Δεν υπάρχει άνθρωπος σ’ αυτόν τον τόπο, πού να μην παραδέχεται ότι η Παιδεία μας είναι ο μεγάλος ασθενής της Πατρίδος. Επί δεκαετίες τα προβλήματα της Παιδείας μας συνωθούνται, διευρύνονται και διογκώνονται, παρά τις προσπάθειες πού λέγεται ότι καταβάλλονται για την επίλυση των. Βασική μέριμνα των εκάστοτε κυβερνώντων είναι η εξασφάλιση οικονομικών κονδυλίων, μια και η αρχή της οικονομίας δεσπόζει στην περί Παιδείας αντίληψη, και τούτο όχι βέβαια προς όλες τις κατευθύνσεις. Κτίζονται μεν νέες αίθουσες και γίνονται δειλά βήματα προς τον εκσυγχρονισμό της υποδομής της εκπαίδευσης, όμως οι αποδοχές των εκπαιδευτικών είναι καθηλωμένες σε επίπεδα, πού αν μη τι άλλο δείχνουν πόσον ολίγον εκτιμάται ο ρόλος των για την επιβίωση του έθνους. Διότι μόνο μία Παιδεία συγκροτημένη μπορεί να αντιμετωπίσει τα φλέγοντα και πολυσύνθετα προβλήματα της εποχής μας, ιδίως τώρα πού είμεθα όλοι μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Έχω την εντύπωση ότι για την αντιμετώπιση των προβλημάτων της Παιδείας μας λείπει ο κοινός νους. Μας απασχολούν τα συμπτώματα ενός νοσούντος οργανισμού και δεν ασχολούμεθα με την πάθηση καθ’ εαυτή. Με τον άρρωστο ασχολούνται συνήθως οι θεωρούμενοι “ειδικοί”. Όμως ίσως θα έπρεπε να ακουσθούν και κάποιοι τρίτοι, έξω δηλαδή από την εκπαίδευση, πού δεν έχουν υποστεί τη διάβρωση του “μιθριδατισμού”, και διαθέτουν τη δυνατότητα να βλέπουν με καθαρό μάτι τα συμβαίνοντα μέσα σ’ αυτήν: “Ο κοινός νους βεβαιώνει πώς δεν λείπουν απλώς αίθουσες διδασκαλίας ή διδακτικό προσωπικό, τα οποία θα λείπουν και θα συμπληρώνονται αενάως. Λείπει κάτι κρισιμότερο: ο μαθητής δεν καταλαβαίνει για ποιο λόγο είναι μαθητής (το “καταλαβαίνει” ολέθρια στο ινστιτούτο ξένων γλωσσών και στο φροντιστήριο), ο δάσκαλος για ποιο λόγο είναι δάσκαλος, η πολιτεία τι θέλει απ’ το σχολείο, ο γονιός τι θέλει από τον εαυτό του, το κράτος, το παιδί του και τον δάσκαλο. Δεν πρόκειται για κάποια επιγενόμενη κρίση αξιών, πρόκειται περί κρίσεως του νοήματος, όχι δηλαδή τι αξίζει και τι όχι, αλλά τι σημαίνει και πού αποσκοπεί τούτο ή εκείνο” (Στέλιου Ράμφου : Αγωνία και ελπίδα για την παιδεία μας, στον “Οικονομικό Ταχυδρόμο” 12. 11. 1992).
Ονόμασα την ομιλία αυτή “Οι δέκα φαραωνικές πληγές της ελληνικής μας Παιδείας”, θέλοντας να προσεγγίσω το πρόβλημα της με διάθεση ευλαβική απέναντι στο θεσμό της Παιδείας μας, μα και με πρόθεση να υπομνήσω τις πικρές για όλους μας συνέπειες της απορύθμισης πού κυριαρχεί στο χώρο της, προσδοκώντας κάποιο όφελος, που ασφαλώς θα προέλθει, αν όλοι μας δούμε τα δεινά της κάτω από το πρίσμα της ανίερης και άσεβους προς τον εθνικό μας θεσμό συμπεριφοράς μικρών και μεγάλων. Και προσδοκώ πώς τα ερεθίσματα από τις επισημάνσεις πού ακολουθούν θα προκαλέσουν τις θετικές αντιδράσεις πού θα οδηγήσουν στη συνειδητοποίηση των αίτίων της κακοδαιμονίας. Ζητώ δε εκ των προτέρων την κατανόηση σας για όσα θα ακολουθήσουν, και τα οποία λέγονται μόνον από αγαθή διάθεση και από πολλή αγάπη προς όλους τους παράγοντες της εκπαίδευσης.
Είναι γνωστές οι δέκα πληγές του Φαραώ. Εδόθησαν από τον Θεό σταδιακά, με σκοπό την αφύπνιση της συνειδήσεως του μεγάλου Φαραώ, ώστε να εξαναγκασθεί να υποταχθεί στο θέλημα του Θεού. Κατά μία αναλογία θα έλεγα πώς και οι “δέκα πληγές της Παιδείας μας” πού θα περιγραφούν στη συνέχεια, είναι σημεία πού μας δίνει η ασύνετη και άφρων τακτική πού έχει ακολουθηθεί στα θέματα της Παιδείας, ώστε, να εξαναγκασθούμε επί τέλους να δούμε κατάματα την πικρή αλήθεια και να λάβουμε θέση.
1. Θα ονομάτιζα ως πρώτη πληγή την έλλειψη εθνικής εκπαιδευτικής στρατηγικής. Η έλλειψη αυτή συνοδεύεται και από την απουσία σαφούς σκοποθεσίας στην Παιδεία μας, εν όψει μάλιστα του 21ου αιώνος. Με άλλα λόγια η Πολιτεία μας δεν έχει κατασταλάξει ποιον τύπο ανθρώπου ζητεί να διαμορφώσει η Παιδεία μας, και γι’ αυτό δεν έχει κατορθώσει να δώσει ένα σωστό προσανατολισμό στην όλη δομή της εκπαίδευσης. Και ναι μεν λέγεται από κάθε κατεύθυνση ότι από την εκπαίδευση πού θα επιλέξουμε θα εξαρτηθεί η ελληνική πνευματική οντότητα, αλλά με το δικό μας πρόσωπο, τις ιδιαιτερότητες μας και την ουσία της ατομικής και συλλογικής μας ύπαρξης.
Σήμερα σε όλες τις χώρες της Ευρώπης παρατηρείται μία έντονη κινητικότητα και προβληματική γύρω από τα θέματα της αγωγής των νέων, ώστε η μορφή της Παιδείας σε κάθε χώρα να συντελεί αφ’ ενός μεν στη συναδέλφωση όλων των λαών, αφ’ έτέρου δε στην ενδυνάμωση των εθνικών χαρακτηριστικών της κάθε πολιτιστικής κοινότητος για να μην εξαλειφθούν οι ιδεολογικές, πνευματικές και πολιτιστικές ιδιαιτερότητες του κάθε λαού. Στην πατρίδα μας έχουμε κάνει λάθος επιλογές στα σημεία αυτά. Θυσιάζουμε πρόχειρα και αβασάνιστα στο βωμό του εξευρωπαϊσμού μας τη δική μας παράδοση, τα στοιχεία της οποίας χλευάζουμε αν δεν τα αγνοούμε, με συνέπεια να πριονίζουμε ουσιαστικά το κλαδί πάνω στο οποίο καθόμαστε. Ξεκινήσαμε κάποτε να διαμορφώσουμε τον άνθρωπο της λογοκρατούμενης επιστήμης για να περάσουμε στον άνθρωπο τον ελληνοχριστιανικών ιδανικών, για να πάμε αργότερα στον άνθρωπο της δημοκρατίας και τώρα στον ευρωπαίο άνθρωπο, με την έννοια του “κοσμοπολίτη”. Διερωτώμαι πότε θα αποφασίσουμε ότι η Παιδεία μας πρέπει να προετοιμάζει τον άνθρωπο Έλληνα, πού θα αγαπά την πατρίδα του, θα σέβεται τον Θεό των πατέρων του και θα τιμά τις πνευματικές και πολιτιστικές άξίες του τόπου. Αυτό μου θυμίζει τη γνωστή ρήση του Μακρυγιάννη, πού επέκρινε τους συγχρόνους του πού ήταν άλλοι ρωσόφιλοι, άλλοι γαλλόφιλοι και άλλοι αγγλόφιλοι, για να διατυπώσει το ερώτημα: “Τελικά ποίοι έμειναν για να είναι ελληνόφιλοι;”. Αλλά σήμερα η Παιδεία μας μεταβλήθηκε σε μηχανική διαδικασία. Έτσι κατασκευάζει “ανθρωπάρια”, δεν δημιουργεί ανθρώπους. Ασχολείται με τη μηχανική μίμηση και απομνημόνευση και αγνοεί τη δημιουργικότητα (Βλ. Γ. Μποζώνη: Προλεγόμενα στο νόημα της Παιδείας, στο περιοδικό “Κοινωνικές Τομές” Ιαν. 1991). Ο άγιος πατρο – Κοσμάς έβλεπε την Παιδεία “προσφέρουσαν ήθος και γνώση. “Διατί -έλεγε- άγιοι ιερείς και τίμιοι προεστώτες δε ερμηνεύετε τα ευλογημένα μας αδέλφια να στερεώνωσι και να βάνωσι εις κάθε χωρίον σχολείον, να μανθάνουν τα παιδιά γράμματα, να γνωρίζουν το καλόν και το κακόν;”. Δηλαδή ήθελε την Παιδεία διαπλαστική του ήθους και του πνεύματος. Και τα δύο μαζί συνθέτουν την αληθινή σκοποθεσία της ελληνικής μας Παιδείας.
Συνακόλουθο το σύμπτωμα της γενικότερης έλλειψης εκπαιδευτικής στρατηγικής είναι η απουσία ουσιαστικού και μόνιμου εκπαιδευτικού συστήματος, βάσει του οποίου δάσκαλοι και μαθητές θα μπορούν να οδηγηθούν στην κατάκτηση της γνώσεως μετ’ επιστήμης. Τα εκπαιδευτικά μας συστήματα μεταβάλλονται διαρκώς. Κάθε κυβέρνηση φιλοδοξεί να καταργήσει το σύστημα της προηγουμένης κι εδώ ισχύει ότι “στου κασίδη το κεφάλι μαθαίνουν να κουρεύουν όλοι”. Όχι μόνο δεν είναι μόνιμο ένα εκπαιδευτικό σύστημα, αλλά και οι μεταβολές που γίνονται το καθιστούν ενίοτε χειρότερο του προηγουμένου. Κανείς τελικά δεν είναι σε θέση να γνωρίζει πώς πρέπει να ενεργήσει. Παράλληλα και το σύστημα εισαγωγής στις Ανώτατες Σχολές πάσχει, διότι δεν στηρίζεται πάνω στην εκτίμηση της κρίσεως του μαθητή, αλλά στη μηχανική απομνημόνευση της ύλης από μέρους του, χωρίς τελική αφομοίωση της.
2. Η δεύτερη πληγή είναι η υποκατάσταση του Δασκάλου από τους διδάσκοντες. Στα παλαιότερα χρόνια είχαμε αληθινούς δασκάλους, που, με γλίσχρα μέσα και μισθούς πείνας, ήταν προσηλωμένοι στο χρέος των, που εξελάμβαναν την αποστολή των ως λειτούργημα ιερό, που έβλεπαν το σχολείο σαν έναν άλλο ναό, όπου αυτοί ιερουργούσαν το μυστήριο της μύησης στους μυστικούς κόσμους της γνώσης και της διάπλασης των χαρακτήρων. Τώρα έμειναν πολύ λίγοι αληθινοί Δάσκαλοι, όπως τα “ουσιώδη εν ανεπαρκεία” και επλεόνασαν οι επαγγελματίες, οι συνδικαλιστές και οι πολιτικολογούντες. Αυτό είναι το σύμπτωμα ενός νοσηρού και νοσούντος εκπαιδευτικού συστήματος, το οποίο παράγει και αναπαράγει δημοσίους υπαλλήλους ασκούντας το διδακτικό επάγγελμα άσχετο προς κάθε έννοια λειτουργήματος. “Καταστρέψαμε τον δάσκαλο ως θεμέλιο και ψυχή του σχολείου, για να τον μεταβάλουμε σε συνδικαλιστή και φροντιστή, σε πρότυπο ιδιοτέλειας και αδιαφορίας, που ξέει απλώς να έχει διεκδικήσεις και να πολιτικολογεί. Ακόμη δεν καταλαβαίνουμε πως καλό είναι το σχολείο με τους αφοσιωμένους δασκάλους και όχι με τον άριστο κτιριακό κι εποπτικό εξοπλισμό” (Στ. Ράμφου, ένθ. ανωτ.).
Κι ας μη βαυκαλιζόμεθα με την σκέψη ότι αρκεί ο εκπαιδευτικός να διαθέτει μεράκι για το έργο του και μπορεί να κατορθώσει μέσα στην τάξη τα πάντα. Αυτό οδηγεί στο χειρότερο είδος ερασιτεχνισμού. Ο δάσκαλος οφείλει να είναι άριστα κατηρτισμένος, τόσο επιστημονικά όσο και εκπαιδευτικά. Αλλά η Ελλάδα είναι η μόνη χώρα της Ευρώπης, στην οποία οι καθηγητές της Μέσης Εκπαίδευσης εισέρχονται στα σχολεία και αναλαμβάνουν τη διδασκαλία των μαθημάτων της ειδικότητος των, χωρίς ουδεμία παιδαγωγική προετοιμασία, αλλά και σε πολλές περιπτώσεις με ανεπαρκέστατη γνώση του ειδικού αντικειμένου που καλούνται να διδάξουν. Για παράδειγμα αναφέρω ότι κάτω από την ευρεία ειδικότητα του φιλολόγου καλύπτονται πανεπιστημιακοί πτυχιούχοι, οι οποίοι δεν έχουν καμία σχέση με την φιλολογία. Πτυχιούχοι τμημάτων αρχαιολογίας, ιστορίας, φιλοσοφίας, ψυχολογίας, που δεν έχουν διδαχθεί την αρχαία ή τη νέα ελληνική φιλολογία, αναλαμβάνουν, χωρίς κανένα επιστημονικό εφόδιο, τη διδασκαλία της ελληνικής γλώσσης. Κι όμως αυτό το τραγελαφικό φαινόμενο θεωρείται από όλους φυσικό! Όταν λέγω ότι “χάσαμε τον δάσκαλο” δεν εννοώ ασφαλώς ότι ξέπεσαν όλοι εκπαιδευτικοί, αλλά τόσοι πολλοί, ώστε να διαμορφώνουν το σημερινό βαρύ κλίμα και να καθιστούν κάθε ανορθωτική προσπάθεια ανέφικτη.
Ακόμη, ο άπαξ διορισθείς σε θέση εκπαιδευτικού, χωρίς κανένα άλλο προσόν πέραν του πτυχίου του, ουδεμία υφίσταται αξιολόγηση της προσφοράς του κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας του. Τούτο έχει ως αποτέλεσμα οι μεν κακοί εκπαιδευτικοί να ενθαρρύνονται να παραμένουν στην κατάστασή των, οι δε καλοί να απογοητεύονται και να χάνουν την όρεξη των για προσφορά, μια και όλοι, ικανοί και ανίκανοι, κατάλληλοι και ακατάλληλοι, προχωρούν κανονικά και ανεμπόδιστα στο δρόμο τους. Το αξιοπερίεργο είναι ότι η πρώτη δειλή απόπειρα του Υπουργείου να επιβάλει την αξιολόγηση συνάντησε την αντίδραση των συνδικαλιστικών φορέων των εκπαιδευτικών, που έτσι δείχνουν να μη θέλουν την ποιοτική βελτίωσή των.
Στο σημείο αυτό θα ήθελα να βυθίσω βαθύτερα το μαχαίρι στην πληγή. Χάσαμε σήμερα το δάσκαλο, και με την έννοια ότι σπανίζουν πλέον εκείνοι μεταξύ των που έχουν ιδεώδη στα οποία πιστεύουν, πού μπορούν να προβάλουν το παράδειγμά των προς μίμηση, που έχουν τη δυνατότητα να μορφώνουν συνειδήσεις. Υπάρχουν πολλοί εκπαιδευτικοί σήμερα που κρημνίζουν συνειδήσεις, που αρνούνται πεισματικά να παραδεχθούν την ιδεολογική τους αστοχία, που συνεχίζουν να εκπροσωπούν και να προβάλουν ξεπερασμένα μοντέλα ζωής, και ταυτόχρονα αρνούνται πεισματικά να αξιολογήσουν την πνευματική δύναμη και προσφορά της πίστεως, της ψυχικής καλλιέργειας, της ελληνορθόδοξης παράδοσης. Οι εκπαιδευτικοί αυτοί μετατρέπουν πολύ συχνά τις τάξεις των σε βήματα προβολής των προσωπικών των βιωμάτων, έστω κι αν αυτά έρχονται σε αντίθεση με τις διακηρυγμένες επίσημα ιδεολογικές αρχές και κατευθύνσεις που διέπουν την Παιδεία μας. Καταχρώμενοι δηλαδή της εμπιστοσύνης με την οποία τους περιέβαλε το έθνος, επιδιώκουν να συντελέσουν στον κρημνισμό των πνευματικών μας ερεισμάτων, μεταδίδοντες απλώς την πτωχεία των στους μαθητές των. Και το αποτέλεσμα είναι σ’ αυτούς αποκαρδιωτικό. Τα παιδιά τους προσπερνούν γιατί κατ’ αντίθεσιν προς τους υπόλοιπους εργαζόμενους που δίνουν ό,τι έχουν, οι δάσκαλοι δίνουν ό,τι είναι. Παλαιοτέρα χάρη στους δασκάλους η Παιδεία, χωρίς επαρκή κτίρια, υπήρχε. Σήμερα παραμένουν τα κτίρια, πλην η Παιδεία καταρρέει σαν να έχει δεχθεί βόμβα νετρονίου.
Αν είχαμε το δάσκαλο, το σχολείο θα ζούσε, Τώρα έχουμε τις καταλήψεις και πρέπει να τις κατανοήσουμε σαν κραυγή απόγνωσης των παιδιών για το χαμένο δάσκαλο.
3. Την κομματικοποίηση της εκπαίδευσης με τη συνακόλουθη αναξιοκρατία, θεωρώ ως τρίτη πληγή της Παιδείας μας. Ο χώρος της Παιδείας είναι ιερός και θα έπρεπε να βρίσκεται μακριά από κομματικές επιρροές και επιλογές. Η ανάγκη μιας υπερκομματικής πολιτικής στην Παιδεία φαίνεται ανέφικτη, επειδή το σχολείο είναι ένας λεπτός τομέας στον οποίο χειρισμοί με ιδιοτέλεια, δυναμιτίζουν την αξιοκρατία και απωθούν στο περιθώριο συνήθως τους αξίους, ενώ προβάλλουν τις μετριότητες, αρκεί που αυτές οι μετριότητες διαθέτουν κομματική ταυτότητα και πιστότητα. Στη διαδικασία αυτή, οι κομματικοί εγκάθετοι αναλαμβάνουν συνήθως διοικητικά καθήκοντα και δικαιοδοσίες που ξεπερνούν τις ικανότητες των ή που απαιτούν διαμορφωμένες μέσα από πολυχρόνια δοκιμασία προσωπικότητες, που θα μπορούν να επιβληθούν όχι με την απειλή της συγκεκαλυμμένης βίας, αλλά με την βαρύτητα της πνευματικής τους άξίας. Όταν επιπλέουν οι ανάξιοι, που το μόνο προσόν που έχουν να επιδείξουν είναι η νομιμοφροσύνη τους απέναντι στις πελατειακές σχέσεις των κομμάτων, ουδείς διανοείται να σεβασθεί και πολύ περισσότερο να θυσιάσει τίποτε. Και τούτο, διότι σεβασμός και κόπος προϋποθέτουν ιεραρχία και ιεραρχία χωρίς τα ζωντανά της πρότυπα δεν γίνεται, όπως δεν γίνεται πρωταθλητισμός χωρίς επιλογή των αρίστων.
Η κομματικοποίηση έχει επεκταθεί και σε άλλους χώρους της εκπαίδευσης, όπως είναι ο συνδικαλισμός εκπαιδευτικών και μαθητών. Οι συνδικαλιστές των εκπαιδευτικών δεν μπορούν να συνεννοηθούν ούτε στα καθαυτά εκπαιδευτικά ζητήματα, οι διεκδικήσεις των είναι συνήθως και κατά βάσιν οικονομικές, χωρίς να λείπουν βέβαια και μερικές καθαρά εκπαιδευτικές, ενώ ή πολιτικοποίηση των μαθητών, διαχωρίζει τα παιδιά ανάλογα με την κομματική τους τοποθέτηση, διχάζοντας ουσιαστικά τους νέους και οδηγώντας τους ήδη από την τρυφερή τους ηλικία σε κομματικές αντιπαραθέσεις, που δεν είναι μόνο στείρες άλλά και επικίνδυνες για την πρόοδο των. Το όραμα της πολιτικοποίησης των νέων μας δεν μπόρεσε να διαφύγει τον πειρασμό της διολίσθησής των στον κομματισμό, που παρασύρει κάθε έννοια ορθής και υπεύθυνης πολιτικής τοποθέτησης των νέων εμπρός στα μεγάλα προβλήματα του τόπου.
4. Η διατάραξη των σχέσεων δασκάλου και μαθητή είναι και αυτή πληγή της εκπαίδευσης. Σε μια σχετικά πρόσφατη έρευνα στο θέμα αυτό το 28 % των ερωτηθέντων νέων απήντησαν ότι οι σχέσεις των με τους καθηγητές των είναι καλές. Το 41,4 % των μαθητών απήντησε ότι έχει μαζί τους φυσιολογικά προβλήματα, ενώ ένα άλλο 28,3% εντόπισε μεγάλα προβλήματα. Δηλαδή συνολικά ένα 69,7% των μαθητών δηλώνουν ότι δεν έχουν καλές σχέσεις με τους καθηγητές των. Στην ίδια έρευνα (“Το Βήμα”, 24.10.92) το 36 % των μαθητών κατηγορούν τους καθηγητές των για έλλειψη διάλογου μαζί των, ενώ ένα 26,5 % τους χρεώνει ευθέως αδιαφορία. Στο χάσμα των γενεών αποδίδει ένα 17,3 % των μαθητών την έλλειψη επικοινωνίας με τον καθηγητή, ενώ μόνο το 11,3 % των ερωτηθέντων αποδίδει το φαινόμενο στην έλλειψη σεβασμού προς τους καθηγητές. Τα αποτελέσματα της δημοσκόπησης είναι εύγλωττα. Δεν υπάρχει πια σε ικανοποιητικό βαθμό η παλιά στενή προσωπική σχέση ανάμεσα σε μαθητή και καθηγητή, η οποία στηριζόταν στην εμπιστοσύνη, στην αναγνώριση της άξίας του καθηγητού, στο σεβασμό και την αναγνώριση του εκπαιδευτικού του έργου, στην πατρική του φροντίδα για τα προβλήματα του μαθητή. Επαινετές εξαιρέσεις, απλώς επιβεβαιώνουν τον κανόνα.
5. Η διαλελυμένη οικογένεια κρύβεται πίσω από μια σειρά προβλημάτων των παιδιών, που αναμεταδίδει την κρίση μέσα στην εκπαίδευση. Πολλά παιδιά σήμερα προέρχονται είτε από διαλελυμένα σπίτια είτε από κλονιζόμενες οικογένειες, με αποτέλεσμα τα παιδιά αυτά να κουβαλούν μαζί τους στο σχολείο τα οικογενειακά, συναισθηματικά και ψυχολογικά τους προβλήματα, που καθιστούν την ίδια πλέον την εκπαίδευση προβληματική. Πολλοί εκπαιδευτικοί διαπιστώνουν καθημερινά τις συνέπειες της κατάστασης αυτής, που βραχυκυκλώνει και το δικό τους έργο. Η συνεργασία του σπιτιού με το σχολείο θεωρείται και σήμερα αναπόσπαστο τμήμα της αναμενόμενης επιτυχίας του παιδευτικού συστήματος. Αλλά πολλάκις οι ίδιοι οι γονείς στέκονται εμπόδιο στην πρόοδο των παιδιών τους καθώς είτε είναι παντελώς αδιάφοροι, είτε επεμβαίνουν άκαιρα και προκλητικά στο παιδευτικό έργο των καθηγητών, είτε αδυνατούν να αντιληφθούν το ρόλο τους και να συμβάλουν στην ορθή διαπαιδαγώγηση των παιδιών τους, που κατά τρόπον αντιδεοντολογικό και αντιπαιδαγωγικό τα δικαιώνουν και στις πιο παράλογες αξιώσεις των, με αποτέλεσμα τα παιδιά να έχουν μετατραπεί σε μικρούς τυράννους του σχολείου και του συστήματος. Αναλογίζομαι τι είδους γονείς μπορεί να λογίζονται αυτοί που έρχονται στο σχολείο για να υπερασπισθούν τα δικαιώματα των παιδιών τους, χωρίς να έχουν προηγουμένως ακούσει και εκτιμήσει τους λόγους, ένεκα των οποίων ένας καθηγητής ή δάσκαλος έλαβε κάποιο δυσμενές μέτρο σε βάρος των. Τα παιδιά που ξεκινούν από τη βάση της μόνιμης δικαίωσής των από τους γονείς των, δεν θα αργήσουν να γίνουν σιγά – σιγά άτομα ασύδοτα και εγωκεντρικά.
Σε τελική ανάλυση το πρόβλημα που αναδύεται είναι αν η κοινωνία μας αγκαλιάζει, αναγνωρίζει και επιβραβεύει το πρότυπο του δασκάλου – λειτουργού και όχι το πρότυπο του δασκάλου – μαθητοπατέρα. Φοβούμαι ότι, όπως και ο Καθηγητής Γ. Μπαμπινιώτης παραδέχεται, η σύγχρονη κοινωνία στην Ελλάδα “αποθαρρύνει, απογοητεύει, απομακρύνει κι όσους ακόμη ξεκινούν με ανάλογες φιλοδοξίες και ιδανικά. Μία κοινωνία που απoστρέφεται αλλεργικά ή υποτιμά τις αξίες, που “μετεξελίσσεται” σε κοινωνία τζόγου και λοταρίας, όπου ο κλήρος, η τύχη, η σύμπτωση, ο οπορτουνισμός κι όχι ο μόχθος, η αξία, ο αγώνας, η εργασία είναι που επιβραβεύονται, μια τέτοια κοινωνία είναι φυσικό να μην ευνοεί το πρότυπο του δασκάλου – λειτουργού που τείνει να αποτελεί “εκπαιδευτικό δονκιχωτισμό”” (Γ. Μπαμπινιώτη: Από Δάσκαλοι διδάσκοντες, Στο “Βήμα” 1993).
6. Η αδυναμία ή η αδιαφορία σύνδεσης των μαθητών με τα στοιχεία της εθνικής, θρησκευτικής και πολιτισμικής μας παράδοσης συνιστά μιαν άλλη πληγή του συστήματος. Από της εποχής του Πλάτωνος η Παιδεία εκαλείτο να διαπλάσει χαρακτήρες και να μην περιορισθεί απλώς στη μετάδοση ξηρών γνώσεων. Ωστόσο σήμερα οι ξηρές αυτές γνώσεις, με μια αντιπαιδαγωγική μάλιστα μέθοδο, την της αποστήθισης, (που την επιβεβαιώνει η άνθηση της “παραπαιδείας”) συνιστούν τη μοναδική, ως φαίνεται, αποστολή της Παιδείας μας. Γι’ αυτό και τα καθαρώς ανθρωποπλαστικά στοιχεία της έχουν παραμερισθεί. Έπρεπε να αναφανεί το Μακεδονικό για να αρχίσει να γίνεται λόγος στα σχολεία για την έννοια της Πατρίδος. Και έπρεπε να συμβούν τα εγκλήματα των σατανιστών για να κινηθούν τα γρανάζια της δυσκίνητης εκπαιδευτικής ιεραρχίας προς τονισμό των Θρησκευτικών άξιών της Ορθοδοξίας. Γιατί ποιες εθνικές και θρησκευτικές άξίες τονίζονται στο σχολείο; Αντιθέτως “χέρια ελληνικά, οπλισμένα με όπλα ξένα, βάρβαρα και εχθρικά, πλήγωσαν θανάσιμα τις αστείρευτες πηγές της Ελληνικότητας μας. Πολέμησαν και πολεμούν, μέσα από τα κανάλια της οργανωμένης Ελληνικής Εκπαιδεύσεως, την κλασσική μας παράδοση και το ορθόδοξο χριστιανικό πνεύμα του τόπου μας” (Γ. Κρασσανάκη: Η σημερινή κατάσταση της Ελληνικής Παιδείας, Στο περιοδικό “Ελληνικός Αστήρ” Νοέμ. – Δεκ. 1991 σ.283).
Και όλα αυτά συμβαίνουν σήμερα ιδίως, που νέες πραγματικότητες έχουν εμφανισθεί στον ορίζοντα με την Ευρωπαϊκή Ένωση και με την ανάγκη να διαφυλάξουμε ως έθνος τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά μας, που θα αποτρέψουν την κατάλυση και την αφομοίωσή μας. Σήμερα η Ευρώπη υπαγορεύει στις χώρες – μέλη της τους στόχους της εκπαίδευσης. Και κύριος και βασικός στόχος είναι ή δημιουργία, δια της παρεχομένης εκπαίδευσης, του νέου ευρωπαίου άνθρώπου, που έχει τη συνείδηση ότι ανήκει στη μεγάλη οικογένεια της γηραιάς μας ηπείρου. Δεύτερη θέση δίδεται στη τεχνολογία και την επιστήμη και τρίτη και τελευταία στις εθνικές, παραδοσιακές ιδιαιτερότητες κάθε λαού. Ο καθηγητής Γ. Μπαμπανιώτης παρατηρεί σχετικά: “Με λίγα λόγια η Παιδεία μας καθώς και η Παιδεία των άλλων ευρωπαϊκών χωρών πρέπει να διαχύσει σε όλα τα γνωστικά αντικείμενα και στο πεδίο της αγωγής των αυριανών Ευρωπαίων πολιτών τη λεγόμενη “ευρωπαϊκή διάσταση“. Πρέπει επίσης να διευκολύνει και να αξιοποιήσει μεταξύ των λαών της Ευρώπης τη διακίνηση των ιδεών, των προβληματισμών και των εμπειριών κάθε χώρας στην παιδεία και τον πολιτισμό, ώστε ό,τι ονομάζεται Ενωμένη Ευρώπη να πραγματωθεί βαθμηδόν στο πιο απαιτητικό και ουσιαστικό επίπεδο, το επίπεδο της Παιδείας και το συνειδησιακό επίπεδο. Και όλα αυτά -συνεχίζει ο καθηγητής- χωρίς η Παιδεία να αποβεί εις βάρος της προσδιοριστικής για κάθε χώρα διάστασης: της εθνικής Παιδείας και της καλλιέργειας εθνικής συνείδησης… Η καλλιέργεια της γλώσσας, της παράδοσης, της θρησκείας, των δεσμών που συνέχουν συγχρονικά και διαχρονικά ένα έθνος, ο υγιής εθνισμός, με μια λέξη, όχι μόνο δεν συνιστά αντίρρηση στο θεσμό της Ενωμένης Ευρώπης, αλλά αποτελεί προϋπόθεση υπάρξεως του. Η υπέρβαση του εθνισμού κάθε χώρας – μέλους χάριν μιας Ενωμένης Ευρώπης δεν σημαίνει και κατάλυση του εθνισμού, ως χωριστής και αυθύπαρκτης ιστορικής συνείδησης κάθε λαού” (Γ. Μπαμπινιώτης: Η παιδεία μας και οι νέες πραγματικότητες. Στο “Βήμα” 10.1.93).
Οι βαρυσήμαντες αυτές επισημάνσεις όμως του Καθηγητού Μπαμπινιώτη έρχονται σε αντίθεση με ό,τι ζήσαμε και ενδεχομένως ζούμε και σήμερα σε ορισμένες περιπτώσεις μέσα στα σχολεία, όπου μερικοί εκπαιδευτικοί, θεωρώντας προφανώς το σχολείο τιμάριο των και τα παιδιά ομήρους των, εξακολουθούν να υπονομεύουν τα πνευματικά μας ερείσματα με εξοργιστικό τρόπο. Θα αναφέρω μερικά παραδείγματα διαβρωτικής συνείδησης μερικών καθηγητών που συγκλονίζουν. Καθηγητές του Ενιαίου Πολυκλαδικού Λυκείου Αθηνών, σύμφωνα με επίσημη καταγγελία, διακήρυξαν στην διάρκεια συνεδρίασης του Συλλόγου των Καθηγητών ότι η ελληνική Σημαία είναι “σύμβολο μίσους, πολέμου και φανατισμού” και ότι ή “ανάρτηση της” στο κοντό του σχολείου επί καθημερινής βάσεως “θυμίζει άλλες εποχές” (υπονοώντας προφανώς τη δικτατορία)”. Και αυτούς τους αρνησιπάτριδες εκπαιδευτικούς, οσοδήποτε μικρή μειοψηφία και αν είναι, ο Σύλλογος των άλλων καθηγητών, ορμώμενος από μία συντεχνιακή αλληλεγγύη, επεχείρησε να το καλύψει, όπως αυτό έχει συμβεί και πάρα πολλές άλλες φορές κατά την αντιμετώπιση παρεμφερών αντιλήψεων όπως είναι π.χ. η παραχάραξη της ιστορίας μας ή ο καταβιβασμός από τον τοίχο της τάξεως της εικόνας του Κυρίου. Άλλο παράδειγμα: Δάσκαλος σε σχολείο της Βορείου Ελλάδος σε ομιλία του, προπαγάνδιζε υπέρ της “απελευθέρωσης της Μακεδονίας από την ελληνική κατοχή” (Βλ. “Οικονομικό Ταχυδρόμο” 4.6.92). Και βέβαια κανείς δεν ενδιαφέρθηκε να συνετίσει ή να διαφωτίσει το δάσκαλο αυτό. Η τέλος να του πει ότι δεν μπορεί να είναι δάσκαλος αν έχει τέτοιες ιδέες. Πρέπει να αλλάξει αμέσως επάγγελμα και να αφήσει τα παιδιά μας σε χέρια καθαρά και μυαλά ελληνικά…
Όλα αυτά επιβεβαιώνουν μια τρανή αλήθεια, ότι οι λεγόμενοι “προοδευτικοί” μέσα στο χώρο της εκπαίδευσης διακατέχονται από ένα είδος μανιχαϊσμού και γι’ αυτό πολεμούν την παράδοση, πολεμώντας τον εαυτό τους, και την αφήνουν να την καπηλεύονται οι δήθεν “συντηρητικοί”, που και αυτοί μπορεί να μη πιστεύουν σε τίποτε, άλλά αυτό στο οποίο δεν πιστεύουν το έκαναν σημαία και λάβαρο τους εξ αντιδράσεως και μόνο. Μοιάζει όλο αυτό το σκηνικό με το θανάσιμο λάθος των χωρών του άλλοτε υπαρκτού σοσιαλισμού και των κομμουνιστών, που τη θρησκεία, ένα κατ’ εξοχήν λαϊκό βίωμα, την πρόσφεραν στο πιάτο στους καπιταλιστές, για να εμφανίζονται ως προστάτες της και υπερασπιστές της. Οι ίδιοι “προοδευτικοί” ανακάλυψαν πώς ο Μ. Αλέξανδρος ήταν κατακτητής και διαρρηγνύουν τα ιμάτια των εναντίον κάθε δυτικής πολιτικής εξάρτησης, ενώ οι ίδιοι είναι βουτηγμένοι στο κακέκτυπο δυτικό πνεύμα. (Βλ. Ν. Ματσούκα: Παιδείας παραλειπόμενα. Στο περιοδικό “Έξοδος, Φθινόπωρο 1991). Χαρακτηριστικές στο σημείο αυτό είναι οι διαπιστώσεις των Αγιορειτών Πατέρων στο Μήνυμά των για τα προβλήματα της Παιδείας του έτους 1984: ” Από πολλά τώρα χρόνια γίνεται συστηματική προσπάθεια, διαρκώς αυξανόμενη, να πολεμηθεί η πίστις. Να βγει από τα ελληνικά σχολεία ο Χριστός. Να διαστρεβλωθεί η ιστορία μας. Να ευτελισθεί η σημασία των μεγάλων εορτών των Χριστουγέννων και του Πάσχα, που τόσο ζει ο λαός μας. Να παύση η Ορθόδοξος Εκκλησία να επηρεάζει τη ζωή του γένους μας, δηλαδή να παύση η ψυχή του γένους μας να ζωογονεί τo είναι μας. Να μείνει ο λαός απροστάτευτος, έκθετος, αναιμικός, έτοιμη λεία και τροφή οποιουδήποτε αισθητού ή νοητού θηρίου” (Βλ. το κείμενο στο περιοδικό “Σύναξη”, 10/1984). Και ο Κοραής παρετήρη: “Η αρετή είναι πράγμα εθιστόν και αποκτάται ως όλα τα αποκτώμενα από μακράν συνήθειαν… Μόνον η παιδεία, ελευθερώνουσα τον νουν από την άγνοιαν, διδάσκει τον άνθρωπο τα προς τον Θεόν και τον πλησίον καθήκοντα”.
7. Πληγή της Παιδείας μας συνιστά και το περίφημο γλωσσικό ζήτημα, που ταλανίζει επί δεκαετίες την εκπαίδευση μας. Τα παιδιά πελαγοδρομούν από το ένα στο άλλο γλωσσικό σύστημα, χωρίς κανείς να γνωρίζει τι τελικά ισχύει και πού βαδίζει ή εκπαίδευση. Η δια νόμου κατάργηση της καθαρεύουσας και η επιβολή της δημοτικής, καθώς και ή δια της ίδίας οδού επιβολή του μονοτονικού είχαν ως αποτέλεσμα την λεξιπενία των μαθητών και την αδυναμία τους να εκφρασθούν. Και όμως! Θα έπρεπε οι νέοι να μαθαίνουν τη μεγάλη και πλούσια ιστορική μας γλώσσα σε όλη τη διαχρονική εξέλιξη της, ώστε να είναι κάτοχοι όχι μόνο του γλωσσικού εκφραστικού μας οργάνου, ξεπερνώντας το σημερινό φαινόμενο της “αλεξίας”, αλλά και του πολιτισμικού μας πλούτου, μια και η γλώσσα είναι φορέας των πολιτισμικών αγαθών του λαού μας και κρηπίδα της υποστάσεως του. Ο Κοραής παρατηρούσε: “Ποτέ έθνος δεν διαστρέφει τη γλώσσαν του χωρίς να διαστρέφη εν ταυτώ και την παιδείαν του. Η ασυνταξία της γλώσσης συνοδεύει πάντοτε και την ασυνταξίαν των ιδεών, διότι όστις καταφρονή τους κανόνας της Γραμματικής γρήγορα θέλει καταφρονήσειν και τους κανόνας της Λογικής” (Αυτοσχέδιοι στοχασμοί).
Με την κυριαρχία του πάνω στη γλώσσα ο έλληνας νέος θα είναι σε θέση να σκεφθεί ανετότερα και ωριμότερα, να εκφράσει εναργέστερα τα διανοήματά του και να δει τις ξένες γλώσσες ως παραπληρώματα που έρχονται να βοηθήσουν τη συνεννόησή του και όχι ως υποκατάστατα της δικής του γλώσσας, όπως δυστυχώς συμβαίνει σήμερα με τη γενική εξάπλωση και καθιέρωση ξενικών εκφράσεων στην καθημερινή ομιλία και εξελληνισμένων λέξεων και φράσεων, που καταδυναστεύουν τη γλωσσική μας επάρκεια. Και βέβαια είναι ευχάριστο πως άρχισε ήδη να γίνεται συνείδηση και από αυτούς ακόμη τους λυμεώνες του γλωσσικού μας πλούτου, ότι χωρίς βελτίωση της γλωσσικής διδασκαλίας στα σχολεία, κινδυνεύουμε να αφανισθούμε ως έθνος τώρα που είμαστε μέσα στην Ευρώπη. Όμως μόνον αυτή η διαπίστωση, παρ’ όλη τη βαρύτητα που έχει, δεν αρκεί αν δεν συνοδευτεί από άμεση διόρθωση των κακών χειρισμών που έγιναν και αν δεν τεθεί αμέσως και χωρίς καθυστερήσεις σε ενέργεια ένα νέο εντατικό πρόγραμμα εκμάθησης και διδασκαλίας του ορθού γλωσσικού μας πλούτου. Διότι δεν είναι μόνο που καταργήσαμε την αρχαία και τη λογία γλώσσα, καταδυναστεύσαμε και τη νέα που διδάσκεται ανορθόδοξα χωρίς σεβασμό του Συντακτικού και της Γραμματικής που τη συνοδεύουν. Το δένδρο της γλώσσης μας, που έχει καρποφόρα ζωή 3.000 περίπου ετών, κλαδεύτηκε απειλητικά και επικίνδυνα το 1976 με τη δια νόμου καθιέρωση της δημοτικής ως επισήμου γλώσσης της εκπαίδευσής μας, και έπαυσε να ποτίζεται το 1981 με την καθιέρωση του μονοτονικού, ενώ ακούεται και γράφεται πως δεν αργεί και η αντικατάσταση του αλφαβήτου μας με λατινικό, εκ λόγων συμπόρευσης με την Ευρώπη.
8. Μια άλλη πληγή της Παιδείας μας είναι η απουσία οράματος, τόσο στους κυβερνώντες, όσο και στους διδάσκοντες και στα παιδιά. Καμιά ανορθωτική προσπάθεια δεν πετυχαίνει χωρίς όραμα. Το όραμα υποβάλλει σε θυσίες και κόπους. Το αυθεντικό όραμα προβαίνει από το κενό του νοήματος και τείνει να το ανασυγκροτήσει. Ενώνει σε ανώτερα επίπεδα το υπερχρονικό νόημα μ’ ένα ιστορικό σκοπό και εντάσσει κάθε αλλαγή στην προοπτική της ανθρώπινης σκοπιμότητας. Το όραμα δεν πείθει παραλόγως, πείθει με την εσωτερική του λογική και φωτίζει σαν τον κεραυνό εξαίφνης τα πάντα. Το πραγματοποιήσιμο του οράματος ξεσηκώνει και συγκινεί. Όραμα δεν θα πει νεφέλωμα, άλλά κλήση σε αυτοπροσφορά. Εδώ το προσωπικό παράδειγμα παίζει σπουδαίο ρόλο. Το όραμα μας μεταφέρει από το “‘Εγώ” στο “‘Εμείς”. Το ζητούμενο σήμερα είναι να μείνουμε ανθρώπινοι παρά την έκρηξη της τεχνολογίας, να μείνουμε Έλληνες παρά τις διεθνιστικές προβολές. Να γίνουμε κοινωνικοί, ξεπερνώντας την ατομοκεντρικότητα μας με ανθρωπιστικά και εσχατολογικά οράματα. Χωρίς τέτοια οράματα δεν ξεπερνιέται με κανένα τρόπο η άπληστη εγωκεντρικότητα που οξύνεται σήμερα μέσα σ’ ένα πολιτισμό κατανάλωσης και κυρίως σπατάλης. Όμως τα οράματα αυτά μένουν ανενέργητα, χωρίς άσκηση ανθρωπιάς και αγάπης. Και εδώ αναδύεται σπουδαίος ο ρόλος της Ορθοδοξίας. Αλλά ποιος νοιάζεται σήμερα γι’ αυτά; Οι πάντες ενδιαφέρονται για μια Παιδεία της άμεσης χρησιμοθηρίας ή για την έκταση της γνώσεως σε βάρος του πολιτισμού, που βέβαια δεν έχει καμιά σχέση με ό,τι εκφράζουν αυτοί, που ο λαός μας έχει ονομάσει “κουλτουριάρηδες”.
9. Οι προχειρότητες και οι αυτοσχεδιασμοί στο χώρο της εκπαίδευσης είναι μία άλλη πληγή, πολύ σοβαρά και αιμάσσουσα. Αλλεπάλληλες “εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις” έχουν εκφυλίσει τη σημασία των βαρύγδουπων λέξεων που τη σηματοδοτούν. ΄Ο,τι οικοδομεί η μία κυβέρνηση το γκρεμίζει σε λίγο η άλλη. Τίποτε δεν μένει σταθερό, κανένας δεν ξέρει τι θα ισχύσει την επομένη χρονιά. Αλλάζουν τα συστήματα των εισαγωγικών εξετάσεων, η αξιολόγηση των μαθητών, τα διδακτικά βιβλία, η διδασκόμενη ύλη. Τίποτε δεν είναι μόνιμο και όλες οι αλλαγές υπαγορεύονται από την προχειρότητα. Κανείς δεν αναγνωρίζει τα καλά που έκανε κάποιος άλλος. Έτσι, εκεί που περιμένει κανείς να αποδώσουν κάποια μέτρα που ελήφθησαν, αλλάζει ή κυβέρνηση και πάλιν εξ υπαρχής. Τούτο δείχνει ότι ο αυτοσχεδιασμός είναι κανόνας και η προχειρότητα σύστημα. Γι’ αυτό και τίποτε δεν στεριώνει και όλα συνεχώς αναβάλλονται. Όχι βέβαια πάντοτε προς το καλύτερο. Οι 17 πρυτάνεις των Πανεπιστημίων της χώρας σε μια δραματική των έκκληση τον Ιανουάριο του 1991 ομολογούν: “Ο καθοριστικός ρόλος της Παιδείας για το επίπεδο ζωής του λαού μας, αλλά και γα την ίδια την επιβίωση του, δεν εκτιμήθηκε στο βαθμό που έπρεπε με ορισμένες εξαιρέσεις, από τις πολιτικές ηγεσίες που κυβέρνησαν τον τόπο τα τελευταία σαράντα χρόνια, με αποτέλεσμα την έλλειψη ενός μακροχρόνιου και κοινώς αποδεκτού εκπαιδευτικού σχεδιασμού. Αντίθετα, ο χώρος της παιδείας, χώρος κατ’ εξοχήν ευαίσθητος, μετατράπηκε σε πεδίο διαρκούς και έντονης κομματικής αντιπαράθεσης” (Βλ. “Οικον. Ταχυδρόμο” 28.3.91).
10. Τέλος η προσδοκία “μαγικών λύσεων” στο πρόβλημα της Παιδείας είναι και αυτή μεγάλη πληγή στο σώμα της, καθώς σε τελευταία ανάλυση ο καθένας περιμένει να λυθούν τα προβλήματα ως δια μαγείας, και πάντοτε με κόστος που θα κληθούν να σηκώσουν οι άλλοι. “Μαγικές λύσεις όμως δεν υπάρχουν για τίποτε. Και οι μάγοι που αυτά επαγγέλλονταν χρεοκόπησαν” (Γ. Μαρίνου: Εν αρχή ην η παιδεία και άνευ αυτής ματαιοπονούμε. Στον “Οικον. Ταχυδρόμο” 9.1.92). Τώρα όλοι έχουν καταθέσει τα όπλα και αναμένουν εξ ουρανού το μάννα. Ο από μηχανής θεός όμως δεν πρόκειται να εμφανισθεί, και το δράμα δεν θα βρει τη λύση του. Αθελά μου, μού έρχονται στο νου οι στίχοι του Αλεξανδρινού:
“Γιατί μέσα στην Σύγκλητο μια τέτοια απραξία; Τι κάθοντ’ οι Συγκλητικοί και δεν νομοθετούνε;
Γατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα. Τι νόμους να κάμουν πια οι Συγκλητικοί; Οι βάρβαροι σαν έλθουν, θα νομοθετήσουν… Κι ο αυτοκράτωρ περιμένει να δεχθεί τον αρχηγό τους. Μάλιστα ετοίμασε να του δώσει μια περγαμηνή. Εκεί τον έγραψε τίτλους πολλούς κι ονόματα… Γιατί οι άξιοι ρήτορες δεν έρχονται σαν πάντα, να βγάζουνε τους λόγους τους, να πούνε τα δικά τους; Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα και αυτοί βαριούντ’ ευφράδειες και δημηγορίες“.
Οι παλιές παλαιοδιαθηκικές πληγές του Φαραώ τελικά εξανάγκασαν τον μονάρχη τής Αιγύπτου να υποταχθεί στο Θείο θέλημα και να επιτρέψει την έξοδο των Εβραίων. Αυτές οι τωρινές φαραωνικές πληγές της Παιδείας μας δεν γνωρίζω που τελικά θα οδηγήσουν. Φοβούμαι πως οι υπομονές εξαντλήθηκαν. Οι άνθρωποι έχουν κατ’ επανάληψιν εξαπατηθεί, και απογοητευθεί. Δεν έχουν πια κουράγιο για να αναλάβουν μια νέα σταυροφορία. Όμως η Παιδεία είναι το “είναι” μας, τώρα που είμαστε στην Ενωμένη Ευρώπη θέλουμε έκτος από κεφάλαια και κεφάλια. “Και τα κεφάλια τα γεμίζει με μυαλό και γνώσεις η καλή Παιδεία. Και αυτήν δεν την έχουμε.” (Γ. Μαρίνος, ένθ’ άνωτ.). Πρέπει όμως με κάθε θυσία να την αποκτήσουμε. Για τα παιδιά μας, για το μέλλον του τόπου. Κανείς δεν δικαιούται να παίζει εν ου παικτοίς. Η ευθύνη πέφτει και πάλι στους αξίους. Κουραστήκαμε όλοι, αλλά αξίζει να επιστρατεύσουμε τις θετικές μας δυνάμεις για να σωθεί η Παιδεία μας. Ευθύνη έχουν και οι πολιτικοί και οι εκπαιδευτικοί και οι γονείς και τα παιδιά. Και όλη η κοινωνία. Η ανάγκη τώρα προστάζει, όλοι να συστρατευθούν στον κοινό αγώνα, να θεραπευθούν οι πληγές, να σωθεί το τραυματισμένο σώμα. Η νεολαία μας, αν δεν την προσέξουμε, θα μας αποδοκιμάσει. Και η πικρή γεύση της αποτυχίας θα μας συγκλονίσει.
Θα μου αντειπείτε: και τι μπορώ να κάνω εγώ, ένας και μοναδικός; Θα σας απαντήσω, επιστρατεύοντας τον παλαιό αγιοπατερικό λόγο και τη σύγχρονή μας ποίηση. Ο ιερός Χρυσόστομος είπε: “Αρκεί εις άνθρωπος ζήλω πεπυρωμένος ολόκληρον διορθώσαι δήμον“. Και ο Κωστής Παλαμάς:
“Κι αν είναι πλήθος τ’ άσχημα, κι αν είναι τ’ άδεια αφέντες, φθάνει μια σκέψη, μια ψυχή, φτάνεις εσύ, εγώ φτάνω. Να δώσει νόημα στων πολλών την ύπαρξη ΕΝΑΣ φτάνει“.
Μακαριστός Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος Χριστόδουλος