† Μνήμη τῶν ἁγίων μαρτύρων Θεοπέμπτου καί Θεωνᾶ.
῾Ο Ἅγιος Μάρτυς Θεόπεμπτος ἦταν Ἐπίσκοπος κατά τήν ἐποχή τοῦ αὐτοκράτορος Διοκλητιανοῦ (284-305 μ.Χ.). ῞Οταν ὁ αὐτοκρά-τορας ἐκίνησε διωγμό ἐναντίον τῶν Χριστιανῶν, ὁ Θεόπεμπτος, ἀφοῦ ὁμολόγησε μέ παρρησία ὅτι ὁ Χριστός εἶναι Θεός, ἔλαβε τό στεφάνι τοῦ μαρτυρίου. Τόν συνέλαβαν καί τόν ὁδήγησαν ἐνώπιον τοῦ αὐτοκράτορος. ῾Ο Ἅγιος δέν ἐδείλιασε καθόλου καί ἐστηλί-τευσε τήν πλάνη τοῦ αὐτοκράτορος. ῎Ετσι ἄρχισαν τά βασανιστή-ρια. Τόν ἔρριξαν σέ πυρακτωμένο κλίβανο. ῞Ομως βγῆκε ἀπό ἐκεῖ χωρίς νά πάθει τίποτε. ῎Επειτα τοῦ ἔδωσαν καί ἤπιε δηλητήριο. ᾿Επειδή ὅμως τό δηλητήριο δέν τοῦ προξένησε κανένα κακό, προ-σείλκυσε στή χριστιανική πίστη τό μάγο πού τοῦ ἔδωσε νά πιεῖ τό δηλητήριο καί ὁ ὁποῖος, ἐξαιτίας τοῦ γεγονότος αὐτοῦ, ὀνομάσθηκε Θεωνᾶς. Στό τέλος, οἱ εἰδωλολάτρες ἀπέκοψαν τήν τιμία κεφαλή τοῦ Ἁγίου Θεοπέμπτου.
Τόν Ἅγιο Θεωνᾶ τόν ἔρριξαν μέσα σ᾿ ἕνα λάκκο καί τόν ἐσκέ-πασαν μέ χῶμα μέχρι καί τό κεφάλι. ῎Ετσι καί αὐτός παρέδωσε, ὕστερα ἀπό μαρτυρικό θάνατο, τήν ψυχή του στόν Κύριο.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῆς ἁγίας Συγκλητικῆς.
῾Η Ἁγία Συγκλητική καταγόταν ἀπό πλούσιο καί εὐσεβές γέ-νος. ῞Οταν ἔφθασε στήν κατάλληλη ἡλικία γιά γάμο, καί ἐπειδή ἦταν πολύ πλούσια, πολλοί νέοι ἤθελαν νά τή νυμφευθοῦν. Τό γε-γονός ὅμως αὐτό μεγάλωνε ἀκόμη περισσότερο τόν πόθο πού εἶχε νά ἀφιερωθεῖ ὁλοκληρωτικά στόν Κύριο. ῎Ετσι, λοιπόν, ἄφησε τίς βιοτικές φροντίδες καί στράφηκε μέ ὅλη της τήν ψυχή στήν ἄσκηση τῆς ἀρετῆς καί τῆς ὁσιακῆς πολιτείας.
῾Η Ἁγία, ὅπως καί ὁ δίκαιος ᾿Ιώβ, δοκιμάσθηκε σκληρά ἀπό φοβερές σωματικές ἀσθένειες, πληγές καί κακώσεις πού τῆς κατέφα-γαν ὅλο τό σῶμα. Καί ὅλα τά δεινοπαθήματα τά ὑπέμενε μέ ὑποδειγματική καρτερία καί ὑπομονή.
Ἡ Ἁγία Συγκλητική ἐκοιμήθηκε ὁσίως μέ εἰρήνη σέ μεγάλη ἡλι-κία.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Γρηγορίου, τοῦ ἐν τῷ Ἀκρίτᾳ.
῾Ο Ὅσιος Γρηγόριος καταγόταν ἀπό τή νῆσο Κρήτη καί ἐγεν-νήθηκε περί τό 755 μ.Χ. ῾Ο πατέρας του ὀνομαζόταν Θεοφάνης καί ἡ μητέρα του ᾿Ιουλιανή. ῏Ηταν καί οἱ δύο γονεῖς του πολύ εὐσεβεῖς ἄνθρωποι.
῾Ο Γρηγόριος ἐπέρασε ἀρκετά χρόνια τῆς ζωῆς του μαθαίνο-ντας γράμματα. Κάποτε ὅμως ἡ ψυχή του θερμάνθηκε ἀπό θεῖο ζῆλο, πού τόν ἔκανε νά σηκωθεῖ καί νά φύγει ἀπό τήν πατρίδα του καί νά πάει στή Σελεύκεια. ᾿Εκεῖ ἔμεινε ἀρκετό χρόνο καί τρεφόταν μέ πολύ λίγο ψωμί καί νερό. Στό εἰκοστό ἕκτο ἔτος τῆς ἡλικίας του, ὅταν ἀπέθανε ὁ αὐτοκράτορας Λέων Δ´ ὁ Χάζαρος (775-780 μ.Χ.) καί ἐθριάμβευσε ἡ ᾿Ορθοδοξία, πῆγε στά ῾Ιεροσόλυμα, ἐπειδή εἶχε τόν πόθο νά προσκυνήσει τούς Ἁγίους Τόπους. ᾿Εκεῖ ἐπί δώδεκα ὁλόκληρα χρόνια ὑπέστη πλεῖστα δεινοπαθήματα ἀπό τούς Ἀγα-ρηνούς καί τούς ῾Εβραίους.
Ἀπό τούς Ἁγίους Τόπους πῆγε στή Ρώμη. ᾿Εκεῖ, εἶχε τήν εὐ-τυχία νά λάβει καί τό ἀγγελικό σχῆμα, δηλαδή νά γίνει μοναχός. ῞Οταν μετά τό θάνατο τοῦ Σταυρακίου ἔγινε αὐτοκράτορας ὁ Μιχαήλ Α´ ὁ Ραγκαβές (811-813 μ.Χ.) καί τό πηδάλιο τῆς ᾿Εκκλησί-ας εἶχε στά χέρια του ὁ Ἅγιος Νικηφόρος (806-815 μ.Χ.), ἀπεστάλη στόν Πάπα Ρώμης ἀντιπροσωπεία. Ἡ τριμελῆ ἀντιπροσωπεία, τήν ὁποία ἀποτέλεσαν ὁ πατρίκιος Θεόγνωστος, ὁ Ἀρσάφιος καί ὁ Ἐπί-σκοπος Συνάδων Μιχαήλ, ἐστάλη στό Ἀκυΐσγρανο (Aix-la-Chapel-le) πρός τόν Κάρολο τό Μέγα, μετά τοῦ ὁποίου συνέγραψε συμφω-νία, κατά τήν ὁποία ὁ Κάρολος παραχωροῦσε στό Βυζάντιο τή Βε-νετία καί τά παράλια τῆς Ἀδριατικῆς, σέ ἀντάλλαγμα δέ ἀναγνω-ριζόταν σέ αὐτόν ὁ τίτλος τοῦ αὐτοκράτορος.
῾Ο ᾿Επίσκοπος Συνάδων Μιχαήλ συνάντησε ἐκεῖ τυχαῖα τόν μα-κάριο Γρηγόριο, τόν ὁποῖο καί πῆρε μαζί του ἐπιστρέφοντας στήν Κωνσταντινούπολη. Μόλις ἔφθασαν στήν Κωνσταντινούπολη, ὁ Ἐπίσκοπος Μιχαήλ παρέδωσε τόν Γρηγόριο στήν περίφημη μονή πού βρισκόταν στήν περιοχή τοῦ Ἀκρίτα καί τόν συγκαταρίθμησε μεταξύ τῶν μοναχῶν αὐτῆς. Ἦταν τό ἔτος 812 μ.Χ. Ἴσως ἡ μονή νά ἦταν ἀφιερωμένη στήν Θεοτόκο καί ἦταν πατριαρχική καί σταυρο-πηγιακή. ᾿Εκεῖ, λοιπόν, ὁ Ἅγιος περνοῦσε τή ζωή του πολύ ἀσκητι-κά. ᾿Αλλά καί σέ ἄλλες σκληρές δοκιμασίες ἔβαλε ὁ ἴδιος τόν ἑαυτό του. Γιά ἀρκετό χρονικό διάστημα διέμεινε σέ ἕναν πολύ βαθύ λάκκο, ὅπου ἔκλαψε πολύ γιά τήν ταραχή πού εἶχε παρουσιασθεῖ στήν ᾿Εκκλησία. Ἔζησε τό νέο σάλο τόν ὁποῖο ἐδημιούργησε ἡ ἐγκαινιασθεῖσα δεύτερη εἰκονομαχική περίοδος ὑπό τοῦ αὐτοκρά-τορος Λέοντος Ε´ τοῦ Ἀρμενίου. ῞Οταν βγῆκε ἀπό τό λάκκο, κλεί-σθηκε σέ ἕνα πάρα πολύ μικρό κελλί καί ἐκάλυπτε τό σῶμα του μέ ἕνα μόνο δερμάτινο χιτώνα. Στόν κῆπο ὑπῆρχε ἕνα μεγάλο πιθάρι. Αὐτό τό πιθάρι τό ἐγέμιζε μέ νερό καί μόλις βράδιαζε, ἀφοῦ ἔβγαζε τό χιτώνα του, ἔμπαινε μέσα καί ἐδιάβαζε τό Ψαλτήριο. ῞Οταν ἐτελείωνε τήν ἀνάγνωση τοῦ Ψαλτηρίου, ἔβγαινε πάλι ἔξω ἀπό τό πιθάρι. Καί ἔτσι ἔπραττε ὅλες τίς ἡμέρες τῆς ζωῆς του ὁ Ὅσιος Γρη-γόριος.
Κατ᾿ αὐτό τόν τρόπο, λοιπόν, ἀφοῦ καλῶς ἀγωνίσθηκε, ἐναπέ-θεσε τήν ἁγία ψυχή του στά χέρια τοῦ Κυρίου.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Φωστηρίου.
῾Ο Ἅγιος Φωστήριος καταγόταν ἀπό τήν Ἀνατολή. Ἀφοῦ ἀνῆλθε σέ ἕνα ψηλό καί ἥσυχο ὄρος, προσευχόταν νοερά στόν Θεό καί ἐταλαιπωροῦσε τόν ἑαυτό του μέ νηστεῖες, ἀγρυπνίες, γονυκλι-σίες καί κάθε μορφῆς σκληραγωγία. ῎Ετσι λοιπόν ἀναδείχθηκε πραγματικά, ὅπως λέγει καί τό ὄνομά του, φωστήρας πού ἐφώτιζε τό στερέωμα τῆς Ἐκκλησίας.
῾Ο Ἅγιος Φωστήριος εἶχε προικισθεῖ ἀπό τόν Θεό μέ τό χάρισμα τῆς θαυματουργίας. ῎Ετσι ἐθεράπευε κάθε ἀσθένεια τῶν πιστῶν πού προσέρχονταν σ’ αὐτόν. Ἀκόμη καί ἄρτους ἀπό τόν οὐρανό ἐδεχόταν ὁ Ἅγιος, ὅπως παλαιότερα, στήν ἐποχή τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ὁ Προφήτης ᾿Ηλίας. Ἀλλά ὁ Προφήτης ᾿Ηλίας ἐλάμβανε τούς ἄρτους ἀπό ἕναν κόρακα, ἐνῶ ὁ Ἅγιος Φωστήριος ἀπό Ἄγγελο Κυρίου, σέ καθορισμένο τόπο, στόν ὁποῖο πήγαινε καθημερινά ὁ Ἄγγελος καί ἄφηνε ἕναν ἄρτο. Καί ὅταν καμμιά φορά ἔφθαναν στόν τόπο πού ἀσκήτευε ὁ Ἅγιος δύο ἤ τρεῖς ἤ καί περισσότεροι ἀδελφοί, βρίσκονταν στόν καθορισμένο τόπο ἄρτοι ἀνάλογα μέ τόν ἀριθμό τῶν ἐπισκεπτῶν.
᾿Επειδή ὅμως χωρίς τή βούληση τοῦ Θεοῦ δέν ἰσχύει δέηση, ὁ τρόπος αὐτός ἐξοικονομήσεως τῶν ἄρτων δέν διατηρήθηκε μέχρι τό τέλος τῆς ζωῆς τοῦ Ἁγίου, ὅπως ἀκριβῶς οὔτε στόν Προφήτη. Ἀλλά στόν Προφήτη ὁ τρόπος πού ἐλάμβανε τούς ἄρτους ἐκράτησε μόνο μερικές ἡμέρες, ἐνῶ στόν Ἅγιο ἐκράτησε ἀρκετά χρόνια, μέχρι τότε δηλαδή πού ζοῦσε στήν ἡσυχία καί ἐφύλαγε τήν ἀκτημοσύνη.
῞Οταν ὅμως ὁ Ἅγιος Φωστήριος ἵδρυσε μονή καί συγκέντρωσε σ’ αὐτό πάρα πολλούς μοναχούς, δέν ἐλάμβανε τούς ἄρτους ἄνωθεν, ὅπως συνέβαινε πρίν, ἀλλά ἐργαζόταν, γιά νά καλύψει τίς ἀνάγκες ὅλων. Καί βέβαια ὁ Θεός δέν ἔπαυσε νά τοῦ στέλνει πλούσια τή χάρη καί τήν εὐλογία Του. Ὁ Ἅγιος ἐδίδασκε στή θεωρία καί στήν πράξη τούς μαθητές του μέ τό ἐργόχειρο, τήν προσευχή καί τήν ἀνά-γνωση τῶν ἱερῶν βιβλίων.
῞Οταν δέ κάποτε ἐμφανίσθηκε μιά αἵρεση στήν ᾿Εκκλησία τοῦ Θεοῦ καί συναθροίσθηκαν πολλοί Πατέρες νά ἐξετάσουν τό θέμα καί νά ἀποφασίσουν, προσκλήθηκε νά πάρει μέρος καί ὁ Ἅγιος Φω-στήριος. Στήν πρόσκληση αὐτή ὁ Ἅγιος ὄχι μόνο ἀνταποκρίθηκε, ἀλλά καί ἀποδείχθηκε γενναῖος ἀγωνιστής τῆς Ὀρθοθόξου πίστεως, ἀφοῦ μέ τούς λόγους του πολλοί ἀπό τίς διάφορες αἱρέσεις ἐπα-νῆλθαν στήν ὁδό τῆς ἀλήθειας, ἐνῶ μέ τίς παραινέσεις του πολλοί ἔγιναν μοναχοί.
Ὁ Ἅγιος Φωστήριος ἐκοιμήθηκε ὁσίως μέ εἰρήνη.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου μάρτυρος Σάϊς.
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Σάϊς ἐτελείωσε μαρτυρικά τό βίο του βλη-θείς στή θάλασσα καί ἔτσι ἐγλύτωσε ἀπό τά ποντίζοντα βάθη τῆς πλάνης τῶν εἰδώλων.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου μάρτυρος Θεοείδου.
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Θεόειδος ἐτελείωσε μαρτυρικά τό βίο του, ἀφοῦ τόν κατεπάτησαν.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῆς ὁσίας μητρός ἡμῶν Δομνίνας.
Ἡ Ὁσία Δομνίνα ἤ Δόμνα ἔζησε κατά Θεόν καί ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῆς ὁσίας μητρός ἡμῶν Τατιανῆς.
Ἡ Ὁσία Τατιανή ἔζησε κατά Θεόν, ὡς μοναχή, καί ἐκοιμή-θηκε μέ εἰρήνη.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Δωροθέου.
Ὁ Ὅσιος Δωρόθεος ἀκολούθησε τήν ὁδό τῆς μοναχικῆς πολι-τείας καί φαίνεται ὅτι ὑπῆρξε ἱδρυτής καί κτίτορας τῆς μονῆς Χι-λιοκομίου Ἀμασείας[1].
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσιομάρτυρος Ρωμανοῦ.
Ὁ Ὁσιομάρτυς Ρωμανός καταγόταν ἀπό τό Καρπενήσι καί κατά πᾶσα πιθανότητα ἀπό τό χωριό Ἀνδράνοβα, πού σήμερα κα-λεῖται Ἀσπρόπυργος. Ὁ Ἅγιος ἐγεννήθηκε ἀπό γονεῖς εὐσεβεῖς ἀλλά ἀγράμματους. Ἔτσι ἔμεινε καί αὐτός ἀγράμματος καί δέν ἐγνώριζε τίποτε παρά τό ὅτι εἶναι Χριστιανός. Μετέβη στούς Ἁγίους Τόπους καί στή μονή τοῦ Ἁγίου Σάββα γιά προσκύνημα καί ἀφοῦ ἔγινε ζηλωτής τῶν παθημάτων τοῦ Κυρίου ἐκήρυττε στά Ἱεροσόλυμα τήν ἀληθῆ πίστη τοῦ Χριστοῦ. Στήν καρδιά του εἶχε ἀνάψει ἡ φλόγα τοῦ μαρτυρίου. Ἀνακοίνωσε στόν Πατριάρχη τό σκοπό του, ὁ ὁποῖ-ος βέβαια τόν ἐμπόδισε, διότι δέν ἐγνώριζε τήν πορεία τῆς ἐκβά-σεως, ἀλλά καί γιά νά μήν ἐπακολουθήσει κανένα κακό στόν Πα-νάγιο Τάφο.
Στή συνέχεια μετέβη στή Θεσσαλονίκη καί παρουσιασθείς στόν κριτή ὁμολόγησε ὅτι ὁ Χριστός εἶναι Θεός ποιητής τοῦ παντός καί ὁ μόνος Σωτήρας τῶν ἀνθρώπων. Οἱ ἀλλόπιστοι τόν συνέλαβαν καί τόν παρέδωσαν σέ φρικτά βασανιστήρια, κατά τά ὁποῖα τοῦ κατέκοψαν λουριά ἀπό τό δέρμα του, βιάζοντάς τον νά ἀρνηθεῖ τόν Χριστό. Πρό τῆς σταθερᾶς ἀποφάσεως τοῦ μάρτυρος νά μείνει ἀκλόνητος στήν πίστη αὐτοῦ, ὁ κριτής ἐξέδωσε θανατική ἀπόφασή κατ’ αὐτοῦ. Ἐκεῖ παρευρισκόταν ὁ ἀρχηγός τοῦ Τουρκικοῦ στόλου Θεσσαλονίκης, πού ἐζήτησε νά δοθεῖ στό Μάρτυρα διαρκής ποινή δουλείας στό κωπηλάτισμα τῶν πλοίων, μήπως ἔτσι ἀπό τούς πολλούς κόπους ἀρνηθεῖ τό Χριστό. Κάποιοι Χριστιανοί κατόρθω-σαν νά ἐλευθερώσουν τόν Ἅγιο πού διέφυγε καί κατέφυγε στό Ἅγιον Ὄρος, κοντά στόν Ὅσιο Ἀκάκιο τόν Καυσοκαλυβίτη, ὅπου καί ἐκάρη μοναχός τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς. Ἐκεῖ συνέχισε τόν ἀσκητικό του ἀγώνα καί τό ἔργο τῆς προσευχῆς. Ὁ ζῆλος του πρός τό μαρτύριο δέν τόν ἄφηνε νά ἡσυχάσει καί ἐφέρετο ὡς ξένος τῆς παρούσας ζωῆς. Ἀπεφάσισαν, λοιπόν, μαζί μέ τόν Ἅγιο Ἀκάκιο, νά νηστέψουν, πολλές ἡμέρες, παρακαλώντας συγχρόνως τόν Θεό νά τούς ἀποκαλύψει τό τέλος τοῦ μαρτυρίου. Πράγματι, ἀποκαλύ-φθηκε σέ αὐτούς, πώς εἶναι θέλημα Θεοῦ ὁ Ρωμανός νά τελειώσει καλῶς τό μαρτύριο ὑπέρ τοῦ Χριστοῦ. Ἀπῆλθε καί πάλι στά Ἱερο-σόλυμα γιά νά μαρτυρήσει, ἀλλά ἐμποδίσθηκε ἀπό τόν Πατριάρχη, διότι θά ἐλάμβανε μεγάλη ζημιά ὁ Πανάγιος Τάφος ἀπό τή μανία τῶν Ἀγαρηνῶν. Μέ παρώτρυνση τοῦ Γέροντός του μετέβη, τό 1694, στήν Κωνσταντινούπολη, ὅπου καί ἔλεγξε τήν ἀσέβεια τῶν Τούρ-κων. Ἐκεῖνοι τόν συνέλαβαν, τόν ἔκλεισαν σέ ἕνα ξερό πηγάδι, τοῦ ἔκοψαν τή γλώσσα καί τόν ἀποκεφάλισαν. Τό μανδήλιο πού ἐμβα-πτίσθηκε στό αἷμα τοῦ Μάρτυρος ἀφιερώθηκε ἀπό ἕναν Χριστιανό ἄρχοντα στή μονή τοῦ Δοχειαρίου, ὁ ὁποῖος στή συνέχεια ἔγινε ἐκεῖ μοναχός ὀνομασθείς Ἀγάπιος.
Ἡ Ἐκκλησία ἑορτάζει τή μνήμη τοῦ Ἁγίου καί στίς 16 Φε-βρουαρίου.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Θεοφάνους τοῦ ἐγκλείστου.
Ὁ Ὅσιος Θεοφάνης ἐγεννήθηκε στίς 10 Ἰανουαρίου 1815 στό χωριό Τσερνάφσκα τῆς ἐπαρχίας Ὀρλώφ τῆς Ρωσίας. Τό κατά κό-σμον ὄνομά του ἦταν Γεώργιος Γκοβόρωφ. Ὁ πατέρας του ἦταν ἱερεύς. Ἀπό μικρός ἐδέχθηκε τήν εὐεργετική ἐπίδραση, πού ἐξασκεῖ στην ψυχή τό ἐκκλησιαστικό περιβάλλον, μέ τίς εἰκόνες, τίς ψαλμω-δίες, τίς ἀκολουθίες, τίς τελετές. Ὁ ἴδιος ἔγραφε ὅτι τό περιβάλλον αὐτό ἀποτελεῖ τόν ἰσχυρότατο παράγοντα γιά τή σωστή ἀγωγή τῆς παιδικῆς ψυχῆς[2].
Ἐφοίτησε στό ἐκκλησιαστικό σεμινάριο τοῦ Ὀρλώφ καί στή συνέχεια ἐσπούδασε στή θεολογική ἀκαδημία τοῦ Κιέβου. Αὐτό ὅμως πού ἐχαράχθηκε περισσότερο στήν ψυχή του ἦταν οἱ προσκυ-νηματικές ἐπισκέψεις του στή Λαύρα τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου.
Τό ἔτος 1841 κείρεται μοναχός καί λαμβάνει τό ὄνομα Θεο-φάνης. Λίγο ἀργότερα χειροτονεῖται διάκονος καί πρεσβύτερος καί διορίζεται καθηγητής στήν ἐκκλησιαστική σχολή τοῦ Κιέβου καί τοῦ Νόβγκοροντ, γιά νά γίνει κοσμήτορας τῆς θεολογικῆς ἀκαδη-μίας τῆς Ἁγίας Πετρουπόλεως. Ἡ βάση τῆς χριστιανικῆς διδασκα-λίας γιά τόν ἱερομόναχο Θεοφάνη ἦταν ἡ ἀγάπη καί τά μέσα ἡ Ἐκκλησία καί τά Μυστήρια. Ὁ Ἅγιος Θεοφάνης ἦταν ἕνας μεγάλος δάσκαλος καί ἐγνώριζε τόν τρόπο νά ἀγαπᾶται ἀπό τούς μαθητές, Καί ἐξάλλου αἰσθανόταν βαθειά τήν ὡραιότητα καί τή σημασία τῆς ἀποστολῆς του. Ἔλεγε πάντοτε: «Ἀπ’ ὅλα τά ἅγια ἔργα, τό πιό ἅγι-ο εἶναι ἡ ἀγωγή»[3].
Ὁ πόθος του γιά ὁλοκληρωτική ἀφιέρωση στό Θεό τόν ὁδηγεῖ στούς Ἁγίους Τόπους. Συγχρόνως ἐπισκέπτεται πολλά μοναστήρια καί σκῆτες τῆς Παλαιστίνης καί ἔμεινε ἀρκετό χρόνο στή Λαύρα τοῦ Ἁγίου Σάββα ὅπου ἐκείνη τήν ἐποχή ζοῦσε ὁ Ἅγιος Ἐρημίτης Ἰωσήφ. Ἡ παραμονή του ἐδῶ τού ἔδωσε τήν εὐλογημένη εὐκαιρία νά γνωρίσει καλά τή διδασκαλία καί τήν παράδοση τῶν Ἀνατολι-κῶν Πατέρων καί τοῦ Ἀνατολικοῦ Ὀρθόδοξου μοναχισμοῦ. Στή συνέχεια ἐπιστρέφει στή Ρωσία, ἀλλά γρήγορα ἔρχεται καί πάλι στήν Ἀνατολή, στήν Κωνσταντινούπολη, ὡς ἱερεύς τῆς Ρωσικῆς Πρεσβείας. Τό 1857 διορίζεται ἐκ νέου καθηγητής καί κοσμήτορας τῆς θεολογικῆς ἀκαδημίας. Παραιτεῖται ὅμως καί περιορίζεται στή θέση τοῦ ἐπιθεωρητοῦ τῶν θρησκευτικῶν σχολείων τῆς Ἁγίας Πε-τρουπόλεως.
Ὅμως ἡ Ἐκκλησία τόν ἐξέλεξε Ἐπίσκοπο τῆς ἐπαρχίας Τα-μπώφ καί ἀργότερα τῆς ἐπαρχίας Βλαντιμίρ. Γιά τό ἔργο του γρά-φει ἕνας βιογράφος του: «Ὁ Ἐπίσκοπος Θεοφάνης ὑπῆρξε ἕνας ἀλη-θινός ποιμένας, στό μέσον ἑνός λαοῦ εἰδωλολατρικοῦ, πού δέν ἐγνώριζε καλά-καλά τό Θεό. Ὄντας ὁ ἴδιος ὑπόδειγμα γιά τούς κληρικούς του, ἀφιερώθηκε μέ ὅλη του τήν ψυχή στήν ἀποστολή του καί ἰδιαίτερα στό κήρυγμα. Ζώντας πολύ ἁπλά, ἀπασχολεῖτο ἐναλλακτικά μέ τή μελέτη καί τήν προσευχή. Στή ζωή του ὡς Ἐπί-σκοπος ἐφρόντιζε νά κάνει πιό στενές καί πιό ἐγκάρδιες τίς σχέ-σεις του μέ τούς πιστούς. Ἤθελε νά μήν ὑπάρχει κάτι πού νά ἐμπο-δίζει τό λαό νά ἔρχεται κοντά του. Τοῦ ἄρεσε νά βρίσκεται ἀνά-μεσα στούς πιστούς, πού τούς ἀγαποῦσε μέ μιά ὁλοκληρωτική καί πατρική ἀφοσίωση[4]».
Τό 1861, ὡς Ἐπίσκοπος ὁ Ἅγιος Θεοφάνης λαμβάνει ἐνεργό μέρος στήν τελετή ἀνακομιδῆς τῶν ἱερῶν λειψάνων τοῦ Ἁγίου Τύ-χωνος τοῦ Ζαντόσκ (1724-1783) καί στή συνέχεια στήν ἀνακήρυξή του ὡς Ἁγίου.
Τό 1866 παραιτεῖται ἀπό τή θέση τοῦ Ἐπισκόπου, ἀφήνει τήν ἐπαρχία του καί κλείνεται γιά εἴκοσι ὀκτώ ὁλόκληρα χρόνια σέ ἕνα πτωχό κελλί στήν ἔρημο τοῦ Βισένσκ καί ζεῖ τή ζωή τοῦ ἐγκλεί-στου. Ἀποκόπηκε ἀπό τόν κόσμο μέ πλήρη ἀφοσίωση στόν Θεό καί τή θεωρία τοῦ Προσώπου Αὐτοῦ. Προσευχόταν ὅλη τήν ἡμέρα χω-ρίς διακοπή. Τό φαγητό του ἦταν πολύ ἁπλό. Καί ὅταν ἤθελε νά ξεκουρασθεῖ, πάλι ἐργαζόταν χειρωνακτικά. Πολύ χρόνο τῆς ἔγλει-στης ζωῆς του ὁ Ὅσιος ἀφιέρωσε στήν ἀλληλογραφία. Ἔτσι στό διάστημα τῶν εἴκοσι ὀκτώ ἐτῶν τοῦ ἐγκλεισμοῦ του ἔγραψε χιλιά-δες ἐπιστολές, οἱ ὁποῖες ἀποτελοῦν ἕνα ἀνεκτίμητο πνευματικό θη-σαυρό ὀρθοδόξου πίστεως καί θεογνωσίας.
Ἐκτός ἀπό τήν προσευχή ὁ Ἅγιος Θεοφάνης δίδει πολλή ση-μασία στή μυστηριακή ζωή. Ἡ ἐξομολόγηση καί ἡ Θεία Μετάληψη εἶναι γιά τόν Ἅγιο Θεοφάνη τά δυό βασικά μέσα γιά τήν ἐπιτυχία τῆς τελειότητος. Γιά τή μετάνοια γράφει, ὅτι εἶναι ἀστείρευτη πηγή τῆς ἀληθινῆς χριστιανικῆς ζωῆς.
Ὁ Ἅγιος Θεοφάνης ἐκοιμήθηκε, ὁσίως, μέ εἰρήνη, τό ἔτος 1894, σέ ἡλικία 79 ἐτῶν[5].
Ταῖς αὐτῶν ἁγίαις πρεσβείαις, ὁ Θεός, ἐλέησον ἡμᾶς. Ἀμήν!
[1] Πόλη τοῦ Πόντου κοντά στήν Ἀμισό. Κεῖται στό μέσον μιᾶς βααθείας φάραγ-γος ἐπί τοῦ ποταμοῦ Ἴριδος (Γεσίλ Ἰρμάκ). Κατά μία παράδοση πρῶτος πού ἐκήρυξε τό Εὐαγγέλιο στήν Ἀμάσεια εἶναι ὁ Ἀπόστολος Ἀνδρέας, κατ’ ἄλλη δέ ὁ Πέτρος. Οἱ δύο αὐτές παραδόσεις ἔδωσαν τήν ἀφορμή νά ὀνομασθεῖ ἡ πόλη “Ἀποστόλων καθέδρα”.
[2] Ἀρχιμανδρίτου Τιμοθέου, Θεοφάνους Ἐγκλείστου, Ἀπάνθισμα Ἐπιστολῶν, ἔκδ. Ἱερᾶς Μονῆς Παρακλήτου, Ὠρωπός Ἀττικῆς, 1984, σελ. 11.
[3] Barsotti Divo, Christianisme russe, Paris, 1963, σελ. 81.
[4] Barsotti Divo, Christianisme russe, σελ. 81-82.
[5] Βλ. Σόλωνος Γ. Νινίκα, Ρωσικό Συναξάρι, σελ. 211-229.