Μητροπολίτου Φαναρίου Ἀγαθαγγέλου
Γενικοῦ Διευθυντοῦ τῆς Ἀποστολικῆς Διακονίας
τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος
† Μνήμη τοῦ ἁγίου ἱερομάρτυρος Ὑπατίου, ἐπισκόπου Γαγγρῶν.
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Ὑπάτιος ἦταν ἐπίσκοπος Γαγγρῶν[1] κατά τούς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Μεγάλου Κωνσταντίνου καί ἔλαβε μέρος στήν Α΄ Οἰκουμενική Σύνοδο, ἡ ὁποία συνῆλθε, τό ἔτος 325 μ.Χ., στή Νίκαια τῆς Βιθυνίας. Διακρίθηκε γιά τήν πιστότητά του στά ὀρθόδοξα δόγματα καί τή σφοδρή πολεμική του κατά τῶν δυσσεβῶν αἱρετικῶν καί μάλιστα τῶν Ἀρειανῶν. Ἡ στάση αὐτή ἐξήγειρε τούς πληγέντες Νοβατιανούς[2], οἱ ὁποῖοι ἐζητοῦσαν μέ κάθε τρόπο τήν ἐξόντωσή του. Γιά τό σκοπό αὐτό, τό ἔτος 326 μ.Χ., ἐπλήρωσαν κάποιους εἰδωλολάτρες, οἱ ὁποῖοι σέ κρημνώδη περιοχή ἐπετέθησαν κατά τοῦ Ἁγίου μέ ξύλα καί πέτρες καί ἄφησαν αὐτόν ἡμιθανῆ. Μιά ἐκ τῶν φανατικῶν αἱρετικῶν γυναικῶν τόν ἐθανάτω-σε διά λίθου, πρίν ξεψυχήσει.
Ἔτσι ὁ Ἅγιος Ὑπάτιος ἐμαρτύρησε καί ἐκληρονόμησε τή Βασιλεία τῆς Τριαδικῆς Θεότητος.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, τοῦ ἐν ἁγίοις πατρός ἡμῶν Ἀκακίου, ἐπισκόπου Μελιτινῆς, τοῦ Ὁμολογητοῦ.
Ὁ Ἅγιος Ἀκάκιος, Ἐπίσκοπος τῆς πόλεως Μελιτινῆς, ἔζησε κατά τούς χρόνους τοῦ βασιλέως Δεκίου (249-251 μ.Χ.). Ἐπειδή ἐκήρυττε τό Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ καταγγέλθηκε στούς εἰδωλολά-τρες καί συνελήφθη ἀπό αὐτούς. Ἀφοῦ ἐδέθηκε, ὁδηγήθηκε στόν Μαρκιανό, τόν Ὕπατο τῆς χώρας, ἐνώπιον τοῦ ὁποίου ὁμολόγησε τό Ὄνομα τοῦ Κυρίου καί ἔκανε διεξοδική ἀναφορά γιά τή Θεότητα καί τό μυστήριο τῆς Θείας Οἰκονομίας. Ἐστηλίτευσε δέ καί ἐχλεύασε καί τούς θεούς τῶν Ἐθνικῶν καί τήν πλάνη τους. Ἐξαιτίας αὐτοῦ, ἀφοῦ ἐβασανίσθηκε, ἐκλείσθηκε στή φυλακή.
Ὁ Μαρκιανός ἀνήγγειλε στό βασιλέα Δέκιο τά γενόμενα. Αὐτός διέταξε νά ἀπολύσουν τόν Ἅγιο ἀτιμώρητο καί ἀνύβριστο. Ἔτσι, ἀφοῦ ἀπελευθερώθηκε, καί περιέφερε στή σάρκα του τά σημάδια τοῦ Χριστοῦ, πολλούς ἐφώτισε καί ὁδήγησε στήν ποίμνη τοῦ Κυρίου, μέ θαύματα καί διδάγματα.
Ὁ Ἅγιος Ἀκάκιος ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου μάρτυρος Θεοφίλου καί τῶν σύν αὐτῷ μαρτυρησάντων ἐν Κρήτῃ.
Ὁ Ἅγιος Θεόφιλος ἐμαρτύρησε μέ τήν οἰκογένεια αὐτοῦ στήν Κρήτη. Ἔτσι, στό α´ στιχηρό τοῦ Ἑσπερινοῦ ὑπάρχει πληροφορία περί τοῦ μαρτυρίου τῆς συζύγου του: “…καί νυμφῶνος θείου ἐχώρη-σας ἔνδον, νενυμφευμένην τῷ Χριστῷ διά βασάνων τοῦ σώματος τήν σύζυγον ἀγόμενος…”. Στό α´ τροπάριο τῆς γ´ Ὠδῆς τοῦ Κανόνος γίνεται λόγος περί μαρτυρίου καί τῶν τέκνων του. Προφανῶς ἔχουμε περίπτωση οἰκογενειακοῦ μαρτυρίου ἀνάλογου πρός ἐκεῖνο τοῦ Ἁγίου Μεγαλομάρτυρος Εὐσταθίου († 20 Σεπτεμβρίου) καί τοῦ Ἁγίου Ἑσπέρου († 2 Μαΐου). Πιθανώτατα οἱ Ἅγιοι ἐμαρτύρησαν κατά τήν ἐποχή τῶν διωγμῶν τῆς Ἀρχαίας Ἐκκλησίας.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ μάρτυρος Βίκτωρος.
(† 1 Ὀκτωβρίου).
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῶν ἁγίων μαρτύρων Μενάνδρου καί Σαβίνου καί τῶν σύν αὐτοῖς ἑτέρων τριάκοντα ὀκτώ μαρτύρων.
Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Μένανδρος καί Σαβίνος κατάγονταν ἀπό τήν Ἑρμούπολη τῆς Αἰγύπτου καί μαζί μέ τούς ἄλλους τριάντα ὀκτώ Μάρτυρες Χριστιανούς ἦταν στρατιῶτες στή χώρα τῶν Καππαδόκων κατά τούς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Ἰουλιανοῦ τοῦ Παραβάτου (361-363 μ.Χ.). Ἀφοῦ ἐπληροφορήθηκαν γιά τό μαρτύριο τῶν Ἁγίων Τεσσαράκοντα Μαρτύρων († 9 Μαρτίου) καί μέ ποιό τρόπο ἀγωνίσθηκαν, ἔνιωσαν ζῆλο καί οἱ ἴδιοι, καί ἀφοῦ ἔριψαν τά ὅπλα μπροστά στόν ἡγεμόνα, μέ μεγάλη φωνή ὁμολόγησαν τόν Χριστό ὡς Ἀληθινό Θεό καί τούς ἑαυτούς τους ἀληθινούς δούλους Αὐτοῦ. Τότε συνελήφθηκαν καί ἐγυμνώθηκαν. Τόσο δέ πολύ τούς κατέγδαραν τίς σάρκες ἀπό τά κτυπήματα τῶν ραβδιῶν, ὥστε μόλις καί μετά βίας νά μποροῦν νά θεωροῦνται ὡς ἰδέα ἀνθρώπων. Στή συνέχεια ἐρρίφθησαν στή φυλακή χωρίς φροντίδα καί μετά ἀπό λίγο, ἀφοῦ τούς ἔσυραν ἔξω ἔξω μέ δεμένα τά χέρια πίσω καί τά κεφάλια μέ σιδερένιες θηλιές, ἐπαρουσιάσθηκαν στόν ἡγεμόνα, ὁ ὁποῖος ἔδωσε ἐντολή καί τούς ἀποκεφάλισαν.
Ἔτσι οἱ Ἅγιοι αὐτοί Μάρτυρες, ὅπως καί οἱ Ἅγιοι Τεσσαρά-κοντα, τῶν ὁποίων τό μαρτύριο ἐζήλεψαν, εἰσῆλθαν στή χαρά τοῦ Κυρίου τους καί ἔλαβαν τόν ἀμαράντινο στέφανο τῆς δόξας.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Βλασίου, τοῦ ἐξ Ἀμορίου τῆς Μικρᾶς Ἀσίας.
Ὁ Ὅσιος Βλάσιος καταγόταν ἀπό τήν πόλη τοῦ Ἀμορίου καί ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη τό ἔτος 909 ἤ 912 μ.Χ.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός Στεφάνου τοῦ Θαυμα-τουργοῦ.
Ὁ Ὅσιος Στέφανος ὁ Θαυματουργός ἦταν ἀσκητής. Μέ τόν ἀσκητικό του ἀγώνα εὐαρέστησε τόν Θεό καί ἐκοιμήθηκε ὁσίως μέ εἰρήνη. Ἕνα ἀπό τά στιχηρά τοῦ Ἑσπερινοῦ λέγει γιά τόν Ὅσιο: «Ἱδρῶσι τῆς ἀσκήσεως παθῶν πυρκαϊάν, ἱερέ, ἀποσβέσας καθα-ρώτατον Χριστοῦ σκεῦος, πάτερ, ἐδείχθηκς. Δι’ ὅ καί Ἀγγέλοις τῷ θείῳ θρόνῳ παρίσταται»[3].
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ πρίγκηπος.
Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης (Ντανίλοβιτς), ὁ ἀποκαλούμενος Καλιτά[4], ἦταν υἱός τοῦ Ἁγίου Δανιήλ, πρίγκηπος τῆς Μόσχας († 4 Μαρτίου) καί ἐγεννήθηκε περί τό ἔτος 1290. Τό ὄνομά του ἐμφανίζεται γιά πρώτη φορά στά λειτουργικά Μηναῖα τοῦ Νόβγκοροντ μεταξύ τῶν ἐτῶν 1296 – 1297, ὅπου διαβάζουμε, πώς ὅταν οἱ κάτοικοι τῆς πόλεως αὐτῆς ἐκάλεσαν τόν πρίγκιπα Δανιήλ τῆς Μόσχας νά καταλάβει τό θρόνο της, αὐτός τούς ἔστειλε τόν υἱό του Ἰωάννη. Πιθανόν, ὄχι ἀργότερα ἀπό τό 1299, ὁ Ἰωάννης ἐγκαταλείπει τό Νόβγκοροντ καί ἐπιστρέφει στή Μόσχα.
Μετά τό θάνατο τοῦ πατέρα του, κατά τό ἔτος 1303, ὁ Ἰωάννης ὑποχρεώθηκε ἀρχικά νά στηρίξει τόν ἀδελφό του Γεώργιο, τόν ὁποῖο καί διαδέχθηκε ἀργότερα ὡς πρίγκιπας τῆς Μόσχας, στήν διαμάχη τῆς μελλοντικῆς πρωτεύουσας μέ τήν ἀνταγωνίστρια πόλη Tβέρ. Τό θετικό ἀποτέλεσμα τῆς διαμάχης, ἀποδιδόμενο στήν πολιτική ἐπιδεξιότητα τοῦ Ἰωάννου, θά καθορίσει τήν ὁριστική ἐπικράτηση τῆς Μόσχας.
Μέ μία πρώτη νίκη ἐναντίον τῶν στρατευμάτων τῆς Tβέρ, πού εἶχαν καταλάβει τήν πόλη τοῦ Περεγιασλάβλ, ὁ Ἰωάννης τήν ἀνακαταλαμβάνει τό ἔτος 1304/1305. Κατά τά ἔτη 1320 – 1326, μέ ἀφορμή τούς γάμους τῶν θυγατέρων τῶν ἡγεμόνων, συνάπτει συμ-μαχίες μέ τούς πρίγκιπες τοῦ Ροστώβ, Μπελοζέρσκ καί Γιαροσλάβλ, συνασπίζοντάς τους ἐναντίον τῆς Τβέρ.
Στίς 15 Αὐγούστου τοῦ 1327, στήν Tβέρ, σκοτώνεται σέ μία λαϊκή εξέγερση, καθοδηγούμενη ἀπό τόν Ἅγιο πρίγκιπα Ἀλέξανδρο Μιχαήλοβιτς, ὁ άντιπρόσωπος τοῦ χάνη Οὐζμζπέκ Κόλχαν. Ὁ Ἀλέξανδρος καταφεύγει στό Πσκώφ καί ἡ πόλη τῆς Τβέρ καταλαμ-βάνεται καί ἀνατίθεται στόν Κωνσταντίνο Μιχαήλοβιτς, συζύγο μιᾶς ἀνεψιᾶς τοῦ Ἰωάννου. Τό 1329 ὁ Ἰωάννης ἀποστέλλει τόν στρατό του ἐναντίον τοῦ Πσκώφ, ὁ Μητροπολίτης Θεόγνωστος ἀναθεματίζει τούς κατοίκους της, ἐπειδή ἔδωσαν ἄσυλο στόν πρί-γκηπα Ἀλέξανδρο, καί ὁ Ἀλέξανδρος Μιχαήλοβιτς ἐξαναγκάζεται νά ἐγκατασταθεῖ ἀρχικά στή Λιβονία καί ἀργότερα στή Λιθουα-νία.
Τό ἔτος 1331 ὁ Ἰωάννης ἀποκτᾶ ἀπό τόν Χάνη τόν τίτλο τοῦ μεγάλου πρίγκιπος. Τά πράγματα ὅμως δέν θά ἡσύχαζαν. Τό ἔτος 1338 ὁ Ἀλέξανδρος τῆς Tβέρ ἐπέτυχε τή συγγνώμη τοῦ Χάνη Οὐζμπέκ καί ἐπανῆλθε στό θρόνο. Τό 1339 ὁ Ἰωάννης πηγαίνει στήν Χρυσή Ὀρδή καί κατηγορεῖ τόν Ἀλέξανδρο πώς σκευωρεῖ ἐναντίον τοῦ Χάνη. Λίγο ἀργότερα ὁ Ἀλέξανδρος καί ὁ υἱός του Θεόδωρος έρχονται κατηγορούμενοι στήν Χρυσή Ὀρδή καί δικάζονται. Γιά νά ταπεινώσει τήν Τβέρ, ὁ Ἰωάννης ἀφαιρεῖ τίς καμπάνες ἀπό τόν καθεδρικό ναό τοῦ Σωτῆρος καί τίς μεταφέρει στή Μόσχα.
Κατά τή διάρκεια τῆς ἡγεμονίας τοῦ Ἰωάννου ἐκδίδεται ἕνα πολύτιμο χειρόγραφο, γνωστό ὡς Sijskoe Evangelie, στό ὁποῖο ἔχει γραφεῖ ἕνας πανηγυρικός λόγος γιά τή δικαιοσύνη καί τήν εἰρήνη στή Ρωσική γῆ, καί πραγματοποιεῖται ἡ οἰκοδόμηση μέ πέτρα ὁλόκληρου τοῦ ἀρχιτεκτονήματος τοῦ Κρεμλίνου. Στίς 4 Αὐγού-στου τοῦ ἔτους 1326, ἀκολουθώντας τή συμβουλή τοῦ πλέον ἡλικιω-μένου Μητροπολίτου Πέτρου, ὁ Ἰωάννης θά ἀποτολμήσει τήν κατα-σκευή τοῦ καθεδρικοῦ ναοῦ τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου καί μέ αὐτό τόν τρόπο ἡ Μόσχα θά συνεχίσει τήν παράδοση τῆς προηγού-μενης πρωτεύουσας, Βλαντιμίρ, ὅπου ἡ ἀφοσίωση καί ἡ τιμή στό πρόσωπο τῆς Παναγίας εἶχε ἰδιαίτερα καλλιεργηθεῖ.
Ὁ Ἰωάννης θά διατηρήσει στενούς δεσμούς μέ τόν Μητροπο-λίτη Πέτρο καί ἀμέσως μετά τό θάνατό του θά κινήσει τή διαδι-κασία τῆς ἁγιοποιήσεώς του ἀποστέλλοντας στή Σύνοδο τοῦ Βλα-ντιμίρ, τό ἔτος 1327, μία ἐπιστολή πού κατέγραφε τά πραγματο-ποιηθέντα θαύματα ἐπάνω στόν τάφο τοῦ Μητροπολίτου Πέτρου.
Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη στίς 31 Μαρτίου 1340 ἤ 1341, ἀφοῦ ἤδη εἶχε γίνει μοναχός παίρνοντας τό ὄνομα Ἀνανίας. Τό ἱερό σκήνωμά του ἐνταφιάσθηκε στόν καθεδρικό ναό τοῦ Ἀρχαγγέλου στό Κρεμλίνο.
Ἤδη κατά τή διάρκεια τοῦ βίου του εἶχε ἀναπτυχθεί θρη-σκευτική εὐλάβεια γύρω ἀπό τό πρόσωπό του. Ὁ Ἰωάννης παρουσιάζεται ὡς ὑπερασπιστής τῆς Ὀρθοδοξίας, ὠς ἕνας κυβερνή-της δίκαιος καί φιλάνθρωπος. Τό Πατερικόν τοῦ μοναστηριοῦ τοῦ Βολοκολάμσκ, τοῦ 16ου αἰῶνος μ.Χ., μεταφέρει τήν ἀφήγηση τοῦ ἡγουμένου τοῦ Μπορόφσκ, κατά τόν ὁποῖο μία μοναχή εἶδε σέ ὅρα-μα τή μορφή τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου μέσα στή δόξα τοῦ παραδείσου, ἀφοσιωμένο νά βγάζει ἀπό τήν τσάντα του (καλιτά) θησαυρούς καί νά τούς μοιράζει στούς πτωχούς.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἐν ἁγίοις πατρός ἡμῶν Ἰωνᾶ, μητροπολίτου Μόσχας καί πασῶν τῶν Ρωσιῶν.
Ὁ Ἅγιος Ἰωνᾶς ἐγεννήθηκε στό χωριό Σολιγκαλίτς τῆς ἐπαρχίας Κοστρόμα τῆς Ρωσίας. Ὁ πατέρας του Θεόδωρος Ὀπουάσεβ ἐφρόντισε γιά τή χριστιανική ἀνατροφή καί διαπαι-δαγώγηση τοῦ υἱοῦ του καί τόν ἔστειλε στή μονή τοῦ Γκαλίτς. Ἐκεῖ ἦταν ὑπό τήν πνευματική καθοδήγηση τῶν στάρετς Βαρθολομαίου, Ἰωάννου καί Ἰγνατίου τοῦ εἰκονογράφου.
Τό ἔτος 1433 ἐξελέγη Ἐπίσκοπος Μούρωμα καί Ριαζάν καί ἄρχισε νά ἐργάζεται γιά τήν πνευματική οἰκοδόμηση τοῦ ποιμνίου του. Ὅμως, μετά τό θάνατο τοῦ Μητροπολίτου Ρωσίας Γερασίμου (1433-1435), ὑπό τοῦ ἡγεμόνος τῆς Ρωσίας Βασιλείου Βασίλιεβιτς προεβλήθηκε ὡς διάδοχος ὁ Ἅγιος Ἰωνᾶς, ὁ ὁποῖος ἀφοῦ ἐξελέγη ὑπό τοπικῆς Συνόδου, πού συγκλήθηκε ἐσπευσμένα, δέν μετέβη στήν Κωνσταντινούπολη, γιά νά λάβει τήν πατριαρχική εὐλογία κατά τό κανονικό ἔθος. Μετά τό πέρας ὅμως τῆς διαμάχης τῶν ἡγεμόνων Βασιλείου καί Γεωργίου Δημητρίεβιτς, κατά τίς ἀρχές τοῦ 1436 μετέβη στήν Κωνσταντινούπολη, ἀλλά ἡ προγενέστερη καθυστέρηση ὑπῆρξε ἡ ἀφορμή γιά τήν ἀποστολή τοῦ Πελοποννή-σιου Ἰσιδώρου, ὡς Μητροπολίτου Ρωσίας.
Ὁ Ἰσίδωρος μετέβη στή Ρωσία μετά τοῦ Ἁγίου Ἰωνᾶ. Ὁ Ρῶσος ἡγεμόνας εἶχε κάθε λόγο νά εἶναι δυσαρεστημένος μέ τίς ἐνέργειες τοῦ Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως, ἀλλά μετά ἀπό λίγο ἐξετίμησε τόν Μητροπολίτη Ἰσίδωρο γιά τήν εὐφυῒα καί τήν πολυμάθεια. Οἱ λόγοι τῆς ἐνέργειας αὐτῆς τοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως πρέπει νά ἦταν εἴτε σχετικοί πρός τή γενικώ-τερη προσπάθεια γιά τή διατήρηση τῆς πειθαρχίας τῶν ὑπαγομένων σέ αὐτό Μητροπόλεων, εἴτε γιατί ἀποσκοποῦσαν στήν τοποθέτηση Ἕλληνος ἱεράρχου σέ τέτοια ἐπίκαιρη θέση, ὡς ἡ Μητρόπολη Ρωσίας.
Λίγο μετά ἀπό τήν ἄφιξή του στή Μόσχα ὁ Μητροπολίτης Ἰσίδωρος ἔπεισε τό Ρώσο ἡγεμόνα γιά τή συμμετοχή τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας στή Σύνοδο τῆς Φερράρας. Ὁ ἡγεμόνας ἐπείσθηκε μέ τό ἐπιχείρημα τοῦ Ἰσιδώρου ὅτι ἡ ἕνωση τῶν Ἐκκλησιῶν θά ἐπετυγχάνετο καί ἡ αὐτοκρατορία θά διασωζόταν, διατηρουμένης τῆς Ὀρθοδοξίας. Ὁ Ρῶσος ἡγεμόνας ἐδέχθηκε, ἐχορήγησε δέ ἀξιό-λογο χρηματικό ποσόν καί πολυπρόσωπο ἀκολουθία.
Ὁ Ἰσίδωρος ἀνεχώρησε ἀπό τή Μόσχα στίς 8 Σεπτεμβρίου 1437 καί ἔφθασε στή Φερράρα στίς 18 Αὐγούστου 1438. Ἡ Σύνοδος, ἄν καί οἱ Βυζαντινοί εἶχαν φθάσει ἀπό τό μῆνα Μάρτιο, δέν εἶχε ἀρχίσει ἀκόμη τίς ἐργασίες της. Ἡ συμμετοχή τοῦ Ἱσιδώρου στίς συζητήσεις δέν ἦταν μεγάλη, ἄν καί ὁ ρόλος αὐτοῦ στήν καθόλου ἐξέλιξη τῆς ὑποθέσεως ὑπῆρξε σημαντικός. Γενικῶς ἀκολουθοῦσε τίς ἀπόψεις τοῦ Βησσαρίωνος Νικαίας.
Μετά πολλές ζυμώσεις καί ὑπό τήν ἀπειλή πάντοτε τοῦ Τουρκικοῦ κινδύνου, ὁ ὅρος τῆς ἑνώσεως ἔγινε δεκτός στίς 5 Ἰουλίου 1439, ὁ δέ Ἰσίδωρος ἦταν ἀπό τούς πρώτους, οἱ ὁποῖοι ἐδέχθησαν τήν ἕνωση. Τά πράγματα ὅμως δέν ἐξελίχθηκαν ὅπως ἀνέμενε ὁ Ἰσίδωρος. Ἡ κατάληξη ἦταν ἡ καταδίκη τοῦ Ἰσιδώρου ἀπό Σύνοδο καί ὁ ἐγκελισμός του στή μονή Τσουντώφ. Στίς 15 Σεπτεμβρίου ὁ Ἰσίδωρος διέφυγε καί ἔφθασε στό Νόβγκοροντ. Ἀπό ἐκεῖ κατέφυγε στόν ἡγεμόνα τῆς Λιθουανίας Καζιμίρ, μετά δέ ἀπό λίγο στή Ρώμη.
Ὁ Ἅγιος Ἰωνᾶς ἀπεστάλη πάλι στήν Κωνσταντινούπολη, ἀλλ’ ὅταν ὁ ἡγεμόνας ἔμαθε ὅτι καί ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως εἶχε δεχθεῖ τήν ἕνωση, διέταξε τήν ἀποστολή νά ἐπιστρέψει. Ὁ Ἅγιος Ἰωνᾶς καταστάθηκε Μητροπολίτης τό ἔτος 1448 ὑπό Συνόδου καί ἀπέστειλε στόν Πατριάρχη ἀποστολή, γιά νά λάβει τήν εὐλογία του.
Ὁ Ἅγιος Ἰωνᾶς ἀναδείχθηκε πρότυπο ποιμένος. Ἦταν πνευματικός πατέρας, θαυματουργός καί προορατικός. Ὅταν οἱ Ἀγαρηνοί περιεκύκλωσαν τή Μόσχα, ὁ Ἅγιος τούς ἀπώθησε μέ τήν προσευχή του.
Στά τελευταῖα χρόνα τοῦ βίου του εὐχόταν νά βασανισθεῖ ἀπό κάποια ἀσθένεια, γιά νά λιώσει σάν τό χρυσό στό χωνευτήρι. Ὁ Θεός ἄκουσε τήν προσευχή του καί ἐπέτρεψε τή δοκιμασία. Οἱ πόδες τοῦ Ἁγίου ἐγέμισαν πληγές. Ἔτσι, δοξολογώντας τό Ὄνομα τοῦ Ἁγίου Τριαδικοῦ Θεοῦ, ἐκοιμήθηκε τό ἔτος 1461.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τοῦ ἐν ἁγίοις πατρός ἡμῶν Ἰννοκεντίου, μητροπολίτου Μόσχας καί ἱεραποστόλου τῆς Ἀλάσκας.
Ὁ Ἅγιος Ἰννοκέντιος ἐγεννήθηκε στίς 26 Αὐγούστου 1797 στό χωριό Ἀνζίσκογιε τῆς Σιβηρίας τῆς ἐπαρχίας Ἰρκούτσκ, ἀπό πτω-χούς καί εὐσεβεῖς γονεῖς, τόν Εὐσέβιο καί τή Θέκλα Ποπλώφ. Τό κατά κόσμον ὄνομά του ἦταν Ἰωάννης, πρός τιμήν τοῦ Ἁγίου Ἰωάν-νου, Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως τοῦ Νηστευτοῦ († 2 Σεπτεμ-βρίου).
Στή συνέχεια σπουδάζει στό ἐκκλησιαστικό σεμινάριο τοῦ Ἰρκούτσκ. Ἕνα χρόνο πρίν τελειώσει τίς σπουδές του, τό 1817, νυμφεύεται τήν Αίκατερίνα, θυγατέρα ἱερέως, καί χειροτονεῖται στίς 13 Μαΐου τοῦ ἰδίου ἔτους διάκονος. Διορίζεται στό ναό τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου Ἰρκούτσκ. Στίς 28 Μαΐου 1821 ὁ Ἅγιος χειροτονεῖται πρεσβύτερος. Μετά ἀπό λίγο, τό 1823, ἀναχωρεῖ, μέ τήν οἰκογένειά του, γιά τήν Ἀμερική. Φθάνει στό νησί Οὐλανάσκα, στήν Ἀλάσκα, καί ἀρχίζει τό ἱεραποστολικό του ἔργο. Μαθαίνει τή γλώσσα τῶν Ἀλλεούτιων σέ σύντομο χρονικό διάστημα καί χωρίς ἀργοπορία μεταφράζει λειτουργικά κείμενα καί περικοπές τῆς Ἁγί-ας Γραφῆς. Στή συνέχεια συντάσσει τήν πρώτη γραμματική τῆς γλώσσας τῶν ἰθαγενῶν καί συνεχίζει τό ἱεραποστολικό συγγραφικό ἔργο του. Στά δέκα χρόνα τῆς παραμονῆς του στήν Οὐναλάσκα δέν ἔμεινε οὔτε ἕνας ἰθαγενής εἰδωλολάτρης. Ἡ ἱεραποστολή προχώ-ρησε καί στήν εὐρύτερη περιοχή. Ἐπέρασαν ἔτσι δεκαπέντε ὁλόκλη-ρα χρόνια.
Ὁ Ἅγιος ἐπιστρέφει μέ τήν οἰκογένειά του στή Μόσχα τό 1838 καί τοποθετεῖται στόν καθεδρικό ναό Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεο-τόκου στό Κρεμλῖνο. Ὅμως, στίς 25 Νοεβρίου 1835, ἡ πρεσβυτέρα Αἰκατερίνη πεθαίνει ἀνήμερα στήν ἑορτή της. Ὁ Ἅγιος μέ τή συμ-βουλή τοῦ Μητροπολίτου Μόσχας Φιλαρέτου κείρεται μοναχός στίς 27 Νοεβρίου 1840 καί λαμβάνει τό ὄνομα Ἰννοκέντιος, πρός τιμήν τοῦ Ἁγίου Ἰννοκεντίου τοῦ Ἰρκούτσκ († 26 Νοεμβρίου). Ἡ κουρά του ἔγινε ἀπό τόν ἴδιο τό Μητροπολίτη Μόσχας. Στίς 13 Δεκεμβρίου 1840 ἐκλέγεται Ἐπίσκοσπος Καμτσάτκας, Κουρίλλων καί Ἀλλεου-τίων Νήσων, ἐνῶ συγχρόνως τοῦ δίδεται ἡ κανονική ἐξουσία γιά ὅλες τίς ἀπομακρυσμένες ἱεραποστολικές περιοχές. Ἡ ἕδρα του ἦτααν ἡ πόλη Σίτκα.
Τό ἔργο του στήν Ἀλάσκα εἶναι τεράστιο. Ἐργάζεται μέσα σ’ ἕνα ἀφάνταστα δύγκολο περιβάλλον, διατρέχοντας τίς παγωμένες ἐκτάσεις, κινδυνεύοντας συνεχῶς. Ἡ ἵδρυση σχολείων ἀποτελεῖ κύριο μέλημά του. Γράφει γι’ αὐτό, τό 1845, στό Μητροπολίτη Μό-σχας Φιλάρετο: «Προσπάθησα νά διδάξω ὅλα τά παιδιά τοῦ Θεοῦ. Ἄν οἱ Ἀλλεουτιανοί μέ ἀγαποῦν, τό κάνουν μόνο γιατί τούς ἔχω διδάξει».
Τήν ἴδια περίοδο, μέ ἀπόφαση τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλη-σίας τῆς Ρωσίας, ἡ ἐπισκοπή τοῦ Ἁγίου Ἰννοκεντίου ἐπεκτείνεται περιλαμβάνοντας στούς κόλπους της ὅλη τή Γιακουτία καί ἡ ἕδρα μετατίθεται ἀπό τήν πόλη Σίτκα στό Γιακούτσκ τῆς Σιβηρίας. Νέοι ἱεραποστολικοί ἀγῶνες.
Ὁ Ἅγιος Ἰννοκέντιος εἶναι πλέον 70 ἐτῶν καί ἔχει χάσει τίς σωματικές του δυνάμεις ὑποφέροντας πολύ ἀπό τά μάτια του. Ἡ ἐπιθυμία του ἦταν νά παραιτηθεῖ καί νά ἐγκαταβιώσει σέ κάποιο μοναστήρι. Ὅμως, ὁ Θεός πού κηδεμονεύει τήν ἱστορία τοῦ κόσμου, οἰκονόμησε ἀλλιῶς τά πράγματα. Στίς 25 Μαῒου 1868 ἐκλέγεται Μητροπολίτης Μόσχας.
Καί ἀπό τή νέα αὐτή ἔπαλξη ἐργάσθηκε σκληρά. Παρέδωσε τήν ἁγία ψυχή του στόν Κύριο τό Μέγα Σάββατο, στίς 31 Μαρτίου τοῦ ἔτους 1879, καί ἐνταφιάσθηκε στή Λαύρα τῆς Ἁγίας Τριάδος τοῦ Σεργίου[5].
Ταῖς αὐτῶν ἁγίαις πρεσβείαις, ὁ Θεός, ἐλέησον ἡμᾶς. Ἀμήν!
[1] Γάγγρα ἤ Γάγγραι: ἀρχαία πόλη τῆς Παφλαγονίας. Ἡ σπουδιαότητα τῆς πόλεως τῶν Γαγγρῶν φαίνεται ἐκ τοῦ ἐπί Λέοντος τοῦ Σοφοῦ (886-911 μ.Χ.) δημοσιευθέντος Συνταγματίου, τοῦ περιέχοντος τήν ἱεραρχική τάξη τπων ὑπαγομένων Μητροπόλεων στήν κανονική δικαιοδοσία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου. Σέ αὐτό ἡ Μητρόπολις Γαγγρῶν κατεῖχε τήν 15η θέση. Στήν πόλη αὐτή συνῆλθε καί τό ἔτος 358 μ.Χ. τοπική Σύνοδος.
[2] Νοβατιανοί: ὀπαδοί τοῦ Νοουτιανοῦ ἤ Νοβατιανοῦ. Ἀπέρριπτε τήν παροχή συγγνώμης ὑπό τῆς Ἐκκλησίας στούς βαρέως ἁμαρτάνοντες ἔστω καί μετά τήν ἐκτέλεση τῆς μετάνοιας. Σέ αὐτούς συνιστοῦσαν ἰσόβεια ὑπομονή, μέχρις ὅτι ἀπο-φανθεῖ περί αὐτῶν ὁ Θεός κατά τή μέλλουσα κρίση. Ὀνόμαζαν τούς ἑαυτούς τους «Καθαρούς» καί ἐβάπτιζαν ἐκ νέου τούς προσερχόμενους σέ αὐτούς.
[3] Παρισινός Κῶδιξ 1623 φ. 143β.
[4] Λέξη πού ὑποδεικνύει μία τσάντα ἤ ἕνα πουγκί γιά χρήματα καί πού σύμφωνα μέ μία ἀνεπιβεβαίωτη φήμη τοῦ εἶχε δωρίσει ὁ Χάνης τῶν Μογγόλων.
[5] Γεωργίου Ἐμμ. Πιπεράκη, Ἅγιοι τῆς Ἀλάσκας, Ὀρθόδοξο Συναξάρι, ἐκδ. Μυριόβι-βλος, Ἀθήνα, 2004, σελ. 35-57.