Λόγος ουκ ανθρώπων, αλλά λόγος Θεού ενεργούμενος (Α΄ Θεσσαλονικείς 2, 13)
ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΜΕΣΟΓΑΙΑΣ ΚΑΙ ΛΑΥΡΕΩΤΙΚΗΣ
Μπορεί η εποχή μας να είναι πολύ γνωσιολογική, γνωσιοκρατική και ορθολογιστική, με αποτέλεσμα να υπερτονίζει τη διανοητική λειτουργία του ανθρώπου, αλλά αν θέλει κανείς να είναι ειλικρινής με τον εαυτό του, τότε βλέπει την ανεπάρκεια αυτού του ορθολογιστικού μονολιθισμού μέσα του. Το μυαλό του είναι πολύ στενό για να χωρέσει τα μεγάλα. Αν θα θέλαμε να χρησιμοποιήσουμε ένα παράδειγμα, θα λέγαμε ότι το μυαλό παίζει το ρόλο του εκτυπωτή, ενώ η είσοδος και η ανάλυση των πνευματικών μηνυμάτων γίνεται μέσα στην καρδιά.
Ο χώρος της καρδιάς είναι πολύ ευρύτερος και έχει πολύ περισσότερες δυνατότητες από τη σκέψη. Η σκέψη υπάρχει κυρίως για να εκφράζει και για να συνυπουργεί στο έργο της καρδιάς. Είναι πολύ δύσκολο βέβαια, σε μια κοινωνία σαν τη δική μας, οπού ακόμα και τα συναισθήματα διανοητικοποιούνται, να μπορεί κάποιος να σκέφτεται με την καρδιά, να συλλαμβάνει τα μηνύματα κατ’ ευθείαν στην καρδιά του. Κι όμως, το εντυπωσιακό είναι ότι αυτή η τόσο δύσκολη, μα και τόσο σημαντική αλήθεια δεν αναφέρεται μόνο στα πνευματικά πράγματα, άλλα και στα επιστημονικά. Η καλή επιστημονική έρευνα δεν βασίζεται τόσο στην οξύνοια, όσο στη διαίσθηση. Αυτά σίγουρα δεν γίνονται κατανοητά με μια στενή, ορθολογιστική αντίληψη, γι’ αυτό και αποτελεί σταθερή πίστη της Εκκλησίας ότι τα μυστήρια υπερβαίνουν την ικανότητα της σκέψης. Μυστήριο είναι κάτι το οποίο ξεπερνά τα αντιληπτικά όρια και μέτρα του ανθρώπου. Όταν όμως κανείς ταπεινώνεται μπροστά στο μυστήριο το προσεγγίζει περισσότερο. Και όσο το προσεγγίζει τόσο αισθάνεται ότι διευρύνεται ο χώρος του αγνώστου. Δεν περιορίζεται το άγνωστο, γι’ αυτό και δεν μικραίνει το μυστήριο. Η λογική της Εκκλησίας αγαπά το μυστήριο δεν το φοβάται. Είναι το «έξω» από μας, είναι το «πέραν» από μας. Είναι αυτό που μας υποψιάζει και μας ελκύει στην άλλου είδους ζωή.
Το μυστήριο της ενανθρωπήσεως του Κυρίου, επί παραδείγματι, απ’ όπου κι αν το πλησιάσει κανείς, αδυνατεί να το κατανοήσει. «Απορεί πάσα γλώσσα» να το εκφράσει και υπερβαίνει κάθε δυνατότητα διανοητική ή κατανόησή του. Προσπαθείς να το καταλάβεις και δεν μπορείς. Ταπεινώνεσαι και σου αποκαλύπτεται. Κι αύτη η αποκάλυψη είναι τόσο δυνατή, πού επιβεβαιώνει ότι η πίστη, ως οδός γνώσεως, είναι πληρέστερη και επαρκέστερη από τη σκέψη.
Μέσα από την προοπτική της πίστης διαβάζουμε και τα πατερικά κείμενα. Δεν τα διαβάζουμε για να μάθουμε, να τα αποστηθίσουμε σαν να πρόκειται να δώσουμε εξετάσεις. Ούτε πάλι τα διαβάζουμε για να εφαρμόσουμε ότι λένε, αφού πολλά απ’ αυτά δεν μπορούμε να τα εφαρμόσουμε. Τα διαβάζουμε για να κρινόμαστε και να ταπεινωνόμαστε. Και όταν ή ψυχή μας ταπεινώνεται, όταν μπορεί να δακρύσει για την ανεπάρκεια της και να την αποδεχθεί εν ειρήνη τότε πιο εύκολα μπορεί να στραφεί και να ζητήσει το έλεος του Θεού. Όταν δε το έλεος του Θεού έρχεται, τότε ή εμπειρία της εσωτερικής μεταμορφώσεως αρχίζει να γίνεται η νέα, η «καινή» πραγματικότητα.
Ποια είναι αυτή η πραγματικότητα; Είναι ο Θεός και οι ανακλάσεις Του είναι ότι Αυτόν θυμίζει και ότι από Αυτόν προέρχεται. Αυτός είναι ο Ων. Αυτός είναι η αληθινή πραγματικότητα. Πραγματικότητα δεν είναι τα πάθη και οι αδυναμίες μας – αυτά αποτελούν μια νοσηρή πραγματικότητα, όσο μένουμε προσκολλημένοι πάνω τους. Όλος μας ο σκοπός, όλος μας ο στόχος, όλος μας ο αγώνας είναι να εντοπίσουμε τα πάθη μας και ταπεινούμενοι ενώπιον του ελέους του Θεού, να ζητήσουμε τη δική Του ενέργεια μέσα μας, ώστε πλέον να μην ενεργούνται άλλα να ενεργείται ή χάρις Του, και να αποκαθαίρεται ο χώρος της καρδιάς.
Η καρδιά
Θα ήταν ίσως αδικία πνευματική κατά του μυστηρίου του ανθρώπου να σχολιάσουμε αυτά που περιγράφουν τα βιβλία, χωρίς προηγουμένως να έχουμε βαπτισθεί στην κολυμβήθρα της εμπειρίας τους. Οι άνθρωποι που μπορούν να μας μιλήσουν βιωματικά για την καρδιά, είναι αυτοί που έχουν καθαρθεί με τη λεγόμενη καρδιακή προσευχή. Αυτοί δεν χρειάζεται να διαβάσουν κανένα βιβλίο- ζουν την καρδιά ζουν αυτό για το οποίο μιλούν οι Πατέρες, αυτό για το όποιο έχει μιλήσει και ο ίδιος ο Κύριος: «Αγαπήσεις Κύριον τον Θεόν σου εξ όλης της καρδίας σου» και «Μακάριοι οι καθαροί τη καρδία». Παρά ταύτα, αξίζει να καταθέσουμε κάτι μικρό έστω και λίγο, με την συναίσθηση πώς αυτό προέρχεται από κάποια μικρή γνώση πού όλοι μας λίγο ή πολύ έχουμε, είτε ως άμεση εμπειρία, είτε ως πόθο και εσωτερική αναζήτηση.
Κατ’ αρχάς, το σάρκινο όργανο της καρδίας δεν είναι ξένο προς την εμπειρία της, διότι ό άνθρωπος είναι ψυχοσωματικός. Το σώμα με την ψυχή συνυπάρχουν και αλληλοεπηρεάζονται. Και έτσι από το χτύπο και μόνο της καρδιάς μπορεί κανείς να καταλάβει το μυστήριο της.
Ας φανταστούμε, παραδείγματος χάριν, έναν ασκητή που βρίσκεται στο κελλάκι του: Είναι βράδυ και μέσα σε ατμόσφαιρα απόλυτης ησυχίας, έχει ξεκινήσει την αγρυπνία του με τη λαχτάρα της συνάντησης του Θεού. Κάθεται ήσυχος, παίρνει το κομποσχοίνι του και αφήνει την καρδιά του ελεύθερη και το νου του καθαρό. Δεν έχει τις μέριμνες που έχουν οι άνθρωποι του κόσμου. Δεν έχει εμπάθειες με τους αδελφούς και τους συνανθρώπους του. Δεν έχει προβλήματα άμεσα πού πρέπει να επιλύσει, δεν έχει δυνατές κινήσεις εσωτερικών παθών. Δεν τυραννιέται από συγκρίσεις, μειονεξίες, ανασφάλειες, φόβους. Δεν έχει όνειρα, πράγματα πού περιμένει, ανάγκες γήινες Το μόνο πού κυριαρχεί μέσα και του είναι ή παρουσία του Θεού. Και αυτή την ποθεί, όχι για να απολαύσει την εμπειρία της, ούτε γιατί κατά κάποιο τρόπο την δικαιούται, ή γιατί θέλει να την κατακτήσει, άλλα γιατί έχει ανάγκη να ταπεινωθεί μέσα στην ατμόσφαιρα της και γιατί αισθάνεται πως ο Θεός πρέπει να ενεργήσει στην καρδιά του. Πρέπει να σβήσει ο ίδιος και να εμφανισθεί ο Θεός, να αγιαστεί ο τόπος και η στιγμή με το μυστήριο της ενανθρωπήσεως. Δεν θέλει να συνομιλήσει μαζί Του, άλλα να ζήσει την παρουσία Του και να αφεθεί στην αγκαλιά Του. Κάθεται λοιπόν, και καθώς είναι λευκασμένος ο εσωτερικός του κόσμος από οτιδήποτε άλλο, ακούει το μόνο και τελευταίο υπόλειμμα που του μένει, ως ταπεινή υπόμνηση του φυσικού ανθρώπου: το χτύπο της καρδιάς. Όλες μας οι αισθήσεις, όλες οι λειτουργίες του σώματος, όλα τα όργανα δεν είναι αισθητά. Τα νεφρά μας δεν τα καταλαβαίνουμε, ούτε το συκώτι μας, ούτε τον εγκέφαλό μας. Μόνο τους πνεύμονες αισθανόμαστε με το ρυθμό της «αναπνοής και το ανεβοκατέβασμα του στήθους, καθώς και την καρδιά και το χτύπο της με την αφή και την ακοή. Όταν λοιπόν ο προσευχόμενος ασκητής έχει τοποθετήσει την προσευχή πάνω στην αναπνοή ακολουθώντας το ρυθμό της, γίνεται κι αυτή ή λειτουργία ανεπαίσθητη. Δεν την καταλαβαίνει, γιατί καθώς εισπνέει και εκπνέει αφήνεται στην ενέργεια της προσευχής. Και ίσως τότε ακούει -διότι τότε μόνο ακούγεται- την καρδιά.
Αυτή η τελευταία υπόμνηση στον ασκητή ότι είναι και φυσικός άνθρωπος, είναι πολύ γλυκιά. Δεν θέλει να μην είναι φυσικός άνθρωπος, αφού η φυσική υπόσταση υπάρχει για να μας ταπεινώνει. Αυτό μας έχει δώσει ο Θεός, αυτή είναι η κληρονομιά της δημιουργίας Του, αυτό είναι το μεγάλο Του δώρο: να είμαστε κτίσματά Του. Δεν θα θέλαμε να είμαστε άκτιστοι, ασώματοι, ή κάτι που δεν είμαστε, αλλά αυτό και μόνο που Εκείνος κατά τη σοφή Του κρίση μας έπλασε. Αναπαυόμαστε στη σκέψη ότι είμαστε έτσι όπως μας δημιούργησε: κτίσματα δικά Του που φέρουν υλικό σώμα. Συναντούμε λοιπόν τη δημιουργία μας, ανακαλύπτουμε τη φύση μας. Αυτό το γλυκό ταπεινό βίωμα μας το δίνει η υπόμνηση του καρδιακού χτύπου κατά τη στιγμή της προσευχής, όπως την περιγράψαμε παραπάνω. Βέβαια, για την κατάσταση πού περιγράψαμε, απαιτείται εσωτερική και εξωτερική ησυχία και κάποιες συνθήκες ζωής. Αυτά δεν γίνονται από μια νοικοκυρά μέσα στην κουζίνα, ούτε από ένα δάσκαλο την ώρα που διδάσκει – μια τέτοια προσπάθεια μόνο ζημιά θα προξενούσε στην ψυχή. Τι ωραία όμως που είναι να ξέρει κανείς ότι κάποιοι άνθρωποι, δικοί Του άνθρωποι, σαν κι αυτόν, «νυκτός μετά της καρδίας των αδολεσχούσι και σκάλλει το πνεύμα αυτών» ότι αγωνίζονται να πλησιάσουν το Θεό και παλεύουν ακατάπαυστα να βγουν λίγο από την παχύτητα της φύσεως, διατηρώντας όμως πάντοτε ένα ευλογημένο υπόλειμμα. Αυτοί τροφοδοτούν την οικουμένη με τα «πέραν»,τα «επέκεινα» και τα «μείζονα». Αυτό είναι ή «καθαρά καρδία», η οποία δεν σώζει μόνο έναν -τον ασκητή- αλλά μοιράζεται και μοιράζει το αγαθό της Εκκλησίας σ όλο τον κόσμο.
“Να γίνεσαι μικρούλης” (κλικ εδώ)
Άλλη έννοια στην οποία αναφέρονται οι Πατέρες με τον όρο «καρδιά» είναι το συναίσθημα, ο συναισθηματικός μας κόσμος. Είναι η έδρα αυτών των στοιχείων που εκφράζουν το θυμικό της ψυχής. Κυρίως όμως, με τον όρο «καρδιά» εννοούν κάτι πολύ βαθύτερο και πολύ εσωτερικότερο: Την καρδιά της
υποστάσεως του ανθρώπου, αυτό ακριβώς που είναι ο άνθρωπος, την έδρα των αγίων αναβάσεων -«αναβάσεις εν τη καρδία αυτών διέθετα»- την πηγή των ιερών επιθυμιών, το κέντρο της αγάπης – «αγαπήσεις Κύριον τον Θεόν σου εξ όλης της καρδίας σου». Είναι το βαθύτερο και εσώτερο σημείο του κάθε ανθρώπου, εκεί πού κατά κάποιο τρόπο συναντούμε το Θεό.
Αυτό το σημείο πλατύνετε, ανοίγεται, διευρύνεται κι έτσι κάνουμε λόγο για «πλατυσμό της καρδιάς» – μια πολύ ωραία έκφραση που απαντά και στην Παλαιά Διαθήκη και στην Καινή, και σημαίνει το να έχει κανείς ανοιχτή τη ψυχή του, να διευρύνει τον εσωτερικό του κόσμο να μπορεί να δέχεται τη χάρι του Θεού, να φιλοξενεί γεγονότα, σχέσεις, αλήθειες, να χωρεί τους αδελφούς του, να αντέχει τη χαρά και τη λύπη.
Με άλλα λόγια, «πλατυσμός της καρδιάς» σημαίνει να είναι ό άνθρωπος δεκτικός και χωρητικός. να μπορεί να συγχωρεί, να μπορεί να ανέχεται, να μπορεί να υπομένει τον αδελφό του, να μπορεί να περιμένει το Θεό. Ο Θεός δεν βιάζεται, δεν στηρίζει την ανυπομονησία μας. Μας θέλει με υπομονή να Τον προσδοκούμε, όπως και ο ίδιος μακροθυμεί και περιμένει. Αυτό το άνοιγμα της καρδιάς, αυτό που γεμίζει με χαρά και εσωτερική πανήγυρη τον άνθρωπο, αυτό είναι ο πλατυσμός της καρδιάς.
Η ΤΗΡΗΣΗ ΤΩΝ ΕΝΤΟΛΩΝ
Είναι αλήθεια ότι η εποχή μας αδικεί μια μεγάλη ευλογία που έχει δώσει ο Θεός. Την ευλογία των εντολών. Θεωρεί ότι η τήρηση των εντολών αποτελεί μια μηχανική, επιφανειακή ηθική και ότι ο λόγος περί τηρήσεως των εντολών είναι μια ηθικολογία που προάγει τον ευσεβισμό.
Δεν είναι όμως έτσι τα πράγματα. Αν προσέξομε, θα δούμε ότι και το Ευαγγέλιο και η πατερική γραμματολογία [«Ν»: δηλ. τα κείμενα των αγίων διδασκάλων της Ορθοδοξίας] και η εμπειρία της Εκκλησία, είναι γεμάτα από προτροπές για τήρηση των εντολών και προσδιορίζουν την αγιότητα -μεταξύ άλλων- και ως έκφραση της τηρήσεως των εντολών· «εάν αγαπάτε με, τάς εντολάς τάς εμάς τηρήσατε», λέει ο ίδιος ο Κύριος. Η προσπάθεια τηρήσεως των εντολών μάς μεταφέρει από την αμφιβολία και τους επικίνδυνους ακροβατισμούς των «βιωμάτων», στην πραγματικότητα των αδυναμιών μας.
Διαβάζουμε συχνά ένα βιβλίο, κάνουμε μια ωραία συζήτηση, μιλάμε για τον πλατυσμό της καρδιάς, για τις αναρριχήσεις του νοός, για τις πνευματικές αναβάσεις, και μετά από λίγο μας διακόπτει ο άντρας ή η γυναίκα μας στο σπίτι, και αντιδρούμε με ένταση και εκνευρισμό. Τι έννοια έχουν τότε όλες αυτές οι συζητήσεις; Κρατάμε το κομποσχοίνι στο χέρι, τηρούμε ίσως τις νηστείες, επειδή έτσι μάθαμε, αλλά δεν μπορούμε να τηρήσουμε τις εντολές της αγάπης, της υπομονής. Και της αμοιβαίας ανοχής, της συγχωρητικότητας. Νοείται το εξής φαινόμενο: Ενώ εμφανιζόμαστε με μια μοναχικού χαρακτήρα παραδοσιακότητα είμαστε πολύ σκληρόκαρδοι άνθρωποι. Αυτό που μαλακώνει την ψυχή σαν σφυρί που τη χτυπάει, είναι οι εντολές και ο αγώνας τους.
Οι εντολές υπάρχουν για δύο λόγους: πρώτον, για να μας ταπεινώνουν και, δεύτερον, για να μας δείχνουν την πορεία μας.
Πόσο αγώνα έχει μια εντολή! Πόση προσπάθεια! Είναι πιο εύκολο να διαβάσουμε ένα κομμάτι από τη Φιλοκαλία ή τα Ασκητικά του Αββά Ισαάκ, να νομίσουμε ότι το καταλάβαμε και να αισθανθούμε ότι φτάσαμε σε μια δήθεν «πνευματική κατάσταση», από το να προσπαθήσουμε να μην πούμε ένα ψέμα από αυτά πού αποκαλούμε συμβατικά ψέματα, ή από το να δεχθούμε το παιδί μας όπως είναι, ή να ανεχθούμε τους γονείς μας ή αμοιβαία ό ένας τον άλλο. Βλέπουμε λοιπόν, ότι όταν προσπαθούμε να τηρήσουμε τις εντολές δυσκολευόμαστε πολύ. Κι έτσι, ταπεινωνόμαστε ενώπιον τους. Οι εντολές όμως πέρα από το γεγονός ότι μας ταπεινώνουν, λειτουργούν και ως οδοδείκτες στην πορεία μας. Βλέπει κανείς πολλές φορές στους ορεινούς δρόμους να υπάρχουν στα δεξιά και αριστερά της ασφάλτου, πάσσαλοι με φθορίζουσα ύλη πάνω τους, ώστε να δείχνουν το δρόμο, όταν αυτός καλύπτεται από τα χιόνια. Το ίδιο κάνουν κι οι εντολές· μας δείχνουν πού πορευόμαστε.
Γι’ αυτό είναι πολύ σημαντικό να αναζητήσει κανείς, με τη συμπαράσταση του πνευματικού του, να προσδιορίσει τις εντολές για τις όποιες πρέπει να αγωνιστεί στη ζωή του. Με αυτό τον τρόπο μαθητεύει συνεχώς στο συγκεκριμένο αγώνα του. Δεν δικαιολογεί εύκολα τον εαυτό του όταν δεν τα καταφέρνει, δεν αδιαφορεί. Στέκεται με τιμιότητα απέναντι στην αλήθεια. Δεν ψεύδεται, ούτε ξεγελά τον εαυτό του, αλλά κοιτάζει ποιες από αυτές τις εντολές θα εφαρμόσει και σε ποιο βαθμό. Έτσι, διακρίνει το δρόμο και την πορεία του, και στη συνέχεια ζητάει με την προσευχή του την ενέργεια του Θεού και την ευλογία Του ώστε, αν κάποια από τις εντολές μπορεί να μεταμορφωθεί σε εμπειρία προσωπική, αυτό να γίνει μόνο με τη χάρι του Θεού. Στην πνευματική ζωή, οι αρετές δεν αποτελούν κατάκτηση ή επίτευγμα, αλλά δώρο Θεού και καρπό του Αγίου Πνεύματος. Σε μας ανήκει η συναίνεση και η εμπιστοσύνη στη χάρι Του.
Η συστολή του εγώ
Τα παραδείγματα των αγίων, τα συναξάρια, δεν τα διαβάζουμε για να τα εφαρμόσουμε -είναι αδύνατο ότι διαβάζουμε να το μεταφέρουμε στη ζωή μας. Δεν μπορούμε, παραδείγματος χάριν, εμείς πού δεν έχουμε το κουράγιο να σταθούμε έστω μία ώρα μέσα στην Εκκλησία, να μιμηθούμε τον άγιο Αλύπιο τον Κιονίτη, που έζησε 53 χρόνια πάνω σε ένα στύλο. Καθώς όμως διαβάζουμε το βίο του, λέμε: «Θεέ μου, Τι χάρι έδωσες σε αυτόν τον άνθρωπο! Πώς είχε τέτοια αντοχή, υπομονή και ζήλο! Τι αγάπη πρέπει να είχε η ψυχή του!». Τότε, προσευχόμαστε με το «Άγιε του Θεού, πρέσβευε υπέρ ημών»· και αμέσως επιστρέφουμε προς τον Κύριο και λέμε «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον ημάς». Αυτή η προσευχή απορρέει με μεγάλη φυσικότητα μέσα από το μεγαλειώδες παράδειγμα ενός ενχριστωμένου και χαριτωμένου ανθρώπου.
Διαβάζουμε λοιπόν ένα κείμενο, που μιλάει για ασκητικά κατορθώματα η μαρτυρική ζωή, για ύψιστες εκφράσεις της αγάπης προς το Θεό, και συγκρίνουμε ταπεινά τον εαυτό μας με αυτό το μέτρο. Η σύγκριση αυτή μας βάζει πάντοτε στον παρονομαστή. Ο παρονομαστής διευκολύνει την ταπείνωση και η σύγκριση προσελκύει τη χάρι του Θεού. Το θράσος της δήθεν κατανόησης των μυστηρίων του Θεού ή της ψευτοεμπειρίας των ευλογημένων καταστάσεων εξαφανίζεται. Άλλοτε πάλι, συναντώντας στα ασκητικά βιβλία το σοφό φρόνημα που περικλείει η έκφραση «πάντες σώζονται, εγώ δε μόνος απόλλυμαι», ανεβάζουμε αμέσως τους άλλους μέσα μας και υποβιβάζουμε το εγώ μας. Στην καρδιά και στη σκέψη μας οι άλλοι υπερτερούν σώζονται τη στιγμή που εμείς χανόμαστε και καταστρεφόμαστε με δική μας υπαιτιότητα. Μπορεί άραγε μέσα σε αυτό το φρόνημα να ευδοκιμήσει μια κατάκριση, μία έπαρση, μια σκληροκαρδία;
Υπάρχει και ένας άλλος τρόπος να καλλιεργήσει κανείς την εσωτερική ταπείνωση. Το εγώ μας εκφράζεται είτε βουλητικά ως απαίτηση, είτε συναισθηματικά ως δικαίωμα και υπερβολικές ευαισθησίες, ή διανοητικά ως πείσμων άποψη και δύσκαμπτη γνώμη. Θωπεύοντας το εγώ μας δεν μπορούμε να ακούσουμε τον αδελφό μας και γι’ αυτό αδυνατούμε να ακούσουμε τη φωνή του Θεού. Αρνούμαστε να υιοθετήσουμε στη ζωή μας και να κατανοήσουμε το θέλημα του άλλου και γι’ αυτό δυσκολευόμαστε να δεχθούμε το θέλημα του Θεού. Οι αδελφοί μας δόθηκαν για να αποτελούν τις ορατές εικόνες του Θεού στη ζωή μας. Επιτρέποντας το πέρασμα του θελήματος τους στη ζωή μας, διευκολύνουμε το θέλημα του Θεού να υιοθετηθεί απ’ αυτήν. Σκεπτόμενοι τα δικά τους δικαιώματα και όχι τα δικά μας, διακρίνουμε τα δικαιώματα του Θεού στη ζωή μας. Ακούγοντας με σεβασμό τη δική τους άποψη, αφήνουμε το φωτισμό του Θεού να λειτουργήσει μέσα μας. Όταν λοιπόν φοβάται κανείς το θέλημα του, δεν εμπιστεύεται την κρίση του και αρνείται τα δικαιώματα του, μένει προστατευμένος από αυτά αρχίζει να συστέλλει το εγώ του. Αυτά όλα μας ταπεινώνουν και ταυτόχρονα μας ελευθερώνουν.
Εχθρός και αντίπαλος στην πνευματική ζωή δεν υπάρχουν. Ένας είναι ο εχθρός μας: ο εαυτός μας. Μία είναι η αρρώστια: ο εγωισμός μας. Πολεμώντας τον εγωισμό μας οικοδομούμε σιγά σιγά την ατμόσφαιρα της ταπείνωσης μέσα μας. Και τον εγωισμό μας τον καταλαβαίνουμε ενίοτε ως κενοδοξία, άλλοτε ως περιαυτολογία, πολλές φορές ως εγωπαθή φιλαυτία ή ως εγωκεντρισμό· άλλοτε με πολύ φανερές μορφές, όπως ο θυμός και η αλαζονεία, και άλλοτε με πολύ λεπτές, όπως η υπερβολική ευαισθησία, το παράπονο, οι παρεξηγήσεις, η ευθιξία κ.λπ.
Ένα μικρό παράδειγμα αρκεί για να καταδειχθεί το εύρος αυτού του κρυμμένου εγωισμού και της αφανούς ανελευθερίας: Αν τύχει να κοιτάξουμε μια φωτογραφία που απεικονίζει πέντε άτομα, μεταξύ αυτών και το δικό μας πρόσωπο, ποιο πρόσωπο θα ψάξουμε, πρώτο απ’ όλα, να βρούμε στη φωτογραφία και να αναγνωρίσουμε;
Ασφαλώς, το δικό μας. Και αν τύχει η φωτογραφία να είναι εκπληκτική στο φόντο της, στα χρώματα της και στις εκφράσεις όλων των προσώπων, άλλα το δικό μας πρόσωπο να έχει βγει με λίγο κλειστά μάτια -δεν είναι σπάνιο κάτι τέτοιο- τότε δεν μας αρέσει η φωτογραφία, ενώ αρέσει σε όλους τους άλλους. Αυτό είναι κάτι που δείχνει πώς λειτουργεί ό λεπτός εγωισμός μας.
Κατ’ αναλογία, πολύ έντονη είναι μέσα μας και η τάση δικαιολόγησης του εαυτού μας. Δεν αντέχουμε να αδικούμαστε. Κι ακόμα, δεν αντέχουμε τους συνανθρώπους μας που παρουσιάζουν χαρακτήρα ασύμβατο με το δικό μας και μας δυσκολεύουν. Δεν αντιλαμβανόμαστε ότι μπορεί μεν οι καλοί συνάνθρωποι μας (οι ενάρετοι, οι «εύκολοι») να είναι οι πλησίον μας αδελφοί, άλλα οι δύσκολοι (οι λεγόμενοι «αμαρτωλοί», αυτοί που στερούνται ίσως αρετών και μας ερεθίζουν και μας προκαλούν) είναι ακόμα καλύτεροι, διότι είναι οι αγαπημένοι αδελφοί του Χριστού. Εμείς αντιστεκόμαστε σε αυτή την πράγμα κι έτσι αρνούμαστε να είμαστε οι άνθρωποι, οι φίλοι, οι αδελφοί του Χριστού.
Όλα αυτά τα ζούμε καθημερινά στη ζωή μας είτε μέσα από συγκεκριμένες λεπτομερείς μορφές, είτε μέσα στην ησυχία μας, όταν αισθανόμαστε το εγώ μας σαν ομίχλη να παρεμποδίζει τη φανέρωση του Θεού. Όπως είπαμε παραπάνω, αυτά πού υπάρχουν πολύ έντονα μέσα μας, είναι κυρίως η γνώμη μας ως άποψη, το δικαίωμα ως συναίσθημα και το θέλημα ως βουλητική έκφραση της εγωπάθειας μας. Καλό είναι αυτά να τα πολεμήσουμε. Πηγαίνουμε στον πνευματικό μας, κάνουμε λίγη υπακοή, αγωνιζόμαστε όσο μπορούμε, κι έτσι καλλιεργούμε το φιλόσοφο νου. Θα λέγαμε πώς χρειάζεται να αποκτήσουμε και λίγο «μυαλό» πνευματικό. Συνήθως είμαστε επιστήμονες στο να ανιχνεύουμε τις αδυναμίες και τα πάθη των άλλων και εντελώς τυφλοί στο να αντικρίζουμε τις δικές μας. Έτσι όμως αδικούμε τον εαυτό μας και τη σχέση μας με το Θεό. Περιορίζουμε το δικαίωμα Του να μας μεταμορφώσει από εικόνες σε ομοιώματα Του.
Το θέλημα του Θεού
Κλικ εδώ
Το θέλημα του Θεού αποτελεί έκφραση της αγίας βουλήσεώς Του. Ο Θεός «πάντας ανθρώπους θέλει σωθήναι και εις επίγνωσιν αληθείας ελθείν». Θέλημά Του είναι η σωτηρία μας και η επίγνωση της αλήθειας Του. Οι εντολές, στις οποίες αναφερθήκαμε νωρίτερα, και η τήρησή τους (ή τουλάχιστον η επιθυμία μας να ζήσουμε το πνεύμα των εντολών του Θεού) προσδιορίζουν το άγιο θέλημα Του και χαρίζουν τον απαραίτητο για την επίγνωση της αλήθειας Του φωτισμό. Είναι βέβαια αλήθεια ότι η ζωή μας ξεδιπλώνεται μέσα από διλήμματα, ευκαιρίες και δυνατότητες, οι οποίες προκαλούν ιδιαίτερα την ελευθερία μας· κι ακόμα μέσα από επιλογές που συχνά μας υποχρεώνουν να παλινδρομούμε μεταξύ της έκφρασης του δικού μας θελήματος και της αναγνώρισης του δικού Του. Ο Θεός όμως δεν λειτουργεί σαν γραμμική εξίσωση με μία λύση, διότι τότε θα έφτιαχνε άνθρωπο χωρίς ελευθερία. Ο Θεός για κάθε άνθρωπο και κάθε περίσταση, για κάθε στιγμή προσφέρει ως θέλημά Του άπειρες δυνατότητες, που όλες όμως εκφράζουν τη βούληση Του. Γι’ αυτό και το θέλημα του Θεού δεν μοιάζει με το εγωιστικό δικό μας. Δεν υπάρχει για να δεσμεύει την ελευθερία μας, άλλα για να την ενεργοποιεί και να τη ζωντανεύει. Το ένα θέλημά μας καταργεί την ελευθερία μας και την υποδουλώνει στον εγωισμό μας. Τα άπειρα θελήματα του Θεού μας βοηθούν να ανακαλύψουμε την ελευθερία ως ύψιστο δώρο.
Η υποταγή και η ταύτιση της βούλησής μας στη βούληση του Θεού, φωτίζει το νου, γεννά την απόφαση και αναδεικνύει το πρόσωπο. Υπάρχει μια θαυμάσια μονολόγιστη προσευχή που εκφράζει αυτό το φρόνημα: «Κύριε, ποίησόν με οίον θέλεις και ως θέλεις· καν θέλω, καν μη θέλω». Αν η καρδιά ενός ανθρώπου μπορεί να προσεύχεται με αυτό τον τρόπο, είναι δυνατόν να διερωτάται ποιο είναι το θέλημα του Θεού; Ο Θεός έχει άπειρα θελήματα που τα προσφέρει ο καθένα μας ως ευκαιρίες και δυνατότητες. Όταν εμείς ταυτιστούμε με τη βούληση Του, τότε διακρίνουμε το ένα που μπορούμε να επιλέξουμε και ξεκάθαρα να αποφασίσουμε.
Η κοσμική ηθική, η ηθική των αρχαίων ελλήνων φιλοσόφων, στηριζόταν στην υποταγή της φύσεως στη βούληση του άνθρωπου. Αντίθετα, ή πνευματική ηθική βασίζεται στην υποταγή της ανθρώπινης βούλησης στη βούληση του Θεού. Το πρώτο γεννά εγωισμό· το δεύτερο, ταπείνωση που προσελκύει τη χάρι του Θεού. Έτσι, υποτάσσεται όλος ο άνθρωπος -ψυχή και σώμα, φύση και πνεύμα- στη χάρι Του. Έτσι γίνεται «θείας κοινωνός φύσεως» και «εγνωσμένος υπό Θεού».
Η αγκαλιά της Εκκλησίας
[Νικόλαος, Μητροπολίτης Μεσογαίας και Λαυρεωτικής] Ο Θεός δεν γνωρίζεται με γνωστικές μεθόδους. Δεν είναι μαθητική εξίσωση που προσφέρεται προς επίλυση. Ο Θεός είναι όντως μυστήριο που αποκαλύπτεται στις καρδιές ανθρώπων και οι άνθρωποι Τον πλησιάζουμε με αύτη τη βαθύτερη εσωτερική διεργασία, της οποίας το τελικό αποτέλεσμα είναι να μας κάνει ανοιχτούς μπροστά στη χάρι και την ευλογία Του.
Οι άνθρωποι σήμερα είμαστε πνιγμένοι από τα προβλήματα αυτής της ζωής. Αρρωσταίνει το παιδί μας, δεν πάνε καλά οι δουλειές μας, δυσκολευόμαστε να παντρευτούμε ή να αποκτήσουμε ένα παιδί, ή παντρευόμαστε και μετά συμβαίνει ένα ατύχημα που δημιουργεί τεράστια προβλήματα στη συνέχιση πλέον της κοινής μας ζωής· άλλοτε πάλι μας απασχολούν οι σχέσεις μας με τα παιδιά μας ή με τους γονείς μας, ή το τι θα σπουδάσουμε, το αν, πού και πότε θα βρούμε μια δουλειά· ανησυχούμε για τα παιδιά μας ή τα αδέλφια μας που εμφανίζουν μια περίεργη συμπεριφορά ερχόμαστε αντιμέτωποι με ψυχικές αρρώστιες – όλα αυτά αποτελούν βασικά καθημερινά προβλήματα που τα πολλαπλασιάζει ο τρόπος της ζωής και η ατμόσφαιρα σύγχρονης κοινωνικής αντίληψης. Τέτοιου είδους σχήματα μας κάνουν να νομίζουμε ότι ο Θεός είναι απών. Κι αυτό, διότι πιστεύουμε σε ένα Θεό-υπηρέτη των καθημερινών μας αναγκών: αρρωσταίνουμε και Του ζητάμε να μας κάνει καλά ή φοβόμαστε τις εξετάσεις μας στο πανεπιστήμιο και θέλουμε να μας βοηθήσει να πετύχουμε. Όμως είναι αναγκαίο να καταλάβουμε ότι αυτός ο ανθρωπόμορφος Θεός που έχουμε κατασκευάσει, και που θυμίζει αρκετά τις ανθρώπινες αδυναμίες αρχαιοελληνικών θεών, δεν υπάρχει.
Είμαστε όλοι, λίγο ή πολύ, τραυματισμένοι άνθρωποι. Έχει ένα δάκρυ μέσα της η ζωή μας, ένα κλάμα ή μια απορία ή μια αγωνία, μια ανησυχία που πολλαπλασιάζεται από την ίδια μας τη ζωή. Θέλουμε λοιπόν αυτά τα θέματα κάπου να τα ακουμπήσουμε. Κάποιοι βρίσκουν τη διέξοδο των ψυχολόγων, των ψυχιάτρων, των οικογενειακών συμβούλων ή, αν δεν θέλουν να πάνε εκεί, κάποιων φίλων τους που τους εμπιστεύονται. Στον τόπο μας όμως, παρά την πολεμική που γίνεται ένας μεγάλος αριθμός ανθρώπων πιστεύεται ακόμα την Εκκλησία. Την νιώθει μητέρα του και θέλει να Την πλησιάσει, να εκκλησιοποιήσει κάπως το πρόβλημά του και να της το εμπιστευθεί.
Ο κόσμος λοιπόν, πλησιάζει την Εκκλησία θέλοντας να λύσει τα προβλήματα της ζωής. Όμως αυτά φανερώνουν συχνά την κατάσταση της ψυχής. Η Εκκλησία αγκαλιάζει με πολλή κατανόηση τα άμεσα και καθημερινά προβλήματα, αλλά, επειδή θέλει να βοηθήσει ουσιαστικά τον άνθρωπο, του δίνει ταυτόχρονα και τη δυνατότητα να αντικρίσει τον εσωτερικό του χώρο, να δει την πνευματική προοπτική του και να αντιληφθεί τις ανάγκες της ψυχής του. Ένα πρόβλημα που κάποιον μπορεί να τον συνθλίβει, για κάποιον άλλο μπορεί να λειτουργεί ως ευλογία. Κι αυτό είναι πολύ σημαντικό να το καταλάβουμε, όχι για να αλλάξουμε συμπεριφορά, άλλα για να αλλάξουμε φρόνημα, να αποκτήσουμε δηλαδή βαθύτερη αντίληψη των πραγμάτων.
Έλεγε κάποτε ο πατήρ Παΐσιος το εξής: «Κάθε φορά που χτυπάει η πόρτα μου, σφίγγεται η ψυχή μου. Το ένα τρίτο των προβλημάτων που κουβαλούν οι άνθρωποι είναι τα διαζύγια, το άλλο είναι καρκίνοι ή αρρώστιες και το τρίτο είναι τα ψυχολογικά». Και σ’ όλους αυτούς τους ανθρώπους τι μπορεί κανείς να πει; Ίσως χρειάζεται να καταλάβουμε ότι η δύναμη της Εκκλησίας δεν είναι μόνο ο λόγος της, αλλά και -κυρίως- η προσευχή Της.
Ήρθε κάποτε να με επισκεφθεί ένας παλιός μου συμφοιτητής και φεύγοντας μου είπε: «Άκου να σου πω, εσύ έγινες παπάς, εγώ παντρεύτηκα· έχω του κόσμου τα προβλήματα· δεν έχω χρόνο να προσεύχομαι. Θα προσεύχεσαι εσύ για μένα». Τι ωραίο πράγμα είναι το να μπορεί κανείς να στηρίζει τη ζωή του στην προσευχή της Εκκλησίας! Είτε στη λειτουργική Της προσευχή, στις ακολουθίες, είτε στην προσευχή κάποιων ανθρώπων που μπορούν να προσεύχονται στο κελλάκι τους. Έχω βρει στον τόπο της διακονίας μου κάποιες γριούλες και κάποιους γέροντες, στων οποίων την καρδιά ανακάλυψα το θησαυρό της χάριτος του Θεού· κι έτσι, όταν κάποιοι άλλοι άνθρωποι μου εμπιστεύονται μεγάλα προβλήματα τους, σε αυτούς απευθύνομαι. Ζητώ την συμπαράστασή τους. Πιστεύω πιο πολύ στη δική τους προσευχή, παρά στη δική μου. Μακάρι να είχαμε κοντά μας και άλλα μοναστηράκια, ανθρώπους δηλαδή που πραγματικά βομβαρδίζουν με τις προσευχές τους το θρόνο του Θεού και καλύπτουν το δικό μας αγώνα με τη δύναμη των δικών τους προσευχών. Μια ποιμαντική προσευχής είναι πολύ ανώτερη από μια ποιμαντική λόγου, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν χρειάζεται και ο λόγος – «καιρός του σιγάν και καιρός του λαλείν».
Πάντως, μέσα στην Εκκλησία τα πάντα είναι κοινά: κοινά τα προβλήματά μας, κοινές οι αρετές μας, κοινές οι αμαρτίες μας, κοινοί οι αγώνες μας. Μ’ αυτό το φρόνημα ζούμε μέσα στην Εκκλησία ένα πρόβλημά μας. Σήμερα έχασα εγώ το παιδί μου, αύριο κάποιος άλλος αντιμετωπίζει μια δυσκολία στη δουλειά του, κι έτσι όλοι μαζί περνάμε μέσα απ’ τα πρόβλημα και αφήνουμε το Θεό να μας δώσει τη λύση του. Μπορεί να μας τη δώσει μέσα από μια σκέψη, μέσα από τα παιδιά μας, μέσα από έναν άνθρωπο που δεν είναι «της Εκκλησίας», μέσα από μια εσωτερική νεύση, από ένα ανάγνωσμα. Κι ακόμη πρέπει να λησμονούμε ότι ο Θεός φωτίζει και τον πνευματικό μας πατέρα, ιδιαίτερα μάλιστα όταν στηριζόμαστε περισσότερο στο δικό του φωτισμό, παρά στο δικό μας.
Πρέπει βέβαια, ο πνευματικός να είναι όντως «πνευματικός», να είναι πατέρας, να είναι ιερέας, να μπορεί να λειτουργεί, να προσεύχεται, να ξέρει να ακουμπάει στο Θεό και να μην είναι ένας απλός κοινωνικός εργάτης που κάνει ένα «θρησκευτικό χόμπι». Ο πνευματικός δεν είναι σύμβουλος που δίνει συμβουλές· δεν είναι δάσκαλος που διδάσκει, ούτε εισαγγελέας που ελέγχει. Ο πνευματικός είναι πατέρας που αγκαλιάζει, φίλος που ελευθερώνει, αδελφός που συγχωρεί, είναι μυσταγωγός που ιερουργεί το μυστήριο της ψυχής. Δεν είναι αυτός που ξέρει· είναι αυτός που αγαπά το Θεό ως πατέρα του και τον κάθε άνθρωπο ως παιδί του Θεού. Ο πνευματικός έχει τη χάρι της ιεροσύνης, αρκεί να την κρατάει ζεστή και ενεργό μέσα του. Αν έτσι τη διατηρεί, τότε ο Θεός δίνει πολλά και με πολλούς τρόπους. Εμείς οι ιερείς είμαστε υπηρέτες, διάκονοι. Τίποτα άλλο. Μόλις το καταλάβουμε, γινόμαστε τα χαλιά, πάνω στα οποία πατάει ο Θεός.
Γινόμαστε τα ποδόμακτρα που πατάει ο λαός Θεού -αυτά τα χαλάκια που είναι έξω από την πόρτα- και μαζεύουμε τις λάσπες για να μπαίνει ο κόσμος καθαρός. Αυτή είναι η διακονία μας. Και είναι υπέροχο όταν αυτό το καταλαβαίνει κανείς και δεν προσπαθεί να κάνει κάτι παραπάνω – εκτός βέβαια αν ο Θεός φωτίσει, οπότε, επειδή Αυτός ενεργεί, μας κάνει κι εμάς να ενεργούμε κατά Θεόν.
Η ψυχή είναι τόσο ιερή! Την πλησιάζει ο πνευματικός όπως τον άγιο Άρτο την ώρα που λέει «πρόσχωμεν τα άγια τοις αγίοις» [«Ν»: κατά την τέλεση της θείας Μετάληψης, μέσα στη λειτουργία]. Και με τα δύο δάχτυλα, δηλαδή με τις κατά το δυνατόν λιγότερες κινήσεις, Τον υψώνει, Τον προσφέρει στο Θεό και Τον κατεβάζει. Το ίδιο κάνει και με την ψυχή. Δεν παρεμβαίνει άτσαλα διαλύοντας και συντρίβοντάς την, αλλά απλά την αγγίζει. Αποδίδει το σεβασμό που της ανήκει -αφού είναι εικόνα του Θεού- και την επανατοποθετεί στο δισκάριο της ελευθερίας και του ελέους του Θεού. Όπως στη Θεία Ευχαριστία, έτσι κι εδώ, ο ιερέας καλείται να κάνει τη μεταβολή: Παίρνει τον άνθρωπο τον τεθραυσμένο, τον κομματιασμένο από την αμαρτία, το συντετριμμένο από τις δοκιμασίες, και τον εκθέτει στη χάρι του Θεού· και αυτή τον μεταμορφώνει. Αυτή είναι ή ιερουργία της ανθρώπινης ψυχής.
Είπαμε παραπάνω πως μέσα στην Εκκλησία τα πάντα είναι κοινά. Μέσα σ’ αυτό το πνεύμα κατανοούνται και οι σχέσεις μας με τους αγίους, «οι πρεσβείες των αγίων». Η αίτηση της πρεσβείας των αγίων μας φέρνει κοντά τους. Δεν είναι κάτι το εντελώς τεχνικό: ζητάμε από τους αγίους να πρεσβεύουν – πηγαίνουν αυτοί και πρεσβεύουν – ο Θεός πραγματοποιεί το αίτημά μας. Δεν λειτουργεί έτσι ο Θεός. Ο Θεός δεν λειτουργεί με τα αιτήματα των αγίων, άλλα με τις σχέσεις τους μαζί μας.
Επειδή θέλουμε η σωτηρία μας να μην είναι μόνο δικό μας «επίτευγμα», να μην είναι κάτι που εμείς μόνοι μας, με τις ασθενείς μας δυνάμεις θα προσπαθούμε να κάνουμε, προσευχόμαστε ως εξής: «Άγιοι του Θεού πρεσβεύσατε υπέρ ημών». Θέλουμε σ’ αυτό τον αγώνα μας να είστε κι εσείς συναγωνιστές· μερίδιο στην επιτυχή έκβαση του να έχετε κι εσείς, ως οι μεγάλοι μας αδελφοί, οι προστάτες μας. Ποθούμε να είμαστε όλοι κοινωνοί του έργου της Εκκλησίας, που γίνεται στη δική μας ζωή. Κι εσείς έχετε παρρησία ενώπιον του Θεού. Εσείς Τον ευαρεστήσατε. Γι’ αυτό εσείς να προηγείστε κι εμείς να ακολουθούμε. Αυτή είναι η συνείδηση της Εκκλησίας.
Τι πιο ωραίο πράγμα, λοιπόν, από το να κοινωνούμε μαζί με τους αγίους την ανάγκη και τον πόθο της σωτηρίας μας! Τι πιο ωραίο από το να μην είναι η σωτηρία μας κατόρθωμα του καθενός χωριστά, άλλα δώρο ενός κοινού αγώνα! Τι πιο ευλογημένο από το να βλέπει και ο Θεός αύτη την κοινή πορεία! Να μη βλέπει τον καθένα μόνο του να αγωνίζεται, να πέφτει, να λιώνει, αλλά ολόκληρη την Εκκλησία, στρατευόμενη και θριαμβεύουσα, να εγείρεται στο πλευρό του! Να ζητά ο πιστός την ευχή του πνευματικού του, της μάνας του, των φίλων που τον αγαπούν, των αγίων που είναι ζωντανοί και έχουν παρρησία ενώπιον του Θεού! Η σκέψη αυτή είναι συγκλονιστική. Και δεν είναι μια πολύ όμορφη ιδέα, που την κάνει ένας μη ορθολογιστής· είναι κίνηση με αντίκρισμα.
Επιπλέον, ο κάθε αγωνιζόμενος πιστός δεν έχει μόνο τους αγίους στο πλευρό του, έχει και το φύλακα άγγελό του. Όχι την αφηρημένη αίσθηση του αγγέλου, αλλά την πίστη και την εμπειρία ότι στο πλευρό του έχει τον άγγελό του και σηκώνει κι αυτός το βάρος του πνευματικού αγώνα.
Κι ακόμα, έχουμε τον προστάτη άγιό μας. Έχουμε τους αγίους του ναού στον οποίο διακονούμε [=υπηρετούμε], ή της ενορίας στην οποία προσευχόμαστε. Έχουμε τους αγίους που ευλαβούμαστε επειδή πήγαμε και ζήσαμε μια κατάσταση στα προσκυνήματά τους: τον άγιο Νεκτάριο ή τον άγιο Ραφαήλ ή κάποιον άλλο άγιο. Έχουμε αυτούς, των οποίων το βίο διαβάσαμε και συγκλονίστηκε η ψυχή μας. Έχουμε την ευχή των πνευματικών μας.
Όλοι αγωνιζόμαστε μαζί. Αυτή είναι ή αίσθηση του εκκλησιοποιημένου αγώνα μας: ότι ο αγώνας μας γίνεται εν τη Εκκλησία και με την Εκκλησία. Έτσι αντλούμε δυνάμεις και ο Θεός, βλέποντας αυτή την κοινωνία των πιστών και αγίων μέσα στην Εκκλησία, παραβιάζει το νόμους Του, ανατρέπει τα φαινόμενα σχέδιά Του και συγκινείται περισσότερο από τον κοινό αγώνα, παρά από το οποιοδήποτε αίτημά μας.
Οι άγιοι δεν πρεσβεύουν μόνο στις δυσκολίες μας, άλλα και στις επιτυχίες μας. Όπως μοιραζόμαστε τη δοκιμασία, μοιραζόμαστε και το δώρο. Κι έτσι δεν προκύπτει έπαρση, αλλά γεννιέται γλυκιά ταπείνωση.
Όλα αυτά επιβεβαιώνονται από την εμπειρία της Εκκλησίας. Δεν είναι μια ψιλή διδασκαλία, αλλά μια ζωντανή εμπειρία. Η Εκκλησία ζει την αποτελεσματικότητα των πρεσβειών των αγίων, ζει τη συνέπεια με την οποία οι άγιοι, όταν εμείς εναποθέτουμε στη δική τους παρρησία το δικό μας αγώνα και τη σωτηρία μας, προωθούν στο θρόνο του Θεού το αίτημα μας κι Εκείνος ανταποκρίνεται.
Οι άγιοι δεν πεθαίνουν, δεν σταματούν. Παρεμβαίνουν στη ζωή μας και την παρακολουθούν. Αυτός είναι ό λόγος που τους αποκαλούμε παγκόσμιους. Είναι αιώνιοι· δεν περιορίζονται από το χρόνο, ούτε από τον τόπο, ούτε από το άτομό τους. Το δώρο τους αγκαλιάζει ολόκληρη την Εκκλησία κι εμάς. Γι’ αυτό και ζητούμε από το Θεό να μας ελεήσει με τις πρεσβείες τους.
Είναι πολύ χαρακτηριστικό ένα παράδειγμα από τη Βίβλο του αββά Βαρσανουφίου. Ρωτούν κάποιοι τον Άγιο, «πώς δεν ξεσπάει η οργή του Θεού, αφού ζούμε με αυτό τον άθλιο και διεστραμμένο τρόπο;». Κι αυτός τότε τους αποκαλύπτει ένα εντυπωσιακό γεγονός· τους λέει ότι στο θρόνο του Θεού συναντώνται οι προσευχές τριών αγίων: Κάποιου από τα Ιεροσόλυμα -κατά πάσα πιθανότητα είναι ο ίδιος- ενός Ηλία από την Κόρινθο και ενός Ιωάννη από τη Ρώμη. Γνώριζε δηλαδή ο Άγιος την προέλευση των προσευχών που έβλεπε να συναντώνται ενώπιον του Θεού, με αποτέλεσμα ο Θεός να βάζει «την ρομφαία εις τον κολεόν», το σπαθί στη θήκη. Είναι μια μεταφορική εικόνα, που καταδεικνύει την αποτελεσματικότητα που έχουν οι προσευχές των αγίων, τόσο των ζώντων, όπως το παραπάνω παράδειγμα, όσο και αυτών που τώρα ανήκουν στη θριαμβεύουσα Εκκλησία και την κληρονομία των οποίων εμείς θέλουμε να αξιοποιήσουμε.
Σταυροαναστάσιμη έξοδος στον πόνο
Κλικ εδώ
Μέσα από την κοινότητα των πάντων στο χώρο της Εκκλησίας κατανοείται και το «θαύμα». Μέσα από την ίδια προοπτική πού είδαμε παραπάνω. Το θαύμα είναι καλό όχι γιατί θεραπεύει έναν, άλλα γιατί φανερώνει το Θεό σε όλους. Ας το δούμε όμως λίγο πιο αναλυτικά. Στην καθημερινή διάλεκτο η λέξη «θαύμα» σημαίνει κάτι συγκλονιστικό, που καταργεί τους νόμους της φύσης, ανατρέπει τη λογική μέσα στην οποία ζούμε και μας επιβάλλεται με έναν εντελώς εντυπωσιακό τρόπο. Δεν έχουμε δει, επί παραδείγματι, ένα νεκρό να ανασταίνεται, γι’ αυτό και κάτι τέτοιο είναι ένα θαύμα για το μυαλό μας. Ή έχουμε ένα βαριά άρρωστο, που οι γιατροί μας λένε ότι δεν έχει ελπίδες, και ονομάζουμε θαύμα το γεγονός ότι τελικά θεραπεύεται.
Ή έχουμε να αντιμετωπίσουμε ένα ανυπέρβλητο οικονομικό πρόβλημα και κάτι συμβαίνει, με ένα εντελώς απροσδόκητο και ανερμήνευτο τρόπο, και το ξεπερνούμε. Όλα αυτά τα ονομάζουμε θαύμα. Ένας άλλος όμως όρος, αγιογραφικός, μοιάζει να είναι για την συνείδηση της Εκκλησίας πιο κατάλληλος, πιο εκφραστικός, από τον όρο «θαύμα». Είναι η λέξη «σημείο». Το σημείο δεν είναι κάτι πού βολεύει τη ζωή μας, αλλά κάτι που φανερώνει το Θεό. Είμαι άρρωστος και γίνομαι καλά. Αυτή η θεραπεία, που είναι τόσο ανθρώπινη, αποτελεί το «λίγο»του θαύματος· το «πολύ», είναι το σημείο, το ότι δηλαδή φανερώνεται ο Θεός.
Είμαι εγώ άρρωστος και είναι άρρωστος και κάποιος άλλος συνάνθρωπός μου. Ξαφνικά, γίνεται καλά εκείνος με ένα θαυματουργικό τρόπο. Έχω άραγε μέσα μου χαρά; Μπορώ να δοξολογήσω το Θεό, πρώτον, επειδή φανερώθηκε στη ζωή του συνανθρώπου μου, και δεύτερον, επειδή θεραπεύτηκε, ή μήπως μου μένει η λύπη που το γεγονός δεν συνέβη σε μένα; Το σημαντικό όμως είναι η φανέρωση του Θεού στη ζωή μας, όχι η θεραπεία καθ’ αυτήν. Ποιος από μας θα μπορούσε να πει: «Καλύτερα να είμαι άρρωστος, με ζωντανή την εμπειρία της παρουσίας του Θεού στον αδελφό μου, παρά να γίνω καλά και να μην καταλάβω τίποτε»;
Σημείο λοιπόν, είναι αυτό που επιβεβαιώνει το Θεό. Λέει κάπου ο Κύριος, «η γενεά αύτη σημείον επιζητεί και σημείων ου δοθήσεται αυτή, ειμή το σημείον Ιωνά του προφήτου». Με άλλα λόγια, ο κόσμος ζητάει ένα σημείο, άλλα δεν θα του δοθεί το σημείο που ζητάει, αλλά το σημείο που ο Θεός θα δώσει, το σημείο της Αναστάσεώς Του. Εμείς ζητούμε από τους αγίους να μας στηρίζουν και να μας θεραπεύουν κι ασφαλώς κάτι τέτοιο δεν είναι κακό. Ίσως όμως αυτό που πραγματικά έχει ανάγκη η ψυχή μας να μην είναι το ενδεχόμενο «ξεγέλασμα» ενός θαύματος, που μας θεραπεύει και μετά μας αφήνει να ξεχνούμε το Θεό, άλλα η εμπειρία της παρουσίας Του. Αυτή η εμπειρία είναι το σημείο.
Το θαύμα λοιπόν, είναι καλό όχι γιατί θεραπεύει έναν, αλλά γιατί φανερώνει το Θεό σε όλους. Διαφορετικά, αν το θαύμα ήταν μόνο μια «εύνοια» του Θεού σε κάποιον, θα ήταν αδικία. Δεν μπορεί ο Θεός κάποιους να θεραπεύει και στους υπόλοιπους να κωφεύει. Όταν όμως κάτι θαυματουργικό συμβαίνει, έστω σε έναν, το γεγονός της φανερώσεως του Θεού που είναι μεθεκτό από όλους, καθιστά το θαύμα και δική μας προσωπική εμπειρία! Το σημαντικό δεν είναι το θαύμα ως θεραπεία, αφού σύντομα ο θάνατος αναιρεί κάθε ευεργετικό αποτέλεσμα, άλλα η φανέρωση του Θεού. Τραγικό δεν είναι να φύγουμε από αυτό τον κόσμο δίχως θαύμα, αλλά να φύγουμε δίχως σημείο, δίχως να έχουμε την εμπειρία του Θεού μέσα μας.
Η ζωή αυτή μας δίνεται όχι ως δοκιμασία, αλλά ως ευκαιρία, ευκαιρία να Τον ζήσουμε από τώρα. Η Βασιλεία του Θεού αρχίζει τώρα, όχι όταν κλείσουμε τα μάτια μας – τότε συνεχίζεται. «Σημείο» λοιπόν και «θαύμα» είναι αυτές οι αφορμές της επιβεβαίωσης της παρουσίας του Θεού σ’ αυτό τον κόσμο.
Μακάρι να επενδύσουμε κάποια στιγμή στη Βασιλεία του Θεού και να αντιληφθούμε ότι τα επιτόκιά της είναι πολύ ψηλά. Τόσο ψηλά πού δεν υπάρχει σε Αυτήν χρόνος, δεν υπάρχει φόβος, δεν υπάρχουν αναστολές, μειονεξίες, ανασφάλειες, ενοχές – τίποτα από όλα αυτά που σ’ αυτή τη ζωή μας απασχολούν. Αυτή είναι η ευλογία της ελευθέριας του Θεού. Αυτή πρέπει να ζωντανέψουμε μέσα μας εδώ στη γη. Έως ότου ο καθένας μας θα μπορέσει από χρονικός να γίνει αιώνιος, από μονοδιάστατα ανθρώπινος να γίνει πνευματικός…