Aρχιμ. Αλεξίου Ιστρατόγλου Ανχη(ΣΙ)
Στρατιωτικού Ιερέως Αρχηγείου Στόλου – Ναυστάθμου Σαλαμίνας
Τα έγγραφα της περιόδου αυτής, είναι πάρα πολύ κατατοπιστικά σχετικά με την παρουσία των Στρατιωτικών Ιερέων στο στράτευμα, κατά την περίοδο της Βασιλείας του Όθωνα. Συνεχίζοντας την αναφορά μας στην περίοδο αυτή, συναντούμε το έγγραφο της 17ης Αυγούστου 1836, που είναι μια αναφορά του Αρχιμανδρίτου του Β. Συντάγματος των Λογχιτών, Φυνδανάκη, προς την Διοίκηση της Μοίρας, που αναφέρει τη δραστηριότητά του πριν την ελευθερία του Έθνους. Διαβάζοντας την εν λόγω αναφορά, καταλαβαίνουμε ότι έχουμε να κάνουμε με έναν πολύ δραστήριο άνθρωπο, που δεν φοβήθηκε κανέναν εχθρό, δεν υπολόγισε κανέναν κίνδυνο και αγωνίστηκε μέχρι τέλους, προκειμένου να δει τη χώρα του ελεύθερη από τον κατακτητή.
Σε αναφορές των Διοικήσεων ή και των ιδίων ενδιαφερομένων Ιερέων, σχετικά με την παραμονή τους στη θέση που υπηρετούν, ή την μετάθεσή τους σε κάποια άλλη θέση, ο Βασιλεύς, κατόπιν των εισηγήσεων που δεχόταν, εκδίδει τις ανάλογες αποφάσεις, οι οποίες κοινοποιούνται στον Σχηματισμό που υπηρετεί ο εν λόγω Ιερέας, με την σημείωση να του κοινοποιήσουν την απόφαση του Βασιλέως. Έτσι με έγγραφο της 16 Ιουνίου 1837, εγκρίνεται η παραμονή και η άσκηση των καθηκόντων του Ιερέα του 3ου Πεζικού Συντάγματος, Ιωάννου Βιζίνου.
Όμως οι Διοικήσεις ή τα Συντάγματα στα οποία υπηρετούν οι Ιερείς, καλούνται να κοινοποιήσουν και άλλα έγγραφα από άλλες Υπηρεσίες και οργανισμούς της εποχής στους Ιερείς που αποτελούν αναπόσπαστο οργανικό μέρος αυτών, μεταξύ των άλλων και της Ιεράς Συνόδου του Βασιλείου της Ελλάδος, αφού οι Ιερείς του στρατεύματος, υπάγονταν στην Ιερά Σύνοδο και καλούνταν να εφαρμόζουν τα υπό Αυτής οριζόμενα, μέσα στα πλαίσια της Ορθοδόξου πίστεως και παραδόσεως, αλλά και μέσα στο πνεύμα και στη γραμμή που έθετε η τότε επίσημη Εκκλησία, προκειμένου να υπάρχει μια ομοιομορφία μέσα στο χώρο της.
Η επί των Εκκλησιαστικών και της Δημοσίου Εκπαιδεύσεως Γραμματεία της Επικρατείας, αποστέλλει προς τη Γραμματεία επί των Στρατιωτικών έγγραφο, με το οποίο κοινοποιεί έγγραφο της Ιεράς Συνόδου της 26ης Μαρτίου 1837, σε συνέχεια της 31ης Ιανουαρίου 1837, Βασιλικού Διατάγματος προς τους πρεσβυτέρους του Βασιλικού Στρατού, αναφέροντας τα ονόματα των εν λόγω Ιερέων και τον τόπο στον οποίο υπηρετούν. Αυτοί είναι οι εξής ꞉ Θεοδώρητος Κτενάς, Ιωακείμ Φυνδανάκη, Αγαθάγγελου Γεωργίου, Ηλία Γερασίμου, Νικηφόρου Ρωμανίδη, Διονυσίου Κοροβίνη, Ιερομόναχο Μάξιμο και Ιωάννη Διακάκη.
Συνεχίζοντας την έρευνα μας συναντούμε μια αναφορά της Διοίκησης του 3ου Λόχου του 2ου Ελαφρού Τάγματος Ακαρνανίας, προς την Διοίκηση του αυτού Τάγματος, με ημερομηνία 15 Ιανουαρίου 1838, σχετικά «με την ανικανότητα του παπά- Χρήστου εις την Στρατιωτικήν Υπηρεσίαν» . Στην εν λόγω αναφορά γίνεται λόγος για την πολεμική δραστηριότητα του παπά- Χρήστου, ο οποίος τίμησε το ράσο του ως Ορθόδοξος Ιερέας, αλλά και εκπλήρωσε το χρέος του ως Έλληνας, προκειμένου να δει τη χώρα του ελεύθερη, έχοντας αποτινάξει από πάνω της τον τουρκικό ζυγό. Η αναφορά αυτή δεν αποτελεί όπως θα δούμε, μια κατηγορία του Διοικητή κατά του Ιερέα του Τάγματος προς το προϊστάμενο κλιμάκιο. Αποτελεί μια ευκαιρία, μέσα από την καταγραφή πραγματικών και ιστορικών γεγονότων και να τιμηθεί για την πολύχρονη και πολυσήμαντη συνεισφορά του στον αγώνα, αλλά και μετά και παράλληλα να απαλλαγεί από τα καθήκοντά του, ώστε με ηρεμία και ησυχία να περάσει τα υπόλοιπα χρόνια που του απομένουν.
Στο εν λόγω κείμενο διαβάζουμε ότι ο παπά- Χρήστος από την αρχή του αγώνα για την ανεξαρτησία της χώρας μας ꞉ «εις τας μαχικάς φάλλαγγας των Ελλήνων και δράξας τα όπλα κατά του κοινού εχθρού δεν τα παραίτησε». Αναφέρει ότι υπηρέτησε υπό τον οπλαρχηγό Νότη Μπότσαρη μέχρι το 1826, παραβρέθηκε στην πτώση του Σουλίου, έλαβε μέρος «εις τας δύο του Μεσολογγίου πολιορκίας ένθα και επληγώθη τελευταίως υπό τον κρότον λίθου τινός συντριβέντος εξ ορυζοντίου σφαίρας εις την των αιδείων μέρος». Το 1827, ακολούθησε τον Καραϊσκάκη, ενώ το 1828 επί Καποδίστρια κατετάχθει εις το Τάγμα στο οποίο υπηρέτησε μέχρι το 1832 και από το 1835 έως το 1838, υπηρέτησε στο Σχηματισμό των Λόχων των Ηπειροσουλιωτών. Η αναφορά τελειώνει ως εξής ꞉ «κατετάχθει εις την υπό την διοίκησιν μου λόχων εις τον οποίον εξετέλεσε τα χρέη του πιστού και εναρέτου στρατιώτου με όλην την ευπείθειαν και δραστηριότηταν.»
Μετά από αυτή την αναφορά ακολουθεί και μια ιατρική γνωμάτευση, η οποία επισυνάπτεται και αποστέλλεται, ως ένα επιπλέον στοιχείο, που επιβεβαιώνει τα γραφόμενα στην αναφορά της 15ης Ιανουαρίου 1838. Καταλαβαίνουμε και μόνο μέσα από την ανάγνωση αυτής της αναφοράς, ότι ο παπά-Χρήστος ήταν ένας άξιος πολεμιστής, ένας αγωνιστής μέχρι τέλους, ένας ήρωας που ενέπνεε με το παράδειγμά και την ανδρεία του, που δεν αποσκοπούσε σε εφήμερες δόξες και τιμές, που δεν το έβαλε κάτω, ακόμα και όταν τραυματίστηκε. Ο τραυματισμός του δεν αποτέλεσε δικαιολογία για να φύγει από την μάχη, αλλά ήταν ένα κίνητρο για να συνεχίσει να αγωνίζεται μέχρι «τελευταίας ρανίδας του αίματός του, ως πιστός και φιλότιμος στρατιώτης», όπως τον χαρακτηρίζει και ο Διοικητής του, γιατί πραγματικά ήταν ένας στρατιώτης Χριστού και Ελλάδας. Ήταν ένας στρατιώτης που έβλεπε μέσα από τον αγώνα, την ελευθερία του γένους, ενός γένους που τετρακόσια χρόνια σκλαβιάς, κράτησε την πίστη, τη γλώσσα, τις παραδόσεις, την ιστορία του, προκειμένου να μην χαθεί και αλλοιωθεί μέσα από ξένα στοιχεία. Βρέθηκε δίπλα σε αξιόλογους ανθρώπους και ήρωες που ενέπνευσε και εμπνεύστηκε.
Μέχρι αυτό το σημείο που παρακολουθούμε μέσα από τα επίσημα στοιχεία που υπάρχουν, την πορεία των Στρατιωτικών Ιερέων, βλέπουμε και γνωρίζουμε πρόσωπα που ενδεχομένως ούτε τα έχουμε ακούσει και τα ακούμε τώρα για πρώτη φορά, ούτε γνωρίζαμε την συνεισφορά τους στον αγώνα. Πέρασαν μέσα στην ιστορία ήσυχα, απλά, αθόρυβα, απαρατήρητα. Δεν ζήτησαν τα φώτα της δημοσιότητας, ούτε απαίτησαν κάτι παραπάνω από το οφειλόμενο, προκειμένου να ζουν με αξιοπρέπεια. Ότι έκαναν το έκαναν γιατί αγαπούσαν τον Χριστό και την μητέρα Ελλάδα, που μέσα στο διάβα των αιώνων, προσέφερε εκατομμύρια μάρτυρες και νεομάρτυρες, οι οποίοι πότισαν το χώμα της, από το ένα άκρο μέχρι το άλλο, για να μαρτυρά μέχρι τη συντέλεια των αιώνων, ότι αυτή η χώρα έβγαζε, βγάζει και θα βγάζει αγίους και ήρωες, που με τη θυσία τους θα οδηγούν αυτό τον λαό σε νέες νίκες και επιτυχίες.
Σε αυτό το σημείο κρίνουμε απαραίτητο να αναφέρουμε μια επιστολή του Επισκόπου Ταλαντίου και μετέπειτα Μητροπολίτου Αθηνών, Νεοφύτου Μεταξά, προς τον Ανδρέα Μιαούλη, η οποία δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα των Αθηνών, με ημερομηνία 18 Νοεμβρίου 1824. Στην επιστολή αυτή ο Νεόφυτος Μεταξάς, συγκρίνει τα ναυτικά κατορθώματα του Μιαούλη με εκείνα του Θεμιστοκλή και μάλιστα τον θεωρεί ανώτερο εκείνου, διότι νίκησε σε πολλές ναυμαχίες και όχι μόνο σε μία, όπως ο Θεμιστοκλής στη Σαλαμίνα. Δεν φείδεται επαίνων προς τον Μιαούλη και σημειώνει ιδιαιτέρως το βραβείο που θα λάβει από την «Υπερτάτη» Διοίκηση, θέλοντας εμμέσως να επαινέσει την νομιμοφροσύνη του προς αυτήν, αλλά και να τον παροτρύνει να μην αλλάξει στάση.
Η απάντηση του Μιαούλη προς τον Νεόφυτο Μεταξά, επιβεβαιώνει όλα τα παραπάνω που αναφέραμε για τους Στρατιωτικούς Ιερείς και για το πνεύμα που τους κατείχε, κατά την εκπλήρωση της αποστολής των. Ο Ανδρέας Μιαούλης αναφέρει ότι αγωνίστηκε υπέρ της Πατρίδος και υπέρ της στερεώσεως της Διοικήσεως. Ολόκληρη η επιστολή του διαπνέεται από φλογερή πίστη. Γράφει χαρακτηριστικά ότι δεν υπήρξε παρά «…απλούν όργανον των όσων η θεία αυτού πρόνοια προ αιώνων υπέρ της ανακτήσεως της ελευθερίας του περιουσίου Χριστεπωνύμου της Ελλάδος λαού προωρίσατο. Και εις τούτο άλλο δεν έκαμα παρά το πατριωτικόν και Χριστιανικόν χρέος μου…», διαβεβαιώνει ο Μιαούλης, αποκαλύπτοντας για άλλη μια φορά το βαθύτερο ελληνοχριστιανικό φρόνημα των αγωνιστών της Εθνικής Παλιγγενεσίας.
Οι μαρτυρίες αυτές, αποτελούν αδιάψευστα στοιχεία, για το αληθινό φρόνημα και το ανυπόκριτο ενδιαφέρον τόσο των Ιερέων, όσο και των λοιπών αγωνισ-
των, για την πορεία του Έθνους μας. Έχοντας τέτοια πρότυπα στη σημερινή μας εποχή, μπορούμε να προβάλλουμε αντιστάσεις πνευματικές, μπροστά στην απαξίωση, μπροστά στην ισοπέδωση που προβάλλεται, μπροστά στην κατάρρευση των αξιών και των θεσμών που κάποιοι αγωνίζονται να επιβάλλουν στη χώρα μας, επιβάλλοντας μας μια νέα δουλεία πνεύματος, στερώντας μας την ελευθερία του λόγου, της σκέψεως, του πνεύματος και βάζοντας τροχοπέδη στην πρόοδο και στην εξέλιξη την οποία χρειαζόμαστε, για να φύγουμε από καταστάσεις που προκαλούν πνευματικές αγκυλώσεις και στασιμότητα.
Μπροστά σε αυτές τις θλιβερές καταστάσεις τις οποίες βιώνουμε τον τελευταίο χρονικό διάστημα, ας προτάξουμε αυτά τα πρόσωπα που γνωρίζουμε μέσα από αυτές μας τις αναφορές, υποκλινόμενοι με πολύ σεβασμό μπροστά στο μεγαλείο της προσφοράς και της αγάπης τους για την Ελλάδα, ζητώντας τις ευχές και τις προσευχές τους, ώστε εμείς, ζώντας το παρόν, να καταστούμε άξιοι συνεχιστές αυτών, προκειμένου να διατηρήσουμε και να αποκαταστήσουμε το πληγωμένο της πρόσωπο, εξαιτίας των λανθασμένων επιλογών μας και αποκαλύπτοντας την αλήθεια την οποία χρειαζόμαστε, προκειμένου να σταθούμε και πάλι στο ύψος των περιστάσεων.
Συνεχίζεται {13}