του Νεκτάριου Δαπέργολα, Διδάκτορος Ιστορίας
Γράφαμε προ ολίγων ημερών για το θέμα της υπακοής, για την υποχρέωση των πιστών να αντιδρούν απέναντι στις κακοδοξίες πλανεμένων ποιμένων, αλλά και για το σημερινό αφήγημα κάποιων ότι η παραμικρή απείθεια δεν δικαιολογείται, ενώ όσοι την επιδεικνύουν είναι φανατικοί, ακραίοι, μισαλλόδοξοι, ου κατ’ επίγνωσιν ζηλωτές ή όπως αλλιώς επιθυμεί να τους βαφτίζει η κακοήθεια των οικουμενιστών θολολόγων.
Επειδή λοιπόν παράγινε το κακό με τους κήρυκες της τυφλής υπακοής και του νανουρισμένου εφησυχασμού, καταθέτουμε σήμερα (αλλά και σε προσεχές άρθρο) μία σειρά εντυπωσιακών μαρτυριών που τεκμηριώνουν όλα αυτά επάνω στους ίδιους τους Αγίους και τους Πατέρες της Εκκλησίας μας. Γιατί όντως τεκμηριώνονται και μάλιστα πολλαπλώς (εξ ου και η ανάγκη να υπάρξει και επόμενο κείμενο). Και όλα αυτά βέβαια την ώρα που οι κακοδοξίες περί αυτού του ιδιόμορφου επισκοπικού αλαθήτου και της (άνευ όρων και διακρίσεως) υπακοής δεν μπορούν αντιθέτως να τεκμηριωθούν πουθενά, παρά μόνο σε κάτι μύχιους πόθους και κάποια θλιβερά φληναφήματα ορισμένων συγχρόνων θολολόγων της μεταπατερικής πλάνης.
Και ξεκινούμε βεβαίως με τον μέγα Απόστολο των Εθνών, ο οποίος στην «Προς Γαλάτας Επιστολή» του (α΄ 6-9), δηλώνοντας τη δυσάρεστη έκπληξή του για την ευκολία με την οποία οι Χριστιανοί της Γαλατίας της Μ.Ασίας πέφτουν σε πλάνη και παρασύρονται από διαστρεβλωτές της πίστεως, γράφει: «Θαυμάζω ὅτι οὕτως ταχέως μετατίθεσθε ἀπὸ τοῦ καλέσαντος ὑμᾶς ἐν χάριτι (=Χριστοῦ) εἰς ἕτερον εὐαγγέλιον, ὃ οὐκ ἔστιν ἄλλο· εἰ μή τινές εἰσιν οἱ ταράσσοντες ὑμᾶς καὶ θέλοντες μεταστρέψαι τὸ εὐαγγέλιον τοῦ Χριστοῦ. ἀλλὰ καὶ ἐὰν ἡμεῖς ἢ ἄγγελος ἐξ οὐρανοῦ εὐαγγελίζηται παρ᾽ ὃ εὐηγγελισάμεθα ὑμῖν, ἀνάθεμα ἔστω. ὡς προειρήκαμεν, καὶ ἄρτι πάλιν λέγω, εἴ τις ὑμᾶς εὐαγγελίζεται παρ᾽ ὃ παρελάβετε, ἀνάθεμα ἔστω».
Σαφής λοιπόν η προτροπή/εντολή του Αποστόλου Παύλου προς τους πιστούς, και μάλιστα δύο φορές προς πλήρη εμπέδωση («ὡς προειρήκαμεν, καὶ ἄρτι πάλιν λέγω») να μη δεχθούν καμία καινοτομία, ακόμη κι αν προέρχεται από άγγελο ή από τους ίδιους τους Αποστόλους. Εντολή που καταργεί κάθε έννοια «αλαθήτου», κάθε έννοια αυθεντίας των μεμονωμένων προσώπων έναντι της Παραδόσεως μέσα στην Εκκλησία (αφού ούτε οι ίδιοι οι Απόστολοι δεν μπορούν υστερογενώς να αλλάξουν το Ευαγγέλιό τους, επειδή αυτό είναι «άνωθεν»), αλλά και επιπλέον αρκεί από μόνη της να μας καθοδηγήσει στο τί πρέπει να γίνεται όταν κάποιοι μας καλούν να κάνουμε υπακοή εναντίον της Πίστεως της Εκκλησίας: πολύ απλά απομακρύνουμε όποιον αλλοιώνει το αρχικό ευαγγελικό κήρυγμα. Όποιος το τολμήσει, «ἀνάθεμα ἔστω».
Όσο δε για το άλλο χωρίο του Αποστόλου Παύλου, που συνήθως επικαλούνται απομονωμένα οι τυφλο-υπακοούληδες, δηλαδή το περίφημο «πείθεσθε τοῖς ἡγουμένοις ὑμῶν καὶ ὑπείκετε· αὐτοὶ γὰρ ἀγρυπνοῦσιν ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ὑμῶν ὡς λόγον ἀποδώσοντες» (Προς Εβραίους ιγ΄, 17), και πάλι είναι σαφές πως δεν πρόκειται για άνευ όρων υπακοή. Αλλά για υπακοή που συνδέεται με την ορθή στάση των «ηγουμένων», των διδασκάλων και εκκλησιαστικών ταγών: η προϋπόθεση είναι ότι «αὐτοὶ ἀγρυπνοῦσιν ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ὑμῶν». Αν όμως αυτοί ολιγωρούν για τις ψυχές και αμελούν για τους πνευματικούς κινδύνους και πρωτίστως για την αίρεση, τότε καταργείται το καθήκον της υπακοής σε αυτούς. Και το αν όχι μόνο αμελούν αλλά και υποχωρούν στην αίρεση, είναι πολύ εύκολο βέβαια να διαγνωσθεί βάσει των Ιερών Κανόνων. Άλλωστε γεμάτο αναφορές είναι το συγγραφικό έργο του Αποστόλου για διάκριση ανάμεσα σε καλούς και κακούς ποιμένες, γνήσιους δασκάλους και ψευδοποιμένες ή ψευδοπροφήτες, που θα εμφανιστούν μέσα στην Εκκλησία «λαλοῦντες διεστραμμένα». Η υπακοή στους τελευταίους είναι φυσικά αδιανόητη.
Και το πόσο αδιανόητη είναι, φαίνεται ασφαλώς και από όσα γράφουν και άλλοι κορυφαίοι Πατέρες, με τρόπο που καθιστά απολύτως σαφές πόσο σκαιά διαστρέφουν την αλήθεια κάτι σύγχρονοι νανουριστές κληρικοί και τα νανουρισμένα πνευματικοπαίδια τους. Και εν αρχή ας δούμε τι λέει ο Μέγας Βασίλειος, που στηριζόμενος στον Απόστολο Παύλο, τονίζει ρητά ότι εάν οι ποιμένες λένε κάτι σύμφωνα με την εντολή του Κυρίου, πρέπει να υπακούμε, αν όμως λέγουν κάτι αντίθετο από τις εντολές του Ευαγγελίου, κι αν ακόμη αυτός που προστάζει είναι άγγελος εξ ουρανού ή κάποιος Απόστολος, τότε οφείλουμε να μην υπακούμε (Μ. Βασιλείου, Έργα 9, Ε.Π.Ε. σ. 381). Στο ίδιο ωστόσο πνεύμα και ο σύγχρονός του Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, που λέει τα εξής εντυπωσιακά για όσους όχι μόνο δεν υπακούουν, αλλά και εναντιώνονται σε πλανεμένους ιερείς και αντιδρούν απέναντι στις κακοδοξίες τους: Όσους εναντιώνονται κατά των ιερέων για θέματα πίστεως…ούτε εγώ τους κατακρίνω, αλλά, εάν πρέπει να πω όλη την αλήθεια, τους επαινώ και χαίρομαι κι εγὼ μαζί τους. Και θα ευχόμουν να είμαι ένας από αυτούς που αγωνίζονται για την αλήθεια και λοιδωρούνται και θεωρούνται για τον λόγο αυτό ως εχθροί. Μάλλον δε και καυχιέμαι ότι είμαι τέτοιος. Διότι είναι προτιμότερος ο πόλεμος για την αρετή, από την ειρήνη που συμβιβάζεται με την κακία καί, ως εκ τούτου, σε χωρίζει από τον Θεό («Καὶ ὅσοι μὲν περὶ πίστεως τοῦτο πασχόντων… οὐδ᾿ ἐγὼ μέμφομαι, ἀλλ᾿ εἰ δεῖ τἀληθὲς εἰπεῖν, καὶ προσεπαινῶ, καὶ συνήδομαι. Καὶ τούτων εἷς εἴην τῶν ὑπὲρ ἀληθείας ἀγωνιζομένων καὶ τῶν ἀπεχθανομένων· μᾶλλον δὲ καὶ εἶναι καυχήσομαι. Κρείττων γὰρ ἐπαινετὸς πόλεμος εἰρήνης χωριζούσης Θεοῦ»: Αγίου Γρηγορίου Θεολόγου, «Ἀπολογητικός περί τῆς φυγῆς εἰς τόν Πόντον ἢ περί Ἱερωσύνης», 82).
Και ας δούμε βέβαια και πώς ερμηνεύει αυτό το αποστολικό «πείθεσθε τοῖς ἡγουμένοις ὑμῶν καὶ ὑπείκετε» και ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος. Ο οποίος μάλιστα απαντά συνάμα και στην άλλη μεγάλη και χιλιοειπωμένη ανοησία των ημερών μας, ότι δήθεν αποτελεί ιεροκατάκριση να κρίνεις και να ελέγχεις κληρικούς που έχουν πέσει σε αίρεση και πλάνη. Κάνοντας λοιπόν λόγο για το πιθανό ενδεχόμενο να είναι πονηρός και ανάξιος ο εκκλησιαστικός άρχοντας, λέει: «Δεν είναι μικρό αυτό το κακό, αλλά είναι πολύ χειρότερο κι από την αναρχία: διότι καλύτερα να μη καθοδηγείσαι από κανένα, παρά να καθοδηγείσαι από κάποιον πονηρό. Διότι στην πρώτη περίπτωση μπορεί να σωθείς, αλλά στη δεύτερη οπωσδήποτε θα κινδυνεύσεις, οδηγούμενος προς βάραθρα. Με ποια λογική λοιπόν λέει ο Απόστολος “πείθεσθε τοις ηγουμένοις υμών και υπείκετε”; Με την εξής λογική: αφού πιο πάνω είπε “των οποίων βλέποντας την έκβαση της ζωής, μιμείσθε την πίστη τους”, τότε ήταν που είπε “πειθαρχείτε στους ηγουμένους σας και υπακούετε”. Τι γίνεται λοιπόν, λέει, όταν είναι πονηρός και δεν πειθαρχούμε; Πώς το εννοείς το “πονηρός”; Αν είναι πονηρός εξ αιτίας της πίστεως, απόφευγε και παράτησέ τον, όχι μόνον αν είναι άνθρωπος, αλλά κι αν είναι άγγελος που κατέρχεται εξ ουρανού (Γαλ. 1, 8). Αν είναι πονηρός εξ αιτίας της ζωής του, μην ασχολείσαι […]. Μη προσέχετε λοιπόν τη ζωή, αλλά τα λόγια τους· διότι εξ αιτίας των ηθών δεν θα μπορούσε κανείς ποτέ να υποστεί βλάβη. Γιατί; Διότι είναι φανερά σε όλους, και ο ίδιος, ακόμη κι αν είναι πονηρός χιλιάδες φορές, ποτέ δεν θα διδάξει πονηρές και διεστραμμένες διδασκαλίες. Αλλά όταν είναι στην πίστη πονηρός, αυτό δεν είναι φανερό σε όλους κι επίσης τότε δεν θα σταματήσει να διδάσκει. Διότι και το “Μη κρίνετε, ίνα μη κριθήτε” είναι για τον βίο και όχι για την πίστη». (Patrologia Graeca 63, 232-233).
Ούτε η υπακοή λοιπόν μπορεί να είναι απροϋπόθετος, αλλά ούτε και ιεροκατάκριση αποτελεί να κρίνεις τη στρεβλή πίστη κάποιου που έχει εκτραπεί σε πλάνη. Ιεροκατάκριση αντιθέτως είναι να σχολιάζεις τον βίο του, όταν δηλαδή τον κατηγορείς για σαρκικές και λοιπές προσωπικές αμαρτίες (όχι μόνο ανυπόστατες, αλλά ακόμη και πραγματικές). Αυτό όντως αποτελεί βαριά αμαρτία, ακόμη και αν το πράττεις απέναντι σε λαϊκό, πόσο δε μάλλον σε ιερωμένο. Ο έλεγχος όμως για διαστρεβλωμένη και αιρετική διδασκαλία όχι μόνο δεν απαγορεύεται, αλλά αποτελεί και καθήκον – και ειδικά μάλιστα όταν πρόκειται για ανθρώπους που δεν έχουν ευθύνη μόνο του εαυτού τους, αλλά επηρεάζουν πνευματικά πολλούς άλλους και μπορεί επομένως να γίνουν αίτιοι για την απώλεια ψυχών. Αυτό για να ξεκαθαρίσουμε για μία ακόμη φορά και τα όρια της υπακοής, αλλά και τις πραγματικές διαστάσεις της ιεροκατηγορίας.
Και μετά από τους τρείς μεγάλους μας ιεράρχες, περνάμε σε ένα ακόμη σπουδαίο εκκλησιαστικό πατέρα, τον Μέγα Αθανάσιο, που απαγορεύει ρητά την «κοινωνία» με πρόσωπα, των οποίων το αιρετικό φρόνημα αποστρεφόμαστε («ὧν τὸ φρόνημα ἀποστρεφόμεθα, τούτους ἀπὸ τῆς κοινωνίας προσήκει φεύγειν»: Patrologia Graeca 26, 1188ΒC). Και συμπληρώνει πάλι ο ίδιος ότι όπως πρέπει να κόβουμε τον οφθαλμό που μας σκανδαλίζει (όχι τον αισθητό, αλλά τον νοητό), έτσι και ο επίσκοπος ή ο ιερέας, που είναι οι οφθαλμοί της Εκκλησίας, αν έχουν πέσει σε πλάνη και σκανδαλίζουν τον λαό, πρέπει να εκβάλλονται, γιατί καλύτερα δίχως αυτούς να συναθροίζονται οι πιστοί, παρά να πάνε μαζί μ’ αυτούς στην Κόλαση, σαν να είναι μαζί με τον Άννα και τον Καϊάφα («Βαδίζοντες τὴν ἀπλανῆ καὶ ζωηφόρον ὁδόν, ὀφθαλμὸν μὲν ἐκκόψωμεν σκανδαλίζοντα, μὴ τὸν αἰσθητόν…ἀλλὰ τὸν νοητὸν. Οἶον ἐάν ὁ ἐπίσκοπος ἤ ὁ πρεσβύτερος, οἱ ὄντες ὀφθαλμοί τῆς Ἐκκλησίας, κακῶς ἀναστρέφωνται, καὶ σκανδαλίζωσι τὸν λαόν, χρὴ αὐτούς ἐκβάλλεσθαι. Συμφέρον γὰρ ἐστιν ἄνευ αὐτῶν συναθροίζεσθαι εἰς εὐκτήριον οἶκον, ἤ μετ’ αὐτοὺς ἐμβληθῆναι, ὡς μετὰ Ἄννα καὶ Καϊάφα, εἰς τὴν γέεναν τοῦ πυρός…ἵνα ἡ Ἐκκλησία ἀσκανδαλίστως συναγομένη διαφυλαχθήσεται»: Patrologia Graeca 27, 1369C).
Κλείνοντας πλέον το σημερινό σχόλιο, θυμίζω τον 31ο Αποστολικό Κανόνα, που προβλέπει επίσης την απομάκρυνση των πιστών από κακοδόξους επισκόπους, αλλά και τον Μέγα Φώτιο (9ος αιώνας), που επίσης εμφανίζεται εντυπωσιακά κάθετος – κι ας είναι γνωστό πόσο κατηγορήθηκε από τους Ζηλωτές της εποχής του ως μετριοπαθής και υποστηρικτής της λεγόμενης «οικονομίας» (την οικονομία όμως τότε οι Πατέρες την εννοούσαν στην ορθή της διάσταση, δηλαδή για θέματα δευτερεύοντα και εξωτερικά, όχι για δογματικά – σε πλήρη αντίθεση με τους σημερινούς Οικουμενιστές που τη χρησιμοποιούν ως προπέτασμα καπνού για να καλύψουν το ολοκληρωτικό δογματικό και εκκλησιολογικό ξεχαρβάλωμα που επιχειρούν). Λέει λοιπόν ο Μέγας Φώτιος ότι αν ο ποιμένας είναι αιρετικός, τότε είναι λύκος και πρέπει να φεύγουμε τρέχοντας μακριά του και να μη μας ξεγελά κι αν ακόμη παρουσιάζεται ήρεμος, αλλά να αποφεύγουμε οπωσδήποτε την επικοινωνία και τη συναναστροφή μαζί του, σαν να πρόκειται για το δηλητήριο του φιδιού («Αἱρετικός ἐστίν ὁ ποιμήν; Λύκος ἐστίν. Φεύγειν ἐξ αὐτοῦ καὶ ἀποπηδᾶν δεήσει μὴν ἀπατηθῆναι προσέλθειν κἄν ἥμερον αὐτοῦ παρισαίνειν δοκεῖ, φύγε τὴν κοινωνίαν καὶ τὴν πρὸς αὐτόν ὁμιλίαν ὡς ἰόν ὄφεως»: Ε.Π.Ε. 12, σ. 400).
Δεν είναι άραγε συγκλονιστικά εύγλωττα όλα αυτά; Για ποιαν ευπείθεια λοιπόν και για ποιαν άνευ όρων υπακοή τολμούν να μας μιλούν κάποιοι; Υπακοή σε πλανεμένους ταγούς και αιρετικούς λυκοποιμένες δεν νοείται. Και αυτό είναι απολύτως ξεκάθαρο…