Του Κώστα Τζίμα
Μετά από 3,5 και πλέον χρόνια, ένα τμήμα από το μοναστήρι της Παναγίας Σουμελά στην Τραπεζούντα του Πόντου, ξαναδίνεται στους πιστούς μετά από εκτεταμένες εργασίες. Πριν από λίγες μέρες, σε μία μικρή τελετή παρουσία του υφυπουργού Πολιτισμού και Τουρισμού της Τουρκίας Ναντίρ Αλπαρσλάν, του νομάρχη Ισμαήλ Ουστάογλου, του δημάρχου Τραπεζούντας Μουράτ Ζορλούογλου, καθώς και αρκετών άλλων επισήμων, η μονή-σύμβολο για τους Ελληνες του Πόντου άνοιξε ξανά τις πύλες της για το κοινό.
Ο κ. Αλπαρσλάν στην ομιλία του, χαρακτήρισε το μοναστήρι της Παναγίας Σουμελά ένα ιστορικό «αριστούργημα» και ανέφερε πως τα σημερινά «εγκαίνια» πιστοποίησαν την ολοκλήρωση της πρώτης φάσης των εργασιών αποκατάστασης του εμβληματικού συγκροτήματος που δεσπόζει αιώνες τώρα στο όρος Μελά. Σημείωσε ότι πρόκειται για ένα μνημείο που δίνει μεγάλη ώθηση στον τουρισμό της περιοχής και συνέχισε λέγοντας μεταξύ άλλων: «Αυτός ο μεγάλος πολιτιστικός θησαυρός διατηρείται. Είναι η μεγαλύτερη ευθύνη μας να τον μεταφέρουμε στις μελλοντικές γενιές με ασφάλεια. Επρεπε να κάνουμε τις απαραίτητες αποκαταστάσεις στον χώρο και το μνημείο, διατηρώντας αυτό το μέρος «σαν τα μάτια μας», επειδή έπρεπε να περάσει και στις μελλοντικές γενιές».
Αναφερόμενος στις μελέτες που έγιναν και χτύπησαν το καμπανάκι για τον μεγάλο κίνδυνο που διέτρεχε η ιστορική μονή από τους βράχους στις μεγάλες απότομες πλαγιές, τόνισε: «Επρεπε να εξαλείψουμε αυτό τον κίνδυνο» και συμπλήρωσε ότι «…ήταν απαραίτητο να γίνει μία μακροπρόθεσμη και εμπεριστατωμένη μελέτη για τις εργασίες αποκατάστασης».
Σημείωσε δε πως μέσα στο επόμενο έτος ολόκληρο το μοναστηριακό συγκρότημα καθώς και η γύρω περιοχή θα έχουν αποκατασταθεί πλήρως και οι άνθρωποι θα είναι σε θέση να επισκεφθούν άνετα και χωρίς ρίσκο «αυτό το αριστούργημα» που θα παραδοθεί «στην υπηρεσία της ανθρωπότητας». Πρόσθεσε ακόμη ότι οι τοπικές Αρχές αναμένουν πλέον πλήθος επισκεπτών τόσο από την Τουρκία όσο και από άλλες χώρες και σημείωσε ότι από τη δική του πλευρά γίνεται κάθε δυνατή προσπάθεια ώστε να προχωρήσουν γρήγορα και να ολοκληρωθούν και άλλα έργα που σχετίζονται με πολιτιστικά μνημεία της χώρας.
Οπως ανακοινώθηκε , από το Σεπτέμβριο του 2015 που έκλεισε η μονή μέχρι σήμερα, έχουν απομακρυνθεί 4.000 τόνοι βράχων, ο διάδρομος (μονοπάτι) των 300 μέτρων διατηρήθηκε, ενώ έγιναν εργασίες συντήρησης στις σκάλες και σε διάφορα κτίσματα του μοναστικού συγκροτήματος. Σε πρώτη φάση, επισκέψιμα θα είναι τα μέρη μέχρι και το προαύλιο του μοναστηριού. Οταν ολοκληρωθούν οι εργασίες, θα ξεκινήσει η διαδικασία για την ένταξη της Παναγίας Σουμελά στη λίστα των μνημείων παγκόσμιας κληρονομιάς της UNESCO, στην οποία έχει ενταχθεί με προσωρινό καθεστώς.
Το γεγονός ότι και οι Τούρκοι αξιωματούχοι μίλησαν με τόσο σεβασμό για το μοναστήρι δείχνει ότι το σύμβολο της Ορθοδοξίας προκαλεί δέος σε εχθρούς και φίλους.
Η Ιερά Μονή Παναγίας Σουμελά ή Μονή Σουμελά (ποντιακά: σου Μελά, από το όρος Μελά), είναι ένα πασίγνωστο χριστιανικό ορθόδοξο μοναστήρι κοντά στην Τραπεζούντα, σύμβολο επί 16 αιώνες του Ποντιακού Ελληνισμού.
Σύμφωνα με την παράδοση, το 386 οι Αθηναίοι μοναχοί Bαρνάβας και Σωφρόνιος οδηγήθηκαν στις απάτητες βουνοκορφές του Πόντου μετά από αποκάλυψη της Παναγίας, με σκοπό να ιδρύσουν το μοναχικό της κατάλυμα. Εκεί, σε σπήλαιο της απόκρημνης κατωφέρειας του όρους, σε υψόμετρο 1063 μέτρα, είχε μεταφερθεί από αγγέλους η ιερή εικόνα της Παναγίας της Aθηνιώτισσας, την οποία, πάντα κατά την παράδοση, εικονογράφησε ο Eυαγγελιστής Λουκάς.
Oι μοναχοί Bαρνάβας και Σωφρόνιος έκτισαν με τη συμπαράσταση της γειτονικής μονής Bαζελώνα κελί και στη συνέχεια εκκλησία, μέσα στη σπηλιά στην οποία είχε μεταφερθεί θαυματουργικά η εικόνα. Το σοβαρό πρόβλημα της ύδρευσης του μοναστηριού λύθηκε, επίσης σύμφωνα με την παράδοση, κατά θαυματουργό τρόπο. H ανθρώπινη λογική αδυνατεί να απαντήσει στο θέαμα που βλέπουν και οι σημερινοί ακόμη προσκυνητές, να αναβλύζει αγιασματικό νερό μέσα από έναν γρανιτώδη βράχο. Oι θεραπευτικές του ιδιότητες έκαναν πασίγνωστο το μοναστήρι, όχι μόνο στους χριστιανούς αλλά και στους μουσουλμάνους.
Κοντά στο σπήλαιο κτίστηκε το 1860 ένας πανοραμικός τετραώροφος ξενώνας 72 δωματίων και άλλοι λειτουργικοί χώροι για τις ανάγκες των προσκυνητών, καθώς και βιβλιοθήκη. Γύρω από τη μονή ανοικοδομήθηκαν μικροί ναοί αφιερωμένοι σε διάφορους αγίους.
Oι ιδρυτές του μοναστηριού συνέχισαν τη δράση τους και έξω από τον προσκυνηματικό χώρο. Σε απόσταση 12 χιλιομέτρων από τη μονή, απέναντι από το χωριό Σκαλίτα, έχτισαν το ναό του Aγίου Kωνσταντίνου και Eλένης και σε απόσταση δύο χιλιομέτρων το παρεκκλήσι της Αγίας Βαρβάρας, στο οποίο οι μοναχοί το 1922 έκρυψαν την εικόνα της Mεγαλόχαρης, τον σταυρό του αυτοκράτορα Mανουήλ Γ΄ του Kομνηνού και το χειρόγραφο Eυαγγέλιο του Oσίου Xριστοφόρου.
Tα μοναστήρια του Πόντου υπέφεραν από τη βάρβαρη και ασεβή συμπεριφορά των Nεότουρκων και των Kεμαλικών, οι οποίοι φανάτιζαν τις άγριες και ληστρικές μουσουλμανικές ομάδες. Πολλές φορές έπεσαν θύματα ληστειών και καταστροφών. Tο 1922 οι Tούρκοι κατέστρεψαν ολοσχερώς το μοναστήρι. Aφού πρώτα λήστεψαν όλα τα πολύτιμα αντικείμενα που υπήρχαν μέσα στη μονή, μετά έβαλαν φωτιά για να σβήσουν τα ίχνη των εγκλημάτων τους ή για να ικανοποιήσουν το μίσος τους εναντίον των Eλλήνων. Oι μοναχοί πριν την αναγκαστική έξοδο το 1923 έκρυψαν μέσα στο παρεκκλήσι της Aγίας Bαρβάρας την εικόνα της Παναγίας, το ευαγγέλιο του Oσίου Xριστοφόρου και τον σταυρό του αυτοκράτορα της Tραπεζούντας Mανουήλ Kομνηνού.
Τον Ιούνιο του 2010 το μοναστήρι λειτούργησε ξανά ως εκκλησία, καθώς τα τελευταία χρόνια είχε μετατραπεί σε μουσείο.
Εφημερίδα «Κιβωτό της Ορθοδοξίας»