(†) ἐπισκόπου Γεωργίου Παυλίδου Μητροπολίτου Νικαίας
Ἔτσι ἤλπιζεν, ὁ δυστυχής, ὅτι θὰ κατώρθωνε νὰ ἀφανίσῃ μεταξὺ αὐτῶν καὶ τὸ Νήπιοιν, ποὺ προωρίζετο νὰ γίνῃ κάποτε «βασιλεύς».
Καὶ τὸ ἐπραγματοποίησε. Μίαν ἡμέραν ὡπλισμένοι στρατιῶταί του, εἰσώρμησαν εἰς τὰ σπίτια τῆς Βηθλεὲμ, καὶ προέβησαν εἰς γενικὴν σφαγὴν τῶν νηπίων.
Θρῆνοι καὶ κραυγαὶ ὀδύνης τῶν γονέων, ποὺ ἔβλεπαν τὰ παιδιὰ τῶν αἱμόφυρτα καὶ νοερὰ μπροστὰ στὰ πόδια των.
Σκηναὶ ἀφαντάστου ἀγριότητος. Ἦτο, φαίνεται, ἀνερμήνευτος συγκατάθεσις τοῦ Θεοῦ, νὰ καθαγιασθῇ ὁ ἐρχομός τοῦ Σωτῆρος μὲ τὸ ἁγνὸ αἷμα τῶν ἀθώων νηπίων.
Καὶ ὁ μὲν Κύριος, δι’ ἐπεμβάσεως θείας, ἐσώθη. Ἡ Ἐκκλησία μας δὲ καθιέρωσεν ἡμέραν εἰδική, τὴν 28ην Δ/βρίου, κατὰ τὴν ὁποίαν ἑορτάζει τὴν μνήμην τῶν σφαγέντων νηπίων, ποὺ ἔγιναν οἱ πρῶτοι μάρτυρες τῆς νέας πίστεως.
Ἀλλὰ, δυστυχῶς, δὲν ἔλειψαν ἔκτοτε ἀπὸ τὰς κοινωνίας οἱ Ἡρῷδαι ποὺ ἐπαναλαμβάνουν τὸ κακούργημα αὐτὸ. Ὑπάρχουν καὶ εἰς τὴν ἐποχὴν μας. Ἴσως ὑπὸ ἄλλην μορφὴν. Τὸ αὐτὸ ὅμως ἀνθρωποκτόνον ἔργον ἐπιτελοῦν. Θὰ ἔλεγε μάλιστα κανείς, ὅτι κατ’ ἐξοχὴν ἡ ἐποχὴ μας ἐγνώρισε τοὺς νέους αὐτοὺς Ἡρῴδας. Μερικοὺς τέτοιους Ἡρῴδας, συγχρόνους, θὰ παρουσιάσωμεν σήμερον.
Κατεστράφησαν περιουσία, αἱ ὁποῖαι εἶχαν ἀποκτηθῆ μὲ αἷμα καὶ κόπους δεκαετιῶν. Ἐθερίσθη εἰς τὰ μέτωπα τὸ ἄνθος τῆς νεότητος τῶν λαῶν, καὶ μετεβλήθη εἰς σωροὺς συντριμμάτων ὅ,τι ὡραῖον καὶ ἐκπληκτικὸν εἶχε πραγματοποιήσει ὁ ἄνθρωπος μὲ τὴν ἐπιστήμην του καὶ τὴν ψυχήν του.
Ἐθρήνησαν καὶ θρηνοῦν ἀκόμα ἑκατομμύρια οἰκογενειῶν· ἔκλεισαν ἀμέτρητα σπίτια καὶ βαδίζουν εἰς τὸν δρόμον τῆς πικρᾶς των ζωῆς ἀτελεύτητες φάλαγγες παιδιῶν, χωρὶς γονεῖς, διότι τοὺς ἥρπασε βιαίως ἡ φονικὴ μανία τοῦ πολέμου. Εἰς 50.000.000 περίπου ὑπολογίζονται οἱ νεκροὶ καὶ ἀνάπηροι ἀπὸ τὸν δεύτερον παγκόσμιον πόλεμον.
Πῶς δὲν ἀντιλαμβάνονται οἱ ἄνθρωποι αὐτοί, ὅτι ὁ χειρότερος τρόπος ἀντιμετωπίσεως τῶν διεθνῶν διαφορῶν εἶναι ὁ πόλεμος; Ὅποιος εὑρέθηκε σὲ πολεμικὸ ματωμένο χαράκωμα καὶ εἶδε τὴ συμφορὰ τῶν σκοτωμένων παλληκαριῶν, ποὺ ἄδικα πλέον περιμένουν τὴν ἐπιστροφὴν των γονεῖς καὶ παιδιά, ὅποιος παρηκολούθησε βομβαρδισμὸν πόλεων καὶ τὰς εἶδε νὰ γίνωνται σὲ διάστημα ὁλίγων λεπτῶν ἀπέραντα καπνίζοντα νεκροταφεῖα, αὐτὸς αἰσθάνεται φρίκην καὶ ἀποτροπιασμὸν καὶ μὲ μόνην τὴν ἁπλῆν σκέψιν τῆς ἐπαναλήψεώς των.
Καὶ ὅμως. Δὲν ἔκλεισαν ἀκόμη αἱ πληγαί καὶ δὲν ἐξηράνθη τὸ αἷμα, ποὺ ἐχύθηκε ποτάμι, καὶ μερικοὶ νέοι Ἡρῷδαι ἀπειλοῦν νέους πολέμους, σκέπτονται νέα δράματα εἰς τὴν ἀνθρωπότητα.
Καὶ ὁδηγοῦνται κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπο μυριάδες ἀνθρώπων ἀπὸ τοὺς νέους Ἡρῴδας εἰς τὸν θάνατον, εἴτε μὲ μίαν σφαῖραν εἰς τὴν καρδίαν, εἴτε μὲ τάνκς, ποὺ κινοῦνται εἰς τὰς πλατείας κάποιας πόλεως, ποὺ ἐζήτησε τὴν ἐλευθερίαν, εἴτε μὲ τὸ ἀργὸ μαρτύριο τῆς ἐξορίας.
Εἶναι φρικτὸν νὰ ἀντικρύζῃς τὸν θάνατον, διότι δὲν ἀνέχεσαι τὴν δουλείαν καὶ κάμνεις τὸ μεγάλο ἔγκλημα (!) νὰ ζητᾷς νὰ ἔχῃς διακαιώματα εἰς τὴν ζωὴν καὶ τὴν εὐτυχίαν σου.
Πόσοι ἔτσι σήμερα θρηνοῦν, σὲ κάποιες πικρὲς χῶρες, τὸ ἀνελέητο θέρισμα τῶν ἰδικῶν των ἀπὸ τὸ δρεπάνι τοῦ κυρίαρχου Ἡρῴδη, ὁ ὁποῖος, ὅπως καὶ τότε, νομίζει, ὅτι θὰ κατασφαλίσῃ τὴν τυραννικὴν δεσποτείαν του μὲ τὸ αἷμα καὶ τὴν ἐρήμωσιν !
Ἀλλὰ ζῇ κύριος ὁ Θεός! Ἕως πότε θὰ κυριαρχοῦν οἱ Ἡρῷδαι; Ἕως πότε;
Παραγγέλει σαφῶς ὁ Κύριος διὰ τοῦ νόμου Του ἐπὶ τοῦ θέματος αὐτοῦ. Διακηρύσσει ἡ Ἐκκλησία δι’ ἐπισήμων κειμένων τὴν ἀλήθειαν, ὅτι εἶναι φονεῖς ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι ἀφαιροῦν ἀπὸ τὰς νεαρὰς ἀκόμη καὶ ἀσχηματίστους καὶ ἀνυπερασπίστους ὑπάρξεις τὸ δικαίωμα νὰ ζήσουν.
Ἀλλ’ οἱ νέοι Ἡρῷδαι, εἴτε ἀπὸ σύμφέρον, εἴτε ἀπὸ τὴν τάσιν νὰ ἀπαλλαγοῦν ἀπὸ τὸ χρὲος τῆς τεκνογονίας, συχνὰ, ἄνευ καὶ τοῦ ἐλαχίστου ἐλαφρυντικοῦ, περιφρονοῦν τὰ πάντα καί, χωρὶς τύψεις συνήθως, μεταβάλλουν μερικοὺς τόπους εἰς πραγματικὰ σφαγεῖα, ὅπου μὲ τὸ γάντι τοῦ πολιτισμοῦ (;), σφαγιάζονται ὑπάρξεις, αἱ ὁποῖαι προωρίζοντο μίαν ἡμέραν διὰ τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ. Ποιὰ δύναμις θὰ ἀπαλλάξῃ αὐτοὺς τοὺς γαντοφορεμένους φονεῖς ἀπὸ τὴν τιμωρὸν δικαιοσύνην τοῦ Θεοῦ; Ποιὰ δύναμις;
Καὶ κατὰ τί, λοιπόν, εἶναι ὁλιγώτερον ὑπεύθυνοι τοῦ Ἡρῴδου, ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι μὲ τὰς ἐπικινδύνους ἀντιλήψεις των καὶ διαφθαρμένας ἰδέας των, ποὺ διαδίδουν εἴτε διὰ διαλέξεων, εἴτε διὰ βιβλίων καὶ φυλλαδίων, εἴτε διὰ θεατρικῶν καὶ κινηματογραφικῶν ἔργων, ἐπηρεάζουν τὰς ψυχάς τῶν ἀνθρώπων, καὶ ἰδίᾳ τῶν ἀπείρων καὶ ἀνησύχων νέων, καὶ ἐκφυλίζουν ἔτσι τὰς ψυχὰς των καὶ ὁδηγοῦν τὴν νεότητα, τὴν ἀνεκτίμητον μας ἐθνικὴν αὐτὴν παρακαταθήκην, εἰς τὴν διαφθορὰν καὶ τὴν ἀτίμωσιν; Χιλιάδες τοιούτων «χρυσωμένων» φιαλιδίων, κυκλοφοροῦν καὶ προσφέρουν, ἐντέχνως, ὑπὸ τὴν μορφὴν τοῦ πολιτισμοῦ καὶ τῆς τέχνης (;), ὡσάν, δῆθεν, ἀκίνδυνον καὶ εὐχάριστον καὶ συγχρονισμένου καταπότιον, τὴν αἰσχρότητα, τὸ δηλητήριον, ποὺ θὰ μαράνῃ τὴν ψυχὴν τῶν νέων μας καὶ θὰ τὴν νεκρώσῃ.
Καὶ, ὅταν ὑποστοῦνν ψυχικὴν αἱμοραγίαν οἱ νέοι μας, ποῦ θὰ εὕρῃ αὔριον ἡ κοινωνία νὰ στρατολογήσῃ τούς τιμίους ἡγέτας, ἡ Ἐκκλησία μας τοὺς ἐμπενυσμένους κληρικοὺς της, ἡ παιδεία τοὺς φωτισμένους παιδαγωγούς της, ἡ οἰκογένεια τοὺς εὐγενικούς φορεῖς τῶν οἰκογενειακῶν παραδόσεων, ὁ στρατὸς τοὺς γενναίους ὑπερασπιστὰς τῆς ἐθνικῆς μας ἀκεραιότητος; Ἀλήθεια ποῦ; Εἰς τὰ ψυχικὰ ράκη, εἰς τὰ ἠθικὰ ναυάγια, εἰς τοὺς ἀποτυχημένους κυνηγητὰς τῆς εὐτυχίας; Ἔγραψεν ἕνας ἀνήθικος συγγραφεύς πρὸ ἐτῶν εἰς ἕνα βιβλίον του:
«Εἶμαι εὐτυχής, διότι εἰς τὴν πόλιν αὐτὴν ἔκαμα πολλοὺς διεφθαρμένους». Καταχθόνιοι δολοφόνοι τῶν ψυχῶν τῶν παιδιῶν μας ! Μέχρι πότε θὰ ὑπονομεύετε τὴν εὐτυχία μας; Σᾶς περιμένει τὸ τέλος τοῦ Ἡρῴδου.
Ἀπὸ τὴν ἄλλην πάλιν μεριὰ, πολὺ συχνὰ ἐξ αἰτίας αὐτῶν τῶν συκοφαντιῶν, ποὺ κάποτε ἐμφανίζονται ὡς ἐκδηλώσεις, δῆθεν, ἀγάπης καὶ ἐνδιαφέροντος, ἐν ᾧ εἶναι ὑποκρισία καὶ χολή, διαλύονται φιλίαι καὶ δεσμοὶ ἐτῶν καὶ διασύρεται τὸ ὄνομα τῶν προσώπων, ποὺ ἴσως τὸ μόνο λάθος των ἦταν, ὅτι ἠγάπησαν καὶ ἐμπιστεύθηκαν πολλὰ σὲ ἀνθρώπους ποὺ δὲν ἀξίζαν γιὰ μιὰ τέτοια ἀφειδώλευτη ἀγάπη.
Καὶ σωρεύονται ἔτσι χαλάσματα, καὶ χύνονται δάκρυα, καὶ δημιουργοῦνται ἀφόρητοι ἀτομικαὶ καὶ οἰκογενειακαὶ περιπέτειαι, καὶ ἁπλώνεται γύρω ὁ θλιβερὸς πέπλος τῶν δραμάτων, ποὺ συχνὰ εἶναι ὀδυνηρότερα καὶ κάποτε καταστρεπτικώτερα ἀπὸ αὐτὸν ἀκόμη τὸν θάνατον.
Παντοῦ, βλέπετε, καὶ ἡ ἀπειλὴ τοῦ Ἡρῴδου. Σὲ κάθε βῆμα μας οἱ δολιοφθορεῖς, μὲ τὸ κρυμμένο στὰ λουλούδια καὶ στὰ χαμόγελα στιλέτο ! Ἀπὸ ποῦ κανεὶς νὰ προφυλαχθῇ;
Μὲ τὶ ἀντοχὴν καὶ μὲ τὶ ἐφόδια ἔπειτα νὰ προχωρήσῃ αὐτὴ ἡ ψυχή, ὅταν δὲν πιστεύῃ, ὅταν δὲν προσεύχεται, ὅταν δὲν ἔχῃ καμμίαν ἐπαφὴν μὲ τὴν Ἐκκησίαν; «Σύντριμμα καὶ ταλαιπωρία ἐν ταῖς ὁδοῖς αὐτῶν» (Ρωμ. γ΄, 10). Αὐτὸ θὰ εἶναι τὸ ἀποτέλεσμα. Σκοτεινοί δήμιοι! Μή.. Μὴ θανατώνεται τὴν ψυχήν ! Ἠγοράσθη μὲ τὸ αἷμα τοῦ Θεοῦ. Ἀνήκει εἰς τὸν Σωτήρα. Δήμιοι, μή !
Ἀγαπητοί,
Ἦταν, ἡ ἐποχὴ τοῦ ἐμφυλίου πολέμου. Ὁ Ἐρυθρὸς Σταυρὸς εἶχε κάμει ἔκκλησιν καὶ παρεκάλει νὰ προσφέρθῇ αἷμα, διότι ἐκινδύνευαν νὰ ἀποθάνουν πολλοὶ τραυματίαι. Μίαν ἡμέραν ἦλθεν εἰς τὸ κέντρον. Αἱμοδοσίας ἕνας ἀνάπηρος.
-Σᾶς παρακαλῶ, ἐδῶ προσφέρουν αἷμα; Ἠρώτησε.
-Μάλιστα, ἀπήντησεν ὀ ἁρμόδιος ἰατρός. Τί θέλετε, παρακαλῶ;
-Ἦλθα νὰ δῶσω κι ἐγώ.
Ὁ ἰατρὸς ἔμεινε κατάπληκτος.
-Μὰ σεῖς, ἀπήντησεν, ἐδώκατε τὸ ἕνα σας πόδι στὸ Γράμμο. Ἐχύσατε ἐκεῖ τόσο αἷμα ! …. Δὲν εἶναι ἀρκετὸν ;
-Ὅταν οἱ ἀδελφοί μου κινδυνεύουν νὰ ἀποθάνουν, καὶ ἠμπορῶ νὰ τοὺς βοηθήσω, νομίζω ὅτι δὲν εἶναι ἀρκετὸν τὸ ὅτι ἔδωσα αἷμα παλαιότερα στὸ χαράκωμα. Πρέπει νὰ δώσω καὶ τώρα. Σᾶς παρακαλῶ, μὴ διστάζετε. Εἶμαι ἕτοιμος. Φθάνουν 300 γραμμάρια;
Ὁ ἰατρὸς μὲ δακρυσμένα μάτια ἐπῆρε τὴν σύριγγα. Τὸ χέρι του ἔτρεμε ἀπὸ συγκίνησιν… Κάποιος θὰ ἔζησεν, ἀσφαλῶς, χάρις εἰς ἐκεῖνο τὸ αἷμα… Κάποιος ! Καὶ σκέπτομαι: Τί θὰ ἐγινόμεθα ἀδελφέ, ἄν εἰς τὸν κόσμον δὲν εὑρίσκοντο μερικοὶ αἱμοδόται καὶ ὑπῆρχαν μόνον Ἡρῷδαι;
Ἀλήθεια, τί θὰ ἐγινόμεθα;
Μητροπολίτου Νικαίας
Λόγοι εἰς τὰ Εὐαγγέλια τῶν Κυριακῶν
Ἐκδόσεις Β΄
Ἀποστολική διακονία
τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος