτό, προκειμένου να μην στερηθεί της παρουσίας του συγκεκριμένου κληρικού, παρακαλεί την προϊσταμένη του αρχή, δηλαδή του Φρουραρχείο της Ναυπλίας, να προβεί στις ενέργειες εκείνες που απαιτούνταν, προκειμένου ο ανωτέρω Ιερέας, να διοριστεί στη συγκεκριμένη Φρουρά, αφού είχε δείξει ζήλο και προθυμία, κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του στο παρελθόν.
Στη συνέχεια του εγγράφου αυτού, αναφέρεται ότι ο Ιερέας Μητροφάνης εφ’ όσον διοριστεί, θα ιερουργούσε στον Ιερό Ναό του Αγίου Ανδρέα, σε όλες τις επίσημες εορτές και τελετές, ενώ ταυτόχρονα θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί και ως βοηθός του Ιερέα της Φρουράς της Ναυπλίας, με μηνιαία αντιμισθία εξήντα δραχμών. Το έγγραφο αυτό αποστέλλεται αυθημερόν στο Υπουργείο των Στρατιωτικών και αυτό με τη σειρά του, στις 28 Ιανουαρίου 1854, το αποστέλλει στο Υπουργείο των Εκκλησιαστικών, προκειμένου και αυτό με τη σειρά του να το αποστείλει στην Ιερά Σύνοδο, ώστε να γνωματεύσει για τον συγκεκριμένο κληρικό, όπως το έκανε κάθε φορά, σε παρόμοιες περιπτώσεις.
Το Υπουργείο των Εκκλησιαστικών, στις 4 Φεβρουαρίου του αυτού έτους, αποστέλλει ολόκληρη την αλληλογραφία προς την Ιερά Σύνοδο, προκειμένου να αποφανθεί. Έτσι αναμένουμε να βρούμε το συνοδικό εκείνο έγγραφο, που θα μας δείχνει εάν ο Ιερομόναχος Μητροφάνης, τελικά επιλέχτηκε στο στράτευμα ή όχι και αν θα συνέχιζε εκεί να προσφέρει τη διακονία του ή σε κάποιον άλλο χώρο, χωρίς αυτό να αποβαίνει εις βάρος κάποιας άλλης εκκλησιαστικής διακονίας, παρά την καλή θέληση, διάθεση και ζήλο που μπορεί να είχε ο αναφερόμενος κληρικός, που όμως αυτό, πέραν της προθυμίας και του ζήλου, πάντα δεν φέρει το επιθυμητό αποτέλεσμα, όπως είχαμε αναλύσει στην προηγούμενη αναφορά μας, με αποτέλεσμα να υπάρχει κάποιο ποιμαντικό κενό στην όλη πορεία και προσφορά.
Ο Ιερομόναχος Μητροφάνης, μετά την αναφορά την οποία απέστειλε το Φρουραρχείο του Παλαμηδίου, απέστειλε και αυτός αναφορά, στις 7 Φεβρουαρίου 1854, απ’ ευθείας στο Υπουργείο των Στρατιωτικών, για το ίδιο θέμα. Δεν γνωρίζουμε εάν η αναφορά του αυτή, αποτελούσε συνέχεια της αναφοράς του Φρουραρχείου. Δεν γνωρίζουμε εάν ο ίδιος γνώριζε για την αποστολή της αναφοράς του Φρουραρχείου και η δική του θα μπορούσαμε να πούμε ότι αποτελούσε μια φυσική συνέχεια της προηγουμένης.
Στην αναφορά του αυτή ο Μητροφάνης, αφού ανέφερε όλα τα προηγούμενα που έχουμε καταγράψει, στο τέλος παρακαλεί το Υπουργείο να πράξει τα δέοντα. Το Υπουργείο λαμβάνοντας την συγκεκριμένη αναφορά, αφού την μελέτησε, την επέστρεψε στο Φρουραρχείο του Ναυπλίου, προκειμένου να δώσει περισσότερες πληροφορίες επί του θέματος. Η αναφορά αυτή, αποστέλλεται στις 27 Φεβρουαρίου, στο Φρουραρχείο του Παλαμηδίου και αυτό με τη σειρά του, όταν είχε έτοιμα τα στοιχεία τα οποία και κατέγραψε, στις 3 Μαρτίου 1854, τα αποστέλλει προκειμένου το Υπουργείο να αποφανθεί.
Στο κείμενο αυτό, αναφέρεται ότι ο εν λόγω Ιερέας, από την 1η Νοεμβρίου 1853 έως στις 15 Ιανουαρίου 1854, κάλυπτε τις λειτουργικές ανάγκες της Φρουράς, χωρίς έχει να λάβει κάποια αντιμισθία, αλλά και χωρίς να του υποσχεθούν, ότι μπορούσαν του χορηγήσουν κάποιο ποσό ή να τον διορίσουν, αφού δεν ήταν δικό τους θέμα, αλλά του Υπουργείου και της Κυβερνήσεως και όπως θα δούμε στη συνέχεια, διορίστηκε κατόπιν προτάσεως της Ιεράς Συνόδου, κάποιος άλλος κληρικός και όχι τον Μητροφάνη, τον οποίο και το Φρουραρχείο είχε υποδείξει.
Το Φρουραρχείο πρότεινε να χορηγηθεί κάποια αντιμισθία στον Μητροφάνη για το χρονικό διάστημα το οποίο διακόνησε στη Φρουρά. Ένα θέμα το οποίο όμως ανέκυψε και θα έπρεπε να τοποθετηθεί, ήταν αν γνώριζε αν είχε γίνει κάποια συμφωνία μεταξύ των δύο κληρικών, δηλαδή του Μητροφάνη και του Στρατιωτικού Ιερέως Στέφανου Σολίτη, σχετικά με την αντιμισθία την οποία θα έπρεπε να του προσφέρουν. Το Φρουραρχείο αναφέρει ότι κάτι τέτοιο δεν το γνώριζε και αν είχε γίνει κάτι τέτοιο, ήταν μια συμφωνία που έγινε μεταξύ των δύο προσώπων εν αγνοία της υπηρεσίας.
Το Υπουργείο λαμβάνοντας την αναφορά αυτή και αφού την αξιολόγησε, αποστέλλει στις 6 Μαρτίου 1854, απαντητική επιστολή προς το Φρουραρχείο των Αθηνών, με κοινοποίηση στο Στρατιωτικό Λογιστήριο, αναφέροντας να χορηγηθεί στον συγκεκριμένο κληρικό το ποσό των πενήντα δραχμών, για την διακονία του στο χρονικό διάστημα που αναφέρθηκε στο έγγραφο του Φρουραρχείου.
Εν αναμονή λοιπόν της απαντήσεως της Ιεράς Συνόδου και μετά την προσωπική αναφορά του Μητροφάνη, το Φρουραρχείο του Παλαμηδίου, επανέρχεται στο θέμα αυτό, ένα μήνα μετά από την πρώτη αναφορά την οποία είχε αποστείλει στο Φρουραρχείο της Ναυπλίας, καταθέτοντας τώρα και δεύτερη αναφορά στις 13 Φεβρουαρίου, αναφέροντας ότι μετά την μετάθεση του Ιερέα Στεφάνου Σολίτη στο Ναύπλιο, η συγκεκριμένη Φρουρά είχε μείνει χωρίς Ιερέα και έπρεπε εν’ όψει και της μεγάλης τεσσαρακοστής που πλησίαζε, να αποστείλουν κάποιον, προκειμένου να εκκλησιάζονται, «οι κατοικούντες ενταύθα». Και σε αυτή την αναφορά το Φρουραρχείο παρακαλεί το Βασιλικό Φρουραρχείο ꞉ «όπως ευαρεστούμενοι ενεργήσετε ίνα διορισθεί εις Ιερεύς δια την εκπλήρωσιν των θρησκευτικών καθηκόντων».
Και πάλι η συγκεκριμένη αναφορά αποστέλλεται προς το Υπουργείο των Στρατιωτικών και από εκεί στο Υπουργείο των Εκκλησιαστικών, όπου απαντά στις 23 Φεβρουαρίου 1854, γνωρίζοντας την απόφαση της Ιεράς Συνόδου. Στο έγγραφο αυτό αναφέρεται ότι κατόπιν γνωμοδοτήσεως της Συνόδου, διορίζεται προσωρινός Ιερέας της Φρουράς, κάποιος κληρικός ονόματι Δημήτριος, του οποίου το επίθετο είναι δυσανάγνωστο. Έτσι η θέση καλύπτεται από τον Ιερέα Δημήτριο και όχι τον Ιερομόναχο Μητροφάνη και επίσης καθορίζεται και η αντιμισθία του, που ανέρχεται στο ποσό των εξήντα δραχμών.
Έτσι ένας νέος κληρικός, εντάσσεται στο δυναμικό του σώματος των Στρατιωτικών Ιερέων, ο οποίος καλείτο να αναλάβει την νέα του εκκλησιαστική διακονία. Καλείτο να φανεί αντάξιος των προσδοκιών, τόσο της Εκκλησίας που τον εμπιστεύθηκε και τον πρότεινε, όσο της Πολιτείας και του Στρατού, που περίμενε πολλά από αυτόν, προκειμένου να δώσει κάτι το διαφορετικό, το μοναδικό, που η ιδιαιτερότητα και το σχήμα το οποίο έφερε, θα χάριζε κάτι ανώτερο, κάτι πολύ ωραίο και πνευματικό.
Το επόμενο έγγραφο προέρχεται από το Υπουργείο των Εκκλησιαστικών και Δημοσίας Εκπαιδεύσεως, που το αποστέλλει στις 11 Φεβρουαρίου 1854 στο Υπουργείο των Στρατιωτικών. Στο έγγραφο αυτό, ζητείται να απαντήσει το Στρατιωτικών, εάν ο εκ του Δήμου Λεύκτρου, πρεσβύτερος Παναγιώτης Βασιλείου ή παπαβασίλαρος, ήταν διορισμένος στο Βασιλικό Στρατό ως Στρατιωτικός Ιερέας και σε ποια θέση υπηρετούσε. Το Υπουργείο, λαμβάνοντας το έγγραφο αυτό και γνωρίζοντας ποιοί Ιερείς υπηρετούσαν στο στρατό, στις 3 Μαρτίου 1854 απήντησε, ότι δεν υπήρχε τοποθετημένος και διορισμένος κληρικός με το όνομα αυτό στο στρατό.
Συνεχίζεται {61}