του Αρχιμ. Γρηγορίου Κωνσταντίνου, Δρ. Θεολογίας
Ὁ σκοπὸς τοῦ Φρόυντ ἐρευνώντας τὸ πρόβλημα τοῦ ὀνείρου τὸ ἀναγνωρίζει ὡς ψυχικὸ φαινόμενο καὶ θέλει νὰ παραμείνει ἐντός των ὁρίων τοῦ τομέα τῆς νευροπαθολογίας, καὶ παράλληλα νὰ ἐπανακαθορίσει τοὺς ὅρους ἑρμηνείας αὐτοῦ. Ἀκολουθεῖ μιὰ ἐπιστημονικὴ διαδικασία προσέγγισης στὰ ἄδυτα τοῦ ὀνείρου, ὥστε νὰ εἰσδύσει ἐκεῖ ποὺ μέχρι πρότινος ἡ ἐπιστημονικὴ καταγραφὴ δὲ κατόρθωσε νὰ ἀγγίξει, ὄντας περιορισμένη στὴν περιγραφὴ τῶν ὀνειρικῶν εἰκόνων.
Στόχος τοῦ Φρόυντ εἶναι νὰ καλύψει τὰ κενὰ καὶ νὰ διευρύνει τὴν σχετικὴ μὲ τὰ ὄνειρα ἀντίληψη, ἐπικεντρώνοντας τὸ ἐνδιαφέρον τῆς ἀναζήτησής του στὴν οὐσία τοῦ ὀνείρου καὶ στὴν ἀρχὴ ἀπὸ τὴν ὁποία πηγάζουν τὰ ὄνειρα. Κεντρικὴ ἰδέα τοῦ Φρόυντ εἶναι ὅτι: κανένα ὄνειρο δὲν εἶναι χωρὶς ἀξία, καὶ πὼς κάθε ὄνειρο κρύβει ἕνα κρυφὸ νόημα. Πρόθεσή του ὅπως ὁ ἴδιος διατείνεται εἶναι νὰ ἀποδείξει μιὰ ψυχολογικὴ τεχνικὴ ποὺ νὰ ἐπιτρέπει τὴν εἰσχώρηση καὶ ἑρμηνεία τῶν ὀνείρων, μὲ τὴν ἐφαρμογὴ τῆς ὁποίας κάθε ὄνειρο ἐμφανίζεται ὡς ψυχικὸ φαινόμενο.
Στὴν πραγμάτευσή του ἐπιχειρεῖ νὰ ἐξηγήσει τοὺς μηχανισμοὺς διαμόρφωσης τοῦ ὀνείρου τοὺς ὁποίους ὑποδεικνύει μὲ τὸν ὄρο «διεργασίες τοῦ ὀνείρου» καὶ νὰ καταλήξει σὲ ἕνα συμπέρασμα γιὰ «τὴ φύση τῶν ψυχικῶν δυνάμεων ποὺ ἡ συγχώνευση καὶ ἡ σύγκρουσή τους δημιουργοῦν τὸ ὄνειρο»[1]. Γιὰ τὸ σκοπὸ αὐτὸ λοιπὸν ἀντλεῖ τὸ ὑλικό του ἀπὸ τὰ δικά του ὄνειρα καὶ τὰ ὄνειρα τῶν ἀσθενῶν του.
Ὁ Φρόυντ κάνει σύντομη ἀναφορὰ στὰ ὑπολείμματα προεπιστημονικῶν ἀντιλήψεων γιὰ τὸ ὄνειρο ὅπως αὐτὲς παρουσιάζονται στὶς δοξασίες πρωτόγονων λαῶν τὶς ὁποῖες ὅμως συναντᾶμε καὶ στοὺς λαοὺς τῆς κλασσικῆς ἀρχαιότητας, ποὺ ὁμοίως μὲ τὶς πρῶτες τονίζουν τὴν ὑπερφυσικὴ προέλευση τοῦ ὀνείρου. Στὴν ἐποχὴ του ὑπῆρχε ἡ σταθερὴ πεποίθηση ὅτι τὰ ὄνειρα ἦταν δίαυλος ἐπικοινωνίας μὲ τὸν ὑπερφυσικὸ κόσμο καὶ φορεῖς ἀποκαλύψεων προερχόμενων ἀπὸ θεοὺς καὶ δαίμονες. Ἀναγνώριζαν μιὰ σκοπιμότητα στὰ ὄνειρα ποὺ εἶχε ἰδιαίτερη σημασία γιὰ τὸν ὀνειρεμένο, καὶ ἡ ὁποία ἀφοροῦσε τὴν ἀνάγκη νὰ γνωρίσει τὰ μελλούμενα.
Ἡ εὐρεία ποικιλία τοῦ περιεχομένου τῶν ὀνείρων καὶ ἡ αἴσθηση ποὺ προκαλοῦσαν συντέλεσαν στὴν ἀδυναμία διατύπωσης μιᾶς ἑνιαίας ἀντίληψης.
Πρὶν λοιπὸν ἀπὸ τὸν Ἀριστοτέλη οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες θεωροῦσαν τὰ ὄνειρα μιὰ θεϊκὴ ἔμπνευση. Γίνεται μνεία στὴν Ἀριστοτελικὴ θεώρηση γιὰ τὰ ὄνειρα σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία εἶναι ἀντικείμενα ψυχολογικῆς ἔρευνας καὶ ὄχι ἔργο θεῶν μὲ θεϊκὴ σημασία ἀλλὰ δαιμονική, κατ’ ἀντιστοιχία τῆς φύσης ποὺ ἐπίσης ἦταν δαιμονικὴ[2]. Ἔτσι τὸ ὄνειρο παύει νὰ εἶναι ὑπερφυσικὴ ἀποκάλυψη καὶ ἀκολουθεῖ τοὺς νόμους τοῦ ἀνθρωπίνου πνεύματος στὸ ὁποῖο ἀναγνωρίζονται συγγενικοὶ δεσμοὶ μὲ τὸ θεῖο. «Ὁ Ἀριστοτέλης γνωρίζει μερικοὺς ἀπὸ τοὺς χαρακτῆρες τῶν ἐκδηλώσεων τοῦ ὀνείρου, ὅπως τὸ γεγονὸς πὼς τὸ ὄνειρο διευρύνει ὁρισμένους μικροὺς ἐρεθισμοὺς ποὺ συνέβησαν στὴ διάρκεια τοῦ ὕπνου (νομίζουμε πῶς περνούσαμε μέσα ἀπὸ τὴ φωτιὰ καὶ πὼς ζεσταινόμαστε πολὺ τὴ στιγμὴ ποὺ κάποιο μέλος μας ὑφίσταται μονάχα μιὰ ἐλαφρὰ θέρμανση) ἀπ’ αὐτὸ συμπεραίνει πὼς τὰ ὄνειρα μποροῦν νὰ ἀποκαλύψουν στὸ γιατρὸ τὰ πρῶτα σημάδια μιᾶς ἀλλαγῆς στὴν κατάσταση τοῦ σώματος ποὺ δὲν εἶναι ἀντιληπτὰ στὴν κατάσταση τῆς ἐγρήγορσης»[3].
Ὑπῆρχε διάκριση τῶν ὀνείρων σὲ ἀληθινὰ καὶ πολυσήμαντα καὶ σὲ ἀπατηλὰ καὶ ποὺ τὰ διαιροῦσαν σὲ δύο τάξεις. Ἡ μία θεωροῦνταν ὅτι «ὄφειλε τὴν προέλευσή της στὸ παρὸν καὶ στὸ παρελθὸν χωρὶς νὰ προσφέρει ἀποκαλύψεις γιὰ τὸ μέλλον περιελάβανε τὰ ἐνύπνια ποὺ ἀποδείχνουν ἀμέσως τὴν παράσταση ἢ τὸ ἀντίθετό της ὅπως π.χ. τὴν πείνα καὶ τὸν κατευνασμό της καὶ τὰ Φαντάσματα, ποὺ διευρύνουν μὲ φανταστικὸ τρόπο τὴν δεδομένη παράσταση, ὅπως παραδείγματος χάρη ὁ βραχνὰς – ἐφιάλτης. Ἀντιθέτως ὅμως ἡ ἄλλη τάξη τῶν ὀνείρων ἐθεωρεῖτο ὅτι προσδιόριζε τὸ μέλλον, σὲ αὐτὴν ἀνῆκαν: 1) ἡ ἄμεση προφητεία ποὺ τὴ δεχόταν στὸ ὄνειρο (χρηματισμό sic oraculum )[4], 2) ἡ πρόρρηση ἑνὸς γεγονότος ποὺ πρόκειται νὰ συμβεῖ (ὅραμα Visio) 3) τὸ συμβολικὸ ὄνειρο ποὺ χρειαζόταν μίαν ἐξήγηση (ὄνειρος somnium). Αὐτὴ ἡ θεωρία διατηρήθηκε γιὰ πολλοὺς αἰῶνες». Ἡ ἀντίληψη τῶν ἀρχαίων ἔκανε λόγο «στὴν κύρια ἐντύπωση ποὺ μᾶς προκαλοῦν τὸ πρωὶ οἱ ἀναμνήσεις ποὺ ἀπέμειναν ἀπὸ τὸ ὄνειρο, γιατί σ’ αὐτὲς τὶς ἀναμνήσεις τὸ ὄνειρο ἀντιτίθεται στὸ περιεχόμενο τῆς συνείδησής μας ὡς κάτι τὸ ξένο, ποὺ προέρχεται ἀπὸ ἕναν ἄλλο κόσμο».
Σύμφωνα μὲ τὸν Φρόυντ κάθε προηγούμενη ἀναφορὰ εἴτε προέρχεται ἀπὸ θρησκευτικοὺς καὶ μυστικοὺς συγγραφεῖς εἴτε ἀπὸ φιλοσοφικὲς σχολὲς ἀπηχεῖ στὸ μεγαλύτερο κομμάτι της τὴν πανάρχαια ἀντίληψη γιὰ τὴ θεϊκὴ προέλευση τοῦ ὀνείρου, καὶ σίγουρα δὲν μπορεῖ νὰ σταθεῖ στὸ ὕψος τῶν ἀπαιτήσεων μιᾶς ἐπιστημονικὰ θεμελιωμένης ἑρμηνείας. Ἐπίσης ἀνοιχτὸ θέμα πρὸς ἔρευνα καὶ μελέτη γιὰ τὸν Φρόυντ παραμένει τὸ πρόβλημα τῆς μαντικῆς καὶ προφητικῆς ἱκανότητας τοῦ ὀνείρου, καθὼς οἱ ὁράσεις τῶν ὀνείρων χρησιμοποιοῦνται ἀπὸ ἀνθρώπους ποὺ προσπαθοῦν νὰ στηρίξουν τὴν πίστη τους προϋποθέτοντας τὴν ὕπαρξη ὑπερφυσικῶν δυνάμεων.
Συγκεκριμένα ὁ Φρόυντ κλίνει πρὸς μία τάση τῆς ἐποχῆς του ποὺ εἶναι ἡ πραγμάτευση τῆς ψυχολογίας τοῦ ὀνείρου καὶ ἀποβλέπει στὴν ἀπεμπλοκή του «ἀπὸ ἀνάλογες μὲ τὸ ὄνειρο ψυχοπαθολογικὲς καταστάσεις ὅπως οἱ ψευδαισθήσεις τὰ ὁράματα οἱ παραισθήσεις κλπ.». Στὴν ἑρμηνευτική του ἀπόπειρα παραθέτει σειρὰ τοποθετήσεων σύγχρονων καὶ προγενέστερων ποὺ ἀφοροῦν τὸ φαινόμενο τοῦ ὀνείρου ἀνατρέχοντας στὴ φιλολογικὴ παραγωγή, καὶ ὑπογραμμίζει τὶς διαφορὲς ποὺ ἐμφανίζονται καὶ ποὺ ὁδηγοῦν εἴτε σὲ διαμετρικὰ ἀντίθετες ἀντιλήψεις εἴτε σὲ ἐν μέρει ὁμοιότητες. Σχετικὴ μνεία γίνεται στὸ πρῶτο κεφάλαιο τοῦ βιβλίου του μὲ τίτλο Σχέσεις Ὀνείρου καὶ Ἐγρήγορσης, καθότι τὰ δύο φαινόμενα ἀφοροῦν τὸ περιεχόμενο τοῦ ὀνείρου.
Τὸ ὄνειρο ἀναφέρεται ὡς ἐσωτερικὸ φαινόμενο ἐνῶ ἡ ἐγρήγορση ὡς ἐξωτερικὸ (σχετίζεται μὲ τὴν κατάσταση τῆς συνειδητότητας) ποὺ αὐτὴ ἡ ἴδια τροφοδοτεῖ τὸ περιεχόμενο τοῦ ὀνείρου τὸ ὁποῖο «προσδιορίζεται λίγο ἢ πολὺ ἀπὸ τὴν ἀτομικὴ προσωπικότητα, ἀπὸ τὴν ἡλικία, τὸ φύλο, τὴν κατάσταση, τὴ μόρφωση, τὶς συνήθειες τῆς ζωῆς καὶ ἀπὸ τὰ γεγονότα καὶ τὴν ἐμπειρία ὅλης της ζωῆς». Ἐντοπίζονται ἰδιομορφίες τοῦ ὀνείρου ποὺ ὁδηγοῦν σὲ μία σειρὰ ἀπὸ ἀντιθέσεις ἀνάμεσα σε διαφορετικὲς μνῆμες. Ὁ Φρόυντ παραθέτει τὶς σχετικὲς ἐντυπώσεις τοῦ Φ. Β. Χίλντεμπραντ.
Ἡ πρώτη ἀπὸ αὐτὲς τὶς ἀντιθέσεις ἀποκλείει τὸ ὄνειρο ἀπὸ τὴν πραγματικὴ καὶ ἀληθινὴ ζωὴ ἀφενός, καὶ ἀφετέρου δέχεται τὴ συνεχῆ παρεμβολὴ καὶ ἀλληλεξάρτηση τοῦ ἑνὸς ἀπὸ τὸ ἄλλο. Στὴν πρώτη περίπτωση «τὸ ὄνειρο διαφέρει ἀπὸ τὴν πραγματικότητα ποὺ ζοῦμε ὅταν εἴμαστε ζωντανοί, ἔχει ζωὴ ἐντελῶς κλειστῆ καὶ χωρίζεται ἀπὸ τὴν πραγματικὴ ζωὴ ἀπὸ ἕνα ἀδιάβατο βάραθρο. Μᾶς ἀποσπᾶ, ἀπὸ τὴν πραγματικότητα, σβήνει μέσα μας τὴν ἀνάμνησή της καὶ μᾶς τοποθετεῖ σὲ ἕναν ἄλλο κόσμο, σὲ μίαν ὁλότελα διαφορετικὴ ζωή, ποὺ στὸ βάθος δὲν ἔχει καμία σχέση μὲ τὴν πραγματική μας ζωή…», ὅπου τό Εἶναι χάνεται. Ὡστόσο καὶ τὸ ἀντίθετο ἔχει ὅμοια ἀληθινὴ καὶ σωστὴ διάσταση.
Στὴ δεύτερη περίπτωση ὅποιο καὶ ἂν εἶναι τὸ περιεχόμενο τοῦ ὀνείρου ἀντλεῖ τὰ στοιχεῖα του ἀπὸ τὴν πραγματικότητα ἢ τὴ ζωὴ τοῦ πνεύματος ποὺ ἀναπτύσσεται μὲ ἀφετηρία τὴν ἴδια τὴν πραγματικότητα. Ἔτσι ὅσο παράξενη καὶ ἂν εἶναι ἡ ἱστορία τοῦ ὀνείρου δὲν δραπετεύει ἀπὸ τὸν πραγματικὸ κόσμο. Ἀκόμη καὶ οἱ πιὸ ἑλκυστικὲς καὶ ἀδιάφορες δημιουργίες του ὑποχρεώνονται νὰ ἀντλοῦν τὰ στοιχεῖα τους ἀπὸ τὸ περιεχόμενο τοῦ πραγματικοῦ κόσμου καὶ ἀπὸ ἕνα ἐρέθισμα τῆς σκέψης μας σὲ κατάσταση ἐγρήγορσης καὶ μὲ λίγα λόγια ἀπὸ βιώματα ποὺ διαμορφώνονται στὸ ἀσυνείδητο, εἴτε διαδραματίζονται στὸ συνειδητό.
[1] Βλ. Σίγκμουντ Φρόιντ, Ἄπαντα Ἡ Ἑρμηνευτική των Ὀνείρων, Μτφ. Μίνας Ζωγράφου- Μεραναίου, Πανεκδοτική, Ἀθῆναι 1968, τόμ. 8ος, σ. 13
[2] Αριστοτέλους, περί ενυπνίων, Insomn 460a.25.
[3] Σίγκμουντ Φρόυντ αυτόθι σ.14
[4] Σημ. σημαίνει τήν χρησμοδοσία.