του Αρχιμ. Γρηγορίου Κωνσταντίνου, Δρ. Θεολογίας
Η Σαμαρείτισσα που προβάλλεται από το ευαγγέλιο της ε΄ Κυριακής από το Πάσχα, η κατοπινή Αγία Φωτεινή, η οποία αντί για μια μιά βρέθηκε σε δυο πηγές, δίνεται η ευκαιρία να φανεί η σχέση ύδατος και πνεύματος. Μεταξύ της Ανάστασης και της Πεντηκοστής, των αποδείξεων της εγέρσεως η Εκκλησία προχωρεί στις αποδείξεις της μεσσιανικότητας του Χριστού, ως του προσώπου που πρόσφερε την σωτηρία στον πεπτωκότα άνθρωπο.
Η ιστορία της Σαμαρείτιδας γυναίκας είναι πολύ παραστατική. Ο Χριστός κάθεται στο πηγάδι του Ιακώβ και ζητεί να πιεί νερό. Το πηγάδι, ένας χώρος που ικανοποιεί την δίψα του ανθρώπου, γίνεται τόπος φωτισμού και ιεραποστολής της γυναίκας. Αυτό έρχεται να υπενθυμίσει σε όλους εμάς, ότι η αλλαγή στον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε τα του Χριστού και της ζωής, μπορεί να γίνει σε οποιαδήποτε στιγμή, σε οποιοδήποτε τόπο που αναζητά την συνάντηση με τον Χριστό. Ακόμα και σε περιπτώσεις που μπορεί κάποιος άνθρωπος να μην έχει καμία σχέση ή να είναι εχθρικά απέναντι του Χριστού. Και βέβαια η Σαμαρείτιδα είναι το τρανό παράδειγμα που παραμερίζει την απόρριψη.
Ο Χριστός ανοίγει τους οφθαλμούς της γυναίκας, όταν της αποκαλύπτει όλα τα κρύφια της καρδίας για τον εαυτό της, έως και το τελευταίο, που το είχε κρυφό και κανείς δεν το γνώριζε. Από την άλλη πλευρά πάλι η ίδια βλέπει ότι αυτός ο άνθρωπος είναι ο Μεσσίας Χριστός. Η πρώτη της κίνηση είναι ακριβώς να μεταδώσει, να γνωρίσει και στους άλλους, να τους φέρει και αυτούς στο πηγάδι για να συναντηθούν με τον Χριστό.
Αυτή η ιστορία είναι μια παραστατική εικόνα που φαίνεται μέσα στην εμπειρία της εκκλησιαστικής ζωής, όταν δηλαδή άνθρωποι, που δεν γνωρίζουν, δεν έχουν μιλήσει, δεν έχουν με κάποιον μια ιδιαίτερη σχέση, επιθυμούν όμως να μάθουν για τον Χριστό. Αυτή την κίνηση που θέλουν να μοιραστούν με τους άλλους, να δουν και οι άλλοι, βλέπουμε στους βίους των Αγίων και στην συμμετοχή μας στην μυστηριακή ζωή της Εκκλησίας, «έρχου και είδε», η απάντηση του Φιλίππου στον φίλο του.
Αρκετοί από τους ομοεθνείς της Σαμαρείτιδας γυναίκας πίστεψαν τα λόγια της και την εμπειρία της και θέλησαν να πάνε και αυτοί να δουν από κοντά τον Μεσσία. Αυτός είναι ο βασικός λόγος που ο τελευταίος στίχος της Ευαγγελικής περικοπής είναι ο σημαντικότερος: «Ἐκ δὲ τῆς πόλεως ἐκείνης πολλοὶ ἐπίστευσαν εἰς αὐτὸν τῶν Σαμαρειτῶν διὰ τὸν λόγον τῆς γυναικός, μαρτυρούσης ὅτι εἶπέ μοι πάντα ὅσα ἐποίησα. Ὡς οὖν ἦλθον πρὸς αὐτὸν οἱ Σαμαρεῖται, ἠρώτων αὐτὸν μεῖναι παρ’ αὐτοῖς • καὶ ἔμεινεν ἐκεῖ δύο ἡμέρας. Καὶ πολλῷ πλείους ἐπίστευσαν διὰ τὸν λόγον αὐτοῦ, τῇ τε γυναικὶ ἔλεγον ὅτι οὐκέτι διὰ τὴν σὴν λαλιὰν πιστεύομεν• αὐτοὶ γὰρ ἀκηκόαμεν, καὶ οἴδαμεν ὅτι οὗτός ἐστιν ἀληθῶς ὁ σωτὴρ τοῦ κόσμου ὁ Χριστός » (Ιωάν. δ 41-42).
Λοιπόν η σχέση του «ύδατος ζώντος» και του Θεού που προσφέρεται, στην σημερινή εποχή έχει διασπαστεί. Στις μέρες μας η αναζήτηση ύδατος είναι κατά κύριο λόγο ένα θέμα που απασχολεί την ύπαρξή μας ως ανθρωπότητας επάνω σε αυτόν τον πλανήτη και όχι όμως ως έννοιας που δηλώνει την θεία παρουσία. Το νερό αποτελεί το μεγαλύτερο μέρος της υδρογείου. Το νερό καθαρίζει και ζωογονεί. Χωρίς νερό όλα θα ήταν νεκρά. Οι πατέρες της Εκκλησίας λένε ότι το νερό είναι σύμβολο το αγίου Πνεύματος που καθαρίζει και ζωογονεί τον άνθρωπο. Έτσι, λοιπόν, ο Χριστός που είναι το ύδωρ το ζων και το πνεύμα το άγιο που ζωογόνει τα πάντα, μας προσφέρει και μας ζωή αληθινή για πάντα. Αυτή η βαθιά έλλειψη βρίσκεται μόνο μέσα στο πηγάδι, δηλαδή στην Εκκλησία δια των αγίων Μυστηρίων. Αμήν !