Με λαμπρότητα και εκκλησιαστική μεγαλοπρέπεια εορτάστηκε η επέτειος της συμπληρώσεως είκοσι ετών από την επανίδρυση της ενορίας Αγίων Συμεών και Άννης Ταλλίνης.
Ο ιστορικός αυτός Ιερός Ναός, που φτιάχτηκε από ξύλο το 1750 και που αποτελεί τον μεγαλύτερο ξύλινο Ιερό Ναό της Εσθονίας, είχε δημευθεί από το ρωσσικό κομουνιστικό καθεστώς. Χρησιμοποιήθηκε στην αρχή ως γυμναστήριο, στη συνέχεια ως αποθήκη τροφίμων και τέλος ως αποθήκη για το ρουχισμό των φτωχών.
Ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Ταλλίνης και πάσης Εσθονίας ήδη από το 1999 ξεκίνησε με μια μικρή ομάδα ανθρώπων τoν πρώτο πυρήνα της ενορίας. Στην συνέχεια με δική του πρωτοβουλία και με την παρέμβαση του τότε Προέδρου της χώρας κ. Λέναρτ Μέρι προς τις δημοτικές αρχές, επανέφεραν το καθεστώς του Ναού σε λειτουργική χρήση και ξεκίνησαν την εκ βάθρων ανακαίνισή του με τη βοήθεια του Δήμου και άλλων φορέων. Ο Ναός με πολλούς κόπους και φροντίδες τελικώς ανακαινίστηκε και εν συνεχεία εξονομάστηκε Καθεδρικός Ναός της Αρχιεπισκοπής Ταλλίνης, αποτελεί δε σήμερα ένα μνημείο για την πόλη της Ταλλίνης και για όλη την Εσθονία, ευρίσκεται μάλιστα σε περίοπτη θέση της πόλεως.
Οι εορταστικές εκδηλώσεις κορυφώθηκαν με τη Θεία Λειτουργία στην οποία προεξήρχε ο Προκαθήμενος της Εκκλησίας της Εσθονίας κ. Στέφανος, συλλειτουργούντων και των θεοφιλεστάστων επισκόπων Τάρτου κ. Ηλία και Πάρνου και Σάαρε κ. Αλεξάνδρου. Συμμετείχαν επίσης και οι ιερείς οι οποίοι διετέλεσαν εφημέριοι του Ναού.
Στο τέλος της Θείας Λειτουργίας ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης απένειμε έπαινο εαυρέσκειας σε όλους όσοι συνέβαλαν στην ολοκλήρωση του έργου του Ιερού Καθεδρικού Ναού, ενώ παράλληλα εψάλλη επιμνημόσυνη δέηση για τους κεκοιμημένους συνεργούς και δέηση υπέρ υγείας για τους ζώντες.
Να σημειωθεί ότι η πρώτη αγιαστική πράξη που επιτελέστηκε στον Ναό αυτό, ήταν από τον Οικουμενικό Πατριάρχη, αφού κατά το διαστήμα της επίσημης επίσκεψέως του στην Εσθονία το 2000, ο Δήμος Ταλλίνης παρεχώρησε την χρήση του Ναού στην Αυτόνομη Εκκλησία της Εσθονίας.