Τὸ βασικὸ ἐρώτημα, πού ἔθεσε ἀμυνόμενος ὁ νομικὸς στὸν Χριστό στήν σημερινή Εὐαγγελική περικοπή ἦταν: «καὶ τὶς ἐστί μου πλησίον»· Ὁ Κύριος ὅμως μὲ τὴν παραβολὴ τοῦ καλοῦ Σαμαρείτη τοποθετεῖ τὴν ἐρώτηση σ’ ἕνα διαφορετικὸ πλαίσιο. Τὸ ἐρώτημα τοῦ συνομιλητοῦ του ἦταν ποιὸς πρέπει νὰ θεωρεῖται «πλησίον».
Ὁ Χριστὸς μετὰ τὴν παραβολὴ ρωτᾶ ποιὸς ἐνήργησε ὡς πλησίον, στρέφει δηλαδὴ τὴν προσοχὴ στὸ ὑποκείμενο τῆς ἀγάπης· «τὶς οὖν τούτων τῶν τριῶν πλησίον δοκεῖ σοὶ γεγονέναι…». Τὸ «ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτὸν» ἦταν μία ἐντολή τοῦ Μωσαϊκοῦ Νόμου γιὰ τοὺς Ἰουδαίους. Τὸ κρίσιμο ὅμως σημεῖο, στὸ ὁποῖο ὑπῆρχαν πολλὲς συζητήσεις, ἦταν ποιὸς πρέπει νὰ θεωρεῖται πλησίον. Σύμφωνα μὲ τὸν ἰουδαϊκὸ Νόμο ἡ ἔννοια τοῦ πλησίον ἦταν συχνὰ συγκεχυμένη καὶ περιορισμένη. Μερικοὶ νομοδιδάσκαλοι ὑποστήριζαν ὅτι εἶναι παράνομο νὰ βοηθήσεις μία ἐθνικὴ γυναίκα στὴν ὀδύνη τοῦ τοκετοῦ, διότι ἐπρόκειτο νὰ γεννηθῆ ἕνας ἄλλος ἐθνικός.
Γιὰ τοὺς Φαρισαίους, ὁ ἁπλὸς ἀγράμματος λαὸς δὲν ἐθεωρεῖτο «πλησίον». Οἱ Ἐσσαῖοι πάλι ἔβλεπαν ὡς πλησίον μόνον ὅσους ἀνήκαν στὴν κοινότητά τους καὶ κήρυτταν τὸ μίσος κατὰ παντὸς «υἱοῦ τοῦ σκότους».
Ὁ Κύριος μὲ τὴν παραβολὴ ποὺ διηγεῖται ἐλευθερώνει τὴν ἔννοια τοῦ πλησίον ἀπὸ συναρτήσεις γεωγραφικές, φυλετικές, θρησκευτικές. Ὁ ἰουδαῖος νομικὸς ζητὰ τὰ ὅρια τῆς ἔννοιας τοῦ πλησίον καὶ ὃ Χριστὸς τονίζει ὅτι δὲν ὑπάρχουν ὅρια στὸ χρέος τῆς ἀγάπης. Ὁ Κύριος θέτει ἔμμεσα ἕνα ἀκόμη ἀμείλικτο ἐρώτημα: Ποιός ἔχει τήν εὐαισθησία νά κατανοεῖ καλύτερα τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, νά ἀνακαλύπτει τό βαθύτερο νόημα τῆς ἐντολῆς περί ἀγάπης τοῦ πλησίον; Ποιός τελικά τηρεῖ τό Νόμο; Αὐτοί πού ἀσχολοῦνται ἐπισήμως μέ τό λειτουργικό καί θρησκευτικό τυπικό, οἱ ἱερεῖς καί λευῖται ἡ ἕνας ξένος, ἔξω ἀπό τήν ὀρθόδοξη ἰουδαϊκή παρεμβολή, ὅπως ὁ Σαμαρείτης, πού βλέπει μέ καθαρό μάτι καί αὐθόρμητη καρδιά τόν συνάνθρωπό του, χωρίς θρησκευτικές καί φυλετικές προκαταλήψεις; Δέν εἶναι αὐτός πού ἀνταποκρίνεται ἔμπρακτα στίς ἀνάγκες τοῦ ἄγνωστου καί ἀνώνυμου πλησίον.
Πλησίον εἶναι ὁ κάθε ἄνθρωπος ποὺ βρίσκεται σὲ ἀνάγκη, ἀδιακρίτως ἔθνους, φυλῆς, θρησκευτικοῦ πιστεύω, κοινωνικῆς τάξεως. Ἐκεῖνο πού βαρύνει εἶναι ὁ ἄνθρωπος ὡς εἰκόνα Θεοῦ. Αὐτό πού διδάσκεται κανείς ἀπό τήν σημερινή Εὐαγγελική περικοπή εἶναι πώς ἡ ἀγάπη ἀρχίζει μέ μιά συμμετοχή προσωπική, ἐνεργητική, δέν εἶναι ἕνα ἁπλό, εὐγενικό, ἀόριστο συνάισθημα, εἶναι ἐλεύθερη ἀπὸ ἀναζήτηση ἀνταλλαγμάτων, ἐλεύθερη ἀπὸ τὸ βραχνὰ τῆς ἀναγνωρίσεως.