Μητροπολίτου Φαναρίου Ἀγαθαγγέλου,
Γενικοῦ Διευθυντοῦ Ἀποστολικῆς Διακονίας
τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος
† Μνήμη τοῦ ἁγίου ἱερομάρτυρος Μεθοδίου, ἐπισκόπου Ὀλύμπου.
Εἶναι ἄγνωστο ἀπό ποῦ καταγόταν ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Με-θόδιος, ὁ ὁποῖος ἤθλησε κατά τούς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Διοκλητιανοῦ (284-305 μ.Χ.). Ὑπῆρξε κατ’ ἀρχάς μέν Ἐπίσκοπος τοῦ ἐν Λυκίᾳ Ὀλύμπου1, ἔπειτα δέ Ἐπίσκοπος Τύρου (τῆς Φοινί-κης)2, κατ’ ἄλλους δέ Ἐπίσκοπος Φιλίππων τῆς Μακεδονίας. Τό ἀναφερόμενο, ὅτι διετέλεσε ἐπίσκοπος Πατάρων εἶναι ἀναληθές, προελθόν ἐκ τοῦ περί Ἀναστάσεως διαλόγου του, ὁ ὁποῖος ἔλαβε χώρα στά Πάταρα. Διαπρεπής ἀρχιερεύς καί πλατωνικός φιλόσο-φος, διακρινόταν γιά τήν ἐμμονή του στήν πίστη καί τήν παράδοσιν καί κατατάσσεται στούς κορυφαίους θεολόγους τῆς ἐποχῆς του, ἀγωνισθείς σφοδρῶς κατά τοῦ Ὠριγένους καί τῶν ὀπαδῶν αὐτοῦ. Κατά τόν ἐπί Διοκλητιανοῦ ἐναντίον τῶν Χριστιανῶν κηρυχθέντα διωγμό, συνελήφθη καί ὑπέστη μαρτυρικό θάνατο, τό 311 μ.Χ., στήν «Χαλκίδα τῆς Ἑλλάδος καί οὐχί τῆς Συρίας», κατά νεώτερες ἐπι-στημονικές ἔρευνες. Κατ’ ἄλλους, ἀσθενῶν, ἐφονεύθη διά μαχαίρας ὑπό ὑπηρέτου, τόν ὁποῖο οἱ Ὠριγενιστές εἶχαν δώσει σέ αὐτόν. Ὁ ὑμνογράφος Θεοφάνης στόν ἑορταστικό Κανόνα τῆς μνήμης τοῦ Ἁγίου (Ὠδή Γ΄, τροπ. 1) ἐκφράζεται ὡς ἑξῆς ἐπί τοῦ προκειμένου γιά τόν Μεθόδιο: «Ἐπιπολάζουσαν ἰδών, τήν Ὠριγένους ἀπάτην, ὡς ὑπάρχων ἄριστος ποιμήν, τῷ θείῳ πυρί συντόμῳ ἔφλεξας, πᾶσαν ἐκείνου τήν ἀχλύν, τήν ἀπαστράπτουσαν αἴγλην, ἅψας τῆς σοφίας σου, θεόληπτε». Γιά τόν μαρτυρικό του θάνατο ἐκφράζεται (Ὠδή Α΄, τροπ. 3) κατ’ αὐτόν τόν τρόπο: «Στέφει τοῦ μαρτυρίου, ἱερωσύ-νης τε μύρῳ, παμμάκαρ κοσμούμενος, δι’ ἀμφοτέρων ἤστραψας, ὅθεν τῆς ἀληθεστάτης, και θεοειδοῦς κληρουχίας τετύχηκας».
Ὁ ἱερομάρτυρας Ἐπίσκοπος Πατάρων πού τιμᾶται ἀπό τήν Ἐκκλησία ἑορτάζεται τήν 20ή Ἰουνίου, ὅταν τελεῖται «ἡ μνήμη τοῦ ἁγίου ἱερομάρτυρος Μεθοδίου ἐπισκόπου Πατάρων», πρόκειται δέ γιά τόν Ἅγιο Μεθόδιο Ὀλύμπου.
Τό συγγραφικό ἔργο τοῦ Ἁγίου Μεθοδίου ὑπῆρξε πλουσιώ-τατο, τό σπουδαιότερο δέ ἔργο του, τό ὁποῖο τόν ἀναδεικνύει καί ἀξιόλογο ποιητή, εἶναι τό ἀσκητικοῦ καί ἠθικοῦ περιεχομένου «Συμπόσιον τῶν δέκα παρθένων ἤ περί ἁγνείας».
Ἄλλα ἔργα εἶναι «Περί τοῦ αὐτεξουσίου», «Περί ἀναστά-σεως» ἤ «Ἀγλαοφῶν». Ἀποσπάσματα ἀπό τά ἔργα του εἶναι: «Περί τῶν γενητῶν», «Ἑρμηνευτικαί πραγματεῖαι», «Περί βίου», «Ἐκ τῶν κατά Πορφυρίου», καί ἄλλα.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, ἡ εὕρεσις καί κατάθεσις τῶν ἱερῶν λειψάνων καί περιβολαίων τῶν ἁγίων ἀποστόλων Ἀνδρέου, Θωμᾶ καί Λουκᾶ, Λαζάρου τοῦ μάρτυρος καί Ἐλισσαίου τοῦ προφήτου, ἐν τῷ πανσέπτῳ ναῷ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, ἐν Κωνσταντινουπόλει.
Κατά τά τελευταῖα ἔτη τοῦ αὐτοκράτορος Κωνσταντίνου τοῦ Πορφυρογέννητου (913-959 μ.Χ.) ἐδηλώθη σέ αὐτόν ὅτι σέ κάποια σημεῖα τῆς Πόλεως κρύπτονται ἐσθῆτες τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων. Ἔτσι, ἀφοῦ τίς ἀνέλαβε, τίς ἀποθησαύρισε στόν ναό τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων3.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου Μάρτυρος Ἕκτορος.
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Ἕκτωρ εἶναι ἀπό τούς λησμονημένους Μάρτυρες καί δέν ἀναφέρεται στά γνωστά Συναξάρια. Ἐμαρτύρη- σε κατά τούς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Διοκλητιανοῦ (284-305 μ.Χ.), πιθανῶς στήν Ἑλλάδα4.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῶν ἁγίων μαρτύρων Ἰννᾶ, Πιννᾶ καί Ριμμᾶ.
(Βλ. † 20 Ἰανουαρίου. Στόν Παρισινό Κώδικα 1567 ἡ μνήμη αὐτῶν τιμᾶται καί σήμερα).
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τοῦ ἁγίου ἱερομάρτυρος Σιλβερίου, ἐπισκόπου Ρώμης.
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Σιλβέριος εἶναι ἄγνωστος στούς Συνα-ξαριστές. Διαδέχθηκε τό ἔτος 536 μ.Χ. τόν Πάπα Ἀγαπητό πού ἀπέθανε στήν Κωνσταντινούπολη. Περιέπεσε στήν ὀργή τής αὐτοκράτειρας Θεοδώρας, διότι ἀρνιόταν νά ἀκυρώσει τήν ὑπό τοῦ Ἀγαπη-τοῦ γενόμενη καθαίρεση ὡς αἱρετικοῦ τοῦ Πατριάρχου Κωνσταντι-νουπόλεως Ἀνθίμου, προστατευόμενου τῆς Θεοδώρας. Ἔτσι, ἀφοῦ ἐπείσθη ὁ Βελισσάριος πού τότε εὑρισκόταν στή Ρώμη στίς ραδιουργίες τῆς Θεοδώρας καί τήν συκοφαντία τοῦ διακόνου Βιγιλίου, ὅτι ὁ Ἅγιος Σιλβέριος ἦταν φίλος τῶν Γότθων, ἐξόρισε τόν Ἅγιο στά Πάταρα τῆς Λυκίας καί ἀντ’ αὐτοῦ ἐγκατέστησε στό θρόνο τῆς Ρώμης τόν Βιγίλιο. Ὁ Ἅγιος ἀνακλήθηκε τῆς ἐξορίας ἀπό τόν Ἰουστινιανό, ὁ ὁποῖος ἐπληροφορήθηκε περί τῆς πλεκτάνης, ἀλλά ὁ Βιγίλιος κατόρθωσε νά ἐξορισθεῖ καί πάλι ὁ Ἅγιος στό νησί Παλ-μαρία πού βρίσκεται ἀνατολικά τῆς Κορσικῆς5. Ἐκεῖ ὁ Ἅγιος ἀπέθανε ἀπό τήν πεῖνα, τό 538 μ.Χ.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῶν ἐν ἐρήμῳ δύο ἁγίων ἀσκητῶν.
Οἱ Ὅσιοι αὐτοί ἐκοιμήθησαν μέ εἰρήνη στήν ἔρημο.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Ναούμ.
Ὁ Ὅσιος Ναούμ ἦταν μαθητής τῶν Ἁγίων Ἰσαποστόλων Κυρίλλου καί Μεθοδίου, πού διέδωσαν κατά τό 886 μ.Χ. τόν Χρι-στιανισμό στούς Σλάβους, συνήργησε δέ καί αὐτός στή διάδοση τῆς πίστεως. Ἵδρυσε τή φερώνυμη μονή στή λίμνη τῆς Λυχνιδοῦ (Ἀχρί-δος) καί ἐκοιμήθηκε ὁσιακά μετά ἀπό μύριες διώξεις καί κακουχίες τῶν Φράγκων κληρικῶν καί τῶν Γερμανῶν στρατιωτῶν6.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἐν ἁγίοις πατρός ἡμῶν Μηνᾶ, ἐπισκόπου Πολόκ τῆς Ρωσσίας.
Ὁ Ἅγιος Μηνᾶς ἔζησε στήν Ρωσσία καί ἐξελέγη, τό 1105, Ἐπίσκοπος τῆς πόλεως Πολόκ τῆς Ρωσσίας. Ἀσκήτεψε στή μονή τῆς Λαύρας τοῦ Κιέβου καί ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη, τό 1116.
† Τῇ αὐτῆ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου Γκλέμπ, πρίγκηπος τοῦ Βλαδιμίρ.
Ὁ Ἅγιος Γκλέμπ, πού ὀνομάσθηκε κατά τή βάπτισή του Γεώργιος, ἔζησε κατά τόν 12ο αἰώνα μ.Χ. Ἦταν ὁ νεώτερος υἱός τοῦ ἡγεμόνος Ἀνδρέου Μπογκολιούμπσκϊυ ( † 4 Ἰουλίου) καί ἀνατρά-φηκε μέ παιδεία καί νουθεσία Κυρίου. Ἀπό τήν παιδική του ἡλικία ἐπιδόθηκε στή μελέτη τοῦ θείου λόγου, τή φιλανθρωπία, τήν ἄσκη-ση καί τήν προσευχή. Ἐκοιμήθηκε σέ νεαρά ἡλικία (19 ἐτῶν), τό 1174, καί ἐνταφιάσθηκε στόν ἱερό ναό Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου τοῦ Βλαδιμίρ. Θεωρεῖται θαυματουργός καί προστάτης τῆς πόλεως τοῦ Βλαδιμίρ.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἐν ἁγίοις πατρός ἡμῶν Καλλίστου, πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως.
Ὁ Ἅγιος Κάλλιστος ἐγεννήθηκε περί τά τέλη τοῦ 13ου αἰῶνος μ.Χ. καί προγυμνάσθηκε στό μοναχικό βίο καί τή θεωρία τοῦ ἡσυχασμοῦ στή Σκήτη Μαγουλᾶ. Ἐδῶ συναντήθηκε μέ τόν Ἅγιο Ἀθανάσιο τόν Μετεωρίτη, τόν ὁποῖο ἐβοήθησε νά κτίσει τό μονα-στήρι τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος στά Μετέωρα. Ἐμφορού-μενος ἀπό πνεῦμα συνέσεως, ὑπομονῆς καί ἀγάπης ὁ μοναχός Κάλ-λιστος, ἔγινε μαθητής τοῦ Ὁσίου Γρηγορίου τοῦ Σιναΐτου, τό βίο τοῦ ὁποίου καί συνέγραψε.
Ἡ ἐμφύλια διαμάχη πού εἶχε ξεσπάσει στό Βυζάντιο μεταξύ αὐτοκρατόρων προξένησε μεγάλες συμφορές σέ ὅλη τήν ἐπικράτεια τῆς αὐτοκρατορίας. Ἡ ἐρήμωση τόσο τῶν νησιῶν ὅσο καί τῶν μικρῶν πόλεων ἐξαιτίας τῶν ληστρικῶν ἐπιδρομῶν καί τῶν πολεμι-κῶν ἐπιχειρήσεων διόγκωσε τήν κοινωνική ἐξαθλίωση.
Τό 1342, ἡ Ἱερά Κοινότητα τοῦ Ἁγίου Ὄρους συγκροτεῖ ἐπι-τροπή εἰρηνεύσεως καί συνδιαλλαγῆς, τήν ὁποία στέλνει στήν Κωνσταντινούπολη, προκειμένου νά συμφιλιώσει τούς αὐτοκράτο-ρες τοῦ Βυζαντίου Ἰωάννη Καντακουζηνό (1347-1354) καί Ἰωάννη Παλαιολόγο (1341-1391). Ἡγετική φυσιογνωμία αὐτῆς τῆς ἐπιτρο-πῆς ἦταν ὁ ἐνάρετος ἱερομόναχος Κάλλιστος, πού ἐντυπωσίασε, παρά τό ἀτελέσφορο τῆς εἰρηνευτικῆς προσπάθειας, τούς ἀντιμαχό-μενους βασιλεῖς. Ἀργότερα ὁ ἱερομόναχος Κάλλιστος διορίζεται ἀπό τήν Ἱερά Κοινότητα μέλος τῆς ἐπιτροπῆς τοῦ ἀντιαιρετικοῦ κατά τῶν Βογομίλων ἀγώνα, τήν κακόδοξη διδασκαλία τῶν ὁποίων ἀνέκοψε στά πρῶτα της βήματα.
Μετά τήν παραίτηση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου Ἰσιδώ-ρου, τόν οἰκουμενικό θρόνο κόσμησε ὁ ἁγιορείτης ἱερομόναχος Κάλλιστος, ὕστερα ἀπό πρόταση τοῦ αὐτοκράτορος Ἰωάννη Κα-ντακουζηνοῦ. Στίς 10 Ἰουνίου τοῦ 1350 γίνεται ἡ ἐκλογή καί ἡ ἐν-θρόνιση τοῦ Ἁγίου Κάλλιστου Α΄, πού ἐπατριάρχευσε ὥς τό 1353, ὁπότε, ἀπεκδύθηκε ἑκουσίως τό πατριαρχικό ἀξίωμα καί ἔζησε ἀρχικά στήν Ἱερά Μονή τοῦ Ἁγίου Μάμαντος, στήν Κωνσταντι-νούπολη. Ὁ αὐτοκράτορας Ἰωάννης Καντακουζηνός ἐζήτησε ἐπί-σημα τήν ἐπιστροφή τοῦ Ἁγίου στόν πατριαρχικό θρόνο. Ὁ Πα-τριάρχης Κάλλιστος ὅμως, θεματοφύλακας τῆς ὀρθῆς πίστεως καί νομιμότητος, ἀποποιήθηκε τήν ἡγεσία τῆς Ἐκκλησίας καί μετέβη στήν Τένεδο.
Ἀξιομνημόνευτη πατριαρχική πράξη κατά τό διάστημα τῆς πρώτης πατριαρχίας τοῦ Ἁγίου Καλλίστου εἶναι ἡ ἔκδοση σιγγι-λίου, τό Δεκέμβριο τοῦ 1350, κατά τῶν προστρεχόντων στούς μάγους, γιά νά ἀντιμετωπίσει τήν ἐκφυλιστική πνευματική κατά-σταση τοῦ λαοῦ, πού εἶχε τήν ἀρχή της στήν πνευματική ἔνδεια τοῦ κλήρου.
Τό Δεκέμβριο τοῦ 1351 ὁ Ἅγιος, προκειμένου νά προστατέψει τήν πνευματική ἑνότητα τῆς Ὀρθοδοξίας, συγκάλεσε τοπική Σύνο-δο στήν Κωνσταντινούπολη, πού καταδίκασε τίς κακοδοξίες τῶν ἀντιησυχαστῶν Βαρλαάμ καί Ἀκινδύνου καθώς καί τούς πρεσβεύ-οντας τίς ἴδιες δοξασίες μητροπολίτες Ἐφέσου καί Γάνου. Τό 1352 δέν ἐδίστασε νά ἀφορίσει τό Σερβικό Πατριαρχεῖο, πού εἶχε παρά-νομα συσταθεῖ ἀπό τό Σέρβο ἡγεμόνα Στέφανο Δουσάν, προκει-μένου νά κρατήσει ἑνωμένη τήν Ἁγία τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησία.
Μετά τήν ἑκούσια ἀπομάκρυνση τοῦ Ἁγίου Κάλλιστου ἀπό τόν οἰκουμενικό θρόνο, ὁ αὐτοκράτορας Ἰωάννης Καντακουζηνός συγκάλεσε Σύνοδο, πού ἐκήρυξε ἔκπτωτο τόν Κάλλιστο καί ἐξέλεξε στόν οἰκουμενικό θρόνο τό Μητροπολίτη Ἡρακλείας Φιλόθεο Κόκ-κινο (1353-1354).
Ἡ εἴσοδος στήν πρωτεύουσα, τό Νοέμβριο τοῦ 1354, δυνάμεων φιλικά προσκείμενων στόν αὐτοκράτορα Ἰωάννη Ε΄ Παλαιολόγο, ἐσήμανε οὐσιαστικά τό τέλος τοῦ ἐμφυλίου πολέμου καί τήν ἄνοδο, τό χειμώνα τοῦ 1355, στόν οἰκουμενικό θρόνο, γιά δεύτερη φορά, τοῦ Ἁγίου Καλλίστου. Κατά τό χρονικό διάστημα τῆς δεύτερης πατριαρχείας του ἀξίζει νά ἀναφερθοῦν α) ἡ ἔκδοση συνοδικοῦ τόμου, πού ἀπαγόρευε τά συνοικέσια ἀνάμεσα σέ μικρά παιδιά, καί β) ἡ μείζονος σημασίας πατριαρχική διδασκαλία πρός τούς Βουλγάρους ἱερεῖς καί μοναχούς, πού ἐβάπτιζαν κακῶς, μέ μία μόνο κατάδυση καί ραντισμό, ἐνῶ τό Ἅγιο Μύρο ἀντικαθιστοῦσαν μέ Μύρο ἀπό τά λείψανα τοῦ Ἁγίου Δημητρίου καί τοῦ Ἁγίου Βαρ-βάρου.
Κατά τή διάρκεια τῆς δεύτερης πατριαρχείας τοῦ Ἁγίου ἱδρύ-θηκαν τά μοναστήρια Παντοκράτορος καί Σίμωνος Πέτρας στό Ἅγιον Ὄρος.
Τό τέλος τοῦ ἐμφύλιου σπαραγμοῦ στή βυζαντινή αὐτοκρα-τορία δέν ἔφερε καί τήν εἰρήνη στήν ἐπικράτειά της. Ἡ ἡμισέληνος ὡς δρέπανο θανάτου ἐθέριζε τά στάχυα τῆς Ὀρθοδοξίας στά καλλίκαρπα μέρη τοῦ Ἕβρου. Οἱ Τοῦρκοι, πού ἦλθαν ὡς σύμμαχοι τοῦ Ἰωάννη Καντακουζηνοῦ στά Βαλκάνια, ἔφτιαξαν ἰσχυρά προ-γεφυρώματα στήν Θράκη καί μέ ἕδρα τό Διδυμότειχο, τήν Ἀδρια-νούπολη καί τήν Φιλιππούπολη κατέστρεφαν τήν ὕπαιθρο χώρα, ἐφαρμόζοντας συστηματικά μέτρα ἐποικισμοῦ. Ἡ ἀντιμετώπιση αὐτῆς τῆς καταστάσεως ἀπαιτοῦσε τή συνένωση τῶν χριστιανικῶν δυνάμεων τῆς Βαλκανικῆς. Ὁ Ἅγιος Κάλλιστος ἡγήθηκε μιᾶς αὐτο-κρατορικῆς πρεσβείας πρός τήν ἡγεμόνα τῶν Σέρβων Ἐλισάβετ, μέ ἀντικειμενικό σκοπό τή συμμαχία τῶν Σερβικῶν καί τῶν Βυζαντι-νῶν δυνάμεων, γιά νά ἀναχαιτισθεῖ ὁ τουρκικός ἐπεκτατισμός στήν Θράκη.
Ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης καί ἡ συνοδεία του, ἀφοῦ προ-σκύνησαν στό Ἅγιον Ὄρος, ἔφθασαν στήν πόλη τῶν Σερρῶν στίς ἀρχές Ἰουνίου τοῦ 1364, ὅπου τούς ὑποδέχθηκε φιλόφρονα ἡ ἡγεμο-νίδα τῶν Σέρβων Ἐλισάβετ. Ὅμως, ὁ Πατριάρχης Κάλλιστος Α΄ ἀ-σθένησε ἀπό λοιμώδη νόσο καί ἐτελείωσε τόν βίο του ἀπρόοπτα στήν πόλη τῶν Σερρῶν.
Ἡ θλιβερή εἴδηση τοῦ ἀπρόοπτου τέλους τῆς ζωῆς τοῦ Πατρι-άρχου διέτρεξε τά ὅρια τῆς αὐτοκρατορίας. Ἐπιτροπές ἀπό τά σπουδαιότερα μοναστήρια τοῦ Ἁγίου Ὄρους καί μάλιστα τῆς Λαύ-ρας, ἦρθαν στίς Σέρρες καί ἐζήτησαν ἀπό τήν Ἐλισάβετ τό σκήνωμα τοῦ Ἁγίου προκειμένου νά τό μεταφέρουν στή μητρόπολη τοῦ ὀρ-θοδόξου μοναχισμοῦ, τό Ἅγιον Ὄρος. Ἡ ἡγεμονίδα τῶν Σέρβων δέν ἐκάμφθηκε ἀπό τίς παρακλήσεις τῶν μοναχῶν, λέγοντάς τους πώς θά κρατήσει τό ἅγιο λείψανό του, γιά νά ἔχει ἡ ἴδια καί ἡ πόλη τῶν Σερρῶν τήν ἁγία του προστασία.
Ἡ ἡγεμόνας Ἐλισάβετ ἐνταφίασε μέ μεγαλοπρέπεια τόν Πα-τριάρχη στή Μητρόπολη τῶν Σερρῶν. Ἀσφαλεῖς ἐνδείξεις βεβαι-ώνουν πώς τό μεγαλοπρεπές παρεκκλήσι, ἀριστερά τῆς εἰσόδου τοῦ Ἱεροῦ Μητροπολιτικοῦ Ναοῦ τῶν Ἁγίων Θεοδώρων, στεγάζει τόν τάφο τοῦ Ἁγίου Καλλίστου.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Νικολάου, τοῦ Καβάσιλα.
῾Ο Ὅσιος Νικόλαος Καβάσιλας ἐγεννήθηκε στήν Θεσσαλονίκη κατά τό 1322 ἤ 1323 καί τό πατρικό ἐπώνυμό του ἦταν Χαμαετός. ῾Η ἐπιφανής οἰκογένειά του, προερχόμενη πιθανῶς ἀπό τήν Ἤπειρο, ἀνέδειξε πολλές ἀξιόλογες προσωπικότητες ἀπό τό 14ο αἰώνα καί ἔπειτα.
Ἡ Θεσσαλονίκη ἦταν αὐτή τήν ἐποχή «μητρόπολις τῆς φιλοσο-φίας», ὅπως παρατηρεῖ ὁ Ὅσιος Νικόλαος στό Ἐγκώμιό του στόν Ἅγιο Δημήτριο, καί διακρινόταν γιά τίς ἀξιόλογες σχολές της. Τοῦ-το ὅμως δέν ἀπέτρεψε τόν Νικόλαο ἀπό τό ν᾿ ἀναχωρήσει, ἔφηβος ἀκόμη, στήν Κωνσταντινούπολη γιά συνέχιση τῶν σπουδῶν του. Στίς σπουδές του συμπεριέλαβε τή ρητορική, τίς φυσικὲς ἐπιστῆμες καί τή θεολογία.
Κατά τήν ἔναρξη τοῦ ἐμφυλίου πολέμου φαίνεται ὅτι ὁ Ὅσι-ος, λόγῳ νεαρᾶς ἡλικίας, δέν ἔλαβε ἐνεργό μέρος. Τό ἑπόμενο ὅμως ἔτος (1342) ἀπεφάσισε νά ἐπιστρέψει στή γενέτειρά του, ὅπου εὑρέθηκε σέ μιά διάσπαση χειρότερη ἀπό αὐτή τῆς πρωτεύουσας. Οἱ ταραχές τῆς Κωνσταντινουπόλεως εἶχαν δώσει τήν ἀφορμὴ τῆς κινητοποιήσεως τῶν δυνάμεων στά μεγάλα ἀστικά κέντρα. Στήν Θεσσαλονίκη οἱ εὐγενεῖς ἐτάχθηκαν στό πλευρό τοῦ ᾿Ιωάννου Κα-ντακουζηνοῦ, ἐνῶ ὁ λαός, συγκινούμενος πάντοτε ἀπό τό δρᾶμα μιᾶς χήρας βασίλισσας καί ἑνός ἀνήλικου διαδόχου, τῶν ὁποίων κινδυνεύουν τά δίκαια, ἐτάχθηκε μέ τό μέρος τοῦ ᾿Ιωάννου Παλαιολόγου. Τά αἰσθήματα αὐτά τοῦ λαοῦ ὑπέρ τοῦ νομίμου βασιλέως ἐκμεταλλεύθηκαν μερικοί φιλόδοξοι δημοκόποι, οἱ ὁποῖοι ἐχρησιμο-ποίησαν τοὺς Ζηλωτές, γιά νά τόν ξεσηκώσουν σέ ἐπανάσταση.
Ἔτσι, ὅταν ὁ Καντακουζηνός ἐζήτησε τή βοήθεια τοῦ ἀναπο-φάσιστου διοικητοῦ τῆς πόλεως Θεοδώρου Συναδηνοῦ, οἱ Ζηλωτές, μέ ὑψωμένο τό σύμβολο τοῦ σταυροῦ, ἐπαναστάτησαν καί μετά τρεῖς ἡμέρες σφαγῶν καί λεηλασιῶν κατέλαβαν τήν ἐξουσία τόν ᾿Ιούλιο τοῦ 1342, ἐνῶ ὁ Συναδηνὸς μέ 1000 εὐγενεῖς κατέφυγε στό Γυναικόκαστρο.
Ἡ ἀπομόνωση τῆς πόλεως ὁδήγησε τή μεγάλη πλειονότητα τῶν κατοίκων της νά ζητήσει συμβιβασμό μέ τόν Καντακουζηνό καί τό 1345 στάλθηκε στόν ἀντιπρόσωπό του στήν Βέροια ἐπιτροπή ἀποτελούμενη ἀπό τόν Νικόλαο Καβάσιλα καί τόν Γεώργιο Φαρ-μάκη.
Μετά τήν ἐπικράτηση τοῦ Καντακουζηνοῦ, τό 1347, ὁ Νικό-λαος προσκλήθηκε στήν Κωνσταντινούπολι ἀπό τόν Δημήτριο Κυ-δώνη, προφανῶς κατ᾿ ἐντολή τοῦ αὐτοκράτορος, καί ἔκτοτε ἀρχίζει τό πολιτικό του στάδιο πού δέν φαίνεται νά κράτησε περισσότερο ἀπό ἑπτά χρόνια. Ὁ αὐτοκράτορας ἐξετίμησε τόσο πολύ τίς ἱκανό-τητες τοῦ νέου, ὥστε τόν κατέστησε μαζί μέ τόν Κυδώνη κύριο σύμ-βουλό του.
᾿Εξ ἄλλου, ὑπῆρχε ἡ ἀγαθή συγκυρία ὅτι ὁ νέος Πατριάρχης ᾿Ισίδωρος (1347-1349) ἦταν ἕνας ἀπό τούς πρώτους διδασκάλους του στήν Θεσσαλονίκη. Τόν Σεπτέμβριο τοῦ 1347, μαζί μέ ἄλλους συνόδευσε τον Ἅγιο Γρηγόριο Παλαμᾶ στό ταξίδι του πρός τήν Θεσσαλονίκη γιά τήν ἐνθρόνιση, ἀλλά δέν ἔγινε δεκτός ἀπό τούς Ζηλωτές. Ἔτσι ἀπεχώρησαν μαζί στό Ἅγιον Ὄρος καί ἀπό ἐκεῖ ὁ Καβάσιλας ἐπέστρεψε στήν Κωνσταντινούπολη. Εἶναι πιθανό ὅτι ἀργότερα συνόδευσε τόν Καντακουζηνό κατά τήν ἐκστρατεία του πού ἔθεσε τέρμα στήν ἀνταρσία τῶν Ζηλωτῶν (1350).
Μετά τό 1354, ὁ Καβάσιλας ἀσχολήθηκε μέ τά ἐκκλησιαστικά θέματα στό πλευρό τοῦ Πατριάρχου Φιλοθέου (1353-1355, 1364-1376). Τό 1362, ἐπέστρεψε στήν Θεσσαλονίκη ὅπου προσπάθησε νά θέσει ὑπό ἔλεγχο μέρος τῆς περιουσίας του, πού εἶχε ἀπομείνει μετά τίς ἁρπαγές τῶν Ζηλωτῶν καί τῶν Σέρβων. Μόλις ἔφθασε ἐκεῖ, ἐπληροφορήθηκε τόν πρόσφατο θάνατο τοῦ πατέρα του, καί τό ἑπόμενο ἔτος ἔζησε τό γεγονός τοῦ θανάτου τοῦ θείου του Νείλου, Ἀρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης. ῾Η μητέρα του ἔπειτα εἰσῆλθε ὡς μο-ναχή στή μονή τῆς Ἁγίας Θεοδώρας.
Δέν εἶναι γνωστό ἄν ὁ Ὅσιος Νικόλαος εἶχε λάβει ἱερατική χειροτονία, ἄν καί οἱ γνώσεις του καί ὁ τρόπος ἐκφράσεως στά δύο κύρια συγγράμματά του προϋποθέτουν κληρική ἰδιότητα. Φυσικά στηρίζεται σέ σύγχυση ἡ παλαιά καί νέα ἄποψη ὅτι διετέλεσε Ἀρχι-επίσκοπος Θεσσαλονίκης, ὀφειλόμενη κυρίως στό γεγονὸς ὅτι καί ὁ θεῖος του Νεῖλος ἔφερε ὡς κοσμικὸς τό ὄνομα Νικόλαος. ᾿Εκεῖνο πού πρέπει νά θεωρηθεῖ βέβαιο εἶναι ὅτι ἦταν μοναχός, πιθανῶς ἀπὸ τήν ἐποχή τῆς εἰσόδου τῆς μητέρας του στό μοναχικὸ βίο, πού συμπίπτει μέ τήν ἐπιστροφή του στήν Κωνσταντινούπολη καί τή δεύτερη ἄνοδο τοῦ Φιλοθέου στόν πατριαρχικὸ θρόνο. Κατά τά τελευταῖα ἔτη τοῦ βίου του ἐζοῦσε στή μονή τῶν Μαγγάνων καί ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη, περί τό 1392.
῾Ο Γεώργιος Σχολάριος παρατήρησε ὅτι τά ἔργα τοῦ Ὁσίου Νικολάου Καβάσιλα εἶναι ἕνα στολίδι: «κόσμος εἰσί τῇ τοῦ Χρι-στοῦ ᾿Εκκλησίᾳ»7. Διακρίνονται δέ γιά τή γνησιότητα τοῦ θρη-σκευτικοῦ φρονήματος τό ὁποῖο προβάλλουν, τή θέρμη καί τό βάθος τῆς πίστεως.
Τό πρῶτο ἀπό αὐτά φέρει τόν τίτλο Ἑρμηνεία τῆς Θείας Λειτουργίας. Ἡ Θεία Λειτουργία γιά τόν Ὅσιο, ὅπως γιά ὅλη τήν Ἐκκλησία, ἡ θυσία τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ, ὁ δέ Χριστός εἶναι συγχρόνως θύτης, θῦμα, προσδεχόμενος. ᾿Από αὐτό ξεκινᾶ γιά νά τονίσει ὅτι ἡ Θεία Λειτουργία εἶναι ἡ βασική ὁδός γιά τήν πνευ-ματική μεταποίηση τοῦ κόσμου.
Στό ἔργο Περί τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς προσφέρει μία ἀνατομία τῆς πνευματικῆς ζωῆς, τήν ὁποία τοποθετεῖ στά πλαίσια τῆς Ἐναν-θρωπήσεως, συνεχιζόμενης καί ἐπαναλαμβανόμενης στά τρία βασι-κά μυστήρια τῆς ᾿Εκκλησίας. Στό πρῶτο βιβλίο, ἡ πνευματικὴ ζωὴ ὁρίζεται ὡς ζωή ἐν Χριστῷ καί δηλώνεται ὅτι ἐξαρτᾶται ἀπό δύο παράγοντες, τό θεῖο καί τόν ἀνθρώπινο. Ἡ προσφορά τοῦ θείου παράγοντος, πραγματοποιούμενη διὰ τῶν τριῶν μυστηρίων πού ἀποτελοῦν ἐπέκταση καί πολλαπλασιασμὸ τοῦ ἑνιαίου μυστηρίου τῆς Ἐνανθρωπήσεως, ἐξετάζεται στά τρία ἑπόμενα βιβλία, δεύτερο (βάπτισις, λουτρό), τρίτο (χρίσμα, μύρο) καί τέταρτο (θεία εὐχαριστία, τράπεζα). Στό πέμπτο βιβλίο, ὡς παράρτημα, ἀναπτύσσεται ὁ συμβολισμός τῶν ἐγκαινίων τοῦ ναοῦ καί στό πρόσθετο τμῆμα του ἐξηγεῖται ἡ ἀρχή τῆς συνεργίας τῶν δύο παραγόντων. Ἡ προσφορά τοῦ ἀνθρώπου διά τῆς νοήσεως καί τῆς βουλήσεως ἐξετάζεται στά δύο τελευταῖα βιβλία, ἕκτο καί ἕβδομο.
Ὁ Ἅγιος Νικόλαος Καβάσιλας συνέγραψε καί ἄλλα φιλο-σοφικά, ἑρμηνευτικά καί κοινωνικά κείμενα, πανηγυρικούς λόγους, ἐπιστολές καί ἐπιγράμματα.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, ἡ ἀνακομιδή τῶν ἱερῶν λειψάνων τοῦ ἐν ἁγίοις πατρός ἡμῶν Γουρία, ἀρχιεπισκόπου Καζάν.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, ἡ σύναξις τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου τῆς «Μό-ντενᾳ», ἐν Ρωσσίᾳ.
Ἡ ἱερά εἰκόνα τῆς Θεομήτορος, στήν ὁποία ἡ Παναγία δια-κρίνεται ὁλόσωμη, ἔχει δύο προσωνύμια: πρῶτον, τῆς Μόντενα, τῆς Ἰταλικῆς πόλεως ἀπό τήν ὁποία τό ἔτος 1717 ὁ Ρῶσος στρατηγός Βόρις Πέτροβιτς Σερεμέτιεφ8 τήν ἐπῆρε, γιά νά τή μεταφέρει στήν πατρίδα του, καί δεύτερον, τοῦ Κοζίνο, δηλαδή τῆς ὁμωνύμου κω-μοπόλεως στά περίχωρα τῆς Μόσχας, ὅπου φυλάσσεται.
Ταῖς αὐτῶν ἁγίαις πρεσβείαις, ὁ Θεός, ἐλέησον ἡμᾶς. Ἀμήν!