† Μνήμη τῶν ἁγίων ἱερομαρτύρων Ἀγαθοδώρου, Αἰθερίου, Βασιλέως, Ἐλπιδίου, Εὐγενίου, Ἐφραίμ καί Καπίτωνος.
Ἐπί τῆς βασιλείας τοῦ αὐτοκράτορος Δικοκλητιανοῦ (284-305 μ.Χ.) ὁ Πατριάρχης Ἱεροσολύμων Ἕρμων (300-314 μ.Χ.) ἀπέστειλε γιά τή διάδοση τοῦ Χριστιανισμοῦ Ἐπισκόπους, στήν Σκυθία[1] τόν Ἅγιο Ἐφραίμ, καί στήν Χερσῶνα[2] τόν Ἅγιο Βασιλέα, ὁ ὁποῖος, ἐπειδή ἐκήρυττε τόν Χριστό, ἐκδιώχθηκε ἀπό τούς εἰδωλολάτρες. Ὅμως καί πάλι προσκλήθηκε ἀπό τόν ἡγεμόνα τοῦ τόπου καί ἀνέστησε, κατά τόν Συναξαριστή, τόν υἱό του. Ἀπό τό γενόμενο θαῦμα καί ὁ ἄρχοντας καί πλῆθος λαοῦ ἐπίστευσαν στόν Χριστό καί ἐβαπτίσθησαν. Οἱ εἰδωλολάτρες ἐξεμάνησαν καί τόν συνέλαβαν. Τόν ἔδεσαν καί τόν ἔσυραν ἀπό τούς πόδες, συρόμενος δέ ἀπέθανε.
Ἀλλά καί ὁ Ἅγιος Ἐφραίμ, ἐνῶ ἐδίδασκε τό Εὐαγγέλιο, συνελήφθη ἀπό τούς εἰδωλολάτρες καί ἀποκεφαλίσθηκε.
Μετά τό μαρτυρικό θάνατο τοῦ Ἁγίου Βασιλείου ἀπεστά-λησαν στήν Χερσῶνα οἱ Ἐπίσκοποι Ἀγαθόδωρος, Ἐλπίδιος καί Καπίτων ὡς κήρυκες τοῦ Εὐαγγελίου καί τῆς πίστεως, ἀλλά καί αὐτοί ἐφονεύθησαν ἀπό τούς ἄπιστους.
Στή συνέχεια ἀπεστάλη ὑπό τοῦ Πατριάρχου Ἱεροσολύμων ὁ Ἐπίσκοπος Αἰθέριος, ὁ ὁποῖος μόλις εἶδε τόν ἐθνικό λαό ἐξα-γριωμένο, κατέφυγε στόν Μέγα Κωνσταντίνο καί ἐζήτησε τήν ἀπέλαση τῶν εἰδωλολατρῶν ἀπό τήν Χερσώνα, πρᾶγμα τό ὁποῖο ἔγινε. Ἀφοῦ δέ ὁ Ἅγιος ἀνήγειρε ἐκεῖ ναό, μετέβη στόν βασιλέα, γιά νά τόν εὐχαριστήσει. Ὅμως κατά τήν ἐπιστροφή τόν συνέλαβαν καί τόν ἔπνιξαν στόν ποταμό Δνείπερο.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῶν ἁγίων μαρτύρων Αἰμιλιανοῦ, Ἰακώ-βου καί Μαριανοῦ.
Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Αἰμιλιανός ὁ Ρωμαῖος, Ἰάκωβος καί Μαριανός, ἐμαρτύρησαν στή Ρώμη τό ἔτος 259 μ.Χ., ἐπί αὐτοκράτο-ρος Οὐαλεριανοῦ(253-259 μ.Χ.).
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῶν ἐν ἁγίοις πατέρων ἡμῶν Ἀρκαδίου καί Νέστορος, ἐπισκόπων Τριμυθοῦντος τῆς Κύπρου.
Ἀπό ἀναφορά στό Λαυρεωτικόν Κώδικα, ὅτι οἱ Ἅγιοι ἀγω-νίσθηκαν κατά τῶν εἰδώλων καί ἐβάπτισαν Χριστιανούς πολλούς εἰδωλολάτρες, προκύπτει ὅτι θά πρέπει νά ἤκμασαν κατά τούς πρώ-τους Χριστιανικούς αἰῶνες[3].
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Παύλου τοῦ Ἁπλοῦ.
Ὁ Ἅγιος Παῦλος ἔζησε κατά τόν 4ο αἰώνα μ.Χ. καί ἐκλήθη Ἁπλός, διότι ἦταν ἀγράμματος γεωργός ἀλλά συγχρόνως ἄκακος καί ἁπλοϊκός στό ἦθος. Ἡ σύζυγός του ἦταν ὡραία μέν στή μορφή, κακότροπη δέ στήν ψυχή. Αὐτή μοιχευομένη μέ ἄλλους, συνελήφθη κάποια ἡμέρα ἀπό τόν Ὅσιο, ὅταν αὐτός ἐπέστρεφε ἀπό τούς ἀγρούς. Ἔτσι ὁ Ὅσιος ἄφησε τή γυναίκα του καί τά παιδιά του στή φροντίδα τοῦ μοιχοῦ καί κατέφυγε στήν Αἰγυπτιακή ἔρημο, στό κελλί τοῦ Μεγάλου Ἀντωνίου, ζητώντας νά ξίνει μοναχός. Ὅταν τόν εἶδε ὁ Ἅγιος Ἀντώνιος, τοῦ εἶπε ὅτι ἕνας ἄνθρωπος ἑξῆντα χρόννων εἶναι γέροντας καί δέν δύναται νά ὑπομείνει τούς πειρασμούς. Ἔτσι τοῦ ἔκλεισε τή θύρα τοῦ κελλίου. Ὁ Ὅσιος Παῦλος ἔμεινε ἔξω ἀπό τό κελλί τοῦ μεγάλου καθηγητοῦ τῆς ἐρήμου ἐπί τρεῖς ἡμέρες ἄσιτος, χωρίς τροφή καί νερό. Ἡ ὑπομονή τοῦ Ὁσίου Παύλου ἔκαμψε ἔτσι τό ἀνένδοτο τοῦ Ἁγίου Ἀντωνίου, ὁ ὁποῖος τόν ἐκτάτησε κοντά του καί καθημερινά τόν ἐπαιδαγωγοῦσε καί τόν ἐδοκίμαζε, μέ σκοπό νά τόν ἀναγκάσει νά μεταβεῖ σέ κοινόβιο, ὅπου ὁ ἀσκητικός βίος θά ἦταν πιό ἄνετος γιά τόν Ὅσιο, λόγῳ τῆς ἡλικίας του. Ὅμως ὁ Ὅσιος Παῦλος παρέμεινε κοντά στόν Ἅγιο Ἀντώνιο μέ ὑπακοή, ἐργαζόμενος καθημερινά τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ.
Τόσο πολύ ἐπρόκοψε στήν ἀρετή καί στήν εὐσέβεια ὁ ἁπλοῦς Παῦλος, ὥστε ὅταν ἐκαθόταν ἔξω ἀπό τό ναό καί ἔβλεπε τούς ἀδελφούς νά εἰσέρχονται σέ αὐτόν, μποροῦσε νά διακρίνει σέ ποιά ψυχή ἀναπαυόταν ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι ἔβελεπε τούς ἀδελφούς λαμπρούς στήν ὄψη καί φαιδρούς στό πρόσωπο, τόν δέ Ἄγγελο ἑκάστου νά χαίρει μαζί του. Κάποια στιγμή εἶδε ἕναν μοναχό μαῦρο στήν ὄψη καί ζοφώδη καί γύρω του δαίμονες πού τόν περιέβαλαν, ἐνῶ ὁ φύλακας Ἄγγελός του τόν ἀκολουθοῦσε ἀπό μακρυά λυπημένος. Μόλις ὁ Ὅσιος Παῦλος εἶδε τό ιέαμα αὐτό ἄρχισε νά κλαίει καί νά κτυπᾶ μέ τά χέρια τό στῆθος αὐτοῦ. Βλέποντες οἱ μοναχοί τήν ἀθρόα μεταβολή τοῦ Ὁσίου καί τό κατώδυνο πένθος, προςῆλθαν καί ἐρωτοῦσαν νά μάθουν τήν αἰτία καί τόν παρακα-λοῦσαν νά ἔλθει στή σύναξη. Ἐκεῖνος παρέμεινε ἔξω καί ὅταν οἱ μοναχοί ἀπελύθησαν ἀπό τή σύναξη καί ἔβγαιναν ἔξω, βλέπει καί πάλι τόν μοναχό ἐκεῖνο πού πρίν ἦταν ζοφώδης καί περικυ-κλωμένος ἀπό δαίμονες, νά ἐξέρχεται μέ λαμπρό τό πρόσωπο καί λευκό τό σῶμα, τόν δέ Ἄγγελο αὐτοῦ νά εἶναι κοντά του καί νά χαίρει μαζί του. Τότε ὁ Ὅσιος εὐχαρίστησε καί εὐλόγησε τό Ὄνομα τοῦ Θεοῦ λέγοντας: «Ὦ τῆς ἀφάτου τοῦ Δεσπότου ἡμῶν φιλανθρωπίας καί ἀγαθότητος!». Καί ἀφοῦ ἀνῆλθε σέ σημεῖο ὑψη-λό ἐφώναζε λέγοντας: «Δεῦτε καί ἴδετε τά ἔργα τοῦ Θεοῦ, ὡς φοβερά καί πάσης ἐκπλήξεως γέμοντα».
Ὁ Ὅσιος ἐξήγησε στόν ἀδελφό πῶς τόν εἶχε δεῖ πρίν τήν εἴσοδό του στό ναό καί πῶς τόν εἶδε μετά. Τότε ὁ μοναχός ἐκεῖνος μέ εἰλικρίνεια ἄρχισε νά ὁμολογεῖ, ὅτι ἦταν ἄνθρωπος ἁμαρτωλός καί ἐζοῦσε στήν ἁμαρτία τῆς πορνείας. Μόλις δέ εἰσῆλθε στό ναό ἄκουσε τή φωνή τοῦ Προφήτου Ἡσαῒου, μᾶλλον δέ τοῦ Θεοῦ λαλοῦντος δι’αὐτοῦ, νά λέγει: «Λούσασθε καί καθαροί γίνεσθε. Ἀφέλεσθε τάς πονηρίας ἡμῶν ἀπό τῶν καρδιῶν ὑμῶν, ἀπέναντι τῶν ὀφθαλμῶν μου μάθετε καλόν ποιεῖν. Καί ἐάν ὦσιν αἱ ἁμαρτίαι ὑμῶν ὡς φοινικοῦν, ὡς χιόνα λευκανῶ. Καί ἐάν θέλητε καί εἰσακούσητέ μου, τά ἀγαθά τῆς γῆς φάγεσθε»[4]. Αὐτά, ἀφοῦ ἄκουσε, κατανύγηκε ἡ καρδία του καί ἀναστέναξεἐκ βάθους καρδίας καί εἶπε πρός τόν Θεό: «Δέσποτα, Κύριε ὁ Θεός, πού ἦλθες στόν κόσμο νά σώσεις τούς ἁμαρτωλούς, χάρισέ μου αὐτά πού ἄκουσα διά τοῦ Προφήτου ἐγώ ὁ ἀνάξιος καί ἁμαρτωλός. Καί νά δίδω τό λόγο στόν καρδιογνώστη Θεό, ὅτι ἀποτάσσομαι κάθε παρανομία καί αἰσχρά πράξη, πού μέχρι τώρα ἐδούλευα καί δέν θά προσθέσω ἄλλες στό βίο μου. Ἀλλά θά δουλεύω σέ Σένα, Κύριε, μέ ὅλη τήν ἰσχύ μου καί ὅλη μου τή διάνοια». Καί ἀνεφώνησε τότε ὁ Ἁπλοῦς Παῦλος, ὅτι ὅπως ὁ κασσίτερος μαυρίζει καί γίνεται πάλι λαμπρός, ἔτσι καί οἱ πιστεύοντες, πού ἐάν ἁμαρτήσουν μαυρίζουν τή ψυχή τους, ὅταν μετανοοῦν λαμπρύνονται ἀπό τά ἔργα τῆς πίστεςω καί τῆς μετάνοιας.
Ἔτσι ἀφοῦ διήνυσε μέ εὐσέβεια καί ἄσκηση τό βίο του, ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη σέ βαθύ γῆρας.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἐν ἁγίοις πατρός ἡμῶν Ἐφραίμ, πατριάρχου Ἀντιοχείας.
Ὁ Ἅγιος Ἐφραίμ, ὁ ὁποῖος καταγόταν ἀπό τήν Ἄμιδα[5], ὑπῆρξε πρῶτα κόμης τῆς Ἀντιόχειας ἐπί αὐτοκράτορος Ἰουστίνου Α΄τοῦ Θρακός (518-527 μ.Χ.). Ἀπό τήν τάξη τῶν λαϊκῶν, μέ τήν ἐπίνευση τοῦ αὐτοκράτορος, ἀνῆλθε στό θρόνο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἀντιόχειας, τό ἔτος 526 μ.Χ.
Ἔχοντας ὁ Ἅγιος Ἐφραίμ τίς λεγόμενες νεοχαλκηδονικές πεπεοιθήσεις κατέστη ἀπό τούς σπουδαιότερους σύμβουλους τοῦ αὐτοκράτορος, οἱ ὁποῖοι τόν παρέσυραν σέ μετριποπάθεια ἔναντι τῶν Μονοφυσιτῶν. Ἐδέχθηκε χωρίς ἀντιρρήσεις τό διάταγμα τοῦ Ἰουστιανιανοῦ κατά Ὠριγένους (543 μ.Χ.) καί μέ ἀντιρρήσεις τό διάταγμα κατά τῶν Τριῶν Κεφαλαίων (544 μ.Χ.), τό ὁποῖο καταδικάζον μεταξύ ἄλλων καί τά συγγράμματατ τοῦ Θεοδωρήτου Κύρου, ἐφαινόταν ἀντιτιθέμενο πρός τίς Ἀποφάσεις τῆς Συνόδου τῆς Χαλκηδόνος. Ὅμως ὡς Πατριάρχης ἀνέπτυξε μεγάλη δρα-στηριότητα καί ἀγωνίσθηκε κατά τῶν αἱρετικῶν Μονοφυσιτῶν, πού λυμαίνονταν τήν Ἐκκλησία του. Ὅπως δέ ἀναφέρει καί ὁ ἱερός Φώτιος († 6 Φεβρουαρίου) στή Μυριόβιβλο[6], ὁ Ἅγιος Ἐφραίμ συνέγραψε καί πολλά συγράμματα κατ’ αὐτῶν[7].
Ὁ Ἅγιος ἐπανέφερε στήν ὀρθή πίστη καί κάποιον μοναχό στυλίτη, πού ἦταν φανατικός Μονοφυσίτης καί ἀσκήτευε στήν Ἱεράπολη, μέ θαῦμα πού, μέ τή Χάρη τοῦ Θεοῦ, ἐπιτέλεσε.
Ἀφοῦ ἐποίμανε τό ποίμνιό του θεοφιλῶς, ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη τό ἔτος 546 μ.Χ.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Λαυρεντίου, τοῦ ἐκ Μεγάρων.
Ὁ Ὅσιος Λαυρέντιος, κατά κόσμον Λάμπρος Κανέλλος, ἐγεννήθηκε στά Μέγαρα ἀπό εὐσεβεῖς καί φιλόθεους γονεῖς, τόν Δημήτριο καί τήν Κυριακή. Τό ἐπάγγελμά του ἦταν γεωργός καί οἰκοδόμος. Ἐνυμφεύθηκε τήν Βασιλική καί ἀπό τό γάμο του ἀπέκτησε δυό υἱούς, τόν Ἰωάννη καί τόν Δημήτριο. Κάποιο βράδυ, στό χωριό Μάντρον, ὁραματίσθηκε τήν Θεοτόκο, ἡ ὁποία τοῦ ὑπέδειξε νά πάει στή Σαλαμίνα, ὅπου εὑρῆκε τή ἱερά εἰκόνα της, καί νά ἀνακαινήσει τόν ἐρειπωμένο ναό αὐτῆς. Ἔτσι, τό ἔτος 1862, ὁ Ὅσιος ἀνήγειρε νέα μονή, τή γνωστή ἕως σήμερα μονή τῆς Φανερωμένης. Ἐκεῖ ἀργότερα ὁ Ὅσιος ἐκάρη μοναχός καί ἔλαβε το ὄνομα Λαυρέντιος. Μοναχή ὅμως ἔγινε καί ἡ σύζυγός του, ἡ ὁποία μετονομάσθηκε σέ Βασσιανή. Γιά τά πολλά του πνευματικά χαρίσματα καί τή καθαρότητα της καρδίας του ἔλαβε ἀπό τόν Θεό τό χάρισμα τῆς θαυματουργίας.
Ὁ Ὅσιος Λαυρέντιος, κατά σχετικό χειρόγραφο σημείωμα, ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη τό ἔτος 1707. Ἡ τιμία κάρα τοῦ Ὁσίου, φέρουσα ἀργυρό περίβλημα, ἀπόκειται σέ προσκύνηση στό ναῢδριο τοῦ Ἁγίου Νικολάου.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἐν ἁγίοις πατρός ἡμῶν Ἰωάννου, ἐπισκόπου Ὑόρκης.
Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης (Μπεβερλέϊ) ἐγεννήθηκε στή βόρειο Ἀγγλία καί ἐμαθήτευσε στήν περίφημο σχολή τοῦ Αὐγουστίνου Καντουα-ρίας. Μετά τό πέρας τῶν σπουδῶν του ἐκάρη μοναχός στή μονή τῆς Ἁγίας Χίλντας στό Οὐῒντμπυ. Ἐξελέγη Ἐπίσκοπος τῆς πόλεως Ἕξμαμ καί διακρίθηκε γιά τήν ὁσιότητα τοῦ βίου του. Μετά ἀπό λίγο ἀναγκάσθηκε νά παραιτηθεῖ καί νά ἀποσυρθεῖ στήν ἔρημο, προκειμένου νά εἰρηνεύσει ἡ τοπική Ἐκκλησία μετά ἀπό τίς ἀπαιτήσεις τοῦ Ἐπισκόπου τῆς γειτονικῆς περιοχῆς, ὁ ὁποῖος διεκ-δικοῦσε τήν κανονική δικαιοδοσία τῆς ἐπαρχίας τοῦ Ἁγίου.
Μετά ἀπό λίγο χρόνο ὁρίσθηκε Ἀρχιεπίσκοπος Ὑόρκης, ἀλλά καί πάλι παραιτήθηκε, γιά νά ἀφιερωθεῖ στήν προσευχή καί τήν ἄσκηση τηρώντας μέ ἀκρίβεια τά μοναχικά καθήκοντά του[8].
Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη τό ἔτος 721 μ.Χ.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, ἡ σύναξις τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου «τῆς τῶν Ἁμαρτωλῶν Ἐγγυήσεως», ἐν Ρωσίᾳ.
Ἡ ἱερά εἰκόνα τῆς Παναγίας «Ἡ τῶν Ἁμαρτωλῶν Ἐγγύησις» εὑρισκόταν παλαιότερα στή μονή τοῦ Ὀρντίσκ τῆς ἐπαρχίας Ὀρλώφ, ὅπου ἔγινε ὀνομαστή γιά τά θαύματα πού ἐπιτελοῦσε.
Ἕνα ἀντίγραφο αὐτῆς τῆς ἱερᾶς εἰκόνος ἐφυλασσόταν στό ναό τοῦ Ἁγίου Νικολάου Χαμώνβικ τῆς Μόσχας. Ἡ εἰκόνα κάθε βράδυ ἀκτινοβολοῦσε ἀπό θεϊκό φῶς. Εἶναι χαρακτηριστική ἡ ἐπιγραφή πού ἔχει χαραχθεῖ στήν εἰκόνα: «Ἐγώ εἶμαι ἡ ἐγγύηση τῶν ἁμαρτωλῶν πρός τόν Υἱό».
Ἡ εἰκόνα τῆς Παναγίας ἑορτάζει, ἐπίσης, στίς 29 Μαῒου.
† Τῇ αὐτῇἡμέρᾳ, ἡ σύναξις τῶν Ἁγίων τῆς Δωδεκανήσου.
Ταῖς αὐτῶν ἁγίαις πρεσβείαις, ὁ Θεός, ἐλέησον ἡμᾶς. Ἀμήν!