Μητροπολίτου Φαναρίου Ἀγαθαγγέλου
Γενικοῦ Διευθυντοῦ Ἀποστολικῆς Διακονίας
τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος
† Μνήμη τοῦ ἐν ἁγίοις πατρός ἡμῶν Σιλβέστρου, Πάπα Ρώμης.
῾Ο Ἅγιος Σίλβεστρος καταγόταν ἀπό τή Ρώμη. Ἐπειδή μέ τόν πνευματικό του ἀγώνα ἔφθασε στό ἄκρο τῆς ἀρετῆς καί τῆς εὐσέ- βειας χειροτονήθηκε Ἐπίσκοπος τῆς Πρεσβυτέρας (Παλαιᾶς) Ρώμης, ὕστερα ἀπό τό θάνατο τοῦ Ἐπισκόπου Μιλτιάδου, ὁ ὁποῖος ἐκοιμή- θηκε στίς 11 Ἰανουαρίου τοῦ ἔτους 314 μ.Χ.
Ἐποίμανε ἀξίως τό ποίμνιό του καί μέ τήν ἁγιότητά του ἐλάμ- πρυνε τόν ἀποστολικό θρόνο του καί ἔκανε πολλά θαύματα. Ἐπι- δόθηκε μέ περισσή φροντίδα στό φιλανθρωπικό ἔργο καί ἀγω-νίσθηκε νά μεταμορφώσει κατά Χριστόν τά ἤθη καί τά ἔθιμα τοῦ λαοῦ τῆς Ρώμης. Κατά τήν παράδοση ὁ Ἅγιος ἐχειραγώγησε πρός τή χριστιανική πίστη τόν αὐτοκράτορα Μέγα Κωνσταντῖνο καί μέ τό θεῖο Βάπτισμα τοῦ καθάρισε τά πάθη τῆς ψυχῆς καί τοῦ σώματος. Μέ τή συμβουλή τοῦ Ἁγίου Σιλβέστρου ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος ἀνήγειρε ἑπτά ναούς, γιά νά ἑορτάζονται οἱ ἑορτές τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ καί τῶν Ἁγίων Μαρτύρων. Ἀπέδειξε ὅτι ὁ ᾿Ιησοῦς Χριστός καί τό ἔργο του εἶχαν προκηρυχθεῖ ἀπό τό Νόμο τῆς Παλαιᾶς Δια- θήκης καί ἔλαβε μέρος στήν Α´ Οἰκουμενική Σύνοδο. Ἐπολέμησε δέ ἰδιαίτερα τούς αἱρετικούς Δονατιστές καί ἐμεγάλυνε τήν Ἐκκλησία μέ τή διδασκαλία τῶν θείων δογμάτων.
῾Ο Ἅγιος Σίλβεστρος ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη σέ βαθύ γῆρας στίς 31 Δεκεμβρίου τοῦ ἔτους 335 μ.Χ.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου μάρτυρος Βασιλείου, τοῦ ἐξ Ἀγκύρας.
῾Ο Ἅγιος Βασίλειος καταγόταν ἀπό τήν Ἄγκυρα τῆς Μικρᾶς Ἀσίας καί ἔζησε κατά τήν ἐποχή τοῦ δυσσεβοῦς αὐτοκράτορος ᾿Ιου-λιανοῦ (360-363 μ.Χ.). ᾿Επειδή ἐλάτρευε μέ ὅλη του τήν ψυχή τό Χριστό καί ἐκήρυττε στά πλήθη τό Εὐαγγέλιο, συνελήφθη ἀπό τούς ἐχθρούς τῆς πίστεως καί ὁδηγήθηκε στόν ἡγεμόνα Σατορνίλο ἤ Σα-τορνίνο, μπροστά στόν ὁποῖο καί ὁμολόγησε μέ παρρησία τήν πίστη του στόν ᾿Ιησοῦ Χριστό. Τότε οἱ πολέμιοι τῆς πίστεως τόν ἐκρέμασαν καί τοῦ καταξέσχισαν τό σῶμα μέ ἀγριότητα, χρησιμο-ποιώντας αἰχμηρά ὄργανα. Στή συνέχεια τόν ἅρπαξαν καί τόν μετέ-φεραν στήν Κωνσταντινούπολη. ᾿Εκεῖ ἀμέσως καί πάλι τόν ἐβασά-νισαν. Τοῦ ἐτράβηξαν τά χέρια μέ τόση δύναμη, ὥστε ἐξαρθρώθη-καν οἱ ἁρμοί τους μέχρι καί τούς ὤμους. Ἀκολούθως τοῦ ἄνοιγαν μέ μαχαίρι βαθιές πληγές στό σῶμα καί τοῦ ἐτρυποῦσαν τίς σάρκες μέ πυρακτωμένα σίδερα. Καί ὅλα αὐτά τά φρικτά βασανιστήρια τά ὑπέμεινε μέ γενναιότητα καί εἶχε γι᾿ αὐτό πλούσια τή βοήθεια τοῦ Θεοῦ.
῎Επειτα τόν ἔρριξαν σέ πυρακτωμένο καμίνι. Ὅμως, ὁ Βασί-λειος, μέ τή Χάρη τοῦ Θεοῦ, διαφυλάχθηκε σῶος καί ἀβλαβής μέσα στή φωτιά. Μετά ἀπό αὐτά οἱ ἐχθροί τοῦ Χριστοῦ πῆραν τόν Ἅγιο καί τόν πῆγαν ἁλυσοδεμένο στήν Καισάρεια, ὅπου ὁ τοπικός ἄρχο-ντας τόν καταδίκασε σέ θηριομαχία. ῾Ο Ἅγιος προσευχήθηκε θερμά στόν Θεό καί δέν ἐδείλιασε καθόλου μπροστά στά πεινασμένα ἄγρια θηρία, ἀλλά ἐκράτησε σταθερή τήν πίστη του στόν Χριστό. ῞Ενα λιοντάρι ὅρμησε πάνω του καί τόν κατασπάραξε. ῎Ετσι ὁ Ἅγιος Βασίλειος ἐτελείωσε τό βίο του καί ἔλαβε τό στέφανο τῆς ἀθλήσεώς του γιά τόν Σωτῆρα Χριστό.
Τό τίμιο λείψανό του τό πῆραν εὐλαβεῖς συγγενεῖς του καί πι-στοί, τό ἀρωμάτισαν, τό ἐτύλιξαν καί τό ἐνταφίασαν. Στόν τόπο πού κατατέθηκε τό ἱερό λείψανο τοῦ Μάρτυρος Βασιλείου οἱ Χρι-στιανοί ἔκτισαν ἀργότερα ναό.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη μνήμη τῆς ἁγίας Θεοδότης.
Ἡ Ἁγία Θεοδότη ἦταν μητέρα τῶν Ἁγίων Ἀναργύρων Κοσμᾶ καί Δαμιανοῦ, τῶν ὁποίων τή μνήμη ἑορτάζει ἡ Ἐκκλησία τήν 1η Νοεμβρίου. Καταγόταν ἀπό τή γῆ τῆς Ἀσίας καί ἔμεινε χήρα ἀπό ἄνδρα. Ἔζησε ἐνάρετα καί θεάρεστα καί μέ τό παράδειγμά της ἐδί-δαξε στούς υἱούς της τό δρόμο τῆς ἀρετῆς.
Ἡ Ὁσία Θεοδότη ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου ἱερομάρτυρος Θεαγένους.
῾Ο ἱερομάρτυς Θεαγένης ἦταν Ἐπίσκοπος στό Πάριο[1] τοῦ ῾Ελ-λησπόντου. Γιά τήν πίστη του στόν Χριστό τόν συνέλαβαν οἱ εἰδω-λολάτρες καί τόν ὁδήγησαν στόν τριβοῦνο Ζηλικίνθιο. ῾Ο Ἅγιος διεκήρυξε ἐνώπιον τοῦ τυράννου ὅτι ὁ Χριστός εἶναι ὁ ἀληθινός Θεός. Μετά ἀπό τή διακήρυξή του αὐτή, οἱ εἰδωλολάτρες ἐκτύπη-σαν μέ ρόπαλα ἀνηλεῶς τόν Ἅγιο. ῎Επειτα τόν ἔδεσαν καί ἀκολού-θως τόν ἔρριξαν στό βυθό τῆς θάλασσας, ὅπου ὁ ῾Ιερομάρτυς ὁλο-κλήρωσε τό δρόμο τῆς ἀθλήσεως καί ἔλαβε τό στέφανο τοῦ μαρτυ-ρίου.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου μάρτυρος Σεργίου.
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Σέργιος ἐμαρτύρησε διά ξίφους στήν Και-σάρεια τῆς Καππαδοκίας.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου μάρτυρος Θεοπίστου.
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Θεόπιστος ἐμαρτύρησε διά λιθοβολισμοῦ.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου ἱερομάρτυρος Ἰσιδώρου.
Ὁ Ἅγιος Ἰσίδωρος ἔζησε κατά τόν 4ο αἰώνα μ.Χ. καί ἦταν Ἐπίσκοπος στήν Ἀντιόχεια τῆς Συρίας. Ὑπέστη μαρτυρικό θάνατο ἀπό τούς αἱρετικούς Ἀρειανούς[2].
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Θεοπέμπτου.
Ὁ Ὅσιος Θεόπεμπτος ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Μάρκου τοῦ κωφοῦ.
Ὁ Ὅσιος Μᾶρκος ἔζησε ἀσκητικά καί ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου Σειριόλου τοῦ δικαίου, τοῦ ἐξ Οὐαλλίας.
Ὁ Ἅγιος Σειρίολος (Seiriol Wyn) ἐγεννήθηκε τό ἔτος 490 μ.Χ. στή Βρεττανία καί ἦταν ἀδελφός τῶν βασιλέων Κύνλας (Cynlas) τῆς καί Ἐῒνιον τῆς Λέϋν[3]. Εἰσῆλθε ἐνωρίς στό μοναχικό βίο καί ἀσκή-τευε σέ ἐρημητήριο στήν περιοχή τῆς δυτικῆς Πενίνσουλα, ὅπου ἵδρυσε καί περίφημη μονή τῆς ὁποίας ἔγινε ἡγούμενος.
Ὁ Ὅσιος Σειρίολος ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη σέ μεγάλη ἡλικία.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἐν ἁγίοις πατρός ἡμῶν Κοσμᾶ Α´, πα-τριάρχου Κωνσταντινουπόλεως, τοῦ Θαυματουργοῦ.
Ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς καταγόταν ἀπό τήν Ἀντιόχεια τῆς Συρίας. Προνομάσθηκε ὅμως Ἱεροσολυμίτης, ἐπειδή ἔμεινε ἀρκετό καιρό στά Ἱεροσόλυμα ὡς μοναχός. Ἀπό ἐκεῖ ἦλθε στήν Κωνσταντινού-πολη, ὅπου ἐμόνασε στή μονή τῆς Χώρας. Ὁ Ἅγιος διακρινόταν γιά τήν ἄδολη εὐσέβειά του, τή βαθειά ἀρετή του, τήν εὐθύτητα τοῦ χαρακτῆρος του καί τήν ἁπλότητα τοῦ ἤθους του. Ὅταν στίς 2 Αὐ-γούστου τοῦ ἔτους 1075 ἐκοιμήθηκε ὁ Πατριάρχης Ἰωάννης Η´, ὁ ἐκ Τραπεζοῦντος, στόν ὁποῖο εἶχε δοθεῖ τό ἐπώνυμο Ξιφιλῖνος, ἡ αὐτο-κρατορική ὑπόδειξη τοῦ Μιχαήλ Δούκα τόν ἔφερε στόν πατριαρχι-κό θρόνο, ἄν καί εἶχε φθάσει σέ βαθειά γηρατειά.
Ἐπί τῆς πατριαρχείας τοῦ Ἁγίου Κοσμᾶ ἡ Ἀρχιεπισκοπή Πα-τρῶν ἀνυψώθηκε σέ Μητρόπολη μέ τρεῖς Ἐπισκοπές, Μεθώνης, Λακεδαίμονος καί Σαρσοκορώνης, ὑπό τή δικαιοδοσία της. Ὁ ἴδιος ἐχειροτόνησε καί ἔστειλε τό ἔτος 1080 Μητροπολίτη Ρωσίας τόν Ἕλληνα Ἰωάννη, ἐκκλησιαστικό ἄνδρα μεγάλης παιδείας καί πολ-λῶν ἀρετῶν, ζηλωτή καί φιλόπτωχο.
Ἡ πατριαρχεία ὅμως δέν ἦταν εὔκολη καί δέν εἶχε θέλγητρα γιά τόν ἁπλοϊκό χαρακτήρα τοῦ Ἁγίου. Οἱ περιπλοκές τῆς ὅλης διοικήσεως τόν ἐστενοχωροῦσαν, τόν ἐπίκραιναν καί τόν ἐσύγχυ-ζαν, μέχρι πού ὑπέβαλε τήν παραίτησή του ἐπιθυμώντας τή γαλήνη καί τήν ἡσυχία. Στίς 8 Μαΐου τοῦ ἔτους 1081, ἀφοῦ ἐλειτούργησε στό ναό τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου, ἔφυγε καί ἀποσύρθηκε στή μονή τοῦ Καλλίου. Μάταια τόν παρακαλοῦσαν νά ἐπιστρέψει. Αὐτός ἔμεινε ἀμετάπειστος καί ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη στή μονή ἐκείνη. Ἡ σύναξη αὐτοῦ ἐτελεῖτο στή σεβάσμια μονή τῆς Χώρας.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Σιλβέστρου, τοῦ ἐκ Ρωσίας.
Ὁ Ὅσιος Σίλβεστρος ἀσκήτεψε στή Λαύρα τοῦ Κιέβου κατά τό 12ο αἰώνα. Διετέλεσε ἡγούμενος στή μονή Βιντουπίσκυ τοῦ Κιέ-βου καί ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Νείλου, τοῦ Ἐρι-χιώτου.
Ὁ Ὅσιος Νεῖλος, ὁ Ἐριχιώτης, κατά κόσμον Νικόλαος, ἱδρυ-τής καί πρῶτος κτίτωρ τῆς μονῆς Γηρομερίου τῆς Ἠπείρου, ἐγεννή-θηκε, τό 1228, στήν Κωνσταντινούπολη καί καταγόταταν ἀπό τήν αὐτοκρατορική γενιά τῶν Λασκάρεων. Ἔγινε μοναχός σέ πολύ νεα-ρά ἡλικία στήν περίφημη μονή τῶν Ἀκοιμήτων καί ἔλαβε τό ὄνομα Νεῖλος. Ἡ πρώτη του ἔξοδος ἀπό τή μονή ἦταν γιά προσκύνημα στούς Ἁγίους Τόπους. Ἐπιστρέφοντας συγκρούσθηκε μέ τόν αὐτο-κράτορα Μιχαήλ Η΄ τόν Παλαιολόγο (1259-1282) γιά τό ἐπίμαχο τότε θέμα τῆς ἑνώσεως τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μετά τῶν Λατί-νων. Καταδικάσθηκε γιά τίς θέσεις του καί ἐγκαταλείφθηκε σέ μιά βάρκα στό πέλαγος. Ἡ θεία πρόνοια τόν ὁδήγησε στά παράλια τοῦ Ἁγίου Ὄρους, στήν ἱερά μονή Ἰβήτων, ὅπου παρέμεινε ἐπί μία τριε-τία ὡς πορτάρης.
Στή συνέχεια, μετά ἀπό πρόσκληση τῶν κατοίκων τῆς Θεσ-πρωτίας, μετέβη νοτιότερα, στήν περιοχή τοῦ Γηρομερίου, καί ἐγκα-ταστάθηκε σέ ἕνα παλαιό ἀσκητήριο, στή σπηλιά ἑνός ἀπότομου βράχου.
Ὁ Ὅσιος Νεῖλος ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη σέ βαθύ γῆρας, ὅταν ἦταν 106 ἐτῶν, τό 1334, ἀφοῦ συνέταξε τή διαθήκη του καί ὅρισε διάδοχό του. Τό ἱερό λείψανό του ἐνταφιάσθηκε μέ εὐλάβεια σέ μικρή ἀπόσταση ἀπό τή μονή καί παραμένει μέχρι σήμερα ἐκεῖ, διότι ὅταν ἐπεχείρησαν, λίγα χρόνια μετέ τήν κοίμησή του, τήν ἀνακομιδή του, κατά θεία παραχώρηση κατέπεση ὀξκώδης βράχος καί ἐκάλυψε τόν τάφο. Σήμερα ἐπάνω στόν τάφο τοῦ Ὁσίου Νείλου ὑπάρχει μικρό παρεκκλῆσι.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῆς ὁσίας Ἰουλιανῆς τῆς δικαίας, τῆς ἐκ Ρωσίας.
Ἡ Ἁγία Ἰουλιανή ἐγεννήθηκε τό ἔτος 1530 στή Μόσχα ἀπό γονεῖς εὐσεβεῖς καί φιλάνθρωπους, τόν Ἰουστῖνο καί τήν Στεφανία Νεντιγιοῦρεφ. Ὁ πατέρας της ἐργαζόταν ὡς οἰκονόμος στήν αὐλή τοῦ τσάρου Ἰβάν Δ΄ Βασίλιεβιτς, τοῦ γνωστοῦ ὡς «Τρομεροῦ». Παρά τό γεγονός αὐτό ὅλη ἡ οἰκογένεια ζοῦσε πτωχά ἀλλά χριστια-νικά καί ἡ εὐλογία τοῦ Θεοῦ ἐπλημμύριζε τήν καρδιά τῶν μελῶν της.
Ἡ Ἁγία ὀρφάνεψε σέ μικρή ἡλικία καί ἀφιέρωσε τή ζωή της στή φροντίδα τῶν ἀσθενῶν καί τῶν πτωχῶν. Ὁ βίος καί ὁ χαρακτῆ-ρας της δέν ἄφησαν ἀδιάφορο τόν πλούσιο κάτοικο τοῦ χωριοῦ Μοῦρομ τῆς περιοχῆς τοῦ Λαζάρεβο Γεώργιο Ὀσορίν, τόν ὁποῖο ἐνυμφεύθηκε σέ νεαρή ἡλικία. Ἀπό τό γάμο της ἀπέκτησε ἕξι υἱούς καί μία θυγατέρα. Μετά τό θάνατο τῶν δύο υἱῶν της ἀπεφάσισε νά ἐγκαταλείψει τά ἐγκόσμια καί νά γίνει μοναχή. Ὅμως ὁ σύζυγός της, πού ἔλειπε συχνά καί πολύ χρόνο ἀκολουθώντας τό στρατό τοῦ τσάρου στό Ἀστραχάν καί σέ ἄλλα μέρη, τήν παρεκάλεσε νά μείνει κοντά στήν οἰκογένειά της. Ἐκείνη τό ἐδέχθηκε, ἀλλά ζοῦσε ὡς μο-ναχή μέσα στόν κόσμο. Ὅπως γράφει καί ὁ υἱός της Καλλίστρατος, πού ἔγραψε τό βίο της, ἡ Ἁγία εἶχε ἀφιερώσει τόν ἑαυτό της ὁλο-κληρωτικά στό Θεό καί τή διακονία τῶν ἀνθρώπων. Ἐλάχιστα ἐκοιμόταν καί ἀγρυπνοῦσε προσευχόμενη. Ὅταν ὁ σύζυγός της ἀπέθανε, ἐκείνη πλέον ζοῦσε γιά νά προσεύχεται καί νά διακονεῖ. Λίγο πρίν παραδώσει τή δίκαιη ψυχή της στόν Κύριο, τό ἔτος 1604, ἐκοινώνησε τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων ἀπό τόν πνευματικό της, ἱε-ρέα Ἀθανάσιο, ἐκάλεσε τά παιδιά της καί τούς ἔδωσε τήν εὐχή της. Οἱ τελευταῖες λέξεις πού ψέλλισε, πρίν κλείσει τά μάτια της, ἦταν: «Δόξα στόν Θεό γιά ὅλα. Σέ Σένα, Κύριε, παραδίδω τό πνεῦμα μου»[4].
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου νεομάρτυρος Γεωργίου ἤ Ζώρ-ζη τοῦ Γκιουρτζῆ.
Ὁ Ἅγιος Γεώργιος καταγόταν ἀπό τήν Ἰβηρία. Σέ νεαρά ἡλι-κία ἀγοράσθηκε ἀπό κάποιο Τοῦρκο ὡς σκλάβος καί περιετμήθη-κε, λαβών τό ὄνομα Σαλῆς[5]. Μετά τό θάνατο τοῦ Τούρκου παρέ-μεινε στή Μυτιλήνη ζώντας εἰρηνικά καί ἐργαζόμενος. Μία ἡμέρα, ὅταν τά χρόνια εἶχαν περάσει, σέ ἡλικία 70 ἐτῶν, ὁ Γεώργιος πα-ρουσιάζεται ἐνώπιον τοῦ κριτοῦ, ἀπορρίπτει μπροστά του τό σαρί-κι πού ἐφοροῦσε στήν κεφαλή καί ὁμολογεῖ τόν Χριστό. Παρά τίς κολακεῖες καί τούς φοβερισμούς, ὁ Μάρτυς παρέμεινε ἀμετάθετος ἐπικαλούμενος τό ὄνομα τοῦ Κυρίου. Ἀμέσως τόν συνέλαβαν καί ἄρχισαν νά τόν κτυποῦν μέ μαχαίρια καί ξύλα. Στό τέλος, τόν ὁδή-γησαν σέ ἕνα τόπο ὀνομαζόμενο Παρμά-καπού, ὅπου καί ὑπέστη τόν δι’ ἀγχόνης θάνατο τό ἔτος 1770.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Σεραφείμ τοῦ Σάρωφ.
Ὁ Ὅσιος Σεραφείμ ἐγεννήθηκε στό Κούρσκ τῆς Ρωσίας στίς 19 Ἰουλίου 1759 καί ὀνομάσθηκε Πρόχορος. Οἱ γονεῖς του, Ἰσίδω-ρος καί Ἀγάθη Μοσνίν, ἦσαν εὐκατάστατοι ἔμποροι. Ὁ πατέρας τοῦ εἶχε ἐργοστάσια πλινθοποιΐας καί παράλληλα ἀνελάμβανε τήν ἀνέγερση πέτρινων οἰκοδομημάτων, ναῶν καί σπιτιῶν. Κάποτε ἄρχιζε νά κτίζει στό Κούρσκ ἕνα ναό πρός τιμήν τοῦ Ὁσίου Σεργί-ου τοῦ Ραντονέζ, τοῦ Θαυματουργοῦ, ἀλλά ξαφνικά, τό 1762, πε-θαίνει, ἀφήνοντας στή σύζυγό του τή μέριμνα γιά τήν ὁλοκλήρωση τοῦ ναοῦ. Ὁ Πρόχορος ἐκληρονόμησε τίς ἀρετές τῶν γονέων του καί ἰδίως τήν εὐσέβειά τους. Σέ ἡλικία δέκα ἐτῶν ἄρχισε νά μαθαί-νει μέ ζῆλο τά ἱερά γράμματα, ἀλλά ἀρρώστησε ξαφνικά βαριά χωρίς ἐλπίδα ἀναρρώσεως. Στήν κρισιμότερη καμπή τῆς ἀσθένειας εἶδε στόν ὕπνο του τήν Παναγία, ἡ ὁποία ὑποσχέθηκε ὅτι θά τόν ἐπισκεφθεῖ καί θά τόν θεραπεύσει. Πράγματι, ἔτυχε μιά ἡμέρα νά γίνεται λιτανεία καί νά περνᾶ ἔξω ἀπό τήν οἰκία τοῦ μικροῦ ἄρρω-στου παιδιοῦ ἡ θαυματουργή εἰκόνα τῆς Θεοτόκου. Τή στιγμή ἐκεί-νη ἔπιασε δυνατή βροχή. Ἡ λιτανεία σταμάτησε καί ἡ εἰκόνα μετα-φέρθηκε στήν αὐλή τῆς οἰκίας τοῦ Πρόχορου, μέχρι νά περάσει ἡ μπόρα. Τότε ἡ μητέρα του Ἀγάθη κατέβασε τό ἄρρωστο παιδί της καί τό πέρασε κάτω ἀπό τήν εἰκόνα. Ἀπό τήν ἡμέρα ἐκείνη ἡ ὑγεία του βελτιώθηκε, μέχρι πού ἀποκαταστάθηκε τελείως.
Νέος ἀκόμη ἐγκαταλείπει τό πατρικό του σπίτι, στήν πόλη Κούρσκ, καί ἔρχεται νά μονάσει στή μονή τοῦ Σάρωφ. Ἡ δοκιμασία του προκειμένου νά γίνει μοναχός διαρκεῖ ὀκτώ χρόνια. Στίς 13 Αὐγούστου 1786 κείρεται μοναχός μέ τό ὄνομα Σεραφείμ. Σέ δύο μῆνες χειροτονεῖται διάκονος. Περιφρουρούμενος μέ τό ταπεινό φρόνημα ὁ διάκονος Σεραφείμ ἀνέρχεται στήν πνευματική ζωή ἐκ δυνάμεως εἰς δύναμιν. Ὡς διάκονος παραμένει ὅλη τήν ἡμέρα στό μοναστήρι, διακονεῖ στίς Ἀκολουθίες, τηρεῖ μέ ἀκρίβεια τοῦς μονα-στηριακούς κανονισμούς καί ἐκτελεῖ τά διακονήματά του. Τό βράδυ ὅμως ἀπομακρύνεται στό δάσος, στό ἐρημικό του κελλί, ὅπου διέρχεται τίς νυχτερινές ὥρες μέ προσευχή, καί πολύ πρωΐ ἐπιστρέ-φει πάλι στό μοναστήρι.
Στίς 2 Σεπτεμβρίου 1793 χειροτονεῖται ἱερεύς καί ἀποδύεται μέ μεγαλύτερο ζῆλο καί ἀγάπη στόν πνευματικό ἀγώνα. Τώρα πλέον δέν τόν ἱκανοποιεῖ ὁ βαρύς γιά τούς ἄλλους μόχθος τῆς κοι-νοβιακῆς ζωῆς, δηλαδή ἡ κοινή προσευχή, ἡ νηστεία, ἡ ὑπακοή, ἡ ἀκτημοσύνη. Μέσα του φουντώνει ἡ δίψα γιά πιό ὑψηλές πνευμα-τικές ἀσκήσεις. Ἐγκαταλείπει λοιπόν, μέ τήν εὐλογία τοῦ ἡγουμέ-νου, τή μονή καί ἀποσύρεται μέσα στό πυκνό δάσος τοῦ Σάρωφ. Περνᾶ ἐκεῖ δεκαπέντε χρόνια σέ τέλεια ἀπομόνωση, μέ αὐστηρή νηστεία, ἀδιάλειπτη προσευχή, μελέτη τοῦ θείου λόγου καί σωμα-τικούς κόπους. Γιά χίλιες ἡμέρες καί χίλιες νύχτες μιμεῖται τούς παλαιούς στυλίτες τῆς Ἐκκλησίας. Ἀνεβασμένος σέ μιά πέτρα καί μέ τά χέρια ὑψωμένα στόν οὐρανό προσεύχεται: « Ὁ Θεός ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ».
Τελειώνοντας τήν ἀναχωρητική ζωή ἐπανέρχεται στή μονή τοῦ Σάρωφ καί κλείνεται σάν σέ μνῆμα στήν ἀπομόνωση γιά ἄλλα δεκαπέντε χρόνια. Γιά τά πρῶτα πέντε βάζει τόν ἑαυτό του στόν κανόνα τῆς σιωπῆς. Μέ τήν ἀδιάλειπτη προσευχή φωτίζεται ὁλό-κληρος ἀπό τή θεία χάρη καί ἀξιώνεται νά ζήσει πνευματικά ἀνα-βάσεις καί νά δεῖ θεϊκά ὁράματα.
Μετά τόν ἐγκλεισμό, ὥριμος πλέον στήν πνευματική ζωή καί γέροντας στήν ἡλικία, ἀφιερώνεται στή διακονία τοῦ πλησίον, τοῦ ἐλάχιστου ἀδελφοῦ. Μέ τήν αὐστηρή ἀσκητική ζωή του καί τή φωτεινή μορφή του εἶχε προσελκύσει γύρω του πλῆθος Χριστιανῶν πού τόν ἀγαποῦσαν καί πίστευαν ἀκράδαντα στή θαυματουργική δύναμη τῶν ἁγίων του προσευχῶν. Πλούσιοι καί πτωχοί, διάσημοι καί ἄσημοι συνέρρεαν καθημερινά στό κελλί του, γιά νά λάβουν τήν εὐλογία του καί τήν πνευματική καθοδήγηση γιά τή ζωή τους. Τούς δεχόταν ὅλους μέ ἀγάπη καί ὅταν ἔβλεπε τά πρόσωπά τους ἀναφωνοῦσε: «Χαρά μου!». Ἐξομολογοῦσε πολλούς, ἐθεράπευε ἀ-σθενεῖς, ἐνῶ σέ ἄλλους ἔδιδε νά ἀσπασθοῦν τό σταρό πού εἶχε κρε-μασμένο στό στῆθος του ἤ τήν εἰκόνα πού εἶχε στό τραπέζι τοῦ κελ-λιοῦ του. Σέ πολλούς προσέφερε ὡς εὐλογία ἀντίδωρο, ἁγίασμα ἤ παξιμάδια, ἄλλους τούς σταύρωνε στό μέτωπο μέ λάδι ἀπό τό κα-ντήλι, ἐνῶ μερικούς τούς ἀγκάλιαζε καί τούς ἀσπαζόταν λέγοντας: “Χριστός ἀνέστη! “.
Τήν 1η Ἰανουαρίου 1833, ἡμέρα Κυριακή, ὁ Ὅσιος ἦλθε γιά τελευταία φορά στό ναό τοῦ νοσοκομείου τῶν Ἁγίων Ζωσιμᾶ καί Σαββατίου. Ἄναψε κερί σέ ὅλες τίς εἰκόνες καί τίς ἀσπάσθηκε. Μετάλαβε τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων καί μετά τό τέλος τῆς Θείας Λειτουργίας ἐζήτησε συγχώρεση ἀπό ὅλους τούς ἀδελφούς, τούς εὐ-λόγησε, τούς ἀσπάσθηκε καί παρηγοριτικά τούς εἶπε: «Σώζεσθε, μήν ἀκηδιᾶτε, ἀγρυπνεῖτε καί προσεύχεσθε. Στέφανοι μᾶς ἑτοιμάζο-νται».
Ὁ μοναχός Παῦλος ἐπρόσεξε ὅτι ὁ Ὅσιος ἐκείνη τήν ἡμέ-ρα πῆγε τρεῖς φορές στόν τόπο πού εἶχε ὑποδείξει γιά τόν ἐνταφιασμό του. Καθόταν ἐκεῖ καί κοίταζε ἀρκετή ὤρα στή γῆ. Τό βράδυ τόν ἄκουσε νά ψάλλει στό κελλί του πασχαλινούς ὕμνους: «“Ἀνάστασιν Χριστοῦ θεασάμενοι..», «Φωτίζου, φωτίζου ἡ νέα Ἱερουσαλήμ…», «Ὤ πάσχα τό μέγα καί ἱερώτατον, Χριστέ…».
Ὁ Ὅσιος ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη στίς 2 Ἰανουαρίου 1833. Οἱ μοναχοί τόν εἶδαν μέ τό λευκό ζωστικό, γονατιστό σέ στάση προ-σευχῆς μπροστά στήν εἰκόνα τῆς Θεοτόκου, ἀσκεπή, μέ τό χάλκινο σταυρό στό λαιμό καί μέ τά χέρια στό στῆθος σέ σχῆμα σταυροῦ. Ἐνόμιζαν ὅτι τόν εἶχε πάρει ὁ ὕπνος.
Τά ἱερά λείψανά του ἐξαφανίσθηκαν κατά τήν περίοδο τῆς Ὀκτωβριανῆς ἐπαναστάσεως καί ξαναβρέθηκαν, τό 1990, στήν Ἁγί-α Πετρούπολη. Τό 1991 ἐπέστρεψαν στή μονή Ντιβέγιεβο.
Ταῖς αὐτῶν ἁγίαις πρεσβείαις, ὁ Θεός, ἐλέησον ἡμᾶς. Ἀμήν!
[1] Πόλη τῆς Μικρᾶς Ἀσίας στή Μυσία πού ἱδρύθηκε ὑπό ἀποίκων Μιλησίων, Ἐρυ-θραίων καί Παρίων. Κατά τόν 5ο αἰώνα π.Χ. ἀποτελοῦσε μέλος τῆς ὑπό τούς Ἀθη-ναίους Δηλιακῆς συμμαχίας. Κατά τούς χριστιανικούς χρόνους ὑπαγόταν ἐκκλησια-στικῶς στήν ἐπαρχία Ἑλλησπόντου καί ἦταν μία τῶν 16 ὑπό τόν Μητροπολίτη Κυ-ζίκου ἐπισκοπῶν. Σήμερα καλεῖται Κεμέρ.
[2] Ἐμμανουήλ Γ. Παντελάκη, Ἰσίδωρος, Μεγάλη Ἑλληνική Ἐγκυκλοπαιδεία, τόμος 13ος, Ἀθῆναι, 1930, σελ. 212.
[3] Britannia Internet Magazine, Britannia.com, 2000. Οrthodoxireland.com. A. Lane (ed) The early church in Wales and the West, Oxbow Monograph 16, England.
[4] Βλ. The Lives of the Russian Saints, As Set Forth in the Menology of Saint Dmitri of Rostov, Supplemental Vol. II (January-April), Moscow, Synodal Press, 1916, σελ. 5-18.
[5] Νέον Μαρτυρολόγιον, Ἀθῆναι 1856, σελ. 189.