Mετά πάσης λαμπρότητος πανηγύρισε η Ιερά Μονή Σταγιάδων την πανένδοξη κοίμηση και την εις ουρανούς μετάσταση της Υπεραγίας Θεοτόκου.
Ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Σταγών και Μετεώρων κ. Θεόκλητος, τέλεσε την Αναίμακτο Ιερουργία ενώ την ώρα του κοινωνικού ανταποκρινόμενος στην λαμπρότητα της εορτής και στην υπεραγιότητα του τιμώμενου προσώπου, εξήρε μέσα από το Θείο λόγο, το πρόσωπο της Αειπαρθένου Μαρίας, επισημαίνοντας πως η Κυρία των κυριών και των αγγέλων, υπήρξε, είναι και θα είναι άγρυπνος φρουρός και ταχύς βοηθός κάθε Ορθοδόξου Χριστιανού που προστρέχει στην στοργική αγκαλιά της.
Στην Θεία Λειτουργία τηρουμένων των απαραίτητων υγειονομικών μέτρων παρέστησαν πολλοί ευλαβείς προσκυνητές από την ευρύτερη περιοχή που προσήλθαν για να τιμήσουν το Άγιο πρόσωπο της Παναγίας μας και να μεταλάβουν των Αχράντων Μυστηρίων.
Προ της Απολύσεως της Θείας Λειτουργίας, ο Σεβασμιώτατος εδόξασε το όνομα του Τριαδικού Θεού και της Μητέρας Παναγίας και ευχήθηκε προς όλους τους παρευρισκόμενους πιστούς χρόνια πολλά και ευλογημένα με πλουσία την ευλογία της Παναγίας.
Η Ιερά Μονή Σταγιάδων βρίσκεται στήν ανατολική πλευρά τοΰ ομώνυμου χωρίου τής επαρχίας Καλαμπάκας στήν περιοχή Χασίων, πολύ κοντά στά σύνορα με τό νομό Γρεβενών, σε άπόσταση περίπου 30 χιλιομέτρων άπό τήν Καλαμπάκα καί 50 χιλιομέτρων άπό τά Τρίκαλα. ‘Υψώνεται στήν άκρη ενός κατάφυτου λόφου σε ύψόμετρο 750 περίπου μέτρων άπό τήν έπιφάνεια τής θάλασσας.
Ή’Ιερά Μονή Κοιμήσεως τής Θεοτόκου Σταγιάδων είναι ένα άπό τά αρχαιότερα μοναστήρια τής Ελλάδος, άφοΰ ή ‘ίδρυσή της ανάγεται στό έτος 1004. Τά γραπτά στοιχεία άναφορικά με τήν “ίδρυση τής Μονής είναι λιγοστά. Ωστόσο ύπάρχει ένα έγγραφο τής Μονής πού εστάλη τό 1800 άπό τόν ήγούμενο Χριστόφορο στό Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, όπου μεταξύ άλλων άναφέρεται: “Τό ιερόν τούτο μοναστήριον τεθεμελίωται ύπό των άοιδίμων κτητόρων κατά τό σωτήριον έτος 1004”.
Αρχικά έπρόκειτο νά κτιστεί στό βράχο πού βρίσκεται λίγο πριν τό Μοναστήρι, όπου ύπάρχουν ίχνη θεμελίων.
Όμως ή εικόνα τής Παναγίας, πού τοποθέτησαν οί κτίτορες στόν βράχο, με θαυμαστό τρόπο μετακινήθηκε στόν χώρο, όπου τελικά κτίστηκε τό Μοναστήρι. Καί αύτό δεν συνέβη μόνο μία φορά. Τό γεγονός θεωρήθηκε ένδειξη γιά τό πού έπρεπε νά κτιστεί τό Μοναστήρι.
Συμπληρώνονται λοιπόν 1010 έτη ζωής καί παρουσίας. Ή ιστορία του είναι μεγάλη καί ένδιαφέρουσα. Μάλιστα τό έτος 2004 γιορτάστηκε μέ έπίσημο καί πανηγυρικό τρόπο άρχιερατεύοντος τού Σεβασμιωτάτου κ.Σεραφείμ ή χιλιοστή έπέτειος μέ τήν παρουσία τού τότε άρχιεπισκόπου κυρου Χριστοδούλου καί τού τότε Προέδρου τής Ελληνικής Δημοκρατίας Κωνσταντίνου Στεφανόπουλου.
Σύμφωνα μέ προφορικές παραδόσεις τό Μοναστήρι όλους αύτούς τούς δέκα αιώνες λειτούργησε άδιάλειπτα ώς άνδρικό μέχρι τό 1968. Τελευταίος ήγούμενος ήταν ό μοναχός Γεννάδιος Βαδέλας [1909-1984).
Τό1968 μέ ένέργειες τού Μητροπολίτου κυρου Διονυσίου μετατράπηκε σέ γυναικείο. Τό φθινόπωρο τού ίδιου έτους έγκαταστάθηκε ή πρώτη έπταμελής γυναικεία άδελφότητα μέήγουμένη τήν όσιοτάτη γερόντισσα Θεονύμφη Κανταρτζή [1922 – 2013). Οί μοναχές έν μέσω ποικίλων δυσκολιών κατάφεραν μέ τήν έργατικότητα καί έπιμέλειά τους νά άνακαινίσουν τά παλαιά κτίρια, νά τά γλιτώσουν άπό τή φθορά τού χρόνου, νά έπουλώσουν τίς πληγές άπό τό σεισμό τού 1995 καί έτσι νά μεταμορφώσουν τό Μοναστήρι. Εκτός άπό τήν άνακαίνιση τών παλαιοτέρων κτισμάτων, έχουν κτίσει καινούργια παρεκκλήσια. Τελευταία έχει άρχίσει καί βρίσκεται σέ έξέλιξη ή κατασκευή έξωτερικοΰ αύλόγυρου μέ έντυπωσιακή έξώθυρα.