Τοῦ Πρωτοσυγκέλλου τῆς Ι.Μ. Φωκίδος, Γέροντος Νεκταρίου Μουλατσιώτη
Τό νά δείξεις σέ ἕναν ἁπλό ἄνθρωπο πού βλέπεις ξαφνικά μπροστά σου τυφλή ἐμπιστοσύνη, πιστεύοντας μάλιστα ὅτι ὅσα σοῦ λέει εἶναι ἀλήθεια, προϋποθέτει ὅτι, γιά νά τόν ἐμπιστευτεῖς τόσο πολύ, τόν ἀγαπᾶς σέ ὑπερβολικό βαθμό. Κανείς ἀπό μᾶς δέν ἐμπιστεύεται σέ κανέναν τά κλειδιά τοῦ σπιτιοῦ του, ἄν δέν τόν ἀγαπάει πάρα πολύ. Ἡ ἀγάπη γεννᾶ τήν ἐμπιστοσύνη. Γιά νά ἀγαπήσεις ὅμως κάποιον, προϋποθέτει ὅτι κάπου τόν γνώρισες, τόν ἐκτίμησες, ἐν συνεχείᾳ τόν συμπάθησες, ἡ συμπάθεια μετετράπη σέ ἀγάπη καί ἡ ἀγάπη γέννησε τήν ἐμπιστοσύνη σ’ αὐτόν.
Πιστεύεις πλέον στά λόγια του καί στίς ἐνέργειές του. Ἑπομένως, γιά μᾶς τούς ὀρθοδόξους ἡ πίστη, δηλαδή ἡ ἐμπιστοσύνη στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, εἶναι μιά διαπροσωπική σχέση, πού ἀναπτύσσεται καί γεννᾶται μεταξύ δύο προσώπων: Τοῦ ἑαυτοῦ μου ὡς ὀρθόδοξου χριστιανοῦ καί τοῦ προσώπου, πού ὀνομάζεται Ἰησοῦς Χριστός. Γι’ αὐτό θεωρήσαμε ἀναγκαῖο νά γράψουμε στά προλεγόμενα ὅτι ἡ Ὀρθοδοξία δέν εἶναι μιά ἁπλή θρησκεία, ἀλλά μιά πίστη κι ἕνα βίωμα καθημερινό, δηλαδή μιά τυφλή ἐμπιστοσύνη στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ καί ἕνα προσωπικό βίωμα, πού ἀναπτύσσεται καί γεννᾶται μεταξύ ἐμοῦ καί Ἐκείνου. Ἕνα βίωμα πού ξεκινᾶ ἀπό τήν ἁπλή γνωριμία καί μετατρέπεται ἄμεσα σέ ἐκτίμηση, συμπάθεια, ἀγάπη καί ἔρωτα πρός Αὐτόν.
Τί σχέση, λοιπόν, μπορεῖ νά ἔχουν οἱ θρησκεῖες πού ὑπάρχουν πάνω στή γῆ μ’ αὐτό πού ἐγώ νιώθω μέσα μου γιά τό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ; Οἱ θρησκεῖες μιλοῦν γιά μιά ἀνωτέρα δύναμη, μιλοῦν γιά θεούς πού κατασκεύασαν οἱ ἄνθρωποι καί τούς βάφτισαν μέ διάφορα ὀνόματα, ἐνῶ γιά μᾶς τούς ὀρθοδόξους εἶναι μιά σχέση διαπροσωπική, μιά σχέση πού συνδέει τό πρόσωπό μας μέ τό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ. Τό πρόσωπο αὐτό ἐμφανίστηκε καί ἀποκαλύφθηκε κάποια στιγμή στό διάβα τῆς ζωῆς μας κι ἐμεῖς τό ἀγαπήσαμε, τό ἐρωτευτήκαμε, τό ἐμπιστευτήκαμε καί ζοῦμε καθημερινά αὐτή τή σχέση ἀγάπης καί ἔρωτα μέ Ἐκεῖνον.
Αὐτή εἶναι ἡ πίστη τῶν Ὀρθοδόξων: Ἡ ἐμπι στοσύνη στό συγκεκριμένο πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ καί ἡ προσωπική σχέση πού ζοῦμε καθημερινά μαζί Του. Πίστη μαζί καί βίωμα! Γιατί σήμερα οἱ ἄνθρωποι δέν ἀκολουθοῦν τό Χριστό; Ἀπό ὅσα ἀναφέραμε πιό πάνω γίνεται κατανοητό ὅτι, γιά νά ἀκολουθήσει κανείς κάποιον καί νά τόν πιστέψει, νά τόν ἐμπιστευτεῖ, πρέπει πρῶτα νά τόν γνωρίσει. Γιατί πῶς εἶναι δυνατόν νά ἀκολουθήσει κάποιον πού δέ γνωρίζει;
Πῶς εἶναι δυνατόν νά ἐμπιστευτεῖ κάποιον πού τοῦ εἶναι παντελῶς ἄγνωστος; Ποῦ καί πῶς ὅμως γνώρισε ὁ σημερινός ἄνθρωπος τό Χριστό; Οἱ περισσότεροι ἀπό μᾶς ὄχι μόνο δέν Τόν γνωρίζουμε, ἀλλά, ὅπως οἱ ἔρευνες ἔχουν ἀποδείξει, ἡ νεολαία δέν ξέρει καλά-καλά οὔτε τήν ἱστορία τοῦ τόπου της. Οἱ ἀπαντήσεις τῶν μαθητῶν σε σχετικές ἐρωτήσεις δημοσιογράφων γιά τίς ἐθνικές ἐπετείους ἐπιβεβαιώνουν τοῦ λόγου τό ἀληθές. Καί ὅταν δέν ξέρεις σήμερα οὔτε κάν τήν ἱστορία τοῦ τόπου σου, πῶς εἶναι δυνατόν νά ξέρεις ποιός εἶναι ὁ Ἰησοῦς;
Γιά νά γνωρίσεις κάποιον καί νά μάθεις ποιός καί τί εἶναι, θέλει ἀρκετό καιρό. Πρέπει νά τόν συναντήσεις κάπου ἐσύ προσωπικά ἤ νά σοῦ μιλήσει γι᾿ αὐτόν κάποιος ἄλλος πού τόν γνώρισε πολύ καλά καί ἦταν στενός του φίλος. Ἄν σοῦ μιλήσει κάποιος πού ἔχει ἤ εἶχε μαζί του τυπικές σχέσεις, ὅπως δυστυχῶς εἴμαστε πολλοί ἀπό τούς σημερινούς κληρικούς, σίγουρα δέ θά σοῦ τόν περιγράψει καλά καί σωστά. Ἄν μάλιστα σοῦ μιλήσει κάποιος πού εἶναι καί ἐχθρός του, τότε σίγουρα θά σοῦ δημιουργήσει τίς πλέον ἀρνητικές ἐντυπώσεις καί ἴσως καί ἀντιπάθεια γιά τό πρόσωπο καί τό ἔργο του.
Ἀπό ὅλα ὅσα προαναφέραμε βγαίνει ἀβίαστα τό συμπέρασμα ὅτι οἱ περισσότεροι ἀπό μᾶς εἴμαστε ἀκατήχητοι καί οὐδέποτε συναντήσαμε προσωπικά τό Χριστό, γιά νά Τόν γνωρίσουμε. Κι ἄν ἀκόμα κάποιοι μᾶς μίλησαν γι᾿ Αὐτόν, οἱ σχέσεις τους μαζί Του ἦταν τόσο χλιαρές, πού δέν κατάφεραν νά μεταδώσουν καί στίς δικές μας ψυχές αὐτή τή γνωριμία τους μέ τόν Ἰησοῦ, ὥστε νά ἀνάψουν καί μέσα μας τόν πόθο καί τή φλόγα νά Τόν γνωρίσουμε κι ἐμεῖς. Ἔτσι ὁ περισσότερος κόσμος στέκει σήμερα ἀπέναντι στό Χριστό ἀδιάφορος ἤ ἔχει μιά πολύ χλιαρή καί ἐπιφανειακή σχέση μαζί Του. Ἀρκετοί δέ, λόγω παντελοῦς ἄγνοιας ἤ ἐπειδή ἐνημερώθηκαν ἀπό κάποιους τρίτους, πού ἦταν ἐχθροί Του, στέκουν ἀπέναντί Του ἐντελῶς ἀρνητικά.
Γιά νά ἀκολουθήσεις, λοιπόν, τόν Ἰησοῦ, πρέπει πρῶτα μέ κάποιον τρόπο νά γνωριστεῖς μαζί Του. Στή συνέχεια πρέπει νά Τόν συμπαθήσεις. Γιά νά ἀναπτύξεις ὅμως καί βιωματικές σχέσεις μαζί Του, σχέσεις ζωῆς, πρέπει νά Τόν ἀγαπήσεις μέ ὅλη σου τήν καρδιά. Ὅταν ἀγαπᾶς κάποιον, προσπαθεῖς καί ἀγωνίζεσαι οἱ ἐπιθυμίες του νά γίνονται ἐπιθυμίες σου, μιμεῖσαι τή συμπεριφορά του, τόν τρόπο ζωῆς του, τόν σκέφτεσαι σέ καθημερινή καί συνεχή βάση, τά μάτια σου κοιτάζουν συνεχῶς τά μάτια του. Βιώνεις διαρκῶς αὐτή τή σχέση σου μαζί του. Μιά σχέση καρδιακή καί ἐρωτική. Γι᾿ αὐτό ἐπαναλαμβάνουμε ὅτι ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι πίστη, ἐμπιστοσύνη καί βίωμα. Καί γι’ αὐτό τονίσαμε ὅτι ἡ Δύση εἶναι ὀρθολογιστική καί ψυχρή καί ἀντιλαμβάνεται ἐντελῶς διαφορετικά τόν Ἰησοῦ ἀπό τόν τρόπο πού Τόν ἀντιλαμβάνεται ἡ Ἀνατολή, ἡ Ὀρθοδοξία, ἡ ὁποία εἶναι καρδιακή καί θερμή.
Πιστεύουμε μέ τά λίγα αὐτά λόγια νά ἔγινε κατανοητό τό γιατί σήμερα ὁ κόσμος δέ ζεῖ καί δέν ἀκολουθεῖ τό Χριστό. Γιά τό σημερινό ἄνθρωπο ὁ Ἰησοῦς εἶναι ἕνα τρίτο καί ξένο πρόσωπο, κάποιος πού ἔζησε πρίν ἀπό δυό χιλιάδες χρόνια στό Ἰσραήλ. Ὁ Ἰησοῦς δέν εἶναι πλέον ὁ φίλος μας, ὁ ἐραστής τῆς ψυχῆς μας, δέν εἶναι ὁ ἔμπιστός μας φίλος, πού πιστά Τόν ἀκολουθοῦμε. Καί, δυστυχῶς, σ’ αὐτή τήν κατάσταση δέ βρίσκεται μόνο ὁ λαός, ἀλλά καί ἀρκετοί ἀπό μᾶς πού φοροῦμε τό ράσο καί ὑποτίθεται ὅτι Τόν ἔχουμε γνωρίσει καί ἀγαπήσει, γι᾿ αὐτό ἄλλωστε καί Τόν ἀκολουθοῦμε. Τό χειρότερο ἔγκλημα πού ἔχουμε ἀρκετοί ἀπό μᾶς τούς ἱερεῖς διαπράξει, εἶναι ὅτι μεταδίδουμε καί γνωρίζουμε στόν κόσμο ἕναν Χριστό ὅπως Τόν ζεῖ καί Τόν βιώνει ἡ Δύση…
(Συνεχίζεται…)