Μητροπολίτου Φαναρίου Ἀγαθαγγέλου
Γενικοῦ Διευθυντοῦ Ἀποστολικῆς Διακονίας
τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος
† Μνήμη τοῦ ἐν ἁγίοις πατρός ἡμῶν Γρηγορίου, ἐπισκόπου Νύσσης.
῾Ο Ἅγιος Γρηγόριος ἦταν ἀδελφός τοῦ Μεγάλου Βασιλείου. Ἐγεννήθηκε περί τό 329 ἤ 330 μ.Χ. Ηταν υἱός τοῦ Βασιλείου καί τῆς ᾿Εμμέλειας.῾Ο πατέρας του καταγόταν ἀπό τόν Πόντο καί ἡ μητέρα του ἀπό τήν Καππαδοκία.
Ὁ Γρηγόριος, μολονότι εἶχε χειροθετηθεῖ ἀναγνώστης, δέν σκεπτόταν νά γίνει οὔτε κληρικός, οὔτε θεολόγος. Ὁ ἀδελφός του Βασίλειος, τόν ὁποῖο ἐθεωροῦσε πνευματικό πατέρα καί διδάσκαλό του, τόν εἵλκυσε στήν ἱερωσύνη. Μετά τήν ἐκπαίδευσή του στή Νεοκαισάρεια ἐφοίτησε στήν Καισάρεια μέ σκοπό νά γίνει συνήγο-ρος καί διδάσκαλος τῆς ρητορικῆς, ὅπως ὁ πατέρας του καί πρόγο-νοί του.
Σέ ἡλικία 40 ἐτῶν, τό 371 ἤ 372 μ.Χ., παρακαλεῖται ἀπό τόν ἀδελφό του Μέγα Βασίλειο, Ἀρχιεπίσκοπο τότε Καισαρείας, νά δε-χθεῖ τήν Ἐπισκοπή Νύσσης. Ἡ Νύσσα (σήμερα Νεμσεχίρ) ἦταν ἀσή-μαντη πόλη τῆς Καππαδοκίας, ἐπί τῆς ὁδοῦ πού ὁδηγοῦσε ἀπό τήν Καισάρεια στήν Ἄγκυρα. Ὁ Γρηγόριος ἐδέχθηκε ἀπό μεγάλο σεβα-σμό πρός τόν Ἅγιο Βασίλειο.
Οἱ Ἀρειανοί, ὅμως, τοῦ ἔφεραν μεγάλες ἐνοχλήσεις. Ἀντι-λαμβανόμενοι, ὅτι στό πρόσωπό του ἡ αἵρεσή τους θά εἶχε σπουδαι-ότατο πολέμιο, ἐσχεδίασαν νά τόν ἐξοντώσουν. Τόν κατηγόρησαν, λοιπόν, ὅτι ἐξελέγη Ἐπίσκοπος ἀντικανονικά καί σφετερίσθηκε χρήματα τῆς Ἐκκλησίας. Τίς κατηγορίες ὑπέβαλε κάποιος μέ τό ὄνομα Φιλόχαρης, ὄργανο τῶν Ἀρειανῶν, πρός τό διοικητή τοῦ Πόντου Δημοσθένη, πρός τόν ὁποῖο ὁ Μέγας Βασίλειος ἔγραψε καί ἐπιστολή. Γιά τήν κατηγορία τῆς καταχρήσεως παρεκάλεσε νά γίνει ὁ ἔλεγχος γιά νά δειχθεῖ ἡ συκοφαντία· γιά τήν ἀντικανονική χειρο-τονία λέγει ὅτι ἡ εὐθύνη εἶναι δική του, διότι αὐτός ἐχειροτόνησε καί ὅτι, σέ κάθε περίπτωση, δέν εἶναι σωστό νά δικάσει ἐπί τῆς ὑπο-θέσεως αὐτῆς σύνοδος Ἐπισκόπων, τῶν ὁποίων ἡ ἐκκλησιαστική θέση δέν ἦταν σέ κανονική τάξη.
Ἡ ἐπίκληση τοῦ Βασιλείου ἀπέβη ἄκαρπη. Ὁ αὐτοκράτορας Οὐάλης ἤθελε νά ἀποφευχθεῖ τό θέμα. Τό 376 μ.Χ. ὁ Γρηγόριος κα-θαιρεῖται ἐρήμην ἀπό σύνοδο Ἀρειανῶν Ἐπισκόπων τοῦ Πόντου καί τῆς Γαλατίας. Καί ὁ Γρηγόριος, καταδιωκόμενος, ἀναγκαζόταν νά πλανᾶται καί νά κρύβεται.
Ἡ περιπέτεια ἔληξε τόν Αὔγουστο τοῦ ἔτους 378 μ.Χ., ὅταν ἀπέθανε ὁ Οὐάλης. Ὁ Γρηγόριος ἐπανῆλθε στή Νύσσα, ὅπου τοῦ ἐπιφυλάχθηκε θριαμβευτική ὑποδοχή.
Κατά τό φθινόπωρο τοῦ 379 μ.Χ. ἔλαβε μέρος στή Σύνοδο τῆς Ἀντιόχειας, ἡ ὁποία συνῆλθε ἰδίως γιά τήν αἵρεση τοῦ Ἀπολλινα-ρίου. Ὁ Ἀπολλινάριος, ἑρμηνεύοντας κατά γράμμα χωρίο τῆς Ἁγίας Γραφῆς (κατά Ἰωάννην 1, 14), ὑποστήριζε ὅτι ὁ Θεός Λόγος ἔγινε σάρκα, ὄχι σάρκα καί ψυχή. Ἀρνήθηκε τόν ἀνθρώπινο νοῦ, τήν ἀνθρώπινη ψυχή καί θέληση τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ὡς στοιχεῖα δια-σπαστικά τῆς ἑνότητός Του καί ἀντίθετα πρός τήν τελειότητά Του καί ἀντικατέστησε τά στοιχεῖα αὐτά μέ τή θεία ἐπενέργεια, ἐδίδα-σκε δηλαδή στήν οὐσία ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστός δέν ἦταν τέλειος Θεός οὔτε τέλειος ἄνθρωπος. Πολλοί ἐνόμιζαν ὅτι ὁ Ἀπολλινάριος δέ-χθηκε τήν ἐπίδραση τῆς πλατωνικῆς καί νεοπλατωνικῆς φιλοσο-φίας, ἀλλά τό πιθανότερο εἶναι, καθώς πιστεύει ὁ Ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης, ὅτι ἀφετηρία στή χριστολογική του διδασκαλία εἶναι χω-ρίο ἐπιστολῆς τοῦ Ἀποστόλου Παύλου (Πρός Θεσσαλονικεῖς Α´, 5, 23). Στή Σύνοδο ὁ Ἅγιος ἀνασκεύασε τός κακόδοξες θεωρίες τοῦ Ἀπολλιναρίου. Ἐπίσης, ἡ Σύνοδος τοῦ ἀνέθεσε ἀποστολή γιά τήν Ἐκκλησία τῆς Βαβυλωνίας, καί μέ τήν εὐκαιρία αὐτή ἐπισκέφθηκε καί τούς Ἁγίους Τόπους.
Τό περιεχόμενο τῆς πίστεως ἀποτελεῖ τήν παράδοση, ἡ ὁποία μεταβιβάζεται “πατρόθεν” ὡς κλῆρος κατά διαδοχήν στούς Ἀποστό-λους διά τῶν Πατέρων στίς ἑκάστοτε νεώτερες γενιές1. Ἔτσι, ὅ Ἅγιος συμμετεῖχε, ἐπίσης, στή Β´ Οἰκουμενική Σύνοδο, ἡ ὁποία συ-νῆλθε τό ἔτος 381 μ.Χ., στήν Κωνσταντινούπολη ἐπί Θεοδοσίου τοῦ Μεγάλου (379-395 μ.Χ.), γιά νά ἐνισχύσει τήν ὀρθόδοξη διδασκαλία κατά τοῦ Ἀρειανισμοῦ καί νά ἀποφανθεῖ κατά τῶν αἱρετικῶν δοξασιῶν, τίς ὁποῖες ἐδίδασκε ὁ Μακεδόνιος περί τοῦ Ἁγίου Πνεύ-ματος. Στή Σύνοδο αὐτή ὁ Γρηγόριος ἀναδείχθηκε ὑπέρμαχος τῆς ᾿Ορθοδοξίας, ἀφοῦ κατετρόπωσε τούς δυσσεβεῖς αἱρετικούς μέ τή δύναμη τῶν λόγων του καί μέ ἁγιογραφικές ἀποδείξεις. Στίς συζη-τήσεις ἐκεῖνες ὁ Ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης διακρίθηκε τόσο, ὥστε νά ὀνομασθεῖ Πατήρ πατέρων καί Νυσσαέων φωστήρ. Καί ὁ Θεο-δόσιος τόν προσονόμασε στῦλο τῆς Ὀρθοδοξίας.
Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος τονίζει ἰδιαιτέρως τή συνεργία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στήν προσωπική πνευματική ζωή κάθε μέλους τῆς Ἐκ-κλησίας. Ἡ πνευματική ζωή παρουσιάζεται στή διδασκαλία του ὡς συνεχής ἀνοδική πορεία τοῦ ἀνθρώπου πρός τελείωσιν καί αὐτή ἐπιτυγχάνεται μέ τή συνεργία Θεοῦ καί ἀνθρώπου. Ὁ προσωπικός ἀγώνας τοῦ κάθε πιστοῦ μαζί μέ τή Χάρη τοῦ Παρακλήτου ἀπο-τελοῦν τίς δύο προϋποθέσεις γιά τήν πνευματική τελειότητα.
Ὁ αὐτοκράτορας, ἀνταποκρινόμενος σέ ὑπόδειξη τῆς Συνό-δου, ὅρισε διά νόμου, ὅτι ἔπρεπε νά θεωροῦνται αἱρετικοί ὅσοι δέν ἦσαν σέ ἐκκλησιαστική κοινωνία μέ τόν Ἅγιο Γρηγόριο. Περι-ελήφθησαν δέ, μαζί μέ τό Γρηγόριο, ὡς κανονικοῦ καί νομίμου Ἐπισκόπου, καί δύο ἄλλοι ὁ Καισαρείας Ἑλλάδιος καί ὁ Μελιτηνῆς Ὀτρήϊος.
Τό ἔτος 385 μ.Χ. ἔρχεται καί πάλι στήν Κωνσταντινούπολη, γιά νά ἐκφωνήσει τούς ἐπικήδειους λόγους του στή βασιλόπαιδα Πουλχερία καί στή βασίλισσα Πλακίλλα, σύζυγο τοῦ αὐτοκράτο-ρος2. Καί πάλι ἀναγκάζεται νά ἔλθει στήν Κωνσταντινούπολη τό 394 μ.Χ., προκειμένου νά συμμετάσχει σέ Σύνοδο πού συγκρο-τήθηκε μέ ἀφορμή τή διαμάχη τῶν Ἐπισκόπων Βαγαδίου καί Ἀγα-πίου, οἱ ὁποῖοι διεκδικοῦσαν καί οἱ δύο τήν Ἐπισκοπή Βόστρων τῆς Ἀραβίας.
῾Υπῆρξε ἔξοχος ρήτορας, σοφός συγγραφέας ἱερῶν συγγραφῶν καί ζηλωτής τῆς ᾿Ορθοδόξου Πίστεως. Ὁ Θεόδωρος Πρόδρομος δίδει σέ ποίημά του μιά ἔνδειξη περί τῶν προσώπων τά ὁποῖα ἀπο-τελοῦν τόν κορμό τῆς κατηγορίας τῶν Πατέρων, μεταξύ τῶν ὁποίων ἀναφέρει καί τόν Ἅγιο Γρηγόριο Νύσσης:
“Τόν Γρήγορον νοῦν, τήν Βασίλειον χάριν,
τό χρύσιον μέλημα τοῦ Χρυσοστόμου,
τό Γρηγορίου φθέγμα τοῦ Νυσσαέως,
τόν Μάξιμον, τό θαῦμα τῆς ἡσυχίας”3.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῆς ἁγίας Θεοσεβίας τῆς διακονίσσης.
Ἡ Ἁγία Θεοσεβία ἦταν διακόνισσα καί ἀδελφή, ὄχι σύζυγος, ὅπως θεωρεῖται ἀπό πολλούς, τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου, Ἐπισκόπου Νύσσης. Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος τήν ἀποκαλεῖ «ὄντως ἱερά, τό τῆς Ἐκκλησίας καύχημα, τό τοῦ Χριστοῦ καλλώπισμα, τό τῆς καθ’ ἡμᾶς γενεᾶς ὄφελος, τήν γυναικῶν παρησσίαν καί τῶν μεγά-λων μυστηρίων ἀξίαν»4.
Ἡ Ἀγία Θεοσεβία ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη τό ἔτος 385 μ.Χ.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Δομετιανοῦ, ἐπι-σκόπου Μελιτηνῆς.
῾Ο Ὅσιος Δομετιανός ἔζησε κατά τήν ἐποχή τοῦ αὐτοκρά-τορος Θεοδοσίου τοῦ Μικροῦ (408-450 μ.Χ.). Οἱ γονεῖς του, Θεό-δωρος καί Εὐδοκία, διακρίνονταν γιά τήν ἀρετή καί τόν πλοῦτο τους. ῾Ο Δομετιανός ἔλαβε ἐκπαίδευση πού στηριζόταν στήν ἀρχαία ἑλληνική σοφία καί στήν Ἁγία Γραφή. ῏Ηταν ἔγγαμος· ὅμως γιά λί-γο χρονικό διάστημα, ἐπειδή ἀπεβίωσε ἡ σύζυγός του. ῞Υστερα ἀπό τό γεγονός αὐτό ἔστρεψε ὅλα τά ἐνδιαφέροντά του πρός τήν κατά Θεόν φιλοσοφία. Γιά τό λόγο αὐτό ἐξελέγη Ἐπίσκοπος Μελιτηνῆς σέ ἡλικία τριάντα ἐτῶν.
῾Ο Ὅσιος Δομετιανός, ἀφοῦ συνδύασε τήν πολιτική σύνεση μέ τήν ἀσκητική ἀγωγή, δέν ἔγινε πρόξενος σωτηρίας μόνο στούς Χρι-στιανούς τῆς ἐπαρχίας του, ἀλλά καί γενικά σέ ὅλο τό Γένος τῶν ῾Ελλήνων. Πολλές φορές ὁ βασιλεύς Μαυρίκιος τόν εἶχε στείλει στήν Περσία γιά τή διευθέτηση διαφόρων ὑποθέσεων. ᾿Εκεῖ ἐπέτυχε νά ἐπαναφέρει στό θρόνο του τό βασιλέα Χοσρόη, τόν ὁποῖο εἶχε ἐκ-θρονίσει, μέ ἐπανάσταση, κάποιος ὀνόματι Βαράμ. ῞Υστερα ἀπό τήν ἐπιτυχία αὐτή τοῦ Δομετιανοῦ, ὁ Χοσρόης ἔγινε ὑποτελής στούς Βυζαντινούς καί ἐπλήρωνε χρήματα στό Βυζάντιο.
Μετά ἀπό τά γεγονότα αὐτά οἱ βασιλεῖς τόν ἐβοήθησαν στήν ἀνοικοδόμηση ἐκκλησιῶν καί φιλανθρωπικῶν ἱδρυμάτων.
῾Ο Θεός τόν ἀξίωσε τοῦ χαρίσματος τῆς θαυματουργίας. Ὁ Ὅσιος ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη τό ἔτος 602 μ.Χ. στήν Κωνσταντινού-πολη καί ἐνταφιάσθηκε μέ τιμές ἀπό τόν Πατριάρχη Κυριακό στό ναό τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων.Λέγεται ὅτι λίγο καιρό μετά τό ἱερό λείψανο αὐτοῦ ἀνεκομίσθη στή Μελιτηνή καί ἐκανε πολλά θαύμα-τα5.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἐν ἁγίοις πατρός ἡμῶν Μαρκιανοῦ, πρεσβυτέρου καί οἰκονόμου τῆς Μεγάλης ᾿Εκκλησίας.
῾Ο Ἅγιος Μαρκιανός ἔζησε κατά τήν ἐποχή τῆς βασιλείας τοῦ Μαρκιανοῦ καί τῆς Πουλχερίας, δηλαδή περί τό 450-474 μ.Χ. Οἱ πρόγονοί του κατάγονταν ἀπό τή Ρώμη καί εἶχαν μετοικήσει στήν Κωνσταντινούπολη. Ὁ Ἅγιος εἶχε ἀρχικά προσχωρήσει στήν αἵρεση τῶν Ναυατιανῶν καί, ἀφοῦ μετανόησε, ἐπέστρεψε στήν πατρώα εὐσέβεια καί ἐδαπάνησε τήν περιουσία του στήν ἀνοικοδόμηση καί ἐπισκευή ναῶν.
῾Ο Ἅγιος ἔκτισε τό ναό τῆς Ἁγίας Εἰρήνης, πρός τό μέρος τῆς θάλασσας, καί ἕνα μικρό παρεκκλήσιο τοῦ ναοῦ αὐτοῦ ἀφιέρωσε στόν Ἅγιο ᾿Ισίδωρο. ᾿Επίσης ἀνήγειρε καί τό ναό τῆς Ἁγίας Μάρτυ-ρος Ἀναστασίας, στίς στοές τοῦ Δομνίνου, πού ἐγκαινίασε ὁ Πα-τριάρχης Γεννάδιος, τόν ὁποῖο καί διέσωσε ἀπό τή φωτιά. Πραγμα-τικά, ἐνῶ ἡ φωτιά εἶχε καταφάει ὅλα τά γύρω κτίσματα, ὁ Ἅγιος ἀνέβηκε στήν ὀροφή τοῦ ναοῦ, στάθηκε ὄρθιος, ὕψωσε τά χέρια του πρός τόν οὐρανό καί παρεκάλεσε τόν Θεό γιά τή σωτηρία τοῦ Ναοῦ. ῾Η προσευχή του εἰσακούσθηκε καί ἡ φωτιά ἔσβησε. Μέ πρωτοβουλία του ἐκτίσθηκε καί ὁ ναός τοῦ Ἁγίου Στρατόνικου.
Ὁ Ἅγιος διακρίθηκε ὡς πρεσβύτερος καί οἰκονόμος τῆς Ἁγίας Σοφίας. Ἡ ἀγάπη του πρός τούς πάσχοντες καί τούς πτωχούς ἦταν μεγάλη. ῾Η Σύναξη τοῦ Ἁγίου Μαρκιανοῦ ἐτελεῖτο στό Προφητεῖο τοῦ Βαπτιστοῦ ᾿Ιωάννου, κοντά στήν Κινστέρνα, δηλαδή δεξαμενή, τῆς Μωκησίας6 «ἐν τοῖς Δανιήλ», πού ἦταν κοντά στό ναό τοῦ Ἁγίου Μωκίου.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἐν ἁγίοις πατρός ἡμῶν Ἰωάννου, Ἀρχιεπισκόπου Μεδιολάνων.

Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης, Ἀρχιεπίσκοπος Μεδιολάνων, ἔζησε κατά τόν 7ο αἰώνα μ.Χ. Ἐγεννήθηκε στήν Λιγουρία καί ἀφοῦ εἰσῆλθε στόν κλῆρο εἰσῆλθε στήν ὑπηρεσία τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Δια-λόγου, ὁ ὁποῖος τόν διόρισε πρεσβευτή του πλησίον τῆς βασιλίσσης τῶν Μεδιολάνων Θεοδελίγδης. Χειροτονηθείς κατόπιν Ἀρχιεπί-σκοπος τῶν Μεδιολάνων ἔδειξε ἀκατάβλητο ζῆλο ὑπέρ τῆς Ὀρθο-δοξίας πολεμώντας τούς αἱρετικούς Μονοθελητές. Ἔκτισε πολλές Ἐκκλησίες καί ἱεροδιδασκαλεῖο. Ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη, τό 659 μ.Χ.7.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Ἀμμωνίου.
Ἀμμώνιοι Ὅσιοι ἀναφέρονται τρεῖς πού διέπρεψαν σέ ἁγιό-τητα βίου: ὁ ἕνας ἦταν μαθητής τοῦ Μεγάλου Ἀντωνίου. Ὁ ἄλλος ῆταν μαθητής τοῦ Ἀββᾶ Παμβώ, ὁ ὁποῖος ἀπέκοψε τό αὐτί του μό-νος γιά νά μή γίνει Ἐπίσκοπος. Καί ὁ τρίτος κατεσκεύαζε κελλιά γιά νά μείνουν οἱ νέοι μοναχοί πού προσέρχονταν στήν Σκήτη. Ποῖος ἀπό τούς τρεῖς εἶναι ὁ ἀναφερόμενος εἶναι ἄγνωστο. Γνω-ρίζουμε μόνο ὅτι ὅλοι ἔζησαν στήν ἔρημο καί ἐπέρασαν τή ζωή τους ὁσιακά.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Παύλου, τοῦ ἐκ Ρωσίας.
Ὁ Ὅσιος Παῦλος τῆς Ὀμπνόρα ἐγεννήθηκε στή Μόσχα περί τό ἔτος 1317. Ἡ ἀγάπη του πρός τό μοναχικό βίο ὁδήγησε τά βή-ματα του σέ μονή τῆς περιοχῆς Πριλούκι τῆς Ρωσίας. Στούς ἀσκη-τικούς τοῦ ἀγῶνες ἐμιμήθηκε τόν Ἅγιο Σέργιο τοῦ Ραντονέζ καί ἔγι-νε ἀπό τούς πιό ὀνομαστούς καί ἀγαπημένους στάρετς (Γέροντες) τῆς Ρωσίας.
Ὁ Ὅσιος Παῦλος ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη τό 1429 σέ ἡλικία 112 ἐτῶν.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Μακαρίου, τοῦ ἐκ Ρωσίας.
Ὁ Ὅσιος Μακάριος τῆς Πίσμα ἔζησε κατά τόν 14ο καί 15ο αἰώνα μ.Χ. Τά πρότυπά του ἦσαν ὁ Ἅγιος Σέργιος τοῦ Ραντονέζ καί ὁ Ὅσιος Παῦλος τῆς Ὀμπνόρα. Ἔτσι ἀκολούθησε τήν ἐρημική ζωή καί διακρίθηκε γιά τήν ἁγιότητα καί αὐστηρότητα τοῦ βίου του. Ὁ Ὅσιος Μακάριος ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Ἀντίπα, τοῦ Ἀθωνίτου.
Ὁ Ὅσιος Ἀντίπας ἐγεννήθηκε τό 1816 στό Καλαποδέστι Ρου-μανίας, στήν περιοχή τοῦ Μπουζάου ἀπό γονεῖς εὐσεβεῖς καί φιλό-θεους, τό διάκονο Γεώργιο Κονσταντίν Λουτσιάν καί τήν Αἰκατε-ρίνη Μανάσε, πού ἀργότερα ἔγινε μοναχή μέ τό ὄνομα Ἐλισάβετ. Τό κοσμικό ὄνομα τοῦ Ὁσίου ἦταν Ἀλέξανδρος. Ἀπό τήν παιδική του ἡλία ἀγαποῦσε τό μοναχικό βίο, γι’ αὐτό ἔγινε μοναχός. Ἀσκή-τεψε γιά πολλά χρόνια στό Ἅγιον Ὄρος, στή μονή τοῦ Τιμίου Προδρόμου τῆς Μολδαβίας τῆς Ρουμανίας καί κατέληξε στό νησί Λάντογκα, κοντά στή Φινλανδία, ὅπου ἐμόνασε στή μονή τοῦ Βά-λαμο. Ἐκεῖ ὁ Ὅσιος Ἀντίπας μετέφερε τό ἡσυχαστικό πνεῦμα τοῦ Ἁγίου Ὄρους καί, ἀφοῦ ἔζησε θεοφιλῶς, ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη τό 1882.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Θεοφάνους τοῦ Ἐρημίτου.
Ὁ Ὅσιος Θεοφάνης, κατά κόσμον Γεώργιος Γκοβόροβ ἐγεννή-θηκε στίς 10 Ἰανουαρίου 1815 στό χωριό Ὄρελ τῆς Ρωσίας. Οἱ γο-νεῖς του ὀνομάζονταν Βασίλειος καί Τατιάνα. Ἐσπούδασε στό ἐκκλησιαστικό σεμινάριο τοῦ Λιβένσκ καί στή θεολογική ἀκαδημία τοῦ Κιέβου. Στίς 11 Φεβρουαρίου 1841 κείρεται μοναχός καί λαμβά-νει τό ὄνομα Θεοφάνης. Ἐργάσθηκε ἱεραποστολικά καί τό 1855 ἀνέλαβε τή διεύθυνση τῆς ἐκκλησιαστικῆς σχολῆς τοῦ Ὄλονετς. Τό ἔτος 1856 ἐταξίδεψε γιά ἐκκλησιαστικές ὑποθέσεις στήν Κωνσταντι-νούπολη καί στίς 29 Μαῒου 1859 ἐξελέγη Ἐπίσκοπος τῆς πόλεως Ταμπώφ καί Βλαντιμίρ. Λίγο ἀργότερα ἀφιερώνεται στήν ἄσκηση καί ζεῖ ἔγκλειστος ἀκολουθώντας τό βίο τῶν Ἁγίων Ἀσκητῶν τῆς Ρωσίας.
Ὁ Ὅσιος Θεοφάνης ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη τό ἔτος 1894.
Ταῖς αὐτῶν ἁγίαις πρεσβείαις, ὁ Θεός, ἐλέησον ἡμᾶς. Ἀμήν!
1 Ἁγίου Γρηγορίου Νύσσης, Κατά Εὐνομίου, 3,2,98.
2 Ἡ Ἁγία Πλακίλλη διακρίθηκε γιά τή φιλανθρωπία καί τίς ἀγαθοεργίες της. Ἡ Ἐκκλησία τιμᾶ τή μνήμη της στίς 14 Σεπτεμβρίου.
3 Παναγιώτη Χρήστου, Ἑλληνική Πατρολογία, τόμος Α´, Πατριαρχικόν Ἵδρυμα πατερικῶν Μελετῶν, Θεσσαλονίκη, 1976, σελ. 28.
4 Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, Γρηγορίῳ Νύσσης, 197, τόμος 60ός, ΒΕΠΕΣ, Ἀθῆναι, 1980, σελ. 317.
5 Μανουήλ Γεδεών, Βυζαντινόν Ἑορτολόγιον, σελ. 56.
6 Μία ἀπό τίς 21 γνωστές δεξαμενές τῆς Κωνσταντινουπόλεως, κειμένη πρός τήν περι-οχή τῶν Ὑψωμαθείων.
7 Ρωμαϊκό Μαρτυρολόγιο, σελ. 9.