Aρχιμ. Αλεξίου Ιστρατόγλου Ανχη (ΣΙ)
Στρατιωτικού Ιερέως Αρχηγείου Στόλου – Ναυστάθμου Σαλαμίνας
Οι ποιμαντικές προκλήσεις της εποχής και οι αυξημένες λειτουργικές υποχρεώσεις του Ιερέως του Ναυπλίου, οδήγησαν όπως είδαμε την Γραμματεία των Στρατιωτικών, να αποστείλει έγγραφο προς τον Βασιλέα Όθωνα, με το οποίο ζητείται η πρόσληψη βοηθού Ιερέα στη Φρουρά αυτή. Όμως νωρίτερα από αυτό το έγγραφο, έχουμε επιστολή του Βασιλικού Τάγματος του Πεζικού, το οποίο υπογράφει ο Διοικητής αυτού, με ημερομηνία «Ακροναυπλίαν 28 Φεβρουαρίου 1841», όπου μεταξύ των άλλων επισημαίνει τα εξής ꞉ «εις τας επισήμους θρησκευτικάς ημέρας καθώς και των Χριστουγέννων το άγιον Πάσχα…. συναντούμαι μεγάλας δυσκολίας καθότι οι ενταύθα ευρισκόμενοι δύο Ιερείς (στο Ναύπλιο και στο Παλαμίδι) ανήκουν εις το Πυροβολικό Σώμα».
Πριν προχωρήσουμε παρακάτω σε αυτά τα οποία αναγράφει ο Διοικητής, πρέπει να σημειώσουμε ότι τότε που αυτή η επιστολή προωθήθηκε ιεραρχικά, ήδη είχε προληφθεί ο Ιερέας Βησσαρίων Λάσκαρης, στη θέση του παραιτηθέντος Ιωακέιμ Φυνδανάκη, αλλά όπως αναγράφεται και αυτός ο Ιερέας, όπως και ο Αρχιμανδρίτης Ρωμανίδης ανήκαν στο Πυροβολικό Σώμα.
Ο Διοικητής του Τάγματος Πεζικού στην επιστολή του συνεχίζει γράφοντας ꞉ «ότι πολλοί από τους υπό την οδηγίαν μας υπαξιωματικοί και στρατιώτας ήθελον μαίνη ακινώνιτοι την ημέραν των Χριστουγέννων εάν κατά περίστασιν δεν ευρισκόμεθα ημείς οι ίδιοι εις την εκκλησίαν και να παρακαλέσωμεν έναν εκ των Ιερέων να τους δώση την αγίαν Μετάδοσιν». Μέσα από αυτά τα τελευταία που διαβάζουμε στην επιστολή του Διοικητή, καταλαβαίνουμε ότι η παρουσία του Ιερέα ήταν απαραίτητη και αναγκαία, όχι για τυπικούς κα μόνο λόγους ή για κάποιες εορταστικές εκδηλώσεις και τελετές που θεωρείτο επιβεβλημένη η παρουσία του μέσα στο γενικότερο τελετουργικό, αλλά αποτελούσε μια εσωτερική ανάγκη, που ξεκινούσε από τη συμμετοχή στη Μυστηριακή ζωή της Εκκλησίας και ολοκληρωνόταν με την μετάληψη του Σώματος και Αίματος του Χριστού.
Η επιστολή αυτή, αποτελεί καρπό βαθιάς πίστεως και εμπιστοσύνης στο Θεό, από την πλευρά των Ηγητόρων του Στρατού, που μέσα σε όλα τα άλλα, θεωρούσαν και πίστευαν, ότι η παρουσία του Θεού σε αυτόν τον χώρο, αποτελούσε ένα απαραίτητο εφόδιο και μια ουσιαστική βοήθεια σε ότι έκαναν, αφού γνώριζαν καλά και το είχαν βαθιά χαραγμένο μέσα στην καρδιά και στο μυαλό τους ότι, ότι πέτυχαν μέσα από τους αγώνες και τις μάχες που δόθηκαν εναντίον του κατακτητή, ήταν αποτέλεσμα της βοήθεια του Θεού και σύμφωνα και με τις μαρτυρίες και ομολογίες των οπλαρχηγών και μεγάλων αγωνιστών της επαναστάσεως, ο Θεός ήταν αυτός που βοήθησε και ελευθέρωσε τους Έλληνες, μέσα από την σκλαβιά των τετρακοσίων χρόνων.
Έτσι όπως ο Θεός βοήθησε τους υπόδουλους Έλληνες να νικήσουν κάτω από μάχες αντίξοες και άνισες και να πετύχουν το ακατόρθωτο σύμφωνα με τους ανθρώπινους υπολογισμούς, έτσι και τώρα πάλι ο Θεός, μέσα από την παρουσία Του, θα ενίσχυε και θα καθοδηγούσε τους Έλληνες, στην κατάκτηση νέων επιτυχιών, σε νέους τομείς και σε άλλα επίπεδα, με εμφανή αυτή την άνθηση και ευημερία την οποία είχαν ανάγκη, προσπαθώντας να κερδίσουν το χαμένο χρόνο που έχασαν μέσα από την σκλαβιά.
Ο Ιερέας Σακελλίων, στις 10 Αυγούστου του 1840, είχε στείλει επιστολή στην Β. Γραμματεία της Επικρατείας, με την οποία ζητούσε να προσληφθεί στο Νοσοκομείο του Ναυπλίου, ως βοηθός του Αρχιμανδρίτη του Τάγματος Ρωμανίδη, ώστε όπως λέει ο ίδιος ꞉ «δια να ευοδούνται μεν η ιεροπραξία εις το Νοσοκομείο ήδη δια το πλήθος των αρρώστων στρατιωτών ως πληροφορούμαι ότι και ο ίδιος περί του αναφέρω να εξοικονομίσω τας οικιακάς μου ανάγκας». Μάλιστα ο εν λόγω Ιερέας και στο παρελθόν όπως αναφέρει, εχρημάτισε βοηθός του Στρατιωτικού Ιερέας Ιωακείμ Φυνδανάκη, στο Στρατιωτικό Νοσοκομείο για τέσσερα χρόνια αμισθί και καταθέτει παράλληλα με την επιστολή του, μια συστατική επιστολή- πιστοποιητικό, όπως αναγράφεται το οποίο του χορήγησε ο Ιερέας του Τάγματος Ιωακείμ, με ημερομηνία 1 Νοεμβρίου 1836 και αναφέρει τα ανωτέρω.
Επίσης έχουμε και μια επιστολή του Ιερέως του Τάγματος, του Αρχιμανδρίτου Ρωμανίδου, με ημερομηνία 16 Οκτωβρίου 1840,όπου εκεί αναφέρει τους λόγους που ζητά την τοποθέτηση βοηθού Ιερέως, αφού ο ίδιος αδυνατεί να καλύψει τις πνευματικές ανάγκες του στρατεύματος όλης της Φρουράς στην οποία είναι τοποθετημένος, αφού όλο το προσωπικό ανέρχεται στις δύο χιλιάδες. Μετά από όλη αυτή την αλληλογραφία την οποία παρουσιάσαμε όπως εξελίχθηκε, έρχεται ο Βασιλέας Όθων, στις 29 Μαΐου του 1841 και διορίζει παρά το Φρουραρχείο του Ναυπλίου, τον πρεσβύτερο Σακελλίωνα ꞉ «ως ιερέα βοηθόν δια να συντελή εις την θρησκευτικήν υπηρεσίαν της Φρουράς του Ναυπλίου και χορηγούμεν αυτώ δια τα χρέη εξήντα δραχμών μηνιαίον μισθόν».
Μετά την παραίτηση του Ιωακείμ Φυνδανάκη, σε αυτό το σημείο θα αναφερθούμε στο θάνατο του Στρατιωτικού Ιερέως, Ιωνά Ολυμπίου, την 1η Φεβρουαρίου 1841. Ο Ιωνάς Ολυμπίου, ήταν από τα πρώτα ονόματα Στρατιωτικών Ιερέων, τα οποία συναντήσαμε όταν δημιουργήθηκε ο θεσμός αυτός. Ήταν ένας εκ των παλαιοτέρων, οποίος και άφησε την τελευταία του πνοή ως εν ενεργεία Στρατιωτικός Ιερέας, δίδοντας μέχρι το τέλος της ζωής του και την τελευταία ικμάδα της ποιμαντικής του διακονίας, στο χώρο τον οποίο αγάπησε και διακόνησε εξ’ αρχής, δηλαδή με την έναρξη του αγώνα και συνεχίστηκε και μετά στον καιρό της ειρήνης.
Το Αρχηγείο του Σώματος της Οροφυλακής Φθιώτιδος, με επιστολή του, στις 12 Φεβρουαρίου 1841, προς την Β. Γραμματεία της Επικρατείας, αναφέρει το θάνατο του ανωτέρω Ιερέως, ως όφειλε, μέσα από την διαδικασία που ακολουθείτο σε παρόμοιες περιπτώσεις. Στην συνημμένη αλληλογραφία που υπάρχει σχετικά με το θάνατο του Ιερέως, βρίσκουμε και μια κατάσταση των ηθών και ικανοτήτων του Ιερέως Ιωνά Ολυμπίου, που αναφέρει ότι ήταν 50 ετών, Αρχιμανδρίτης στον εκκλησιαστικό βαθμό, ήταν φιλάσθενος, έχοντας ήθος εξαίρετο, γνωρίζει καλά να γράφει και να αναγιγνώσκει, ομιλεί ξένες γλώσσες, όπως γερμανικά, ρωσικά και όλοι τον υπολήπτονταν.
Η παρουσία και η προσφορά του αποθανόντος Ιερέως, καταλαβαίνουμε μέσα από τα γραπτά κείμενα που έχουν διασωθεί ήταν πάρα πολύ ουσιαστική, καρποφόρα, δημιουργική, αποτελεσματική και απέβη προς δόξα Θεού. Ήταν ένας Ιερέας με κύρος, με υπόσταση, με ιεροπρέπεια, που επιβαλλόταν με αυτήν του την ιεροπρέπεια και την σοβαρότητα που τον διέκριναν. Εμείς διαβάζουμε ένα κείμενο, που αποτυπώνει απλά, μονολεκτικά και σκιαγραφεί την προσωπικότητα του Ιωνά Ολυμπίου. Διαβάζουμε λέξεις που αποτελούν χαρακτηρισμούς για την εν γένει συμπεριφορά και παρουσία του. Όλα αυτά πιστεύουμε είναι λίγα μπροστά σε αυτά που έγιναν και δεν αποτυπώνονται με λέξεις και χαρακτηρισμούς. Οι λέξεις είναι φτωχές μέσα στο πλούτο της αγάπης αυτού του προσώπου που θυσιάστηκε και αναλώθηκε κυριολεκτικά στο έργο και στην αποστολή του.
Ευτυχώς όμως που υπάρχουν και αυτά τα κείμενα, έστω και με αυτόν τον απλό τρόπο, που μας παρουσιάζουν τέτοιες μορφές, που εμείς σήμερα τους γνωρίζουμε και τους μαθαίνουμε, αλλά μπορούμε να διδαχθούμε πάρα πολλά από αυτούς και να αξιοποιήσουμε την προσφορά και την παρουσία τους στο δικό μας χώρο, στη δική μας ποιμαντική διακονία εάν είμαστε Ιερείς, ή αν είμαστε λαϊκοί, μέσα στην καθημερινότητά μας, δίνοντας μαρτυρία και ομολογία, Ορθοδοξίας και Ελληνισμού, μέσα στο παγκόσμιο γίγνεσθαι, διατηρώντας την ταυτότητα, τον πολιτισμό, τα ήθη, τα έθιμα, την πίστη και τις παραδόσεις μας.
Με έγγραφο του Αρχηγείου του Σώματος της Οροφυλακής, με ημερομηνία 21 Μαρτίου 1841, δηλαδή ενάμιση μήνα μετά το θάνατο του Ιερέως Ολυμπίου, το οποίο υπογράφει ο προσωρινός Διοικητής εν απουσία του Αρχηγού, αναφέρει ότι υπάρχει δυσκολία στην επιτέλεση των θρησκευτικών καθηκόντων, εξαιτίας της απουσίας Στρατιωτικού Ιερέως και ζητά να διοριστεί στην κενή αυτή θέση κατάλληλος Ιερέας, προκειμένου να ανταποκρίνεται στα καθήκοντα και στην αποστολή του. Στη συνέχεια η Γραμματεία των Στρατιωτικών, με έγγραφό της προς τον Βασιλέα, στις 26 Μαρτίου 1841, προτείνει ως Ιερέα του Σώματος της Οροφυλακής Φθιώτιδος, τον Ιερομόναχο Άνθιμο Αδάμ, κάτοικο Χαλκίδας .
Ο Ιερομόναχος Άνθιμος Αδάμ είχε στείλει επιστολή προς την Ιερά Σύνοδο, στις 3 Μαρτίου 1841, με την οποία ζητούσε να εγκρίνει την πρόσληψή του ως Στρατιωτικού Ιερέως, αναφέροντας ότι και στο παρελθόν είχε υπηρετήσει ꞉ «ως Ιερεύς χιλιαρχίας του Συνταγματάρχου Βάσιου Μαυροβουνιώτου και του Ελαφρού Τάγματος του Τριανταφύλλου Τσούρα». Η Ιερά Σύνοδος με την σειρά της, με έγγραφο Της, στις 8 Μαρτίου 1841, είχε συνηγορήσει στο αίτημα του Ιερομονάχου και μεταξύ των άλλων γράφει ότι ꞉ «υπήρξε διατελέσας επισήμως διορισθείς στρατιωτικός εφημέριος εις τα ελαφρά Σώματα μέχρι διαλύσεως των και ήδη έχει την απαιτούμενην ικανότητα και σεμνό βίο και άξιος του επαγγέλματος του».
Μετά τα ανωτέρω, ο Όθων στις 29 Μαΐου 1841, διορίζει τον Άνθιμο Αδάμ Ιερέα του Σώματος της Οροφυλακής Φθιώτιδος, σε αντικατάσταση του αποθανόντος Αρχιμανδρίτου Ολυμπίου. Βεβαίως και στην παρούσα περίπτωση, υπήρξε και άλλος ενδιαφερόμενος για την θέση αυτή και είναι ο Ιερέας Κωνσταντίνος Κυριαζής, που με αναφορά του, προς την Διοίκηση Αιτωλίας, στις 4 Μαρτίου 1841, ζητά να προσληφθεί ως Στρατιωτικός Ιερέας. Χαρακτηριστικά αναφέρει ότι με την προηγούμενη Κυβέρνηση είχε διοριστεί ꞉ «Ιερέας εις το Ελαφρόν Τάγμα……. διαλυθέντων των ελαφρών ταγμάτων έμεινα μέχρι τούδε χωρίς τινός θέσεως». Ακόμα στην αναφορά του γράφει ότι είχε λάβει και κάποιο παράσημο και έγγραφο από τον Βασιλέα, για την εν γένει προσφορά του στην πατρίδα.
Αυτή την αναφορά ο Διοικητής Αιτωλίας, με ημερομηνία 15 Μαρτίου 1841, την αποστέλλει προς την Στρατιωτική Β. Γραμματεία της Επικρατείας για περαιτέρω ενέργειες και για την αξιολόγησή της, ως όφειλε. Παρά ταύτα για τη Οροφυλακή της Φθιώτιδος, προσελήφθη τελικά ο Άνθιμος Αδάμ, αφού αυτόν έκρινε τόσο η Εκκλησία, όσο και η Πολιτεία, ως καταλληλότερο μεταξύ δύο αξίων Ιερέων, με πάρα πολύ ουσιαστική προσφορά και έργο.
Συνεχίζεται {18}