τοῦ ἀρχιμ.Ἰακώβου Κανάκη
Στήν σύγχρονη κοινωνία μας ἐφαρμόζεται μέ διαφορετικό τρόπο ἡ παραβολή τοῦ Χριστοῦ μέ τά ἐνενήντα ἐννέα πρόβατα καί τό ἀπολεσθέν ἕνα. Δηλαδή ἐνῶ ὁ Χριστός δίδαξε ὅτι ἀπό τά ἐκατό πρόβατα τῆς ποίμνης μόνο τό ἕνα εἶχε χαθεῖ καί πρέπει νά ἀναζητηθεῖ, σήμερα ἔχουν ἀπομακρυνθεῖ τά ἐνενήντα ἐννέα καί ἔχει παραμείνει τό ἕνα. Πράγματι, ἀναλογικά μέ τόν πληθυσμό τῆς χώρας εἶναι ἀρκετά μειωμένος ὁ ἀριθμός τῶν προσώπων, εἰδικά τῶν νέων, πού ἐκκλησιάζονται.Ἔτσι, οἱ κληρικοί, ὡς διάδοχοι τῶν ἀποστόλων, ἀγωνίζονται γιά τό θέμα αὐτό καί ἐπικεντρώνουν τήν ποιμαντική τους μέριμνα σέ δύο ἐπίπεδα. Ἀπό τήν μιά ἀναζητοῦν, ὅπου μποροῦν καί ὅπως μποροῦν, τούς ἀνθρώπους πού ἔχουν ἀπομακρυνθεῖ ἀπό τήν Ἐκκλησία, προκειμένου νά τούς προσελκύσουν καί ἀπό τήν ἄλλη, προσπαθοῦν νά διαφυλάξουν καί θρέψουν πνευματικά ὅσους συνειδητά μετέχουν στήν ἐκκλησιαστική ζωή. Αὐτό ὅμως πού πολλές φορές δημιουργεῖ προβλήματα εἶναι ὅτι ὅσοι μέ τήν θέλησή τους προσέρχονται στίς ἐνορίες τους δέν γνωρίζουν τήν Πίστη μας, τά δόγματα τῆς Ἐκκλησίας, τούς Ἱερούς Κανόνες, τήν Ἁγία Γραφή. Ἔχουν μιά δική τους προσέγγιση στά πράγματα μέ ἀποδοχή ἤ ἀπόρριψη ὅσων δέν ταιριάζουν στόν χαρακτήρα τους. Χρέος μας ἀπέναντί τους εἶναι ἡ κατήχησή τους. Ἄλλωστε ἡ πνευματική καθοδήγηση καί πορεία τῶν χριστιανῶν εἶναι ὀρθή ὅταν στηρίζεται σέ σωστή θεολογική βάση. Στήν γνώση καί στό βίωμα. Ὅταν δέν συμβαίνει ἔτσι ἔχουμε παρεκτροπές καί παθογένειες μέ ἀποτέλεσμα γιά κάποιους ἡ Πίστη νά γίνεται κάτι πού περισσότερο μοιάζει μέ εἰδωλολατρία καί μαγεία.
Μέ αὐτήν τήν σκέψη προσπαθοῦμε νά φέρουμε τά ἁγιογραφικά κείμενα τῆς Ἐκκλησίας μας πιό κοντά στούς ἀνθρώπους παρουσιάζοντάς τα μέ τρόπο ἁπλό καί εὐσύνοπτο καί ἐλπίζουμε θελκτικό. Ἔχοντας προσεγγίσει τά πρώτα βιβλία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ἔχουμε φθάσει στό βιβλίο τῆς Ρούθ, στό ὁποῖο θά ἀναφερθοῦμε στό παρόν κείμενο.
Πρόκειται γιά μιά ἰδιαιτέρως διδακτική διήγηση πού ξεδιπλώνεται στά μόλις τέσσερα κεφάλαια τοῦ ὁμωνύμου βιβλίου. Κύριο πρόσωπο τῆς διήγησης εἶναι ἡ Ρούθ, μιά εὐσεβής ἄν καί εἰδωλολάτρισσα γυναίκα, ἡ ὁποία προβάλλεται «ὡς φωτεινό παράδειγμα ἀφοσίωσης στούς δεσμούς τῆς ἰσραηλιτικῆς οἰκογενείας καί ἀμείβεται πρός τοῦτο δαψιλῶς ἀπό τό Θεό».[1] Πρίν καταγράψουμε συνοπτικά τήν διήγηση νά ἀναφέρουμε ὅτι τό ὄνομα Ρούθ σημαίνει καλλονή ἤ φίλη, ὅτι δέν γνωρίζουμε τόν συγγραφέα τοῦ βιβλίου καί ὅτι ἡ χρονολόγηση τῆς συγγραφῆς του τοποθετεῖται μεταξύ τῆς Δαβιδικῆς καί τῆς Μακκαβαϊκῆς ἐποχῆς.[2]
Ἡ διήγηση ἀναφέρει ὅτι ἡ Ρούθ ἦταν μιά νεαρή γυναίκα ἀπό τήν περιοχή τῆς Μωάβ πού ἀποκτᾶ σύζυγο ἰσραηλίτη. Βρισκόμαστε στήν ἐποχή τῶν Κριτῶν, κατά τήν ὁποία ὁ ἰσραηλίτης Ἀβιμέλεχ ἐξαιτίας κάποιου λιμοῦ στήν Ἰουδαία ἔχει ἀπομακρυνθεῖ ἀπό τήν πατρίδα του τήν Βηθλεέμ. Πηγαίνει γιά μιά καλύτερη τύχη πρός τήν Μωάβ, κοντά στόν Ἰορδάνη, μαζί μέ τήν γυναίκα του Νωεμίν καί τούς γιούς του Μααλών καί Χελαιών. Δυστυχῶς ἐνῶ οἱ γιοί ἔχουν παντρευτεῖ τίς Ὀρφά καί Ρούθ πεθαίνουν χωρίς νά ἔχουν ἀποκτήσει παιδιά. Πεθαίνει ἐπίσης καί ὁ πατέρας τους. Ἡ χήρα πλέον Νωεμίν μετά τό χτύπημα πού ἔλαβε ἀποφασίζει νά γυρίσει στήν πατρίδα της ἀφοῦ πλέον ὁ λιμός δέν ὑφίσταται. Τότε, οἱ δύο νύφες της ἐκδήλωσαν τήν ἐπιθυμία νά τήν συνοδεύσουν καί νά ζήσουν μαζί της. Ἡ Νωεμίν τίς προτρέπει μέ ἐπιχειρήματα νά μείνουν στήν χώρα τους καί νά συνεχίσουν τήν ζωή τους. Ἡ Ὀρφά πείστηκε ἀπό τούς λόγους τῆς πεθερᾶς της ἀλλά δέν ἔγινε τό ἴδιο μέ τήν Ρούθ, ἡ ὁποία ἀποφάσισε νά μείνει μαζί της καί μάλιστα νά ἀσπασθεῖ καί τήν ἰσραηλιτική θρησκεία. Ἔτσι, πεθερά καί νύφη, τόν μήνα τοῦ θερισμοῦ, ὁδοιποροῦν πρός τήν Βηθλεέμ. Ἡ Ρούθ ἀναζητᾶ πρός βρώση ὅτι εἶχε ἀπομείνει στούς ἀγρούς καί ἐκεῖ γνωρίζει τό πρόσωπο πού θά τῆς πρόσφερε εὐτυχία περισσή. Πρόκειται γιά τόν Βοόζ, ἕναν συγγενή τοῦ πεθεροῦ της, ὁ ὁποῖος ἔγινε τό στήριγμά της. Ἡ πεθερά της χαίρεται γιά τήν ἐξέλιξη τῆς γνωριμίας αὐτῆς καί προτρέπει τόν Βοόζ νά τήν νυμφευθεῖ – αὐτό ὅριζε ὁ λεϋιρατικός γάμος- ἀφοῦ ἄλλωστε ἦταν ὁ πιό κοντινός συγγενής τοῦ ἄνδρα της. Πράγματι ἔγινε ὁ γάμος αὐτός καί ἀπό τήν ἕνωσή τους γεννήθηκε ὁ Ὠβήδ, ὁ παπποῦς τοῦ βασιλιά Δαβίδ.
Ἡ Διδασκαλία τοῦ βιβλίου
Τό βιβλίο τονίζει τήν ἐμπιστοσύνη τῶν ἀνθρώπων στό Θεό. Τόσο ἡ Νωεμίν ὅσο καί ἡ νύφη της φανερώνουν ὅτι ἔχουν ἐμπιστευθεῖ τήν ὕπαρξή τους καί τό μέλλον τους στό Θεό. Τό ἔλεός Του ζητᾶ ἡ Νωεμίν λέγοντας: « ποιῆσαι Κύριος μεθ᾽ὑμῶν ἔλεος».[3] Προκαλεῖ ἐντύπωση ὅτι αὐτή ἡ πίστη θά ἦταν γεγονός ἁπλό, φυσικό καί δεδομένο γιά μιά πιστή ἰσραηλίτισσα ἀλλά ὄχι καί τόσο γιά μιά εἰδωλολάτρισσα γυναίκα. Ἐδῶ ἔχουμε μιά πορεία θυσιαστικῆς ἀγάπης ἀνθρώπου πρός τόν πλησίον του ὅπου μέσα ἀπό τήν ἀγάπη αὐτή γνωρίζει ὁ ἄνθρωπος τόν ἀληθινό θεό. Σάν νά καλεῖ ὁ Θεός τήν γυναίκα αὐτή λέγοντας της, μέ τόν τρόπο του, ὅτι ἐσύ δέν γίνεται νά εἶσαι μακριά μου. Στήν διήγηση λοιπόν τοῦ βιβλίου ὁ Θεός «κρύβεται» πίσω ἀπό τά γεγονότα καί τίς καταστάσεις.
Πρέπει νά σταθοῦμε στό γεγονός ὅτι ἀπό τήν μιά μεριά ὁ συντάκτης τοῦ βιβλίου πιστεύει στήν μοναδικότητα τοῦ Θεοῦ ἀλλά, ἀπό τήν ἄλλη, δέν ὁμιλεῖ περιφρονητικά γιά τούς θεούς τῶν εἰδωλαλατρῶν στήν χώρα τῶν Μωαβιτῶν.[4] Ἐκτός αὐτοῦ διαγράφεται μέ σαφήνεια ὅτι ὁ Θεός δέν περιορίζεται σέ γεωγραφικά ὅρια ἤ ἀνθρώπινα καλούπια. Ἡ πρόνοιά Του ἀφορᾶ σέ ὅποιον τόν ἐπικαλεῖται καί ζητᾶ τήν προστασία Του. Ἔτσι, ὡς πάνσοφος, παντογνώστης καί παγκόσμιος Θεός ρυθμίζει τήν ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητας. Ἐνδιαφέρεται γιά κάθε ψυχή.
Ἕνα σχετικό θέμα γιά τόν «χαρακτήρα» τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ σχέση ἀγαθότητας καί εὐλογίας. Ἔτσι, ἡ εὐλογία μετά τόν λιμό ἀποτελεῖ σημεῖο εὐαρέσκειας τοῦ Θεοῦ ὅπως συμβαίνει καί μέ τόν ἐπιτυχημένο γάμο μετά τήν αὐταπάρνηση τῆς Ρούθ. Σέ αὐτά τά περιστατικά ἀλλά καί σέ ἄλλα πολλά, πού ἀπαντοῦν στήν Βίβλο, γίνεται φανερή ἡ ἐπέμβαση τοῦ Θεοῦ στήν πορεία τῶν γεγονότων, ἡ ὁποία ὅμως ἐξυπηρετεῖται μέσω ἀνθρώπων.[5]
Τέλος, τό βιβλίο Ρούθ μᾶς μιλᾶ γιά τόν ἰδανικό τρόπο σχέσεως μεταξύ τῶν ἀνθρώπων. Ἡ ἀγάπη ἔως θυσίας γιά τόν πλησίον ἀποτελεῖ τήν πεμπτουσία τῆς πίστης στό Θεό. Ἡ διάθεση προσφορᾶς στόν διπλανό εἶναι αὐτό πού «συγκινεῖ» τό Θεό καί τόν κάνει νά προσφέρει πλούσια τήν εὐλογία Του. Μιά τέτοια κοινωνία μοιάζει σήμερα οὐτοπική ἀλλά εἶναι σέ ὅλους μας τόσο ποθητή. Μιά τέτοια κοινωνία ὅμως ἀποτελεῖ παράδεισο ἐπί τῆς γῆς!
* Ὁ ἐνδιαφερόμενος γιά τήν ἑρμηνευτική μελέτη τοῦ βιβλίου μπορεῖ νά ἀνατρέξει στούς: Ὠριγένη (PG. 12, 989-990) καί Θεοδώρητο Κύρου (PG.80, 517-528).
[1] Καλαντζάκη Σ., Εἰσαγωγή στήν Παλαιά Διαθήκη, Θεσσαλονίκη 2006, σ.400.
[2] Βλ. Μπρατσιώτου Π., Εἰσαγωγή εἰς τήν Παλαιάν Διαθήκην, Ἀθῆναι 1993, σ.170.
[3] Ρουθ. 1,8.
[4] Καλαντζάκη Σ., Εἰσαγωγή στήν Παλαιά Διαθήκη, Θεσσαλονίκη 2006, σ.405.
[5] Καλαντζάκη Σ., Εἰσαγωγή στήν Παλαιά Διαθήκη, Θεσσαλονίκη 2006, σ.406.