Στις 21 Μαΐου του 1932, κοιμήθηκε εν Κυρίω ο Μοναχός Ισαάκ σε ηλικία 82 ετών. Έζησε στη Μονή Διονυσίου πάνω από 60 χρόνια. Καταγόταν από την Καβακλή των Σαράντα Εκκλησιών Θράκης. Ήταν τύπος και υπογραμμός και ζωντανή εικόνα ενάρετης ζωής.
Έζησα μαζί με αυτόν τον οσιότατο Γέροντα Μοναχό Ισαάκ στα Μετόχια τρεις περιόδους και είδα από κοντά και άκουσα πράγματα θαυμαστά και εξαίσια, που προξενούν κατάπληξη και μερικά απ’ αυτά φαίνονται απίθανα στη δική μας ράθυμη, ολιγόπιστη και μικρόψυχη γενιά.
Από τα πολλά που είδαμε και ακούσαμε θα διηγηθούμε ένα, και αυτό με συντομία.
Όταν ήταν 19 χρονών υπηρετούσε ως μάγειρας στο κονάκι των Καρυών. Εκεί αντιπρόσωπος ήταν ο περίφημος Γέροντας Γελάσιος, που υπήρξε τέσσερις φορές Πρωτεπιστάτης της Ιεράς Κοινότητας και που κοιμήθηκε το έτος 1896.
Τον Φεβρουάριο ο π. Γελάσιος αντιμετώπισε μια επείγουσα υπόθεση και έπρεπε να συνεννοηθεί με το
Μοναστήρι. Τότε δεν υπήρχαν τηλέφωνα, ούτε συγκοινωνίες όπως σήμερα.
Έστειλε τον υποτακτικό του με γράμματα στη Μονή. Ο καιρός ήταν βαρύς, γεμάτος σύννεφα που προμήνυε κακοκαιρία και χιονοθύελλα. Κάνοντας υπακοή ο καλός υποτακτικός Ισαάκ χωρίς αντιλογία και γογγυσμό, ξεκίνησε αν και έβλεπε την θεομηνία που ερχόταν.
Έβαλε μετάνοια και είπε «νάναι ευλογημένο». Πήρε το γράμμα και αστραπιαία σαν ζαρκάδι πήρε το δρόμο προς το βουνό. Ήταν συνηθισμένος να περπατά γρήγορα γιατί στην παιδική του ηλικία ήταν βοσκός. Σε ένα τέταρτο έφθασε στη θέση Σταυρός, στην κορυφή του βουνού και τρέχοντας ακολουθούσε το δρόμο για το μοναστήρι. Από το Κονάκι αναχώρησε στις 7 το απόγευμα (με τη βυζαντινή ώρα) και γύρω στις 9 έφθασε στα όρια της Σίμωνος Πέτρας, στη περιοχή «Μπουσδούμι», που υπήρχε πηγή κρύου νερού. Μέχρις εκεί έβλεπε και διέκρινε το δρόμο. Εν τω μεταξύ πριν από μισή ώρα άρχισε να χιονίζει. Το χιόνι σκέπασε όλα τα σημεία του δρόμου και ο καιρός χειροτέρευε. Ο Ισαάκ με τη γλυκιά επίκληση του Ιησού μας, προχωρεί αρκετό διάστημα, αλλά μετά από λίγο αναγκάζεται να σταματήσει, παραδερνόμενος από τη θύελλα και το πυκνό χιόνι που έπεφτε. Δεν διέκρινε τίποτε. Κατάλαβε ότι με τις δικές του δυνάμεις ήταν αδύνατο να προχωρήσει. Σήκωσε τα χέρια και τα μάτια του στον ουρανό και με θερμή και αδίστακτη πίστη, φώναξε με όλη του την καρδιά: «Άγιε Τίμιε Πρόδρομε, βοήθησέ με να φθάσω στο Μοναστήρι». Πράγματι ο ευλογημένος π. Ισαάκ είχε μεγάλη ευλάβεια στον Τίμιο Πρόδρομο.
Τότε συνέβη μεγάλο και παράδοξο θαύμα. Ο Τίμιος Πρόδρομος πραγματοποίησε αυτό που λέει ο ψαλμωδός Δαβίδ. « Εκέκραξαν οι δίκαιοι και ο Κύριος εισήκουσεν αυτών».
Αμέσως μια αόρατη δύναμη τον άρπαξε και αυτοστιγμεί βρέθηκε στο Προσκυνητάρι που βρίσκεται στο δρόμο προς τον Αρσανά, έξω από τη Μονή ακριβώς την ώρα που οι πατέρες σηκώθηκαν από την τράπεζα. Ήταν περίπου 10 και 30 λεπτά. Ο Ισαάκ τότε έμπαινε στη Μονή, ενώ όλοι θαύμαζαν και απορούσαν. Μερικοί τον ρωτούσαν πώς με τέτοια καταιγίδα και χιονοθύελλα ήρθε στη Μονή από το βουνό για να φέρει το γράμμα του Αντιπροσώπου;
Στις διάφορες ερωτήσεις των Πατέρων, σιωπούσε ο μακάριος. Αφού πέρασε αρκετό χρονικό διάστημα ο πνευματικός στον οποίον εξομολογείτο ο π. Ισαάκ, είπε στους Πατέρες το θαύμα.
Παρόμοιο θαύμα γράφει ο Ευεργετινός και ό Ιερός Νικόδημος στην Ακολουθία των Αγιορειτών Πατέρων, πως στη Σκήτη Σαμάρεια της Μονής Εσφιγμένου, ο ησυχαστής Δαμιανός, φίλος του αγίου Κοσμά του Ζωγραφίτου, όταν πήγαινε σ’ ένα πνευματικό στα όρια της Μονής Χιλιανδαρίου, λόγω της πολλής ομίχλης και βροχής, μη γνωρίζοντας που βρισκόταν, φώναξε μέσα από τα βάθη της καρδιάς του: «Κύριε Ιησού Χριστέ, σώσε με, γιατί χάνομαι». Αμέσως, ω του θαύματος! βρέθηκε αβλαβής μπροστά από τη Καλύβα του πνευματικού με τη βοήθεια ενός αγγέλου.
(Διονυσιάτικες Διηγήσεις)