† Μνήμη τοῦ ἐν ἁγίοις πατρός ἡμῶν Εὐτυχίου, πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως.
Ὁ Ἅγιος Εὐτύχιος ἐγεννήθηκε τό ἔτος 512 μ.Χ. καί ἔζησε κατά τήν ἐποχή τοῦ αὐτοκράτορος Ἰουστινιανοῦ Α´ τοῦ Μεγάλου1. Καταγόταν ἀπό τήν πόλη Θεία Κώμη τῆς Φρυγίας2 καί ἦταν υἱός τοῦ Ἀλεξάνδρου, σχολαρίου ὑπό τόν στρατηγό Βελισσάριο, καί τῆς Συνεσίας. Ἐδιδάχθηκε τό ἱερό Εὐαγγέλιο καί ἐβαπτίσθηκε Χριστια-νός ἀπό τόν ἱερέα Ἡσύχιο, ὁ ὁποῖος ἦταν παπποῦς του καί ἐλει-τουργοῦσε στήν Ἐκκλησία τῆς Αὐγουστοπόλεως. Σύμφωνα μέ τό Συναξάρι ὁ Ἡσύχιος εἶχε τό ὀφφίκο τοῦ σκευοφύλακος καί λόγῳ τῆς ἁγιότητος τοῦ βίτου εἶχε λάβει ἀπό τόν Θεό τό χάρισμα τῆς θαυματουργίας.
Ὁ Ἅγιος ἐχειροθετήθηκε ἀναγνώστης ἀπό τόν τότε Ἐπίσκοπο Ἀμασείας στό ναό τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου Οὐρβικίου. Στή συνέ-χεια χειροτονεῖται διάκονος καί πρεσβύτερος καί εἰσέρχεται σέ μονή τῆς Ἀμασείας πού εἶχε ἱδρυθεῖ ἀπό τούς Ἀρχιερεῖς Μελέτιο καί Σέλευκο, τῆς ὁποίας ἀργότερα ἀνεδείχθη καί ἡγούμενος.
Τά χρόνια πού ἀκολούθησαν δέν ἦσαν εἰρηνικά γιά τήν Ἐκκλησία λόγῳ τῶν αἱρετικῶν δοξασιῶν πού ἐδίδασκαν νέοι Ὠρι-γενιστές καί κρυπτομονοφυσίτες. Οἱ ἔριδες τῶν μοναχῶν τῆς Παλαι-στίνης περί τοῦ Ὠριγένους ἀποτελοῦν τήν τρίτη καί τελευταία φάση τῶν ὠριγενιστικῶν ἐρίδων. Προοίμιο αὐτῶν ὑπῆρξε ἡ διάστα-ση λογίων μοναχῶν τῆς Μεγάλης Λαύρας πρός τήν ἡγούμενο αὐτῆς, τόν Ὅσιο Σάββα τόν Ἡγιασμένο, κατά τό ἔτος 507 μ.Χ., πού ἔφυγαν ἀπό τή Λαύρα καί ἵδρυσαν, περί τό 514 μ.Χ., τή Νέα Λαύ-ρα, ἡ ὁποία κατέστη κέντρο τοῦ ὠριγενισμοῦ. Οἱ ἀντιωριγενιστές μοναχοί ἔκαναν ἔκκληση πρός τόν αὐτοκράτορα Ἰουστινιανό, γιά νά καταδικάσει τόν Ὠριγένη. Τήν αἴτηση αὐτή ὑπεστήριξε ὁ Πα-τριάρχης Μηνᾶς.
Ἔτσι, τό ἔτος 543 μ.Χ., συνῆλθε στήν Κωνσταντινούπολη Ἐνδημοῦσα Σύνοδος, ὕστερα ἀπό πρόσκληση τοῦ Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Μηνᾶ, μέ σκοπό τήν εἰρήνευση τῆς Ἐκκλη-σίας καί τήν καταδίκη τῶν αἱρετικῶν. Διά διατάγματος, πού ἐκδό-θηκε τό ἔτος 543 μ.Χ., ὁ Ἰουστινιανός ἐστράφη κατά τῶν αἱρετικῶν. Κατεδίκασε τίς κακοδοξίες τοῦ Ὠριγένους, ἐθεώρησε τά συγγράμ-ματα αὐτοῦ κακόδοξα καί κατεδίκασε καί αὐτό τό πρόσωπο τοῦ Ὠριγένους. Διά τρίτου διατάγματος, ὁ Ἰουστινιανός, τό ἔτος 544 μ.Χ. κατεδίκασε τά «Τρία Κεφάλαια», δηλαδή: α) τόν Θεόδωρο Μο-ψουεστίας καί τά αἱρετικά του συγγράμματα, β) τά κατά τοῦ Ἁγίου Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας καί τῆς Γ´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου καί ὑπέρ τοῦ Νεστορίου συγγράμματα τοῦ Θεοδωρήτου Κύρου, καί γ) τήν ἐπιστολή τοῦ Ἴβα Ἐδέσσης πρός τόν Πέρση Μάρη.
Ὅταν τό ἔτος 552 μ.Χ. ἐκοιμήθηκε ὁ Πατριάρχης Μηνᾶς, ὁ Ἅγιος Εὐτύχιος ἦλθε ἀπό τήν Ἀμάσεια στή βασιλεύουσα καί ἐξελέ-γη Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως.
Οἱ ταραχές ὅμως τῶν αἱρετικῶν συνεχίζονταν καί ἐταλάνιζαν τήν Ἐκκλησία. Ἡ Ε´ Οἰκουμενική Σύνοδος, ἡ ὁποία συνῆλθε στήν Κωνσταντινούπολη τό ἔτος 553 μ.Χ., ὑπό τήν προεδρία τοῦ Ἁγίου Εὐτυχίου, ἐπικύρωσε τήν ἀπόφαση τῆς Ἐνδημούσης Συνόδου καί προέβη στήν καταδίκη τῶν «Τριῶν Κεφαλαίων»3. Ὁ σκοπός τῆς καταδίκης τῶν «Τριῶν Κεφαλαίων» δέν ἐπετεύχθη, διότι οἱ μονο-φυσίτες ἐνέμεναν στήν ἀπόσχιση καί στίς αἱρετικές δοξασίες τους. Ἕνεκα τούτου ὁ Ἰουστινιανός ἐξέδωσε τό ἔτος 564 μ.Χ. διάταγμα, διά τοῦ ὁποίου ἐπέβαλε τόν ἀφθαρτοδοκητισμό. Ἡ διδασκαλία αὐ-τή εἶχε διατυπωθεῖ ἀπό τόν καταφυγόντα στήν Αἴγυπτο μονοφυ-σίτη Ἐπίσκοπο Ἁλικαρνασσοῦ Ἰουλιανό. Συγκεκριμένα, ὁ Ἰου-λιανός ἐδίδασκε ὅτι τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ ἤδη ἀπό τῆς συλλήψεως καί γεννήσεως Αὐτοῦ ἀπηλλάγη τῆς φθορᾶς καί ἑπομένως τῶν φυσικῶν ἀναγκῶν (πείνας δίψας, καμάτου, ἱδρῶτος, δακρύων κτλ. (τῶν λεγομένων «ἀδιαβλήτων παθῶν») καί μόνο «κατ’ οἰκονομίαν» καί «κατά χάριν» ἐφαινόταν ὑποκείμενο σέ αὐτά. Ὁ Ἅγιος Εὐτύχι-ος καί οἱ λοιποί Πατριάρχες τῆς Ἀνατολῆς, πρός τούς ὁποίους ἀπευθύνθηκε, δέν ἐδέχθησαν τό δυσσεβές διάταγμα. Γιά τό λόγο αὐτό ὁ Ἅγιος, τό ἔτος 565 μ.Χ., καθαιρέθηκε ἀπό τόν πατριαρχικό θρόνο ὑπό Συνόδου ἐρήμην, ἀφοῦ ἀρνήθηκε νά παρουσιασθεῖ, καί ἐξορίσθηκε ἀρχικά στήν Πρίγκηπο. Στό Συναξάρι του ἀναφέρεται, ὅτι μετά κατέφυγε σέ μοναστήρι τῆς Ἀμασείας στό ὁποῖο ἐζοῦσε ἀσκητικά καί ἀξιώθηκε ἀπό τόν Θεό νά ἐπιτελεῖ θαύματα.
Μετά δώδεκα χρόνια ἐξορίας, ὁ αὐτοκράτορας Ἰουστῖνος ὁ Β´, τό 577 μ.Χ., ἀποθανόντος τοῦ Πατριάρχου Κωνσταντινουπό-λεως Ἰωάννου τοῦ Γ´, ἐπανέφερε μέ τιμή καί δόξα τόν Ἅγιο στόν πατριαρχικό θρόνο. Κατά τήν δεύτερη πατριαρχεία του ὁ Ἅγιος μέ τήν προσευχή του ἔσωσε τό λαό πού μαστιζόταν ἀπό θανατηφόρα ἐπιδημία. Τό ὀρθόδοξο φρόνημά του καί ὁ ἀγώνας του γιά τήν ἀκεραιότητα τῆς πίστεως τόν ὁδήγησαν σέ ἀντίθεση πρός τόν ἀπο-κρισάριο τῆς Ρώμης Γρηγόριο, τόν μετέπειτα Πάπα, λόγῳ τῶν δοξα-σιῶν του περί ἀναστάσεως σαρκός.
Ὁ Ἅγιος Εὐτύχιος ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη τό ἔτος 582 μ.Χ. Τό ἱερό λείψανό του ἐναποτέθηκε στό θυσιαστήριο τῶν Ἁγίων Ἀπο-στόλων, μετά τήν κρηπῖδα τῆς Ἁγίας Τραπέζης, ὅπου κατέκειντο καί τά ἱερά λείψανα Ἀνδρέου, Τιμοθέου καί Λουκᾶ τῶν Ἀποστό-λων4.
Σώζονται ἀποσπάσματα τοῦ ἔργου αὐτοῦ «Περί εὐχαριστί-ας», «Ἐπιστολή πρός Πάπαν Βιγίλιον περί τῶν Τριῶν Κεφαλαίων» καί «Συνοδική Ἐπιστολή». Τρία ἄλλα ἔργα αὐτοῦ ἐχάθησαν, ἤτοι τό «Περί ἀναστάσεως σαρκός», τό «Κατά Ἀφθαρτοδοκητῶν» καί τό «Κατά τῆς μονοφυσιτικῆς διασκευῆς τοῦ Τρισαγίου». Τό Βίο τοῦ Ἁγίου συνέταξε ὁ μαθητής του Εὐστράτιος5.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῆς ὁσίας μητρός ἡμῶν Πλατωνίδος, τῆς ἐν Νισίβει ἀσκησάσης.
Ἡ Ὁσία Πλατωνίς ἀσκήτεψε στήν περιοχή τῆς Νισίβεως6 καί ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη περί τό ἔτος 300 μ.Χ.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῶν ἐν Περσίδι ἑκατόν εἴκοσι μαρτύρων.
Οἱ Ἅγιοι αὐτοί Μάρτυρες ἐμαρτύρησαν ἐπί βασικέως τῆς Περσίας Σαβωρίου (325-379 μ.Χ.). Ὁ ἀσεβής βασιλέας τῶν Περσῶν, ἀφοῦ ἐκυρίευσε τήν ἐπικράτεια τῶν Βυζαντινῶν καί κατέστρεψε πολλά κάστρα καί χῶρες, συνέλαβε πολλούς αἰχμαλώτους ἀπό τούς Χριστιανούς. Ἀπό αὐτούς ἄλλοι ἐσφαγιάσθηκαν καί ἄλλοι ἀπέθαναν στό δρόμο ἀπό κακουχίες. Οἱ ἑκατόν εἴκοσι Μάρτυρες7 ὁδηγήθηκαν στήν Περσία δεμένοι μέ ἁλυσίδες καί ἐκλείσθηκαν στή φυλακή. Ἐπειδή οἱ Ἅγιοι ὁμολόγησαν τήν πίστη τους στόν Χριστό καί ἀρνοῦνταν νά θυσιάσουν στά εἴδωλα, ὁ Σαβώριος τούς ἔρριψε μέσα σέ φωτιά καί ἔτσι ἐτελειώθηκε ὁ βίος τους.
Τό μαρτύριο τῶν Ἁγίων ἔγινε μεταξύ τῶν ἐτῶν 344-347 μ.Χ.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῆς ἁγίας μάρτυρος Πλατωνίδος καί τῶν σύν αὐτῇ δύο μαρτύρων, τῶν ἐν Ἀσκάλωνι.
Ἡ Ἁγία Μάρτυς Πλατωνίς ἐμαρτύρησε μαζί μέ δύο ἄλλους Χριστιανούς στόν Ἀσκάλωνα τῆς Παλαιστίνης8.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου ἱερομάρτυρος Εἰρηναίου, ἐπισκόπου Σιρμίου.
(† 26 Μαρτίου).
Ἡ Ἐκκλησία ἑορτάζει τή μνήμη αὐτοῦ στίς 26 Μαρτίου καί στίς 23 Αὐγούστου. Σήμερα τιμᾶται ὑπό τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλη-σίας τῆς Ρουμανίας.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῶν ἁγίων μαρτύρων Τιμοθέου καί Διογέ-νους.
Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Τιμόθεος καί Διογένης ἐμαρτύρησαν στή Μακεδονία πιθανῶς τό ἔτος 345 μ.Χ. θανατούμενοι ἀπό αἱρετικούς Ἀρειανούς.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου Τερβιλλίου τοῦ πρίγκηπος.
Ὁ Ἅγιος Τερβίλλιος ἐγεννήθηκε τό ἔτος 566 μ.Χ. στήν Οὐαλία καί ἦταν υἱός τοῦ βασιλέως Ἰωήλ τοῦ Β΄. Ἀκολούθησε τόν ἐρημικό βίο στήν περιοχή τοῦ Λάντερφελ καί ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη τό ἔτος 660 μ.Χ.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Γρηγορίου τοῦ Σιναῒτου.
Ὁ Ὅσιος Γρηγόριος ὁ Σιναΐτης ὀφείλει τήν ἐπωνυμία του στό ὄρος Σινᾶ, ὅπου ἔλαβε τό μοναχικό σχῆμα. Ἐγεννήθηκε τό ἔτος 1255 στό χωριό Κούκουλο, πλησίον τῶν Κλαζομενῶν τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, ἀπό εὐλαβεῖς καί πλούσιους γονεῖς, ἀπό τούς ὁποίους, παράλληλα μέ τούς εὐσεβεῖς δασκάλους του, ἔμαθε τά πρῶτα ἱερά γράμματα. Κατόπιν πῆγε στήν Κύπρο, ὅπου καί ἔζησε γιά μικρό χρονικό διάστημα κοντά σέ κάποιον ἐνάρετο μοναχό καί ἔγινε καί ὁ ἴδιος δόκιμος, γιά νά μεταβεῖ στή συνέχεια στό ὄρος Σινᾶ. Ἐκεῖ ἔλαβε τή μοναχική κουρά καί ἔζησε ἀσκώντας τήν ὑπακοή καί τήν ταπεινοφροσύνη, μέ αὐστηρή νηστεία, ἀγρυπνία καί προσευχή. Ἀπό τό Σινᾶ ἀναχώρησε γιά τά Ἱεροσόλυμα, ὡς ἐπισκέπτης καί προσκυ-νητής τοῦ Παναγίου Τάφου καί τῶν λοιπῶν ἱερῶν προσκυνημάτων τῆς Παλαιστίνης, καί κατόπιν ἦλθε στήν Κρήτη, στούς Καλούς Λιμέ-νες, ὅπου ἐδιδάχθηκε τή νοερά προσευχή ἀπό τόν ἐρημίτη Ἀρσένιο τόν Ἁγιοφαραγγίτη.
Στή συνέχεια μετέβη μέ πλοῖο στό Ἅγιον Ὄρος, στό ὁποῖο, ἀφοῦ ἐπισκέφθηκε ὅλες τίς μονές, τίς σκῆτες καί τά κελλιά, καθώς καί τούς δύσβατους καί ἐρημικούς τόπους του, ἐκατοίκησε κατ’ ἀρχήν στή σκήτη τοῦ Μαγουλᾶ, τήν ἀπέναντι τῆς ἱερᾶς μονῆς Φιλοθέου, καί μετά στίς Καρυές καί σέ ἄλλα σημεῖα τοῦ Ἄθω9.
Σ’ ὅλα αὐτά τά μέρη, ὅπως ἐπίσης καί στήν περιοχή τῆς Μεγίστης Λαύρας, ἔκτιζε κελλιά γιά ὅσους ἔρχονταν πρός αὐτόν. Αὐτοί ἦταν στό σύνολό τους ἐπιφανεῖς ἄνδρες, οἱ ὁποῖοι ἐπιθυμοῦ-σαν νά ἀκούσουν τήν ψυχωφελέστατη διδασκαλία του καί νά μονάσουν κοντά του. Ἀλλά, ἐπειδή ἀκριβῶς ἀγαποῦσε τή ἀναχώρη-ση καί δέν ἤθελε «οὐδ’ ἐπί στιγμήν νά ἀποχωρισθῇ ἀπό τήν θεω-ρίαν»10, μετέβαινε σέ δύσβατα καί ἀπόκρημνα μέρη, ὅπου ἦταν δύσκολο νά τόν πλησιάσουν πολλοί ἄνθρωποι καί νά τοῦ ἐκφρά-σουν τήν εὐλάβειά τους, διαταράζοντας ἔτσι τήν ἡσυχία του πού τόσο ἐποθοῦσε.
Ὁ Ὅσιος, λοιπόν, ὑπῆρξε ἐξαιρετική φυσιογνωμία στήν ἐπο-χή του καί διακρίθηκε προπαντός ὡς ὁ πρῶτος καί μεγάλος συστη-ματικός δάσκαλος τῆς νοερᾶς προσευχῆς: «Κύριε, Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱέ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησόν με τόν ἁμαρτωλόν»11.
Φεύγοντας ἀπό τό Ἅγιον Ὄρος, ἐξ αἰτίας κυρίως τῶν Κατα-λανῶν πειρατῶν πού ἐπανειλημμένως τό λυμαίνονταν ἐκείνη τήν ἐποχή, μετέβη στή Σερβία καί Βουλγαρία, στίς πόλεις Κωνσταντι-νούπολη, Θεσσαλονίκη καί Ἀλεξανδρούπολη καί στά νησιά Χίο καί Μυτιλήνη, μεταφέροντας παντοῦ τό μήνυμα τῆς ἀθωνικῆς μονα-στικῆς πολιτείας. Στήν Κωνσταντινούπολη ἀπό ταπεινοφροσύνη ὁ Ὅσιος Γρηγόριος δέν ἱκανοποίησε τήν ἐπιθυμία τοῦ αὐτοκράτορος Ἀνδρονίκου Β΄ τοῦ Παλαιολόγου (1282-1328) νά προσέλθει στά ἀνάκτορα.
Ἀπό τήν Κωνσταντινούπολη ἦλθε στό Κατακεκρυωμένον ὄρος τῆς Θράκης, στά σύνορα Βυζαντίου καί Βουλγαρίας, ἀγωνιζό-μενος τόν ἡσυχαστικό ἀγώνα. Τελικά ἐπανῆλθε στό Ἅγιον Ὄρος, γενόμενος πανηγυρικά δεκτός ἀπό τούς μοναχούς τῆς Μεγίστης Λαύρας. Ἔπειτα μετέβη καί πάλι στό ὄρος Κατακεκρυωμένον, ἵδρυσε πολλά μοναστήρια καί ἔγινε εἰσηγητής τοῦ ἡσυχασμοῦ καί στούς Σλάβους καί τούς Βούλγαρους, ὅταν ἐγκαταστάθηκε στά Παρόρια τό 1331 καί πάλι τό 1335.
Σκοπός τῆς ζωῆς τοῦ Ὁσίου Γρηγορίου ἦταν ἡ συνειδητο-ποίηση τῆς Χάριτος τοῦ Βαπτίσματος, πού ἐχορηγήθηκε στόν ἄνθρωπο, ἀλλά εὑρίσκεται κρυμμένη ἀπό τήν ἁμαρτία. «Οἱ περισ-σότεροι ἀπό ἐμᾶς πέφτουν στήν ἁμαρτία ἀπό ἀμέλεια καί ἁμαρ-τωλή συνήθεια στήν ἀναισθησία καί στήν τύφλωση καί δέν ξέρουμε πιά ἀκόμη καί ἄν ὑπάρχει Θεός, ποιοί εἴμαστε, τί μποροῦμε νά φθάσουμε, νά γίνουμε παιδιά τοῦ Θεοῦ, παιδιά φωτός, παιδιά καί μέλη Χριστοῦ. Εἴχαμε βαπτισθεῖ σέ ὥριμη ἡλικία; Δεν διακρίναμε παρά τό νερό καί ὄχι τό Πνεῦμα. Καί ἄν ἀκόμη εἴμαστε ἀνα-γεννημένοι μέ τό Ἅγιο Πνεῦμα, πιστεύουμε μέ νεκρή καί ἀδρανή πίστη…Καταντήσαμε σάρκα καί συμπεριφερόμαστε ἀκολουθώντας τή σάρκα…Ὑπάρχουν δύο τρόποι νά ἀνακαλύψουμε τήν ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, πού δεχθήκαμε μυστηριακά μέ τό Ἅγιο Βάπτισμα: α) Ἡ δωρεά αὐτή ἀποκαλύπτεται μέ τρόπο γενικό ἀπό τήν ἄσκηση τῶν ἐντολῶν καί μέ θυσία ἐπίπονων προσπαθειῶν…β) Ἐκδηλώνεται στή ζωή ὑποταγῆς (στόν πνευματικό πατέρα), μέ τή μεθοδική καί ἐξακολουθητική ἐπίκληση τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ, δηλαδή τή μνήμη τοῦ Θεοῦ. Ἡ πρώτη ὁδός εἶναι ἡ πιό μακρυνή, ἡ δεύτερη ἡ πιό σύντομη, μέ τόν ὅρο νά ἔχεις μάθει νά ἀνασκάπτεις τή γῆ θαραλλέα καί ἐπίμονα, γιά νά ἀποκαλύψεις τό χρυσάφι».
Ἡ κυριότερη ἀπασχόληση τοῦ ὁσίου ἦταν νά προφυλάξει τούς μαθητές του ἀπό φανταστικές ὀπτασίες, πού ὄχι μόνο προ-έρχονται ἀναγκαῖα ἀπό τή φύση μόνον, ἀλλά ἀκόμη συχνότερα προκαλοῦνται ἀπό τό δαίμονα. «Ἐραστή τοῦ Θεοῦ, νά εἶσαι πολύ προσεκτικπος. Ὅταν, ἀπασχολούμενος στήν ἐργασία σου, βλέπεις ἕνα φῶς ἤ μιά φλόγα, μέσα σου ἤ ἔξω ἀπό ἐσένα, τήν αὐτολεγόμενη εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ, Ἀγγέλους ἤ Ἁγίους, μήν τήν παραδεχθεῖς. Θά κινδυνεύσεις νά τήν πάθεις. Μήν ἐπιτρέπεις, πολύ περισσότερο, στό πνεῦμα σου νά ἐνδυναμωθεῖ ἀπό αὐτή. Ὅλοι οἱ ἐξωτερικοί αὐτοί ἐπίπλαστοι σχηματισμοί ἔχουν ἀποτέλεσμα νά πλανήσουν τήν ψυχή. Ἡ ἀληθινή ἀρχή τῆς προσευχῆς εἶναι ἡ θέρμη τῆς καρδιᾶς πού κατακαίει τά πάθη, προκαλεῖ τήν εὐφροσύνη καί τή χαρά στήν ψυχή καί συμμορφώνει τήν καρδιά σέ μιά βέβαιη ἀγάπη καί ἕνα συναίσθημα ἀδιαφιλονείκητης πληρότητος».
Ὁ Ὅσιος Γρηγόριος ὁ Σιναῒτης «ἐπιμένει ἐδῶ πάνω σέ οὐσιῶδες χαρακτηριστικό τῆς ὀρθόδοξης μυστικῆς παράδοσης. Ἡ φαντασία κάτω ἀπ’ ὅλες τίς ἑκούσιες καί ἀκούσιες μορφές εἶναι ὁ πιό ἐπικίνδυνος ἐχθρός τῆς ἕνωσης μέ τό Θεό»12.
Ἀπό τούς πολυπληθεῖς μαθητές καί διαδόχους τοῦ Ὁσίου Γρη-γορίου τοῦ Σιναΐτου, πού συγκεντρώθηκαν κοντά του πολύ ἐνωρίς, ἰδιαίτερα ὅταν εὑρισκόταν στήν περιοχή τοῦ χειμάρρου Χρέντελι, μᾶς εἶναι γνωστοί οἱ ἑξῆς: ὁ Ὅσιος Γεράσιμος ὁ ἐξ Εὐβοίας, ὁ συμπολίτης του Ἰωσήφ, πού ἀγωνίσθηκε κατά τῶν Λατίνων, ὁ ἀββᾶς Νικόλαος ἐξ Ἀθηνῶν, πού ἀντιστάθηκε ἐπίσης κατά τῶν Λατίνων καί μάλιστα κατά τοῦ λατινόφρονος αὐτοκράτορος Μι-χαήλ Η΄ τοῦ Παλαιολόγου καί ὑπέστη γι’ αὐτό πολλά δεινά, ὁ Μᾶρκος ἀπό τίς Κλαζομενές, πού ὑπῆρξε θεωρητικός καί ἐνάρετος ἀσκητής καί μαρτυρεῖται ὅτι εἶδε τήν Παναγία νά σκεπάζει τό Ἅγιον Ὄρος δορυφορούμενη ἀπό Ἀρχαγγέλους καί Ἀγγέλους, ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Κάλλιστος Α΄, ὁ Ἰάκωβος, ὁ ὁποῖος ἐξαιτίας τῆς ἀρετῆς του ἔγινε Ἐπίσκοπος, ὁ Ἀαρών καί ὁ Κλήμης.
Ὅλοι αὐτοί διέπρεψαν μέ τή στάση τους στήν ἄσκηση τῆς ἀρετῆς καί τῆς ἁγιότητος, γι’ αὐτό καί μερικοί ἔφθασαν μέχρι τά ἀνώτατα ἀξιώματα τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱεραρχίας. Κάποιοι ἄλλοι μάλιστα ἀποτέλεσαν καί τούς πρώτους μοναχούς τῆς μονῆς Γρηγο-ρίου, καθώς κατέβηκαν ἀπό τή δύσβατη περιοχή, ὅπου εὑρίσκο-νταν, πρός τήν παραλία, στή σημερινή θέση της, προβαίνοντας ταυτόχρονα στήν ἵδρυση καί τήν τέλεια ἀποκατάστασή της σέ κοινόβιο.
Μετά μικρή ἀσθένεια ὁ Ὅσιος Γρηγόριος ἐκοιμήθηκε στίς 27 Νοεμβρίου 1347. Ἡ Ἐκκλησία ἑορτάζει τή μνήμη του στίς 11 Φεβρουαρίου καί στίς 27 Νοεμβρίου.
Τά Νηπτικά Ἔργα τοῦ Ὁσίου Γρηγορίου διασώζονται στήν Πατρολογία καί στή Φιλοκαλία. Μεταξύ τῶν συγγραμάτων του πρέπει νά μνημονευθοῦν δύο δοκίμια, τό «Περί ἡσυχίας καί περί τῶν δύο τρόπων τῆς προσευχῆς», καί τό «Περί τοῦ πῶς δεῖ καθέζε-σθαι τόν ἡσυχάζοντα εἰς τήν εὐχήν»13.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου Ἀφφίωνος, ἐπισκόπου Νόβ-γκοροντ.
Ὁ Ἅγιος Ἀφφίων ἐγεννήθηκε στή Ρωσία καί ἦταν ἡγού-μενος στή μονή τῶν Ἁγίων Βόριδος καί Γκλέμπ τῆς περιοχῆς Περε-γιασλάβ-Ζαλέσκϊυ. Τό ἔτος 1635 ἐξελέγη Μητροπολίτης Νόβγκο-ροντ, ἀλλά ἐξ αἰτίας τοῦ γήρατος καί μιᾶς ἀσθένειας, τό 1649, ἄφη-σε τήν ἐπισκοπή ἕδρα καί ἐγκαταστάθηκε στό μοναστήρι Τσου-τύνσκϊυ.
Ὁ Ἅγιος ἐκοιμήθηκε τό ἔτος 1652 καί ἐνταφιάσθηκε στό προ-αύλιο τοῦ καθεδρικοῦ ναοῦ τῆς Ἁγίας Σοφίας. Ἐπάνω στόν τάφο του ἐτελεῖτο ἡ Ἀκολουθία τῶν κεκοιμημένων.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου ὁσιομάρτυρος Γενναδίου.
Ὁ Ἅγιος Ὁσιομάρτυς Γεννάδιος ἦταν μοναχός στή μονή τοῦ Ἁγίου Διονυσίου τοῦ Ἁγίου Ὄρους καί μετέβη στήν Κωνσταντι-νούπολη μέ προτροπή τοῦ ἡγουμένου αὐτῆς, ὡς συνοδίτης τῶν μοναχῶν Βονιφατίου καί Εὐδοκίμου, πού ὅδευαν πρός τό μαρτύριο. Οἱ δύο αὐτοί τελευταῖοι, ἀφοῦ ἐδειλίασαν πρό τῶν βασάνων καί ἀρνήθηκαν τόν Χριστό, κατήγγειλαν ὡς αἴτιο τῆς πορείας τους πρός τό μαρτύριο τόν Γεννάδιο. Ἔτσι ὁ Ἅγιος συνελήφθη ἀπό τούς Τούρκους, ἐκλείσθηκε στή φυλακή καί ἐβασναίσθηκε ἀνηλεῶς. Ἐπειδή δέν ἀρνήθηκε τόν Χριστό, καταδικάσθηκε, τό ἔτος 1818, στόν δι’ ἀποκεφαλισμοῦ θάνατο, καί ἔλαβε τόν ἀμαράντινο στέ-φανο τῆς δόξας14.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῶν ἁγίων ἐνδόξων πέντε νεομαρτύρων Μανουήλ, Θεοδώρου, Γεωργίου, Μιχαήλ καί ἑτέρου Γεωργίου, τῶν ἐκ Σαμοθράκης.
Οἱ Ἅγιοι Νεομάρτυρες Μανουήλ, Θεόδωρος, Γεώργιος καί νεώτερος Γεώργιος κατάγονταν ἀπό τή Σαμοθράκη, ὁ δέ Μιχαήλ ἀπό τήν Κύπρο.
Κατά τήν ἐπανάσταση τοῦ 1821 ἡ νῆσος Σαμοθράκη αἰχμαλω-τίσθηκε ἀπό τούς Ἀγαρηνούς πού ἦλθαν ἀπό τήν Ἄβυδο καί τήν Τένεδο καί ἐφόνευσαν τοῦς Χριστιανούς κάτοικους, τίς δέ γυναῖκες καί τά παιδιά διεμοίρασαν στήν Ἀνατολή καί στήν Αἴγυπτο. Τότε συνέλαβαν καί τούς τέσσερεις Μάρτυρες μαζί μέ τόν Μιχαήλ, ὁ ὁποῖος ὅμως ἐφοβήθηκε καί ἀλλαξοπίστησε, καί τούς ἐπώλησαν σέ Τούρκους σέ διάφορα μέρη. Ὅταν ἡ Ἑλλάδα ἐλευθερώθηκε οἱ πέντε Νεομάρτυρες ἐπέστρεψαν στή Σαμοθράκη καί ἀκολούθησαν τό χριστιανικό βίο.
Ἐκείνη τήν περίοδο διορίσθηκε στό ὐπούργημα τοῦ καδῆ τῆς Μάκρης κάποιος σκληρός Ἀπτουρραχμάν ἀφέντης λεγόμενος, ἀπάνθρωπος καί ζηλωτής τῆς θρησκείας τοῦ Μωάμεθ. Αὐτός, τό ἔτος 1836, συνέλαβε τούς Μάρτυρες, τούς ὁποίους ἐφυλάκισε καί ἐβασάνισε. Παρά τίς κολακεῖες καί τά φρικώδη βασανιστήρια οἱ Μάρτυρες ὁμολογοῦσαν τήν πίστη τους στόν Χριστό. Τότε ὁ καδῆς ἔγραψε στήν Κωνσταντινούπολη πρός τόν ἀφέντη τῆς Βασάφ, ὁ ὁποῖος ἦταν μυστικός γραμματεύς τοῦ σουλτάνου Μαχμούτ, τά σχετικά μέ τούς Μάρτυρες καί ὅτι ἀρνήθηκαν τή θρησκεία τοῦ Μωάμεθ. Ἡ ἀπόφαση πού ἦλθε ἦταν καταδικαστική. Πρῶτος ἐμαρτύρησε ὁ γέροντας Μιχαήλ τόν ὁποῖο κατέκοψαν σέ κομμάτια μέ τά ξίφη τους. Οἱ Ἅγιοι Θεόδωρος καί Γεώργιος ἐκρεμάσθησαν καί ἔτσι ἔλαβαν τό στέφανο τῆς ἀθλήσεως. Τόν δέ πολυπαθῆ Μανουήλ ἔρριψαν ἐπάνω σέ σιδερένια τσιγκέλια καί ἐκαρφώθηκε σταυροειδῶς. Ἔτσι ἔρριψαν καί τόν μακάριο μικρό Γεώργιο, ἀλλά, ὤ τοῦ θαύματος! τά καρφιά ἐλύγισαν ὡς μολύβια καί δέν ἐκαρφώ-θηκε κανένα στό σῶμα τοῦ Ἁγίου. Μετά ἀπό αὐτό τόν ἔριξαν ἐπάνω σέ σιδερένια σουβλιά καί τόν ἐπατοῦσαν, γιά νά καρφωθεῖ τό σῶμα του. Μέ αὐτό τόν τρόπο ὁ Μάρτυς Μανουήλ σύντομα παρέδωσε τήν ἁγία του ψυχή στά χέρια τοῦ Θεοῦ, ὁ δέ Μάρτυς Γεώργιος ἔμεινε καρφωμένος εἰκοσιτέσσερεις ὧρες μέ ὀδύνη ἀφόρη-τη. Οἱ Ἀγαρηνοί, ἀφοῦ εἶδαν ὅτι ζεῖ, τόν ἐπυροβόλησαν στήν κεφα-λή καί ἔτσι ἐτελείωσε καί αὐτός ὁ ἀοίδιμος.
Οἱ Χριστιανοί, ἀφοῦ ἔλαβαν τήν ἄδεια, ἐνταφίασαν τά λεί-ψανα τῶν Μαρτύρων στόν τόπο τοῦ μαρτυρίου αὐτῶν.
Ἡ Σύναξή τους ἑορτάζεται καί τήν Κυριακή τοῦ Θωμᾶ.
Ταῖς αὐτῶν ἁγίαις πρεσβείαις, ὁ Θεός, ἐλέησον ἡμᾶς. Ἀμήν!