Ποίος δεν θα ελεούσε αυτόν που τόσον πολύ στενοχωρείται; Ταλαίπωρος εμπρός εις την μεγάλην εσοδείαν, ελεεινός εμπρός εις τα παρόντα αγαθά και ακόμη πιο ελεεινός εμπρός εις τα αναμενόμενα. Διότι η γη δεν του αποφέρει εισοδήματα∙ βλαστάνει δι’ αυτόν στεναγμούς∙ δεν του συγκεντρώνει ευφορίαν καρπών, αλλά φροντίδας, λύπας και φοβεράν αμηχανίαν. Θρηνεί παρομοίως με αυτούς που είναι φτωχοί. Ή μήπως και αυτός που στενοχωρείται λόγω της πτωχείας του δεν θα εκβάλη την ιδίαν κραυγήν « Τι να κάνω;» Από πού τροφαί; Από πού ενδύματα;
Τα ίδια λέγει και ο πλούσιος . Θλίβεται κατά την καρδίαν του, κατατρωγόμενος από την μέριμναν. Δηλαδή, αυτό που ευφραίνει τους άλλους, στενοχωρεί τον πλεονέκτην. Διότι δεν χαίρει που όλα εις το σπίτι του είναι γεμάτα προς χάριν του, αλλά ο πλούτος που τον περιβάλλει και ξεχειλίζει από τας αποθήκας του αγκυλώνει την ψυχήν, μη τύχη και σκύψη και προς τους έξω και γίνη αφορμή κάποιου καλού δια τους πτωχούς.
Και όμως μου φαίνεται πως το πάθος του ομοιάζει με το πάθος της ψυχής των κοιλιόδουλων, οι οποίοι προτιμούν να σκάσουν καλύτερα παρά να δώσουν κάτι από τα υπολείμματα εις τους ενδεείς. Άκου, άνθρωπε, τον χορηγόν. Θυμήσου ποίος είσαι; τι διαχειρίζεσαι; από ποίον έλαβες; διατί προτιμήθηκες ανάμεσα εις τους πολλούς; Έχεις γίνει υπηρέτης ρου αγαθού Θεού , οικονόμος των συνανθρώπων σου. Να μη νομίζεις ότι όλα έχουν ετοιμασθή δια την ιδικήν σου κοιλίαν . Δι’ αυτά που κρατάς εις τα χέρια σου να σκέπτεσαι, ωσάν να είναι ξένα. Σε ευφραίνουν δι’ ολίγον χρόνον και έπειτα ξεγλυστρούν και χάνονται∙ δι’ αυτά όμως θα σου απαιτηθή λόγος με κάθε λεπτομέρειαν. Εσύ όμως όλα μαζί τα έχεις αμπαρώσει με θύρας και μοχλούς. Και αφού τα ασφάλισες καλά και επαγρυπνείς με τας φροντίδας και σκέπτεσαι μέσα σου, χρησιμοποιών τον εαυτόν σου ασύνετον σύμβουλον.
«Τι να κάνω;» Εύκολον ήταν να ειπή ότι θα χορτάσω τας ψυχάς αυτών που πεινούν, θα ανοίξω τας αποθήκας και θα προσκαλέσω όλους τους πτωχούς. Θα μιμηθώ τον Ιωσήφ εις το κήρυγμα της φιλανθρωπίας. Θα είπω γενναιόκαρδον λόγον. Όσοι δεν έχετε άρτον, ελάτε εις εμέ. Ο καθένας να λάβη από την δωρεάν που έχει δοθή από τον Θεόν, ωσάν από κοινήν πηγήν, όσον του είναι αρκετόν. Αλλά συ δεν είσαι τέτοιος. Από πού;
Συ ο οποίος φθονείς τους ανθρώπους δια την απόλαυσιν των αγαθών, που πονηρά βολεύεσαι εις την ψυχήν σου και φροντίζεις όχι το πώς θα δώσης εις τον καθένα τα αναγκαία, αλλά το πώς αφού τα αποθηκεύσης όλα, θα αποστερήσης όλους από την ωφέλειαν εξ αυτών. Ευρίσκοντο εμπρός του αυτοί που ζητούν την ψυχήν του και εκείνος διελέγετο με την ψυχήν του δια τα βρώματα. Την νύκτα αυτήν τον έπαιρνα και εκείνος εφαντάζετο πολυχρόνιον την απόλαυσιν. Του επετράπη να σκεφθή κάθε τι και να γνωστοποιήση την γνώμην του, δια να δεχθή την απόφασιν που αξίζει εις την προαίρεσίν του.
Κήρυγμα της εορτής του Αγίου Νικολάου (6 Δεκεμβρίου)
του μακαριστού Μητροπολίτου Σισανίου και Σιατίστης Παύλου «Η εκκλησία μας αγαπητοί αδελφοί γιορτάζει τη μνήμη του Αγίου Νικολάου ενός μεγάλου...
Read more