του Αρχιμ. Γρηγορίου Κωνσταντίνου, Δρ. Θεολογίας
Στὸ πρῶτο κεφάλαιο ἔγινε λόγος γιὰ τὴ θέση τῆς ἐπιστήμης ἔχοντας σχέση μέ τὸ ρόλο ποὺ διαδραματίζουν οἱ σωματικὲς πηγὲς τῶν ὀνείρων καὶ ποὺ ὁρίστηκαν σὲ τρία εἴδη: «ἐκεῖνες ποὺ προέρχονται ἀπὸ ἐξωτερικὰ γεγονότα, οἱ ἀντικειμενικοὶ αἰσθητηριακοὶ ἐρεθισμοί, σὲ ἐκεῖνες ποὺ προέρχονται ἀπὸ καταστάσεις ἐσωτερικοῦ ὑποκειμενικοῦ αἰσθητηριακοῦ ἐρεθισμοῦ, καὶ σὲ ἐκεῖνες ποὺ γεννιόνται ἀπὸ ἐσωτερικοὺς σωματικοὺς ἐρεθισμούς». Στὸ θέμα τῶν ψυχικῶν πηγῶν τοῦ ὀνείρου ἡ συγκαιρινὴ μὲ τὸν Φρόυντ ἐπιστημονικὴ τάση ἔτεινε ἢ πρὸς τὴν ὑποβάθμιση ἢ πρὸς τὴν ἀπόρριψη. Τέλος ὡς ἀποκλειστικὴ πηγὴ τοῦ ὀνείρου καὶ μόνο θεωρήθηκαν οἱ νευρικοὶ καὶ ὀργανικοὶ ἐρεθισμοί.
Οἱ θεωρίες αὐτὲς ὅμως δὲ δικαιολογοῦσαν ἐπαρκῶς τὸ φαινόμενο τοῦ πλούσιου σέ παραστάσεις περιεχομένου τοῦ ὀνείρου, καὶ δὲν ἦταν σὲ θέση νὰ δείξουν τὴ σχέση ποὺ τοῦ ἔφερνε σὲ πλήρη ἐπαφὴ μὲ τὶς σωματικὲς πηγές. Καὶ αὐτὸ συμβαίνει διότι «κάθε σωματικὸς ἐρεθισμὸς ποὺ προκαλεῖ στὴ διάρκεια τοῦ ὕπνου τὸ σχηματισμὸ ψευδαισθήσεων μπορεῖ νὰ γίνει ἀντικείμενο ἀναρίθμητων ἑρμηνειῶν, μπορεῖ λοιπὸν νὰ παρασταθεῖ στὸ ὄνειρο μὲ ἀναρίθμητο ἀριθμὸ παραστάσεων». Ἐπιπλέον παρατηρήσεις τοῦ Φρόυντ ἔδειξαν πὼς ἀκόμα καὶ νὰ ἐμφανιστοῦν στὸ περιεχόμενο τοῦ ὀνείρου ἐξωτερικοὶ ἐρεθισμοὶ αὐτοὶ δὲ συνιστοῦν νέο ὄνειρο.
Ὁ Φρόυντ χρησιμοποιεῖ πορίσματα τῆς παθολογίας βάση τῶν ὁποίων πολλοὶ ἰσχυροὶ ἐξωτερικοὶ ἐρεθισμοὶ παραμένουν οὐδέτεροι στὴ διάρκεια τοῦ ὕπνου. Ἡ σωστὴ ἀνάλυση ἑνὸς ὀνείρου σωματικοῦ ἐρεθισμοῦ, πρέπει ἐξετάζοντας τὶς παραστάσεις τοῦ περιεχομένου νὰ μποροῦμε νὰ διακρίνουμε σὲ αὐτὸ τὸ εἶδος τοῦ ἐρεθισμοῦ (ἀκουστικό, ὀπτικὸ κτλ.). Σὲ ὅτι ὅμως ἔχει σχέση μὲ τὴν ἐπίδρασή του στὸ ὄνειρο αὐτὸ συμβαίνει ὅταν ἕνα ὄνειρο προέλθει ἀποκλειστικὰ καὶ μόνο ἀπὸ σωματικὸ ἐρεθισμό. Ὑπάρχουν βέβαια καὶ περιπτώσεις ποὺ διακόπτουμε ἕνα ἐξωτερικὸ ἐρεθισμὸ μὲ ἕνα ξύπνημα καὶ μετὰ συνεχίζουμε τὸν ὕπνο μας. Ἔτσι ὅμως μὲ τὸ συμβὰν αὐτὸ ὁ ἐρεθισμὸς δὲ κατορθώνει νὰ ἀναμιχθεῖ στή συνέχεια στὸ ὄνειρο.
Ἐπί προσθέτως ἐὰν συμπεριλάβουμε καὶ τοὺς ἐρεθισμοὺς τῶν ἐσωτερικῶν ὀργάνων ὅπως (καρδιά, πνεύμονες κ. ἄ.) ποῦ μιὰ μερίδα ὑποστήριξε, δὲν ἀποδεικνύεται ὅτι αὐτοὶ ὑπάρχουν ἀντικειμενικὰ παρὰ μόνο γιὰ μικρὸ ἀριθμὸ περιπτώσεων. Ἡ λειτουργία τοῦ ὀνείρου σὲ αὐτὴν τὴν περίπτωση συνίσταται στὸ νὰ παραλλάσσει τὴ σημασία τῶν ἐξωτερικῶν ἐρεθισμῶν ὅταν αὐτοὶ κατορθώνουν νὰ μποῦν στὴ δημιουργία τοῦ ὀνείρου. Ἀκριβῶς ὅμως αὐτὴ ἡ εἴσοδός τους σημαίνει καὶ τὴν ἐξουδετέρωσή τους. Τὸ ὄνειρο διατηρεῖ (ἐὰν πρόκειται γιὰ ἐρεθισμὸ πόνου) μιὰ παράσταση ἀσυμβίβαστη μὲ τὸν πόνο, καὶ ταυτόχρονα χρησιμοποιεῖ καὶ «ἰδιομορφίες τοῦ αἰσθήματος ποὺ ἀπωθεῖ μὲ τὴν εἰκόνα ποὺ μεταχειρίζεται γι’ αὐτὸ τὸ σκοπὸ ὥστε νὰ συνδεθεῖ αὐτὸ ποὺ ὑπάρχει ἐκείνη τὴ στιγμὴ στὸ πνεῦμα μὲ τὴν κατάσταση τοῦ ὀνείρου γιὰ νὰ καταστεῖ δυνατὴ ἡ παράστασή του». Τὸ ὄνειρο μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ ἀμύνεται στὸν πόνο μὲ μία ἐνεργητικὴ παράσταση ἄρνησής του, καὶ ἀπωθεῖ τὸν ἐσωτερικὸ ἢ ἐξωτερικὸ ἐρεθισμό. Ὁ Φρόυντ πιστεύει πὼς «κατὰ κάποιον τρόπο ὅλα τα ὄνειρα εἶναι ὄνειρα ἄνεσης, ποὺ δημιουργοῦνται γιὰ νὰ μᾶς ἀφήσουν νὰ συνεχίσουμε τὸν ὕπνο μας. Τὸ ὄνειρο εἶναι φύλακας τοῦ ὕπνου καὶ ὄχι ἐχθρός του», καὶ καταλήγει στὸ ὅτι «Ἡ ἐπιθυμία τοῦ ὕπνου, εἶναι ἡ ἐπιθυμία τοῦ συνειδητοῦ ἐγὼ καὶ πού, μαζὶ μὲ τὴ λογοκρισία παρασταίνει τὴ συμβολή του στὸ ὄνειρο, πρέπει λοιπὸν νὰ συνυπολογίζεται κάθε φορᾶ μὲ τὸν ἀριθμὸ τῶν παραγόντων ποὺ συμβάλλουν στὴ διαμόρφωση τοῦ ὀνείρου, καὶ κάθε ὄνειρο ποὺ τὸ πετυχαίνει εἶναι μιὰ ἐκπλήρωση αὐτῆς τῆς ἐπιθυμίας».
Ὁ Φρόυντ πιστεύει πὼς ἡ ἐπιθυμία γιὰ ὕπνο εἶναι τὸ κλειδὶ ποὺ ἐξηγεῖ τὸν ἰδιάζοντα τρόπο ἑρμηνείας τῶν ἐξωτερικῶν ἐρεθισμῶν, ὑποστηρίζοντας ὅτι τὴν ἑρμηνεία μπορεῖ νὰ τὴν κάνει καὶ τὸ κοιμώμενο πνεῦμα ἀλλὰ ὅμως κάτι τέτοιο θὰ διέκοπτε τὸν ὕπνο. Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος ποὺ ἡ λογοκρισία ἀσκεῖται μόνο στὸ βαθμὸ ποὺ ἑρμηνεῖες ποὺ ἐπιλέγονται ἀπὸ τὸ πνεῦμα δὲν συγκρούονται μὲ τὶς ἐπιθυμίες τοῦ ὕπνου.
Ἡ ἰδέα ὅτι τὸ ὄνειρο δὲν εἶναι παρὰ μιὰ μετάβαση στὸ ξύπνημα προσκρούει στὰ ὄνειρα ἐκεῖνα ποὺ ὀνειρευόμαστε πῶς ὀνειρευόμαστε. Τὴν ἐκπλήρωση τῆς ἐπιθυμίας μας γιὰ ὕπνο τὴν ἀκολουθεῖ μιὰ σειρὰ ἄλλων ἐπιθυμιῶν ποὺ τὶς ἱκανοποιεῖ τὸ περιεχόμενο τοῦ ὀνείρου. Ὅταν ἔχουμε ἐπιθυμίες ποὺ ἡ ἐκπλήρωσή τους εἶναι λυπηρὲς αὐτὸ εἶναι τὸ ἀποτέλεσμα τὶς λειτουργίας τῶν δύο ψυχικῶν ὑποστάσεων(ἀσυνείδητου καὶ συνειδητοῦ), καὶ τῆς λογοκρισίας ποὺ ἔρχεται ὡς ρυθμιστικὸς παράγοντας νὰ τὶς διαχωρίσει. Οἱ ἐπιθυμίες ποὺ βρίσκονται στὸ ἀσυνειδήτο ἐμποδίζονται στὸ νὰ ὁλοκληρωθοῦν ἀπὸ τὸ συνειδητό. Στὴν περίπτωση ὅμως ποὺ αὐτὸ καθίσταται ἐφικτὸ ἡ καταπίεση ποὺ ἐπιβάλλει τὸ συνειδητὸ ἀπολήγει σὲ ἕνα δυσάρεστο συναίσθημα. Ἡ ἐντύπωση λύπης ἢ τοῦ ἄγχους μπορεῖ νὰ ἔχει καὶ κάποια σωματικὴ προέλευση ὅπως εἶναι, (ἀναπνευστικὰ ἢ καρδιολογικὰ προβλήματα).
Κάτω ἀπὸ αὐτὲς τὶς προϋποθέσεις παρακάμπτεται κατὰ κάποιο τρόπο ἡ λογοκρισία καὶ εἶναι δυνατὴ ἡ ἐκπλήρωση ἐπιθυμιῶν ποὺ διατελοῦσαν ὑπὸ καταστολή. Ἂν ὅμως τὸ ἄγχος ἔχει ψυχονευρωτικὴ προέλευση π.χ. ψυχοσεξουαλικοὺς ἐρεθισμοὺς πράγμα ποὺ σημαίνει ἀπωθημένη ἐπιθυμία- λίμπιντο τότε «ἡ τάση τοῦ ὀνείρου νὰ ἐκπληρώνει ἐπιθυμίες δὲν ἐπιτυγχάνει τὸ σκοπό της».
Οἱ δύο αὐτὲς περιπτώσεις σύμφωνα μὲ τὸν Φρόυντ συνδέονται καὶ ἀποφαίνεται «πὼς στὴν πρώτη περίπτωση μιὰ ἐντύπωση ἀποδίδεται μὲ ψυχικὸ τρόπο, στὴ δεύτερη περίπτωση τὸ δεδομένο εἶναι ἐξ ὁλοκλήρου ψυχικό, ἀλλὰ τὸ ἀπωθημένο περιεχόμενο ἀντικαθίσταται εὔκολα ἀπὸ μιὰ σωματικὴ ἀπόδοση ποὺ συμπίπτει μὲ τὸ ἄγχος». Ὁ ἴδιος ἐπίσης ἀναγνωρίζει πὼς ἡ κατάσταση τοῦ σώματος συμπεριλαμβάνεται στὰ στοιχεῖα ποὺ κατευθύνουν τὸ ὄνειρο, ἀλλὰ ὑποστηρίζει ὅτι δὲν προσδιορίζει τὸ περιεχόμενό του, καὶ ὅτι τὰ ἡμερήσια ψυχικὰ κατάλοιπα ποὺ ἔχουν ἀξία στὸ ὄνειρο εἶναι πιὸ καθοριστικά.