† Μνήμη τῶν ἁγίων μαρτύρων ῾Ερμύλου καί Στρατονίκου.
Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες ῞Ερμυλος καί Στρατόνικος ζοῦσαν κατά τούς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος τῆς Ἀνατολῆς Λικινίου (308–323 μ.Χ.). Ὁ Λικίνιος, ὅπως εἶναι γνωστό, γιά νά εὐχαριστήσει τούς εἰδωλολάτρες πού ἀντιπαθοῦσαν τόν Μέγα Κωνσταντῖνο, διέταξε, περί τό 320-322 μ.Χ., διωγμό κατά τῶν Χριστιανῶν.
῾Ο Ἅγιος ῞Ερμυλος, κατά τήν ἐκκλησιαστική τάξη, ἦταν διά-κονος. ῞Οταν παρουσιάσθηκε ἐνώπιον τοῦ αὐτοκράτορος καί ὁμο-λόγησε τήν πίστη του στόν Χριστό, ὑποβλήθηκε σέ φοβερά βασανι-στήρια. Πρῶτα τόν ἐμαστίγωσαν μέ ἀγκαθωτά μαστίγια. Οἱ φρικώ-δεις βασανισμοί δέν ἔφεραν τό ποθούμενο ἀποτέλεσμα. Στή δεινή δέ αὐτή κατάσταση εὑρισκόμενος ὁ Ἅγιος ῞Ερμυλος ἐκλείσθηκε στή φυλακή. Μετά ἀπό λίγες ἡμέρες καταβλήθηκε νέα προσπάθεια, γιά νά ἀρνηθεῖ ὁ Μάρτυς τόν Χριστό. Ἐκεῖνος ἀπάντησε δοξολογώντας καί εὐχαριστώντας τό ἅγιο Ὄνομα τοῦ Κυρίου.
Μεταξύ ἐκείνων πού παρευρίσκονταν στό μαρτύριο τοῦ Ἁγίου Ἑρμύλου ἦταν καί ὁ φίλος του Στρατόνικος, πού ὑπέφερε πολύ γιά τά παθήματά του. Μπροστά στό θέαμα τοῦ μαρτυρίου τοῦ φίλου του, ὁ Στρατόνικος δέν μπόρεσε νά κρατήσει τούς στεναγμούς καί τά δάκρυά του. Ἀμέσως τόν συνέλαβαν καί τόν ἐκάλεσαν νά ἀρνη-θεῖ τό Χριστό. Καί ἐκεῖνος ἀκολούθησε τό δρόμο τῆς καλῆς ὁμολο-γίας τοῦ φίλου του Ἑρμύλου. Τό μαρτύριο ἐπεκτάθηκε καί σ’ αὐ-τόν. Τόν ἐκτύπησαν καί ἀκολούθως τόν ἔρριξαν μαζί μέ τόν ῞Ερμυ-λο στόν ποταμό ῎Ιστρο (Δούναβη), ὅπου καί οἱ δυό τους ἐδέχθησαν τό μακάριο τέλος καί ἔλαβαν τούς στεφάνους τοῦ μαρτυρίου.
Κάποιοι Χριστιανοί πού πληροφορήθηκαν τά γεγονότα, κα-τέβαλαν κάθε προσπάθεια, γιά νά βροῦν τά τίμια λείψανα τῶν Ἁγί-ων. Καί, ὅταν μετά τρεῖς ἡμέρες, τά εἶδαν κάπου στίς ὄχθες τοῦ πο-ταμοῦ, τά παρέλαβαν καί τά ἐνταφίασαν μαζί.
῾Η σύναξη τῶν Ἁγίων Μαρτύρων ῾Ερμύλου καί Στρατονίκου ἐτελεῖτο στόν εὐκτήριο οἶκο τοῦ Ἀρχαγγέλου Μιχαήλ, ὁ ὁποῖος βρί-σκεται στήν περιοχή πού ὀνομάζεται ᾿Οξεία (νῆσος τῆς Προποντί-δος), στή Φιρμούπολη, πού ἦταν κοντά στήν Κωνσταντινούπολη, καί «ἐν τοῖς τοῦ Σπουδαίου» κοντά στό Ὀρφανοτροφεῖο[1].
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν ᾿Ιακώβου, τοῦ ἀπό Νισίβεως.
῾Ο Ὅσιος ᾿Ιάκωβος (4ος αἰ. μ.Χ.) ὑπῆρξε γέννημα καί θρέμμα τῆς πόλεως Νισίβεως τῆς Μεσοποταμίας. Ἀγάπησε ὅμως τή ζωή τῆς ἐρημίας καί τῆς ἡσυχίας. Γιά τό λόγο αὐτό ἔφυγε ἀπό τήν πόλη καί πῆγε στίς ὑψηλότατες κορυφές τῶν ὀρέων τῆς περιοχῆς, ὅπου καί διέμενε. ᾿Εκεῖ ἀντιμετώπιζε μέ γενναιότητα καί καρτερία τίς δυσμε-νεῖς καιρικές συνθῆκες πού τόν καταταλαιπωροῦσαν, τόν ὑπερβο-λικό δηλαδή καύσωνα τοῦ καλοκαιριοῦ καί τόν παγετό τοῦ χειμῶ-νος.
Ὅπως ἀναφέρεται στό Συναξάρι του, ὁ ῞Οσιος γιά τροφή του ἐχρησιμοποιοῦσε ἀγριόχορτα καί λίγο νερό. Γιά ἐνδυμασία του εἶχε ἕναν ἁπλό καί μοναδικό χιτώνα. Καί μέ αὐτή, λοιπόν, τή λιτή ἀσκη-τική ζωή ἐξασθένιζε βέβαια τό σῶμα του, προσέφερε ὅμως συνεχῶς πνευματική τροφή στήν ψυχή του.
Τά ἀποτελέσματα τῆς ἀσκητικῆς του ζωῆς ὑπῆρξαν πλούσια. Πρῶτα ὁ ῞Οσιος ἀπέκτησε τήν παρρησία πρός τόν Θεό. ῎Επειτα, μέ τή δύναμη καί τή Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἔλαβε τήν ἱκανότητα νά προβλέπει τά μέλλοντα καί νά ἐπιτελεῖ θαύματα, ὅπως τό ἀκό-λουθο: Κάποτε, ἐνῶ διερχόταν ἀπό ἕναν τόπο, εἶδε σέ κάποια πηγή μερικές νέες γυναῖκες νά κάνουν τήν ἐργασία τους μέ ἀναιδή καί ἄσεμνη ἐμφάνιση. ῾Ο ῞Οσιος δέν ἀνέχθηκε αὐτή τήν κατάσταση. ῎Ετσι, μέ τρόπο θαυματουργικό, ἀπό τή μιά μεριά ἀποξήρανε τήν πηγή, ἐνῶ ἀπό τήν ἄλλη ἔκαμε νά γίνουν ὁλόλευκα ἀπό μαῦρα τά μαλλιά τῶν ἀναίσχυντων γυναικῶν. Καί βέβαια, ὕστερα ἀπό παρά-κληση τῶν Χριστιανῶν, προσευχήθηκε καί ἡ πηγή ἔβγαλε πάλι νε-ρό· τίς γυναῖκες ὅμως τίς ἄφησε νά μείνουν μέ λευκά τά μαλλιά γιά σωφρονισμό καί διόρθωση πνευματική.
῾Ο Ὅσιος ᾿Ιάκωβος γιά τίς πολλές ἀρετές του ἔγινε Ἐπίσκοπος τῆς πατρίδος του, τῆς Νισίβεως. ῾Ως Ἐπίσκοπος ἔλαβε μέρος στήν Α´ Οἰκουμενική Σύνοδο πού ἔγινε τό 325 μ.Χ. στή Νίκαια τῆς Βιθυνίας. ῾Η Σύνοδος αὐτή καθαίρεσε τόν Ἄρειο, ὁ ὁποῖος ἐδίδασκε πώς ὁ Χριστός δέν εἶναι Θεός, ἀλλά κτίσμα τοῦ Θεοῦ. ῾Ο Ἄρειος ὅμως, παρά τήν καθαίρεσή του, ἑτοιμαζόταν νά εἰσέλθει σέ ἕνα ναό, γιά νά λειτουργήσει. Τότε συνέβη τό ἑξῆς θαυμαστό γεγονός: ῞Υστερα ἀπό προσευχή τοῦ Ὁσίου ᾿Ιακώβου, ὁ βλάσφημος Ἄρειος δέν ἐπρό-φθασε νά πάει στό ναό, ἀφοῦ ἀπέθανε ἀπό διάλυση τῶν σπλάχνων του.
Ὅμως, ὁ Ὅσιος μαζί μέ τήν ἀκοίμητη εὐσέβειά του διαφλε-γόταν καί ἀπό θερμότατη φιλοπατρία. Ὅταν οἱ Πέρσες ἐπολι-όρκησαν τή Νίσιβη, ὁ Ὅσιος συνετέλεσε τά μέγιστα διά τῆς δυ-νάμεως τῆς πίστεώς του καί τῆς ἠθικῆς ἐπιρροῆς του στήν ἀπό-κρουση τῶν ἐχθρῶν καί τή διάλυση τῆς πολιορκίας. Διαπρέποντας σέ τοῦτα τά μέγιστα μεγαλουργήματα ὁ Ἅγιος ᾿Ιάκωβος ἀφοῦ ἔφθα-σε σέ βαθύτατο γῆρας, ἐκοιμήθηκε ὁσίως μέ εἰρήνη.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου μάρτυρος Ἀθανασίου.
Ὁ Ἅγιος Ἀθανάσιος ἐμαρτύρησε βασανιζόμενος μέ ραβδιά.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῶν ἁγίων μαρτύρων Παχωμίου καί Πα-πυρίνου.
Οἱ Ἅγιοι ἐπνίγησαν ἀπό τούς διῶκτες τους σέ ποτάμι.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου Ἱλαρίου, ἐπισκόπου Πικτώνων.
Ὁ Ἅγιος Ἱλάριος καταγόταν ἀπό τή Γαλλία καί ἐγεννήθηκε κατά τόν 4ο αἰώνα μ.Χ. στήν πόλη Poitiers[2]. Οἱ γονεῖς του ἦσαν εἰδωλολάτρες καί ἐκεῖνος μετεστράφη πρός τόν Χριστό καί ἔγινε Ἐπίσκοπος τῆς γενέτειράς του. Τό ἔτος 356 μ.Χ. ἐξορίσθηκε ἀπό τόν αὐτοκράτορα Κωνστάντιο (337-361 μ.Χ.) στή Φρυγία γιά τά ὀρθό-δοξα φρονήματά του. Στήν ἐξορία, ὅπου ἔμεινε γιά τέσσερα συνεχῆ ἔτη, ἔγραψε τό «Περί τῆς Τριάδος» ἔργο του καί τό «Περί Συνό-δων», τό ὁποῖο ἀπηύθηνε πρός τούς Χριστιανούς τῆς Δύσεως, γιά νά πληροφορήσει αὐτούς περί τῶν ἀγώνων τῶν Ὀρθοδόξων τῆς Ἀνατολῆς κατά τοῦ Ἀρειανισμοῦ.
Ὁ Ἅγιος ἔλαβε μέρος στή Σύνοδο τῆς Σελευκείας τῆς Ἰσαυ-ρίας, τό 359 μ.Χ., καί μετεῖχε τῆς ἐπιτροπῆς τῶν Ἐπισκόπων, οἱ ὁποῖοι ἀπεστάλησαν ἀπό τή Σύνοδο στήν Κωνσταντινούπολη, μέ σκοπό νά γνωρίσουν στόν αὐτοκράτορα τίς ἀποφάσεις αὐτῆς. Ὁ Ἅγιος ἐζήτησε ἰδιαίτερη ἀκρόαση ἀπό τόν αὐτοκράτορα, ἀλλά δέν ἔγινε δεκτός καί ἐκδιώχθηκε. Ἐπανῆλθε στή Γαλλία, ὅπου καί συνέ-χισε τούς ἀγῶνες του κατά τῶν αἱρετικῶν καί τή δράση του ὑπέρ τῆς Ὀρθοδοξίας. Στή Σύνοδο τῶν Παρισίων, πού ἔγινε τό ἔτος 361 μ.Χ., ὁ Ἅγιος Ἱλάριος κατόρθωσε νά ἀναθεματισθοῦν οἱ Ἀρειανοί καί οἱ ἀρχηγοί τους στή Δύση Αὐξέντιος, Οὐρσάκιος, Οὐάλης καί Σατουρνῖνος, καί νά ἀναγνωρισθεῖ τό κῦρος τῶν ἀποφάσεως τῆς Α´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Ἀπό τή Γαλλία ὁ Ἅγιος μετέβη στήν Ἰταλία, ὅπου, τό ἔτος 364 μ.Χ., προήδρευσε τῆς Συνόδου τῶν Μεδιολάνων καί καταπολέμησε τόν αἱρετικό Ἐπίσκοπο τῆς πόλεως αὐτῆς Αὐξέ-ντιο.
Ὁ Ἅγιος Ἱλάριος ἐκοιμήθηκε ὁσίως μέ εἰρήνη μεταξύ τῶν ἐτῶν 366-368 μ.Χ.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου Ρεμιγίου, ἐπισκόπου Ρημῶν.

Ὁ Ἅγιος Ρεμίγιος ἐγεννήθηκε τό ἔτος 437 μ.Χ. στήν πόλη Λαόν τῆς Γαλλίας. Γενόμενος Ἐπίσκοπος τῆς πόλεως τῶν Ρημῶν τῆς Γαλλίας, ἐπώλησε τή μεγάλη του περιουσία, διένειμε τά χρήματα στούς πτωχούς καί σέ ἄλλες ποικίλες ἀγαθοεργίες. Ἀφοσιώθηκε μέ θεῖο ζῆλο στή μελέτη τοῦ θείου λόγου, στήν καταπολέμηση τῶν αἱρετικῶν καί τό ἱεραποστολικό ἔργο. Πρώτιστο μέλημά του ἦταν τό κήρυγμα τῆς ἀλήθειας τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ στούς Ἐθνικούς. Τό μεγάλο κατόρθωμα τῆς ἐπισκοπικῆς του δράσεως ἦταν ἡ βάπτιση τοῦ βασιλέως τῶν Γάλλων Κλόβιος τοῦ Α´ κατά τήν ἡμέρα τῶν Χρι-στουγέννων τοῦ ἔτους 496 μ.Χ., τῶν δύο ἀδελφῶν αὐτοῦ καί 3.000 γυναικῶν καί παίδων. Γιά τό τεράστιο ἱεραποστολικό του ἔργο ὀνομάσθηκε «Ἀπόστολος τῆς Γαλλίας»[3].
Ὁ Ἅγιος Ρεμίγιος μέ τό πέρασμα τοῦ χρόνου ἔχασε τήν ὅρασή του καί ἐκοιμήθηκε ὁσίως μέ εἰρήνη τό ἔτος 533 μ.Χ.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου Κεντιγκέρνου, ἐπισκόπου Γλασκώβης.
Ὁ Ἅγιος Κεντιγκέρνος καταγόταν ἀπό τή Σκωτία. Περί τῶν παιδικῶν του χρόνων θρυλοῦνται πολλά. Λέγεται ὅτι ἦταν ἐξώγαμο παιδί κάποιας βασιλόπαιδος, τήν ὁποία ὁ προσβεβλημένος πατέρας της τήν ἔβαλε σέ μιά βάρκα πού ἄφησε ἀκυβέρνητη στό πέλαγος. Ἡ βάρκα ἐξώκειλε κοντά στή μονή τοῦ Κούλρος. Ὁ ἡγούμενος Ἅγιος Σέρφ εὐσπλαγχνίσθηκε τή μητέρα καί τό παιδί καί ἀνέλαβε τήν προστασία τοῦ βρέφους. Ὁ Ἅγιος ὀνομαζόταν καί Μούνγκο, πού σημαίνει «προσφιλής, ἀγαπητός» ἤ, κατ’ ἄλλους, «σκυλάκι, κουτά-βι», λόγῳ τοῦ ὅτι ὁ Ἅγιος ἀκολουθοῦσε τόν προστάτη του Ἅγιο Σέρφ.
Ὁ Ἅγιος ἐγκαταστάθηκε στή Γλασκώβη, ὅπου ἔγινε καί Ἐπί-σκοπος. Ὁ βίος του ἦταν πολύ ἀσκητικός. Ἡ ἐνδυμασία του ἦταν ἀπό δέρμα ζώων, διέμενε δέ σέ σπήλαιο ἀσκούμενος στήν προσευχή. Θεωρεῖται ὅτι ἐκοιμήθηκε ὁσίως μέ εἰρήνη τό ἔτος 612 μ.Χ. σέ ἡλικία 185 ἐτῶν[4].
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Μαξίμου τοῦ Καυσοκαλυβίτου, τοῦ ἐν τῷ Ἁγίῳ Ὄρει τοῦ Ἄθω ἀσκήσαντος.
Ὁ Ὅσιος Μάξιμος δύναται νά παραβληθεῖ γιά τήν αὐστηρό-τητα τοῦ βίου του καί τήν ἀρετή του πρός τούς μεγάλους ἀσκητές τῆς Αἰγύπτου, τῶν ὁποίων τό βίο ἐζήλωσε.
Καταγόταν ἀπό τή Λάμψακο[5] καί ὀνομαζόταν προηγουμέ-νως Μανουήλ. Ἔγινε μοναχός στό ὄρος Γάνος τῆς Προποντίδος. Τό μοναχικό σχῆμα καί τό ὄνομα Μάξιμος προσέλαβε ἀπό τό φημισμέ-νο Γέροντα Μᾶρκο. Ἐκεῖ ἀναδείχθηκε ἀκούραστος καί ἀκατάβλη-τος στή μελέτη, τήν προσευχή, τήν κυριαρχία τῆς γλώσσας, καί τήν ἀγάπη πρός τήν εἰρήνη καί τήν ὁμόνοια. Ἀκολούθως μετέβη στήν Κωνσταντινούπολη, καί ἦταν τόση ἡ ἀρετή του, ὥστε ὁ αὐτοκράτο-ρας Ἀνδρόνικος ὁ Παλαιολόγος (1376-1379) τόν ἐκάλεσε στά ἀνά-κτορα, γιά νά τόν γνωρίσει καί νά συνομιλήσει ἐπί πολύ μαζί του. Στή συνέχεια πῆγε στή Θεσσαλονίκη, γιά νά προσκυνήσει τό ἅγιο λείψανο τοῦ Μεγαλομάρτυρος Δημητρίου τοῦ Μυροβλήτου καί μετά κατέφυγε στήν ἔρημο τοῦ Ἄθω, στό Ἅγιον Ὄρος, πού φέρει σήμερα τό ὄνομά του. Ἐκεῖ ἔκτιζε ὅπου ἤθελε τήν καλύβα του (τό κελλί του) τήν ὁποία στή συνέχεια ἔκαιγε ἀπό ἀρετή, γιά νά μένει ἀκτήμων. Γι’ αὐτό καί ὀνομάσθηκε Καυσοκαλυβίτης. Ἔζησε μέ ὁσιακό τρόπο καί ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη τό ἔτος 1320 μ.Χ. σέ ἡλικία 95 ἐτῶν.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Εἰρηνάρχου τοῦ ἐγκλείστου.
Ὁ Ὁσιος Εἰρήναρχος καταγόταν ἀπό τό χωριό Κοντάκοβο τῆς Ρωσίας καί ἐγεννήθηκε τό ἔτος 1548. Ἀπό νωρίς ἔγινε μοναχός στή μονή τῶν Ἁγίων Βόριδος καί Γκλέμπ τοῦ Ροστώβ. Ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη τό ἔτος 1616.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Ἐλεαζάρου, τοῦ ἐκ Ρωσίας.
Ὁ Ὅσιος Ἐλεάζαρος τοῦ Ἀνζέρσκ καταγόταν ἀπό τή Ρωσία καί ἀσκήτεψε στό νησί τοῦ Σολόφσκι. Ἐκοιμήθηκε ὁσίως μέ εἰρήνη τό ἔτος 1656.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, τά ἐγκαίνια τῆς μονῆς τοῦ Προφήτου Ἠλιού τῆς καλουμένης τοῦ Βαθέος ῥύακος.
Ταῖς αὐτῶν ἁγίαις πρεσβείαις, ὁ Θεός, ἐλέησον ἡμᾶς. Ἀμήν!