Μητροπολίτου Φαναρίου Αγαθαγγέλου, Δρ. Θεολογίας, Γεν. Διευθυντοῦ Ἀποστολικῆς Διακονίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος
Ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ πανηγυρικά ἑορτάζει σήμερα τήν ἡμέρα τῆς ἐν Χριστῷ μαρτυρικῆς τελειώσεως τῆς Ἁγίας Μεγαλομάρτυρος Βαρβάρας, ὁ δέ ἱερός ἄμβωνας σέ δυσχέρεια εὑρισκόμενος, ἀπορεῖ τί ἀπό τούς ἄθλους καί τά κατορθώματα τῆς Ἁγίας θά μποροῦσε νά θαυμάσει, νά ἐξυμνήσει καί νά παρουσιάσει ὡς παράδειγμα πρός μίμησιν. Καί στήν ἀπορία εὑρίσκει τήν ἀπάντηση στή βαθειά πίστη τῆς Μάρτυρος πρός τόν Νυμφίο Χριστό, ἡ ὁποία ἐπύρωσε τήν καρδιά της, τήν ὥπλισε μέ θάρρος ὥστε νά ὑπερβεῖ τίς ἐγκόσμιες ἐπιταγές καί νά ὁμολογήσει αὐτήν ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων μέ τίμημα τό ἱερό ὑπέρ Χριστοῦ μαρτύριο.
Ἡ πίστη πρός τόν Θεό ἀποτελεῖ γιά τόν ἄνθρωπο ὑπαρξιακή ἀνάγκη, λόγῳ τῆς φαινομενικῆς ἀπουσίας τοῦ Θεοῦ ἀπό τόν κόσμο. Μέ αὐτή ὁ ἄνθρωπος ὑπερβαίνει τίς δεσμεύσεις τοῦ χώρου καί τοῦ χρόνου τοῦ μεταπτωτικοῦ κόσμου καί ἀνάγεται ἀπό τά ἐπίγεια στά οὐράνια, ἀπό τά πρόσκαιρα στά αἰώνια, ἀπό τά ρέοντα στά ἑστῶτα, ἀπό τό θάνατο στήν ὄντως ζωή. Διά τῆς πίστεως βλέπει τούς οὐρανούς νά διηγοῦνται τή δόξα τοῦ Θεοῦ, βλέπει τήν οὐσιοποιό, ζωοποιό ἀλλά καί τελεσιουργό Χάρη τοῦ Δημιουργοῦ ἐντός τοῦ κόσμου. Αὐτή ἡ πίστη μπορεῖ νά τόν προβληματίσει καί νά τόν φρονηματίσει. Ἡ δέ ἄρνηση τῆς πίστεως στόν Θεό ἀποτελεῖ παραφροσύνη, ὡς λέγει χαρακτηριστικά ὁ ψαλμωδός Δαβίδ «εἶπεν ἄφρων ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ οὐκ ἔστι Θεός» (Ψαλμ. 13,1).
Πρέπει ὅμως νά τονίσουμε ἰδιαίτερα ὅτι ἡ χριστιανική πίστη δέν ἀναλίσκεται σέ μία ἁπλή θεωρητική γνώση ὡρισμένων γενικῶν θρησκευτικῶν ἤ ἠθικῶν ἀληθειῶν, ἀλλά ἐκκινεῖται ἀπό τήν ἀποδοχή τῆς ἐν Χριστῷ φανερώσεως τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ στόν κόσμο καί ὁλοκληρώνεται στήν κατόπιν πνευματικῆς προσπάθειας προσωπική συνάντηση καί μυστηριακή ἐντός τῆς Ἐκκλησίας ἕνωση τοῦ κατ᾿ εἰκόνα καί καθ᾿ ὁμοίωσιν Θεοῦ πλασθέντος ἀνθρώπου μέ τόν Χριστό. Σέ μία συνάντηση καί ἕνωση ἡ ὁποία ἐντοπίζεται στά ἔργα, τά ἔργα τῆς πίστεως, διότι χωρίς ἔργα ἡ πίστη εἶναι νεκρά, καί τἀνάπαλιν τά ἔργα δίχως τήν πίστη εἶναι τύπος δίχως οὐσία, πομπώδεις ἐνέργειες μέ ἄλλα κίνητρα καί στόχους, συνήθως τήν προσωπική καταξίωση καί προβολή, στερημένα τῆς ἀγάπης εἰς τόν πλησίον.
Γιά νά ἐπιτευχθεῖ ὅμως κάτι τέτοιο, τό βίωμα τοῦτο πρέπει νά διακρίνεται ἀπό τήν ὑπακοή στό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Τότε ἀκριβῶς ἔχουμε τή σωτήρια σύνθεση τῆς ὑπακοῆς καί πίστεως, τήν ὁποία ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ὀνομάζει «ὑπακοήν τῆς πίστεως» (Ρωμ. 1,5), Στήν περίπτωση αὐτή ἡ πίστη μετατρέπεται σέ ἔργα σύμφωνα πρός τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ὁ ἄνθρωπος συντονίζει τό προσωπικό του θέλημα πρός τήν θεϊκή βούληση. Καί πράττει τοῦτο κατά μίμησιν τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὁ Ὁποῖος στό θεανδρικό Του πρόσωπο ἀλληλοπεριχωροῦσε τίς δύο φύσεις καί τίς δύο θελήσεις, ἀνθρώπινη καί θεϊκή, μόνο πού ἡ πρώτη συνεσχηματιζόταν ἀπόλυτα πρός τήν δεύτερη, καί διά τοῦ τρόπου τούτου ἀνώρθωσε τόν ἀνθρώπινο νοῦ καί παρέσχε τή δυνατότητα τῆς σωτηρίας στό γένος τῶν βροτῶν.
Ἡ ὑπακοή τῆς πίστεως κάνει τόν πιστό νά ξεπερνᾶ τά σχήματα τοῦ κόσμου αὐτοῦ καί νά ἐμπιστεύεται τόν ἑαυτό του στό θέλημα τοῦ Θεοῦ, ὅπως αὐτό ἐκτυλίσσεται στά ἰδιαίτερα περιστατικά τῆς προσωπικῆς του ζωῆς. Ἀσκούμενος στήν ὑπακοή τῆς πίστεως ὁ ἄνθρωπος κοπιάζει πολύ καί ἀναπαύεται πολύ, πέφτει καί ἀνίσταται, λυπᾶται καί χαίρει. Προκαλεῖ ἔτσι τήν προσοχή καί τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ καί σώζεται.
Αὐτή ἡ ἀναμμένη φλόγα τῆς πίστεως παρεκίνησε καί τήν σήμερα τιμωμένη Ἁγία Βαρβάρα, ἀλλά καί ὅλο τό περίκειμενο νέφος τῶν Μαρτύρων τῆς Ἐκκλησίας νά μή φεισθοῦν οὔτε καί αὐτῆς τῆς ζωῆς τους, γιά νά ἐμμείνουν στήν πίστη πρός τόν Θεό, ἐκφραζομένη καί διά τῆς μαρτυρικῆς ὁμολογίας ἔμπροσθεν τῶν ἀπιστούντων καί χλευαζόντων αὐτούς συνανθρώπων τους. Καί ἐνῶ στά μάτια τῶν ἀφρόνων ἔδωσαν τήν ἐντύπωση ὅτι ἐκακοποιήθησαν, συνετρίβησαν, ἐνικήθησαν καί ἀπέθαναν, ἡ πραγματικότητα ἦταν ἐντελῶς διαφορετική: αὐτοί ἐνίκησαν τόν κόσμον καί τόν ὑπερέβησαν. Μετασχόντες τοῦ Πάθους ἐγεύθησαν καί τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου, ἐνίκησαν μέ τό θάνατό τους τό θάνατο, καί εὑρέθησαν μέ εἰρήνη πλησίον τοῦ Θεοῦ.
Δυστυχῶς ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος, ὁ γαλουχημένος μέ τίς ἀρχές τῆς λογικῆς διανοήσεως, δίδει μεγαλύτερη σημασία στήν κτιστή ἀνθρώπινη λογική παρά στήν πίστη πρός τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ἐγκλεισμένος στό κέλυφος τοῦ ἐγωϊσμοῦ ἐμπιστεύεται μόνο τόν ἑαυτό του, τήν προσωπική του κρίση, καί ἀγνοώντας τόν Θεό ἐκδιώκει τόν Χριστό ἀπό τήν προσωπική του ζωή.
Καί ἐνῶ ὁ ἄνθρωπος ἀναμφίβολα ἐπιτυγχάνει μία ἁλματώδη ἐπιστημονική καί τεχνολογική ἀνάπτυξη, ἡ ὁποία διευκολύνει τήν καθημερινότητά του, βιώνει ὅλο καί βαθύτερα τίς συνέπειες τῶν προβλημάτων του, κοινωνικῶν, ψυχολογικῶν, ὑγείας, φυσικοῦ περιβάλλοντος καί ἄλλων τά ὁποῖα θέτουν σέ κίνδυνο ἀκόμη καί τήν ὕπαρξή του ἐπί τῆς γῆς. Ἐνῶ αὐξάνει τίς γνώσεις καί ἱκανότητές του διαπιστώνει ὁλοένα τό μέγεθος τῆς ἀγνωσίας καί τῆς ἀδυναμίας του νά ἀπαντήσει, ὄχι μόνον στά διαχρονικά ὑπαρξιακά ἐρωτήματά του ἀλλά καί σέ αὐτά τῆς ἑρμηνείας τοῦ φυσικοῦ κόσμου, καταλήγοντας σέ ἀδιέξοδο στό ὁποῖο ἐγκλωβίζεται. Καί νομίζει ὅτι εὐτυχεῖ, ἐνῶ δυστυχεῖ. Πλανώμενος, ζεῖ ἀφ᾿ ἑνός μέν τή νομιμοποίηση τῆς ἁμαρτίας καί τῆς διαστροφῆς ἀφ᾿ ἑτέρου δέ τήν ἐνοχοποίηση τῆς ἀρετῆς καί τοῦ ἀγαθοῦ. Νομίζει ὅτι νικᾶ τόν κόσμο καί χαίρει, νικᾶται στήν πραγματικότητα ὑπ᾿ αὐτοῦ, καί δυστυχεῖ. Βιώνει ἔτσι σέ ὅλο της τό μεγαλεῖο τήν ἐσωτερική καί ἐξωτερική διάσπασή του, ἡ ὁποία ἐπῆλθε ἀπό τήν ἀλλοτροίωσή του ἀπό τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ἐν τέλει δέ ὑποτάσσεται στήν κοινή τῶν θνητῶν μοῖρα, τήν ὁποία οὐδεμία κτιστή δύναμη μπορεῖ νά ὑπερφαλαγγίσει, τό θάνατο, ὄχι μόνο τόν σωματικό ἀλλά καί τόν πνευματικό, λόγῳ τοῦ ἐκ τοῦ κόσμου τούτου φρονήματός του.
Ἀδελφοί μου,
Οἱ Χριστιανοί, οἱ βιοῦντες τήν ὑπακοή τῆς πίστεως, ἀντιμετωπίζουν τίς προαναφερθεῖσες ἀδυναμίες τοῦ περιβάλλοντός τους καί τίς θλίψεις ὡς πνευματικά γυμνάσματα καί ἀθλήματα, δέχονται τά ἐπί μέρους περιστατικά τῆς ζωῆς τους ὡς φανερώσεις τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ γι᾿ αὐτούς καί προσπαθοῦν ἐν μέσῳ αὐτῶν νά καταβάλουν τόν ἰδικό τους ἀγῶνα ἀπό τήν ἔπαλξη στήν ὁποία ἐτάχθησαν. Ζοῦν τήν ὑπακοή τῆς πίστεως καί δέν ὑποχωροῦν στίς προκλήσεις τοῦ κόσμου οὔτε καί ἀφομοιώνονται ἀπό αὐτόν. Εὑρισκόμενοι ἐντός τῆς νοητῆς Κιβωτοῦ τῆς Ἐκκλησίας, κοινωνοῦν μυστηριακῶς μετά τοῦ Χριστοῦ, ἀξιολογοῦν ὀρθά τό καλό καί ἀγαθό καί μέ σωφροσύνη θέτουν τίς πνευματικές προτεραιότητες γιά τόν πρόσκαιρο τοῦτο βίο.
Εὐχόμεθα καί προσευχόμεθα, ὅπως τό ἀγωνιστικό τοῦτο φρόνημα τῆς Ἁγίας Βαρβάρας τῆς ἀθληφόρου ἀποτελεῖ γιά ὅλους ἐμᾶς παράδειγμα πρός μίμησιν, ὥστε νά ἐπιτελοῦμε ἄχρι τέλους τόν «προκείμενον ἡμῖν ἀγῶνα», διότι «…ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν βιάζεται, καί βιασταί ἁρπάζουσιν αὐτήν» (Ματθ. ια´ 12), τῆς ὁποίας Βασιλείας εἴθε, διά πρεσβειῶν τῆς ἑορταζούσης σήμερα Νύμφης του Χριστοῦ Βαρβάρας, νά τύχωμε ὅλοι .
ΑΜΗΝ!