Με την ευχή, την ευλογία και την ανοχή του μακαριστού πατέρα Αλέξανδρου Καλπακίδη χαρακτηρίστηκα «επιστήθιος» φίλος του.
Ευτύχησα να αφουγκραστώ τους χτύπους της καρδιάς του, να γίνω κοινωνός των ανησυχιών του, των προβληματισμών του και μέτοχος της αγωνίας του για την πορεία της ενορίας του Αγίου Αθανασίου Ευόσμου και ειδικότερα για την Νεανική Χριστιανική Κίνηση.
Δεν θα δημοσιοποιήσω το καρδιογράφημα γιατί το επιβάλει το προσωπικό απόρρητο.
Δεν θα ικανοποιήσω την φιλοδοξία μου να αγιογραφήσω τον μακαριστό Αρχιερέα Αλέξανδρο γιατί θα ήταν ασέβεια στην επιθυμία του.
Επιλέγω πεισματικά να παραμείνω μόνο «οικείος» στον πατέρα της ενορίας, παραβλέποντας διακριτικά οφίκια, τίτλους, πομπώδεις προσφωνήσεις, αξιώματα χωρίς την λαϊκή μετοχή.
Αρκούμαι στο απόσπασμα επιστολής-ομολογίας του πνευματικού του τέκνου Ιερομόναχου Αντωνίου από τον Άγιο Σάββα μακαριστού πλέον, η οποία γράφει γλαφυρά, χαρακτηρίζει τον κοιμηθέντα Αρχιερέα: «Τώρα καταλαβαίνω την προστασία του Θεου σ’εμένα προσωπικά. Τώρα βλέπω και το λέω ότι τον Χριστό τον γνώρισα μέσω σου. Μιλούσε μέσα μου ο Χριστός με την δική σου φωνή, με το κήρυγμά σου και η ζωή σου ήταν για μένα παράδειγμα».
Υπήρξε, ας μου επιτραπεί η έκφραση, ένα «ιδιόρρυθμος αναρχικός αγωνιστής» ο πάτερ Αλέξανδρος απέναντι στην όποια κοσμική εξουσία αλλά παρέμεινε σταθερά «διάκονος» στην κλήση και στο θέλημα της Εκκλησίας του Χριστού.
Συγκρούστηκε, μάτωσε, παρεξηγήθηκε, αντιμετώπισε την πολιτική υποκρισία. Χρειάστηκαν αγώνες 30 χρόνων για να επιστρέψει στον Άγιο Αθανάσιο η δωρεά ιδιοκτησία του αλλόθρησκου.
Δεν θριαμβολογούσε για την δικαίωση. Αρκέστηκε ότι μας έδωσε την ευκαιρία να αισθανόμαστε περήφανοι δικαιολογημένα γι’αυτόν, τον πνευματικό πνεύμονα της περιοχής, να απολαμβάνουμε το περιβάλλον στην αυλή της Εκκλησίας. Έκανε πράξη το μήνυμα «Νικούν όσοι πιστεύουν ότι θα νικήσουν» ο αριστοκράτης του πνεύματος πατήρ Αλέξανδρος αλλά απαίτησε με σθένος το δικαίωμα της Εκκλησίας έχοντας στο πλευρό του τον λαό.
Δεν οχυρώθηκε πίσω από το ανεύθυνο επιχείρημα της υποβαθμισμένης Δυτικής Θεσσαλονίκης για να δικαιολογήσει αδυναμίες και παραλήψεις. Διέγραψε από το λεξιλόγιό τους την μομφή της υποβάθμισης με τις αναβαθμισμένες πρωτοβουλίες και προσπάθειές του.
Δεν απάντησε στους διαφωνούντες θεωρητικά και γενικολογώντας αλλά έμπρακτα με την ομολογουμένως επιτυχημένη φιλοξενία από την ενορία του «Παγκοσμίου Διορθόδοξου Συνεδρίου της Ιεραποστολής».
Δεν φοβήθηκε «το μικρό ποίμνιο» όταν τον Νοέμβριου του 1970 ήλθε στον Εύοσμο στο ταπεινό εκκλησάκι του 1800 όταν το εκκλησίασμα γέμιζε ίσα ίσα τα παλαιά στασίδια του ναού.
Αγκάλια τον λαό, άγγιζε τις ευαισθησίες του, τον ενέπνευσε, τον δίδαξε ότι «η πίστη κάνει τον άνθρωπο τα έργα όμως δείχνουν την αγάπη» και τον έκανε συνεργάτη του, συνδημιουργό του.
Και ο λαός γοητεύτηκε, στάθηκε στο πλευρό του. Αισθάνθηκε πραγματικό μέλος της Εκκλησίας, κλήρος και λαός «Σώμα Χριστού». Ενωμένοι μια οικογένεια, και όχι ο λαός συμπλήρωμα όπως τον περιγράφουν οι επιχειρηματικές επιγραφές «και Σία».
Δεν συμβιβάστηκε με τα οικονομικά δεδομένα του χρόνου και της περιοχής, όταν αποφασίστηκε η ανέγερση του ναού του Ευαγγελισμού για να υμνείται η Υπεραγία Θεοτόκος.
Υπερέβαλε εαυτόν και επέλεγε να ζητήσει βοήθεια από τον Κύριο, να συμπληρώσει τις αδυναμίες του και να είναι εκείνος ο πρώτος οικοδόμος διότι «εάν μη Κύριος οικοδομήση οίκον, εις μάτην εκοπίασαν οι οικοδομούντες».
Δεν ζήτησε ο π. Αλέξανδρος από τους δύσπιστους ενορίτες τον οβολόν τους αλλά τους παρακάλεσε να του φέρουν τα σκουπίδια τους, τα άχρηστα παλιά χαρτιά τους.
Έγινε ο ίδιος ρακοσυλλέκτης. Βουνά τα χαρτιά που συγκέντρωνε και μετέφερε με φορτηγά προς ανακύκλωση.
Το αντίτιμο αυτών ,έγινε ο κύριος οικονομικός πόρος για την ανέγερση του Ναού «της Κατακόμβης» όπως την ονομάσαμε.
Κάλεσε ακόμη και τα παιδάκια να βοηθήσουν, να φέρουν στην Εκκλησία ένα μέρος από το πενιχρό βαλάντιο των καλάντων τους. Τους έκανε κτήτορες γράφοντας στο ταπεινό φακελάκι την προτροπή: «Βάλε και εσύ μία πέτρα στο σπίτι του Θεού».
Συστρατεύτηκε με τους νέους και ζήτησε να αποδεχτούν με τον δυναμισμό τους ότι «Η Εκκλησία δνε είναι το περιθώριο της ζωής αλλά η ίδια η ζωή».
Δεν επαναπαύθηκε στην πρόοδο, δεν αρκέστηκε στα επαινετικά σχόλια, δεν περίμενε παθητικά το θαύμα.
Αλλά σε μία εποχή ιδιελογικής σύγχυσης μετέτρεψε το σχολικό θρανίο σε άμβωνα ενώ ο ιερέας π. Αλέξανδρος εξόριστος στο πεζοδρόμιο του σχολείου. Καλούσε τους νέους στην Εκκλησία.
Ένας ολόκληρος στρατός νέων παιδιών δημοτικού, αμούστακοι έφηβοι, ενθουσιώδεις έφηβοι με την νικητήριο κραγή «έχουμε χρέος τη διακονία» έφεραν σε κάθε γειτονιά τις υπαίθριες εκδηλώσεις: «Δρόμοι Αγάπης».
Δεν θα επιλέξω την τακτική των εντυπώσεων προβάλλοντας επιμέρους πολιτισμικές δραστηριότητες που οι περισσότεροι τις γνωρίζετε. Απλά σας παρακαλώ όταν σήμερα στην ενορία σας αισθάνεστε περήφανα για τις αντίστοιχες εκδηλώσεις των παιδιών σας, μη παραλείψετε να μνημονεύσετε τον πατέρα Αλέξανδρο Καλπακίδη.
Είναι εκείνος που σε χρόνους δύσκολους στις δεκαετίες 1970 έως 1980 τόλμησε να αντιπαρατεθεί στο κατεστημένο, να αντιμετωπίσει κακόπιστες κριτικές γιατί είχε ακούσει τις προτάσεις των νέων στους επαναλάμβανε «μόνο όσοι δεν προσπαθούν δεν μπορούν να μάθουν».
Το υπόγειο του ιερού ναού (κατακόμβη) μεταμορφώθηκε σε εργαστήριο πολιτισμού. Στέγασε εκτός των άλλων και το «Ελεύθερο Ενοριακό Πανεπιστήμιο» και έγινε ο χορός συνάντησης των «Ενοριακών Φιλικών Συντροφιών» που αντικατέστησαν το «παραδοσιακό» κατηχητικό.
Κανείς δεν κουράστηκε, δεν λιποψύχησε από την υπερπροσπάθεια αυτών των δύο δεκατετιών. Αντλούσαμε δύναμη από την προτροπή του: «τροχός που με αγάπη γυρίζει, σκουριά δεν πιάνει».
Στόχος μας σταθερός. Η Αποστολική εντολή να γνωρίσουμε το πρόσωπο του Χριστού, την Αλήθεια. Μία Αλήθεια που παραμένει αναλλοίωτη 2000 και πλέον χρόνια. Μόνο ο τρόπος προσφοράς της επιτρέπεται να αλλάξει.
Οφείλουμε να είμαστε συντηρητικοί στην διδασκαλία του Ευαγγελίου αλλά πρακτικά προοδευτικοί στις μεθόδους.
Με αυτές τις αρχές θεμελιώθηκε και συντηρήθηκε το φιλανθρωπικό και κοινωνικό έργο της ενορίας με πρωτεργάτες τις κυρίες του φιλοπτώχου ταμείου.
Δεν είμαι ειδικός για να επιμερίσω τα προβλήματα υγείας, τον σωματικό κόπο και τις ταλαιπωρίες του γενικά.
Οφείλω όμως να υπενθυμίσω ότι ακόμη και όταν σκεπτικά έλεγε «είμαι Δεσπότης αδέσποτος», συνέχιζε και ολοκλήρωνε με τον λόγο του Ιερού Χρυσοστόμου «Δόξα τω Θεώ πάντων ένεκεν».
Ήταν η ευχαριστήριος ευχή του προς την αδελφότητα της Ιεράς Μονής της Παναγίας Δοβρά που τον διακόνησε με χριστιανική αγάπη στα χρόνια της ασθένειάς του.
Δεν θα κλείσω αυτήν την αναφορά εις τον μακαριστό Αλέξανδρο με λόγους επαινετικούς γιατί ο π. Αλέξανδρος ήταν ένας από εμάς και επέλεξε να παραμείνει ο εφημέριος, πατέρας της ενορίας πέρα από την Αρχιεροσύνη του.
Επιτρέψτε μου να καταθέσω τους προβληματισμούς. Μίας κεντήστρας του λόγου που πριν 25 χρόνια νεαρή με αφορμή την επικοινωνία μαζί του έγραψε για τον ιερά: « Ο Ιερέας είναι η ζωή που πλάστηκε από γη και ουρανό, από χώμα και πνεύμα. Φορτώνεται όχι μόνο τον δικό τους σταυρό αλλά και τον δικό μας. Τον κατηγορούμε, τον καρφώνουμε, τον περιφρονούμε και εκείνος μας ευχαριστεί γιατί θέλει να μας ξεκουράσει, να μας χορτάσει, να μας ξυπνήσει».
Προσευχή και ευχή μας αυτές οι αναφορές, οι διαπιστώσεις, να είναι για τον μακαριστό Αλέξανδρο Αρχιερέα· τα διαπιστευτήριά του ενώπιον του Κυρίου τον οποίον διακόνησε και υπηρέτησε με αφοσίωση και αγάπη.
Αιωνία αυτού η μνήμη
Παντελεήμων Σαμολαδάς