«Ἄκου ἕνα βιβλίο» μέ τόν ἀρχιμανδρίτη Ἰάκωβο Κανάκη
Πρός Ἑβραίους Ἐπιστολή
Ἡ Ἐπιστολή αὐτή δέν μοιάζει μέ τίς ὑπόλοιπες ἐπιστολές τοῦ Ἀποστόλου Παύλου. Δέν ἔχει «ἐπιστολιμαῖο προοίμιο μέ χαιρετισμό καί δοξολογία».[1] Ἐπίσης, δέν ὑπάρχει σαφής ἔνδειξη ὅτι εἶναι ὁ Παῦλος ὁ συντάκτης της. Ἔχουν ἀναφερθεῖ πολλά ἐπιχειρήματα πού ἀμφισβητοῦν τήν παύλεια προέλευσή της. Πρόκειται ὅμως γιά Ἰουδαῖο ἑλληνιστή πού τήν παρουσιάζει ὡς «λόγο παρακλήσεως».[2] Ὁ τίτλος της «Πρός Ἑβραίους» ἀπαντᾶ ἀπό τό 200 μ.Χ. περίπου.
Ὁ τόπος συγγραφῆς της πιθανόν νά εἶναι ἡ Ἰταλία καί πιό εἰδικά ἡ Ρώμη. Ὁ χρόνος πού γράφθηκε, ἄν εἶναι ὁ Παῦλος ὁ συντάκτης της, προσδιορίζεται στό 63 ἤ 64 μ.Χ, ἐνῶ ὅσοι δέχονται ἄλλον συγγραφέα τήν τοποθετοῦν στήν δεκαετία 80 ἔως 90 μ.Χ.
Βασικά θέματα τῆς Ἐπιστολῆς εἶναι:
α) Τό πρόσωπο καί τό ἔργο τοῦ Χριστοῦ ὡς μοναδικοῦ καί τέλειου ἀρχιερέα, ὁ ὁποῖος ἐκπληρώνει καί ὑπερβάλλει τούς λατρευτικούς τύπους τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Ὡς ἀρχιερέας διακρίνεται ἀπό τούς ἄλλους, οἱ ὁποῖοι θυσιάζουν καί γιά τόν δικό τους ἐξιλασμό, ἐνῶ ὁ ἴδιος εἶναι ἀναμάρτητος. Εἶναι ἔτσι ἀνώτερος καί ἀπό αὐτόν τόν ἀρχιερέα Μελχισεδέκ πού τελειοποίησε τήν λευιτική ἱερωσύνη (7,11). Εἶναι Αὐτός πού προσέφερε ἐφάπαξ τήν θυσία τοῦ σώματός Του (10,10).
β) Ὁ Χριστός εἶναι ἀκόμα ὁ προαιώνιος λόγος καί «χαρακτήρ» τοῦ Πατρός. Εἶναι ἀνώτερος ἀπό τούς ἀγγέλους, οἱ ὁποῖοι εἶναι μόνο λειτουργικά πνεύματα (1,4). Εἶναι φυσικά ἀνώτερος ἀπό τόν Μωϋσῆ, ὁ ὁποῖος ἦταν μόνο ὑπηρέτης στό σχέδιο τοῦ Θεοῦ.
γ) Μέσα ἀπό τήν «Πρός Ἑβραίους» διανοίγεται μιά ἄλλη προσέγγιση τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, κατά τήν ὁποία, ἡ λατρεία, οἱ θυσίες προτυπώνουν καί ὁδηγοῦν στήν μία λατρεία τοῦ Χριστοῦ.
δ) Μέσα στο ἱερό κείμενο βλέπουμε καί τήν ἀποστολή τοῦ νέου λαοῦ τοῦ Θεοῦ, πού εἶναι ἡ Ἐκκλησία. Αὐτός ὁ λαός ἔχει ὡς ἀρχηγό του τόν Χριστό καί τά μέλη του ἔχουν γιά δύναμή τους τά χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Τέλος, θά ἀφήσουμε τόν καθηγητή Ἰ.Παναγόπουλο νά μᾶς περιγράψει τήν πεμπτουσία τοῦ μηνύματος τῆς Ἐπιστολῆς: «…πρέπει νά ἔχουν ὡς παράδειγμα τήν πίστη τῶν δικαίων καί ἁγίων τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης (κεφ.11.12,1), νά προσεύχονται μέ παρρησία (12,12), νά ἐπιδιώκουν τήν εἰρήνη καί τόν ἁγιασμό, ὥστε νά δοῦν τόν Κύριο (12,14). Ὅλη ἡ ζωή τους πρέπει νά εἶναι εὐάρεστη λατρεία τοῦ Θεοῦ (12,28). Ἡ λατρεία αὐτή ἐπεκτείνεται στήν ἰδιωτική καί κοινωνική ζωή, ἀφοῦ συνεπάγεται τήν φιλαδελφεία, τήν φιλοξενία, τήν τιμιότητα τοῦ γάμου, τήν ἀφιλαργυρία, τόν σεβασμό τῶν προηγουμένων κ.ἄ. (13, 1-18)».[3]
[1] Παναγοπούλου Ἰ., Εἰσαγωγή στην Καινή Διαθήκη, Ἀθήνα 1995, σ.328
[2] 13,22
[3] Παναγοπούλου Ἰ., Εἰσαγωγή στην Καινή Διαθήκη, Ἀθήνα 1995, σ.343.
****
Καθολικές Ἐπιστολές
Ἑπτά ἐπιστολές ἔχουν τόν γενικό τίτλο «Καθολικές» γιατί δέν ἀπευθύνονται σέ μία ἐκκλησιαστική κοινότητα ἤ σέ κάποιο συγκεκριμένο πρόσωπο, ἀλλά ἀφοροῦν σέ ὅλο τό πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας (καθολικός꓿ καθ’ὅλου). Ἤδη ἀπό τόν 2ο αἰώνα μ.Χ. ἔχουν λάβει τήν ὀνομασία αὐτή. Καθιερώθηκαν μέ τό ὄνομα αὐτό στήν σύνοδο τῆς Λαοδικείας τό 360 (59ος κανόνας) καί τήν 39η πασχάλεια ἐπιστολή τοῦ Μ.Ἀθανασίου τό 367. Καί ἡ ἀρχαία λατινική δύση τίς ἀναγνώρισε ὡς κανονικές μέ τήν ὀνομασία «epistolae canonicae».[1]
ΚΑΘΟΛΙΚΗ ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΙΑΚΩΒΟΥ
Στόν κανόνα τῆς Καινῆς Διαθήκης, πρώτη ἐκ τῶν «Καθολικῶν» βρίσκεται ἡ «τοῦ Ἰακώβου». Πρόκειται γιά ἕνα κείμενο γενικοῦ χαρακτῆρα, για μιά «διδασκαλική ἐπιστολή». Ἀνήκει στό εἶδος τῆς διδακτικῆς παραινέσεως, πού μπορεῖ νά χαρακτηριστεῖ κήρυγμα, ἤ ὁμιλία, ἤ πραγματεία, ἀκόμα καί λειτουργική ἤ βαπτιστήρια ὁμολογία.[2]
Γιά τό ὄνομα τοῦ συγγραφέα ἔχουν ὑποστηριχθεῖ πολλά. Μπορεῖ νά εἶναι ὁ υἱός τοῦ Ζεβεδαίου, πού σφαγιάστηκε ἀπό τόν Ἡρώδη Ἀγρίππα τόν Α΄ τό 44μ.Χ. [3] Μπορεῖ νά εἶναι ὁ «μικρός» υἱός τῆς Μαρίας τοῦ Κλωπᾶ (ἀδελφός τοῦ Ἰωσήφ) ἄρα ξάδελφος τοῦ Ἰησοῦ. Πιθανότερο ὅμως εἶναι ὁ «ἀδελφός» τοῦ Κυρίου δηλαδή ὁ υἱός τοῦ Ἰωσήφ. Πρόκειται γιά τόν πρῶτο ἐπίσκοπο τῶν Ἰεροσολύμων μετά τούς Ἀποστόλους. Εἶναι μιά σημαντική προσωπικότητα, μιά ἡγετική μορφή τῆς Ἐκκλησίας, τήν ὁποία σέβονταν ἄπαντες. Εἶναι πολύ σημαντικό αὐτό γιατί ὁ Ἰάκωβος δέν ἦταν ἐκ τῶν δώδεκα μαθητῶν καί ὅμως ἀπολάμβανε τοῦ σεβασμοῦ ὅλων τῶν χριστιανῶν.
Ἐνῶ ὅμως ἡ ἀρχαία ἐκκλησιαστική παράδοση θεωρεῖ τον Ἰάκωβο συγγραφέα τῆς ὁμώνυμης Ἐπιστολῆς, στούς νεώτερους χρόνους ἀμφισβητήθηκε ἡ γνησιότητά της. Μέ τήν χρήση ἐπιχειρημάτων περί τῆς διαφορετικῆς γλῶσσας, τοῦ ὕφους και ἀρκετῶν ἄλλων, ὑποστήριξαν ἄλλες ὑποθέσεις περί τῆς ταυτότητας τοῦ συγγραφέα. Σέ ὅλα αὐτά τά ἐπιχειρήματα ἔχουμε πληθῶρα ἄλλων πού τά ἀντικρούουν.[4]
Ὡς πρός τόν χρόνο καί τόν τόπο συγγραφῆς.
Γιά τόν χρόνο ἔχουμε δύο πιθανές περιόδους. Μεταξύ τῶν ἐτῶν 45-50 μ.Χ. καί 59-61 μ.Χ., τρία χρόνια δηλαδή πρίν τόν λιθοβολισμό του.
Τά Ἰεροσόλυμα εἶναι ὁ πιο πιθανός τόπος συγγραφῆς, ἀλλά καί ἡ Γαλιλαία ἤ ἡ Συρία, ἄν ἀποδειχθεῖ ὅτι ἔζησε καί ἐκεῖ.
Τά βασικά θέματα τῆς Ἐπιστολῆς ἀφοροῦν κυρίως σέ παραινέσεις καί νουθεσίες τοῦ Ἰακώβου, χωρίς νά λείπει καί ἡ παρουσίαση βασικῶν θεολογικῶν ἰδεῶν.
Ὡς πρός αὐτές, καταρχήν κάνει λόγο γιά τήν «σοφία» (1,5) ἡ ὁποία ὁδηγεῖ τόν πιστό στήν σωστή ἐφαρμογή τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ. Μέ τήν «χρήση» τῆς σοφίας ὁ πιστός ὑπομένει τίς ὅποιες δυσκολίες. Ὑπομένει μέ μακροθυμία γιατί γνωρίζει ὅτι θά ἔρθει γρήγορα ἡ παρουσία τοῦ Κυρίου (5,7) καί πρέπει νά εἶναι ἔτοιμος.
Βασικό θέμα πού χαρακτηρίζει τήν Ἐπιστολή εἶναι ὅτι ἡ πραγματική πίστη ἀποδεικνύεται μέ τά ἔργα. «Ἡ πίστη χωρίς τά ἔργα εἶναι νεκρή» (2,17). Ἐπίσης, ἀναφέρει, ὅτι ἡ προσέγγιση τοῦ Θεοῦ γίνεται μέ τόν «ἐξαγνισμό τῆς καρδιᾶς» τοῦ πιστοῦ (4,8). Προσοχή καί μέριμνα χρειάζεται ἡ «χαλιναγώγηση τῆς γλῶσσας» (3, 1-12). Τονίζει τόν κίνδυνο τῆς συκοφαντίας (4, 11-12), τήν ἀποφυγή τῆς καύχησης, πού εἶναι περιφρόνηση τοῦ Θεοῦ.[5]
Τέλος, τό βιβλίο τοῦ Ἰακώβου μᾶς δίνει μιά μοναδική πληροφορία γιά τό μυστήριο τοῦ Εὐχελαίου (5, 13-18). Προτρέπει τούς πιστούς ὅταν κάποιος ἀσθενεῖ νά καλοῦν τούς ἱερεῖς καί νά τόν χρίουν μέ λάδι, τό ὁποῖο ἔχει εὐλογηθεῖ μέ τίς ἀνάλογες εὐχές. Λέει χαρακτηριστικά τό κείμενο: Ἡ εὐχή τῆς Ἐκκλησίας (Πίστεως) θά σώσει, θά θεραπεύσει τόν ἀσθενῆ.
[1] Παναγοπούλου Ἰ., Εἰσαγωγή στην Καινή Διαθήκη, Ἀθήνα, 1996, σσ.344-345.
[2] Παναγοπούλου Ἰ., Εἰσαγωγή στην Καινή Διαθήκη, Ἀθήνα 1996, σ.347
[3] Πραξ.12,2
[4] Παναγοπούλου Ἰ., Εἰσαγωγή στην Καινή Διαθήκη Ἀθήνα, 1996, σσ.349-351.
[5] [5] Παναγοπούλου Ἰ., Εἰσαγωγή στην Καινή Διαθήκη Ἀθήνα, 1996, σσ.344-345.
Γίνετε συνοδοιπόροι μας στην γνώση και την ενημέρωση. Στείλτε στο [email protected] άρθρα, φωτογραφίες, βίντεο ή κάτι που πιστεύετε ότι αξίζει να μοιραστείτε τόσο με εμάς όσο και με τους αναγνώστες μας.