Μέσα ἀπό τήν κατωτέρω ἱστορία μιᾶς ἐκλεκτῆς ψυχῆς θά χαροῦμε τήν ὀμορφιά τῆς εὐσπλαγχνίας πού τήν στόλιζε, τήν ὁποία ἀσκοῦσε κυρίως διά τῆς προσευχῆς. Ἔζησε πρίν ἀπό ἀρκετές δεκαετίες στήν Ἀθήνα καί ἦταν πρόσφυγας Ἑλληνίδα τοῦ Πόντου.
Τά τῆς ζωῆς της μᾶς ἐξιστόρησε ἕνας σεβαστός ἱερομόναχος, ὁ ὁποῖος ὑπηρετοῦσε τότε ὡς διάκονος στήν ἐνορία πού ἔμενε ἡ εὐλαβέστατη αὐτή ἡλικιωμένη γυναῖκα. Μᾶς εἶπε: » Ἡ κυρά – Ἄννα ξεχώριζε ἀνάμεσα στούς ἐνορίτες μας γιά τήν εὐσέβειά της. Δέν ἔλειπε ποτέ ἀπό καμιά Θεία Λειτουργία ἀπ᾿ ὅσες γίνονταν στόν Ἱερό Ναό μας. Μέ τό μαντηλάκι της, σιωπηλή, ἀλλά γεμάτη ἀγάπη. Παρ᾿ ὅτι ἦταν μιά πολύ πτωχή πρόσφυγας, πάντα ἐρχόταν στήν Ἐκκλησία μέ τό καλοζυμωμένο πρόσφορό της, τά καθαρά κεράκια της, λιβανάκι καί ὅ,τι ἄλλο.
Κάποια ἡμέρα μοῦ εἶπε συνεσταλμένα μέ τή χαρακτηριστική ποντιακή προφορά της:
– Διάκο μου, καλό μου Διάκο, σέ παρακαλῶ πολύ, ὅταν μέ κοινωνεῖς, φώναζε δυνατά τ᾿ ὄνομά μου, καί ἔπειτα σιγούλια, σάν πλησιάζεις τήν ἁγία Λαβίδα στό στόμα μου, λέγε τό μοναχικό μου ὄνομα, Θεοκλήτη! Μ᾿ ἔχει χειροτονήσει κρυφά ἕνας ἅγιος ἀρχιμανδρίτης πέρα στήν πατρίδα!
Ἔμεινα κατάπληκτος ἀκούγοντας τό μυστικό της. Ὅταν ὅμως πρόσεξα καί ἀντιλήφθηκα τή μυστική πνευματική ζωή της, παρ᾿ ὅτι τήν ἔκρυβε ἐπιμελῶς, θαύμασα! Ὅλη τήν ἑβδομάδα ζοῦσε μέ τήν Θεία Κοινωνία. Κοινωνοῦσε τακτικά. Δέν ἔλειπε ἀπό καμιά Θεία Λειτουργία. Καί μέ παρακαλοῦσε νά τῆς δίνω ἀπό τό πρόσφορο πού προσκομίζαμε ἕνα ὕψωμα, ἕνα μικρό κομματάκι ἀντίδωρο, πού τό ἔκοβε σέ πέντε – ἕξι μικρότερα κομματάκια κι ἔτρωγε ἕνα κάθε μέρα. Τίποτε ἄλλο! Λάδι ἔτρωγε μόνο τό Σαββατοκύριακο.
Ἀλλά καί ἕνα ἄλλο πνευματικό της κατόρθωμα ἔγινε ἀντιληπτό, παρ᾿ ὅλο πού τό ἔκανε μέ ἄκρα μυστικότητα, γιατί ὁ Θεός ἀνυψοῖ τούς ταπεινούς τῇ καρδίᾳ. Σχεδόν ὅλο τό βράδυ ξαγρυπνοῦσε καί προσευχόταν. Νοικοκύρευε τόν ἄνδρα της καί, ὅταν ἔπεφτε ἐκεῖνος γιά ὕπνο, ἄρχιζε ἐκείνη τό ἔργο της. Ἐξ ἴσου πιστός ὁ ἀγαθός γέροντας σύζυγός της, δέν τήν ἐμπόδιζε σέ τίποτε στήν πνευματική μυστική ζωή της. Τίς περισσότερες βραδιές αὐτή ἡ ταπεινή εὐλογημένη ψυχούλα τυλιγόταν στό σάλι της γιά νά μή γνωρίζεται, κι ἔπαιρνε σειρά τίς Ἐκκλησίες τῆς περιοχῆς, γονάτιζε στίς γωνίες τοῦ ὑποστέγου τῆς κάθε Ἐκκλησίας, ἄναβε ἕνα κεράκι γιά νά μπορεῖ νά διαβάζει τήν παλιά Σύνοψη πού κουβαλοῦσε πάντα μαζί της καί διάβαζε προσευχές γιά τήν ὑγεία καί σωτηρία ὅλων τῶν ἐνοριτῶν! Τή μία νύχτα πήγαινε στήν ἁγιά-Βαρβάρα, τήν ἄλλη στήν Παναγία, τήν ἄλλη στόν ἅγιο Νικόλαο καί τελικά κατέληγε στήν Ἐκκλησία πού εἶχε πολύ πρωϊνή Θεία Λειτουργία! Ἔβρεχε, χιόνιζε, ἦταν καλοκαίρι, ἡ ἀγρυπνία καί ἡ προσευχή ἔξω ἀπό τίς Ἐκκλησίες γινόταν. Ἡ μοναχική ἄσκησή της ἦταν ἀκριβής καί ὑπερθαύμαστη. Καί ὅλα μυστικά! Ἐμεῖς οἱ ἱερεῖς εἴχαμε ἀντιληφθεῖ μερικά ἀγωνίσματά της, ἀλλά φυλάσσαμε τό ἱερό μυστικό της.
Αὐτή ἡ ἁγία γυναῖκα εἶχε ἕναν ἀδελφό δικηγόρο, πολύ μορφωμένο, ἀλλά δυστυχῶς ἄπιστο. Ὁπαδό τῶν ὑλιστικῶν θεωριῶν τοῦ ἄθεου Μάρξ. Ἡ καημένη ἡ Ἄννα τόν περιποιόταν κι αὐτόν, γιατί δέν εἶχε κάνει οἰκογένεια. Τόν ἔπλενε, τοῦ μαγείρευε, τόν φρόντιζε, παρ᾿ ὅλο πού αὐτός περιφρονοῦσε τήν χριστιανική πίστη καί ζωή της καί δέν ἄκουγε καμία ἀπό τίς φωτισμένες συμβουλές της.
Κάποτε λοιπόν στή γιορτή του τοῦ πῆγε δῶρο μία Ἁγία Γραφή. Κόντεψε νά τῆς τήν πετάξει στό πρόσωπο! Ἐκείνη γιά πρώτη φορά ἔγινε αὐστηρή μαζί του καί τοῦ εἶπε:
– Μήν τήν διαβάσεις, ἀντελφέ, ἀφοῦ ντέν θέλεις, ὅμως ἄσε την στό δωμάτιό σου νά σέ φυλάει καί κάποτε νά σέ φωτίσει. Ἄν δέν τήν κρατήσεις, δέν θά ξανάλθω σπίτι σου!
Ὁ δικηγόρος τά χρειάστηκε. Τήν εἶχε ἀνάγκη, αὐτό ἦταν ἀλήθεια. Γι᾿ αὐτό μουρμουρίζοντας τήν ἔβαλε σέ μιά γωνιά τῆς βιβλιοθήκης του.
Τί οἰκονόμησε ὅμως ὁ Θεός γιά τήν σωτηρία του; Καί ἀσφαλῶς συνετέλεσαν πολύ καί οἱ ὁλονύκτιες προσευχές της ἁγιασμένης ἀδελφῆς του.
Κατά τήν διάρκεια τῆς Κατοχῆς, ἕνα βράδυ οἱ Γερμανοί πληροφορούμενοι τήν ἰδεολογία του ἔκαναν ἔφοδο στό σπίτι του καί, ἐπειδή ἐφοβοῦντο τούς μαρξιστές ἰδεολόγους ( ἄν κι αὐτοί ἦταν χειρότεροι, ἀκολουθῶντας τόν ἄθεο Νίτσε), εἶχαν πάρει ἀπόφαση νά τόν σκοτώσουν. Ἄρχισαν λοιπόν νά τόν χτυποῦν θανάσιμα μέ τίς μπότες τους στό στομάχι καί στό πρόσωπο καί δέν ἔμεναν παρά λίγα χτυπήματα ἀκόμη γιά νά τόν ἀποτελειώσουν. Συγχρόνως, ὁ ἀξιωματικός ἔκανε ἔρευνα καί πετοῦσε κάτω τά βιβλία τῆς βιβλιοθήκης του. Ξαφνικά εἶδε τήν Ἁγία Γραφή. Κατάλαβε ἀπό τόν σταυρό πού εἶχε ἀπ᾿ ἔξω καί ὡς διά θαύματος ἠρέμησε καί φώναξε μέ σεβασμό:
Ἡ Βίβλος! Ἡ Βίβλος!! Ἐδῶ Βίβλος! Σταματήσε νά τόν χτυπᾶς, εἶπε στόν Γερμανό στρατιώτη.
Καί πρόσθεσε:
– Πᾶμε νά φύγουμε. Φθάνει!
Ὁ ἄπιστος δικηγόρος, ὁ ἀδελφός τῆς Ἄννας ἤ καλύτερα τῆς κρυπτομοναχῆς Θεοκλήτης, ἐπειδή γνώριζε γερμανικά, παρ᾿ ὅτι ἔκειτο αἱμόφυρτος στό πάτωμα βογγῶντας ἀπ᾿ τούς πόνους, κατάλαβε τί εἶχε γίνει καί τί εἶπε ὁ Γερμανός ἀξιωματικός. Πράγματι, τό Εὐαγγέλιο πού τοῦ χάρισε ἡ ἀδελφή του τόν ἔσωσε!
Σύρθηκε μέ κόπο πρός τό τραπέζι πού ἄφησε ὁ Γερμανός τό ἱερό βιβλίο, τό πῆρε μέ τρεμάμενα χέρια στήν ἀγκαλιά του, τό φίλησε καί ἔχασε τίς αἰσθήσεις του. Σ᾿ αὐτή τή στάση τόν βρῆκε ἡ ἀδελφή του, ὅταν μετά ἀπό λίγο ἦρθε γιά νά τοῦ φέρει φαγητό. Τόν βοήθησε νά συνέλθει καί ἔζησε τόν γλυκύτατο καρπό τῆς προσευχῆς της: Τή μετάνοια καί τήν τελεία ἀλλαγή τοῦ ἀδελφοῦ της. Πίστεψε μέ ὅλη του τήν ψυχή, ἐξομολογήθηκε, κοινώνησε καί ἀκολουθοῦσε κατά πόδας τήν ἀδελφή του στήν πνευματική ζωή καί ἄσκηση. Τό δωμάτιό του τό μετέτρεψε σέ Ἐκκλησάκι. Ἐκεῖ προσευχόταν καί «χόρταινε» τόν Θεό του, πού τόσα χρόνια Τόν στερήθηκε. Τελικά ἔγινε κι ἐκεῖνος μοναχός μέ τό ὄνομα Παῦλος.
Τό τέλος τῆς ἁγίας αὐτῆς γυναίκας ὑπῆρξε μαρτυρικό. Ὁ Θεός θέλησε, ἐκτός ἀπό τόν στέφανο τῆς ἀσκήσεως, νά τῆς δώσει καί τόν στέφανο τοῦ μαρτυρίου.
Κάποιο βραδάκι, ἐνῶ διέσχιζε ἕνα δρόμο στήν γειτονιά της, ἕνας νεαρός μεθυσμένος τήν χτύπησε θανάσιμα μέ τό μηχανάκι του. Ἔτρεξαν ὅλοι οἱ παρευρισκόμενοι κοντά της καί σέ λίγο ἔφθασε καί ἡ ἀστυνομία, ἡ ὁποία προσπάθησε νά συμπεράνει τί εἶχε συμβεῖ. Οἱ περίοικοι ἔβριζαν τόν μεθυσμένο, ἐνῶ ἡ χτυπημένη γυναῖκα ἔπνεε τά λοίσθια. Ξαφνικά, συγκεντρώνοντας τίς τελευταῖες δυνάμεις της εἶπε στόν ἀστυφύλακα πού κρατοῦσε τό σημειωματάριό του, γιά νά πάρει τίς πρῶτες καταθέσεις:
– Ντέν πταίει τό παιντί, ἐγώ πταίω! Μήν κάνετε τίποτε στό παιντί. Γράψτο αὐτό.
Πρῶτα αὐτό γράψε, κυρ-ἀστυνόμε!
Στό σημεῖο αὐτό, μέ ἕνα μικρό τίναγμα παρέδωσε τήν ἁγία ψυχή της στά χέρια τοῦ Κυρίου της Ἰησοῦ Χριστοῦ, πού τόσο ἀγάπησε καί τόσο τίμησε μέ τήν ζωή της. Δέν ἔμεινε ἄνθρωπος πού νά μήν κλάψει στήν γειτονιά τήν κυρα-Ἄννα, τή μοναχή Θεοκλήτη. Εἶχαν χάσει τόν ἄνθρωπο πού προσευχόταν γιά ὅλους, τόν ἄνθρωπο πού ἀγρυπνοῦσε γιά τήν ἀγάπη τους.»
Νά ποιοί ἄνθρωποι εἰσέρχονται θριαμβευτικά στή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Εἴθε νά μᾶς ἀξιώσει ὁ Θεός νά μιμηθοῦμε τήν ἁγία ζωή τους, τήν ἁγία ζωή τῆς κρυπτομοναχῆς Θεοκλήτης! Ἀμήν!
Ἀπό τό βιβλίο: «Νεώτερα Θαύματα τῆς Παναγίας στή Βαρνάκοβα & Ἱστορίες γιά τήν Αἰωνιότητα»