του Αρχιμ. Γρηγορίου Κωνσταντίνου, Δρ. Θεολογίας
Ὁ τίτλος αὐτοῦ του κεφαλαίου εἶναι ἐνδεικτικός τῆς ἀντίληψης τοῦ Φρόυντ πὼς τὰ ὄνειρα ἔχουν σημασία στὴν πορεία τοῦ ἀνθρώπου καὶ πὼς ὑπάρχει τρόπος νὰ ἑρμηνευτοῦν ἀποτυπώνοντας τὴν πίστη του γιὰ τὸ κρυμμένο νόημά του. Οἱ ἀπόψεις τοῦ Φρόυντ συγκλίνουν ἐπὶ τὸ πλεῖστον μὲ αὐτὲς τοῦ κοινοῦ νοῦ ποὺ ἀποδέχεται τὸ ὄνειρο ὡς μιὰ ψυχικὴ πράξη, καὶ εἶναι ἀντίθετες μὲ τὶς ἐπιστημονικὲς θεωρίες ποὺ τὸ θεωροῦν ἁπλὰ ὡς ἕνα ὀργανικὸ φαινόμενο.
Ὁ Φρόυντ ἀναφέρει τὶς προγενέστερες μεθόδους ποὺ ἡ ἀνθρωπότητα χρησιμοποίησε γιὰ τὴν ἑρμηνεία τοῦ ὀνείρου, ὅπως ἡ συμβολικὴ ἑρμηνεία καὶ ἡ ἑρμηνεία τῆς ἀποκρυπτογράφησης. Ἡ ἄποψη τοῦ Φρόυντ γιὰ τὴν πρώτη εἶναι ὅτι ἡ συμβολικὴ ἑρμηνεία, «Ἀποτυχαίνει στὰ ὄνειρα ποὺ δὲν εἶναι μονάχα ἀκατανόητα ἀλλὰ καὶ συγκεχυμένα» ἀναφέροντας τὸ παράδειγμα τοῦ ὀνείρου τοῦ Φαραὼ ποὺ ἐξηγεῖ ὁ Ἰωσὴφ καταλήγοντας ὅτι τὰ περισσότερα ὄνειρα ἑρμηνεύονται μὲ συμβολικὸ τρόπο, καὶ δὲν ἐπιτελοῦν τίποτε ἄλλο ἀπὸ τὸ νὰ ἀποδώσουν διὰ μέσου τοῦ τρόπου αὐτοῦ τὴ σκέψη τοῦ αὐτουργοῦ.
Στὴ συνέχεια ἀποφαίνεται πὼς ἡ ἐπιτυχία αὐτῆς τῆς ἑρμηνείας δὲν εἶναι δεδομένη ἀλλὰ βρίσκεται στὸ βαθμὸ εὐφυΐας καὶ διαίσθησης τοῦ αὐτουργοῦ. Ἐπίσης ἡ μέθοδος αὐτὴ δὲν διδάσκεται. Δεύτερη εἶναι ἡ λαϊκὴ μέθοδος τῆς ἀποκρυπτογράφησης καὶ τὴν ὀνομάζει ἔτσι γιατί «χρησιμοποιεῖ τὸ ὄνειρο σὰν ἕνα κρυπτογραφικὸ κείμενο ὅπου κάθε σημεῖο μεταφράζεται ἀπὸ ἕνα ἀντίστοιχο σημεῖο χάρις σὲ μιὰ σταθερὴ κλείδα». Ἀποκωδικοποιητὴς τῶν ὀνειρικῶν ἐμφανίσεων γίνεται ὁ ὀνειροκρίτης. Δεδομένο εἶναι ὅτι τὸ ἐνδιαφέρον γιὰ τὴν ἀνάπτυξη μιᾶς ἑρμηνευτικῆς τέχνης ποὺ νὰ μπορεῖ νὰ σταθεῖ ἀνάγεται στὴν ἀρχαιότητα μὲ πληρέστερη στὸ θέμα αὐτὸ τὴν πραγματεία τοῦ Ἀρτεμίδωρου Δαλδιανοῦ τὸ 2ο μ Χ. αἰώνα, ὁ ὁποῖος προσπάθησε νὰ θεμελιώσει τὴν ἀνάλυση τῶν ὀνείρων στὸ πείραμα καὶ στὴν παρατήρηση.
Σὲ ἕνα ἄλλο σημεῖο τῆς πραγματείας τοῦ Φρόυντ ἀναφέρεται ἕνα χαρακτηριστικὸ παράδειγμα συμβολικοῦ ὀνείρου ποὺ ἡ ἀποκρυπτογράφησή του προσαρμόζεται στὶς διευκολύνσεις ποὺ προσφέρει μιὰ ἐτυμολογικὴ ἑρμηνεία. Οἱ προαναφερθεῖσες μέθοδοι δὲ μποροῦν νὰ χρησιμοποιηθοῦν στὴν ἐπιστημονικὴ ἔρευνα, ἀλλὰ ἀποκρίνονται στὴν πεποίθηση γιὰ τὴ σημασία τοῦ ὀνείρου καὶ ἐνισχύοντας τὸ ἐρέθισμα γιὰ μιὰ τεκμηριωμένη θεμελίωση τῆς μεθόδου στὸ Φρόυντ. Ἀκόμη ἐντοπίζεται ἀπὸ τὸν ἴδιο στὶς ψυχαναλυτικὲς μελέτες ποὺ ἀφοροῦσαν τοὺς ἀσθενεῖς του.
Ἡ συμβολὴ τοῦ κάθε ψυχαναλυτῆ συνίσταται στὸ νὰ βοηθήσει τὸν ἀσθενῆ νὰ ἀπαλλαγεῖ ἀπὸ τὶς φαντασιώσεις του, ἀπὸ τὴν κριτικὴ τῆς συνειδήσεώς του ἀποκαλύπτοντας ἐλεύθερα κάθε του σκέψη. Σκοπὸς λοιπὸν εἶναι νὰ ἀπαλλαγεῖ ἡ φαντασία ἀπὸ τὸν καταναγκασμὸ ποὺ τῆς ἐπιβάλλει ἡ διάνοια. Ἔτσι ὁ ἀσθενὴς ἀνταποκρινόμενος σὲ αὐτὴν τὴν παρότρυνση διηγεῖται τὰ ὄνειρά του. Στὸ σημεῖο αὐτὸ ὁ ἀσθενὴς τίθεται σὲ μιὰ κατάσταση μὴ κριτικῆς αὐτοπαρατήρησης. Ὁ Φρόυντ ὅμως στὶς παρατηρήσεις του στρέφει τὴν προσοχή του στὰ διάφορα μέρη τοῦ περιεχομένου τοῦ ὀνείρου ἀπορρίπτοντας τὴ θεώρηση ποὺ τὸ ἀποδίδει σὰν ἕνα συμπαγὲς καὶ ἀδιαίρετο ὅλον.
Ὁ Φρόυντ ἐφαρμόζοντας τὴν ἀναλυτικὴ μέθοδο σπάει σὲ κομμάτια τὸ ὄνειρο ὥστε νὰ μπορέσει νὰ ἐφαρμόσει τὴν μέθοδο τῆς ἀποκρυπτογράφησης. Ἡ παρουσίαση τοῦ ὀνείρου τοῦ ἀσθενοῦς στὸν ἴδιο κομμάτι- κομμάτι τὸν ὁδηγεῖ νὰ ἀναγνωρίσει στὰ ἀποσπάσματα σειρὰ ἰδεῶν ποὺ ἀφοροῦν σὲ κάθε ἀπόσπασμα. Ἔτσι λοιπὸν ὁ Φρόυντ ἀποδίδει αὐτὲς τὶς ἰδέες ὡς «“ὀπισθοβουλίες” αὐτοῦ τοῦ μέρους τοῦ ὀνείρου». Πιστεύει ἀκόμη πὼς ἡ λύση τοῦ προβλήματος τοῦ ὀνείρου εἶναι χρήσιμη γιὰ τὴ μελέτη προβλημάτων ποὺ σχετίζονται μὲ τὴ ψυχολογία τῶν νευρώσεων.
Καταλήγοντας διευκρινίζει πὼς ἡ νοηματοδότηση τοῦ περιεχομένου τοῦ ὀνείρου διαφέρει ἀπὸ ἄτομο σὲ ἄτομο, ὅπου ἡ ὀνειρικὴ συγκρότηση ποὺ ἰσχύει εἶναι διαφορετική. Ἔτσι τὰ συμπεράσματα ποὺ μπορεῖ νὰ συναχθοῦν ἀπὸ ἄρρωστα ἄτομα δὲν ἰσχύουν καὶ γιὰ τὰ ὄνειρα φυσιολογικῶν ἀνθρώπων.