1. Προσευχή χωρίς εὐλάβεια
Δέν ὑπάρχει μεγαλύτερη ἁμαρτία, ἀπό τό νά προσεύχεται κανείς χωρίς φόβο Θεοῦ, χωρίςπροσοχή καί εὐλάβεια.
Ἐκεῖνος πού προσεύχεται ἤ ψάλλει ἀπρόσεκτα καί ἀσυναίσθητα, εἶναι φανερό πώς δένξέρει ποιός εἶναι ὁ Θεός. Ὁ Θεός πάλι, σάν εὔσπλαχνος, θέλει νά ἐλεήσει αὐτό τόν ἄνθρωποκαί δέν μπορεῖ. Εἶναι καλύτερα, τολμῶ νά πῶ, νά μήν προσεύχεται κανείς καθόλου, παρά νάπροσεύχεται χωρίς προσοχή.
Ἡ σωστή προσευχή εἶν᾿ ἐκείνη πού δέν γίνεται ἁπλά μέ τό στόμα, ἀλλά καί μέ τό νοῦ καίμέ τήν καρδιά. Ὅποιος λοιπόν δέν προσεύχεται ὁλοκληρωμένα, οὐσιαστικά δέν κάνειπροσευχή, καί εἶναι ὑπόλογος γι᾿ αὐτό ἀπέναντι στόν Θεό. Ἐκεῖνος πού προσεύχεται χωρίςσυμμετοχή τοῦ νοῦ καί τῆς καρδιᾶς του, κατά βάθος περιφρονεῖ τόν Θεό.
Καί πῶς θά ἐλεηθοῦμε ἀπό Ἐκεῖνον, ὅταν προσευχόμαστε μέ κενά λογια, κι ὅταν ὁ νοῦς μαςσυντυχαίνει μέ τούς δαίμονες; Πῶς νά μήν παροργίζουμε τόν Κύριο, ὅταν ἀπό τή μιάἀπευθυνόμαστε σ᾿ Ἐκεῖνον κι ἀπό τήν ἄλλη ὁ νοῦς μας συλλογίζεται πράγματα ἄσχετα,ἄτοπα ἤ καί αἰσχρά; Ἕνας τέτοιος νοῦς δέν ἀνήκει στόν Χριστό καί δέν θά παραδοθεῖ σ᾿Αὐτόν.
Πῶς ὅμως θά μπορέσουμε νά προσευχόμαστε μέ προσοχή, θεῖο φόβο, εὐλάβεια καίκατάνυξη; Πῶς θά μπορέσουμε νά προσευχόμαστε μέ τή σταθερή καί ἐνεργητική συμμετοχήτοῦ νοῦ καί τῆς καρδιᾶς μας;
Δέν θά τό κατορθώσουμε μόνοι μας. Στήν τέλεια προσευχή θά φτάσουμε, μόνο ἄνζητήσουμε ἀπό τόν ἴδιο τόν Κύριο νά μᾶς φωτίσει μέ τό Πνεῦμα Του τό Ἅγιο, γιά ν᾿ἀποκτήσουμε ἐπίγνωση τῆς ἄπειρης μεγαλωσύνης Του, νά νιώσουμε σέ ποιό φοβερό Θεόμπροστά στεκόμαστε. Καί ἀκόμα, ἄν Τόν παρακαλοῦμε θερμά ὄχι γιά μάταια καί πρόσκαιραπράγματα, ἀλλά γιά τήν κάθαρσή μας ἀπό τά πάθη καί, προπαντός, τήν ἀπόκτηση ταπεινοῦφρονήματος. Ὅποιος, ἀλήθεια, γνωρίσει τήν ἀπέραντη ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ, δέν μπορεῖ παράνά ταπεινωθεῖ βαθειά μπροστά στή μακροθυμία Του.
Εἶναι λοιπόν ἀδύνατο νά προσεύχεται τέλεια ὁ νοῦς – καί ἑπομένως ἀδύνατο νάκατανυχθεῖ καί ἡ καρδιά – ἄν δέν δεχθεῖ πρῶτα τό φωτισμό καί τήν ἐνέργεια τοῦ ἉγίουΠνεύματος, τό μυστικό φῶς τῆς θείας γνώσεως, πού δίνεται κατεξοχήν μ᾿ ἕναν τρόπο: μέ τήνἐπίμονη καί ἔμπονη ἐπίκληση τοῦ Κυρίου καί τοῦ ἐλέους Του.
Ἐκεῖνος πού ἔμαθε γράμματα καί μορφώθηκε πολύ, πῶς μπορεῖ νά διαβάσει τά βιβλίατου χωρίς φῶς; Ἔχει τά βιβλία. Ἄν ὅμως δέν ἔχει καί τό φῶς, πῶς θά τά μελετήσει; Τό ἴδιοσυμβαίνει καί μέ τήν προσευχή. Πῶς θά «μελετήσουμε» καί θά γνωρίσουμε τόν Θεό, χωρίς τόμυστικό φῶς τῆς θείας γνώσεως; Αὐτό τό φῶς δέν εἶναι παρά μιά νοητή, θεόσταλτη δύναμη,πού περικυκλώνει καί μαζεύει τό νοῦ, τόν ἐμποδίζει νά φεύγει καί νά διασκορπίζεται στάγήινα καί τόν καθηλώνει στήν πανευφρόσυνη θέα καί κοινωνία τοῦ Θεοῦ.
Ὅσο τό φῶς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος δέν φωτίζει τό νοῦ μᾶς, ἡ προσευχή μας εἶναι ἄστατηκαί ἄκαρπη. Καί ὁ νοῦς, λογιάζοντας πράγματα ἄτοπα – ἀκόμα κι αὐτά πού οἱ ἄνθρωποιθεωροῦν ἀναγκαῖα – πλανιέται, χωρίς νά συνειδητοποιεῖ πώς γίνεται σκλάβος στό νοητότύραννο, πού τόν τραβάει ἐδῶ κι ἐκεῖ, σέ μέριμνες, φροντίδες, ὑποθέσεις, προβλήματα «τοῦκόσμου τούτου».
Ἄς ἀγωνιστοῦμε λοιπόν μ᾿ ὅλες μας τίς δυνάμεις γιά νά νικήσουμε τόν «σπερμολόγο»διάβολο, πού μέ πονηρές ἐνθυμήσεις καί ἄκαιρες σκέψεις μᾶς κλέβει τόν ἀνεκτίμητοπνευματικό καρπό τῆς προσευχῆς καί κρατάει τήν ψυχή μας στό σκοτάδι. Ἄς παρακαλέσουμεθερμά τόν Κύριο, «τό φῶς τοῦ κόσμου», νά στείλει τό Ἅγιό Του Πνεῦμα καί νά διαλύσει μέ τόἄκτιστο φῶς Του τό σκοτάδι αὐτό τῆς ψυχῆς μας, πού μόνο ἔτσι θά μπορέσει νά ἑνωθεῖ μέ τόΘεό, «τόν πανταχοῦ παρόντα καί τά πάντα πληροῦντα».