«Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, Σαββάτῳ πρὸ τῶν Βαΐων, ἑορτάζομεν τὴν Ἔγερσιν τοῦ ἁγίου καὶ δικαίου, φίλου τοῦ Χριστοῦ, Λαζάρου τοῦ τετραημέρου».
Η Μεγάλη Τεσσαρακοστή ολοκληρώνεται και καταλήγει σε δύο μεγάλες εορτές το Σάββατο του Λαζάρου και την Κυριακή των Βαΐων. Οι δύο μεγάλες αυτές εορτές κατέχουν ξεχωριστή θέση μέσα στο λειτουργικό έτος καθώς δεν ανήκουν ούτε στην Μεγάλη Σαρακοστή, ούτε στην Μεγάλη Εβδομάδα όπως πολλοί πιστεύουν. Έτσι η Αγία μας εκκλησία θέλει να προβάλλει με τις εορτές αυτές το αληθινό νόημα του λυτρωτικού θανάτου και της Αναστάσεως του Κυρίου.
Ο Λάζαρος ήταν ένας από τους φίλους του Κυρίου. Αυτός και οι δύο αδελφές του Μάρθα και Μαρία είχαν φιλοξενήσει πολλές φορές τον Χριστό στην οικεία τους η οποία βρισκόταν σε μία μικρή πόλη κοντά στα Ιεροσόλυμα την Βηθανία. Λίγες ημέρες πριν από τα Πάθη του Κυρίου, ο Λάζαρος αρρώστησε και οι αδελφές του έτρεξαν να πληροφορήσουν τον Ιησού για το γεγονός, για να μπορέσει να τον επισκεφτεί και να τον θεραπεύει. Ο Χριστός όμως, όπως λέγεται καθυστέρησε ηθελημένα την μετάβαση του στη Βηθανία μέχρι να πεθάνει ο Λάζαρος λέγοντας στους μαθητές του «Λάζαρος ὁ φίλος ἡμῶν κεκοίμηται· ἀλλὰ πορεύομαι ἵνα ἐξυπνίσω αὐτόν». Φτάνοντας ο Κύριος στην Βηθανία παρηγόρησε τις αδελφές του καθώς ο Λάζαρος είχε ήδη τέσσερις μέρες πεθαμένος και ζήτησε να τον οδηγήσουν στον τάφο του.
Όταν λοιπόν έφτασε στον τάφο του φίλου του «Ἐδάκρυσεν ὁ Ἰησοῦς». Αυτός ο συγκινητικός στίχος που δείχνει την ανθρωπινή φύση του Κυρίου είναι ο πιο σύντομος και στα τέσσερα ευαγγέλια. Στη συνεχεία ο Χριστός διέταξε τους παρισταμένους να αφαιρέσουν τον λίθο που κάλυπτε τον τάφο του νεκρού και με μεγάλη φωνή εκραύγασε «Λάζαρε, δεῦρο ἔξω». Βγήκε έτσι ο νεκρός με δεμένα τα πόδια και τα χέρια και το πρόσωπο του ήταν και αυτό τυλιγμένο. Σύμφωνα με τα έθιμα της ταφής εκείνης την εποχής πρώτα έπλεναν και σκούπιζαν το σώμα του νεκρού, στη συνεχεία το τύλιγαν με λεύκες πάνινες λουρίδες οι οποίες ήταν βουτηγμένες σε αρώματα και τις ονόμαζαν «οθόνια». Στο κεφάλι έβαζαν ένα λευκό αρωματισμένο μαντήλι το οποίο ονόμαζαν «σουδάριο». Ακολούθως ο Ιησούς πρόσταξε τους παραβρισκόμενους «λύσατε αὐτὸν καὶ ἄφετε ὑπάγειν»
Συμφώνα με τον Άγιο Επιφάνιο ο Λάζαρος ήταν τότε 30 χρονών και έζησε αλλά 30 χρόνια μετά την ανάσταση του από τον Κύριο. Επίσης αναφέρεται πως ο δίκαιος Λάζαρος κατέφυγε στο Κίτιο της Κύπρου περίπου το 33μ.Χ. καθώς ήθελε να αποφύγει το μίσος και την καταδίωξη του από τους γραμματείς και τους φαρισαίους. Εκεί συναντήθηκε με τους αποστόλους Παύλο και Βαρνάβα οι οποίο τον χειροτόνησαν ως πρώτο επίσκοπο Κιτίου ποιμαίνοντας με φόβο Θεού το πιστό του ποίμνιο για περίπου 18 χρόνια όπου και άφησε την τελευταία του πνοή. Λέγεται επίσης πως κατά την υπόλοιποι διάρκεια της ζωής του ο Λάζαρος ήταν σκυθρωπός και αγέλαστος, καθώς είχε δει φοβερά πράγματα κατά την τετραήμερη παραμονή του στον Άδη. Η μοναδική φορά που ο δίκαιος Λάζαρος γέλασε ήταν όταν είδε κάποιον να κλέβει ένα πήλινο αγγείο και σχολίασε «Πηλός κλέβει πηλόν”
Το Σάββατο του Άγιου και δικαίου Λάζαρου είναι το μοναδικό αναστάσιμο. Η ιερή ακολουθία περιλαμβάνει τα αναστάσιμα ευλογητάρια το «Άνάστασιν Χριστού θεασάμενοι» πριν από τον πεντηκοστό ψαλμό και στην απόλυση ο ιερεύς αναφέρει «Ό Άναστάς έκ νεκρών, Χριστός…». Ακόμη οι ιεροψάλτες δεν ψάλλουν ούτε μαρτυρικά, ούτε θεοτόκια και τα μνημόσυνα δεν τελούνται από το Σάββατο του Λαζάρου μέχρι την Κυριακή του Θωμά.
της Μαρίας Χατζησταμάτη