Η καρδιά μας χαίρεται από έναν γλυκύ πόνο, για όλους τους ανθρώπους και όλη την κτίση, γιατί αυτό σημαίνει χριστιανός. Και την ίδια στιγμή να φλέγεται από μία αγάπη προς τον Θεό και από μία πύρινη προσευχή, και να γίνεται η καρδιά του, άφλεκτος βάτος, γεμάτη φως, αγιότητα, παρουσία Θεού, όπως η καρδιά των αγίων.
Στην 2η ακολουθία της Β΄ Στάσεως των Χαιρετισμών που τελέστηκε στον Ιερό Ναό Ευαγγελιστρίας Πειραιώς, την Παρασκευή 18 Μαρτίου, ιερούργησε και μίλησε προς τους πιστούς, ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Προικοννήσου κ. Ιωσήφ.
Ο Σεβασμιωτατος, στην αρχή της ομιλίας τους έκανε μνεία, μεταξύ άλλων, στους ανθρώπους που βρίσκονται εν μέσω πολεμικών πυρών, με γκρεμισμένα τα σπίτια και τα όνειρα τους, με ρημαγμένες τις ζωές τους. Για να τονίσει στη συνέχεια ότι «αλλοίμονο στα έθνη τα οπλομάχα, που ξεκινούν και κατευθύνουν πολέμους. Οδηγούνται ορθόδοξοι εναντίον ορθοδόξων και επωμίζονται μία ευθύνη, ενώπιον του Θεού και της ανθρωπότητας».
Στη συνέχεια, επικεντρώθηκε στους Β’ Χαιρετισμούς, τον δεύτερο σπόνδυλο, όπως χαρακτήρισε, του κοντακίου του Ακάθιστου Ύμνου, που αναφέρεται στην Γέννηση του Χριστού, την προσκύνηση των Μάγων, την φυγή στην Αίγυπτο και την Υπαπαντή.
«Οι Μάγοι, μέχρι εκείνη την στιγμή, δεν είχαν καμία σχέση με τον αληθινό Θεό, κι οδηγούμενοι από τον άγγελο Κυρίου, που εμφανίστηκε υπό μορφή αστέρος, ήρθαν να Τον προσκυνήσουν, στην Βηθλεέμ της Ιουδαίας.
Εγνώρισαν και αναγνώρισαν τον ήλιο της δικαιοσύνης, του προσέφεραν τα δώρα τους. Κι αφού γονάτισαν και Τον προσκύνησαν, ως αληθινό Θεό, επέστρεψαν στην πατρίδα τους ως ιεραπόστολοι και κήρυξαν στους λαούς της περιοχής εκείνης, τον ενανθρωπήσαντα μονογενή Υιό και Λόγο του Θεού.»
Το κήρυγμα των Μάγων, συνέχισε ο Σεβασμιωτατος, έπιασε τόπο, βρήκε αγαθή γη και έδωσε πολλαπλάσιο καρπό. Τα αρχαία μαρτυρολόγια και αγιολόγια, είναι γεμάτα από αγίους της Περσίας. Και μπορεί να έφτασε στο σημείο η περιοχή εκείνη να αλλοιωθεί εντελώς, αλλά ο σπόρος ο οποίος έπεσε, στην πραγματικότητα ποτέ δεν χάθηκε και ποτέ δεν θα χαθεί.
Προχωρώντας τον λόγο του σημείωσε, πως για να έρθει ο Χριστός στον κόσμο, η Παναγία ήταν Εκείνη που έδωσε χείρα συνεργασίας στον Θεό και ήρθε ο Υιός και Λόγος του Θεού και έγινε άνθρωπος και συμφιλιώθηκε το ανθρώπινο με το θείο.
Προσέφερε στην ανθρωπότητα ως άνθρωπο, Θεόν τέλειον και άνθρωπο τέλειον ταυτόχρονα, τον Υιό και Λόγο του Θεού κι έτσι ο άνθρωπος είχε πλέον την δυνατότητα, να γίνει ένας μικρός θεός, κατά την χάρη τη δική Του. Το ξεχείλισμα της αγάπης του Θεού, ήθελε να γεμίσει ο κόσμος από μικρούς θεούς, δια της Εκκλησίας.
Και είμαστε ευλογημένοι, τόνισε, γιατί αξιωθήκαμε να γεννηθούμε μέσα στη Εκκλησία, μέσα στην αγκαλιά του Θεού, να αναγεννηθούμε δια του αγίου βαπτίσματος και του ιερού χρίσματος, να έχουμε γύρω μας την προστασία της Θεοτόκου των αγίων και όλων των αγίων αγγέλων και αρχαγγέλων, να έχουμε ως πυξίδα στη ζωή μας τον Λόγο του Θεού, να έχουμε σπίτι και να μην είμαστε ορφανοί.
Και κατέληξε:
«Η καρδιά μας χαίρεται από έναν γλυκύ πόνο, για όλους τους ανθρώπους και όλη την κτίση, γιατί αυτό σημαίνει χριστιανός. Και την ίδια στιγμή να φλέγεται από μία αγάπη προς τον Θεό και από μία πύρινη προσευχή, και να γίνεται η καρδιά του, άφλεκτος βάτος, γεμάτη φως, αγιότητα, παρουσία Θεού, όπως η καρδιά των αγίων.
Να τους μιμηθούμε, για να γίνει έτσι και η δική μας καρδιά. Και τότε, όσο βαρύς κι αν είναι ο χειμώνας που μας περιβάλλει, όσο δυνατή κι αν είναι η φτώχεια που βιώνουμε, όσο οδυνηρός και αιματηρός κι αν είναι ο κάθε πόλεμος, εμείς θα έχουμε τον παράδεισο μέσα μας.»