Οφειλόμενη απάντηση στις «διαπιστώσεις» για τους Θεολόγους Καθηγητές του Μητροπολίτη Ύδρας Σπετσών και Αιγίνης κ. Εφραίμ.
Δημήτριου Βογιατζή, Θεολόγου Καθηγητού του 3ου ΓΕΛ Υμηττού, Μέλους του Εποπτικού Συμβουλίου της Πανελληνίου Ενώσεως Θεολόγων
Δεν είχαμε πρόθεση να σχολιάσουμε την εισήγηση ενώπιον της Ιεραρχίας της Εκκλησίας μας του Μητροπολίτη Ύδρας Σπετσών και Αιγίνης κ. Εφραίμ για το μάθημα των Θρησκευτικών. Όμως, οι άδικες και απαξιωτικές για τους Θεολόγους Καθηγητές διαπιστώσεις του Σεβασμιωτάτου, μας υποχρεώνουν σε σύντομες απαντήσεις σε ορισμένα σημεία της εισηγήσεως:
Προς το τέλος του κειμένου του ο Μητροπολίτης γράφει: «Νομίζω ὅτι ἀπό τό 1980 καί ἐντεῦθεν τό Μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν τελεῖ ὑπό διαρκή ἀμφισβήτηση. Καί διερωτῶμαι δύο τινά˙
α) Πῶς εἶναι δυνατόν σέ μιά κοινωνία μέ τόσο πλούσια πολιτισμική καί θρησκευτική παράδοση νά προκύπτει κατά καιρούς ἔντονος προβληματισμός, ἐνστάσεις, ἐντάσεις, ἐρωτήματα, ἀμφισβητήσεις κ.λ.π. σχετικά μέ τό Μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν; Ἡ ἀπάντηση δέν εἶναι εὔκολη. Ψάχνουμε νά βροῦμε τήν ταυτότητά μας. Ἐρίζουμε, συγκρουόμεθα καί ἀποτέλεσμα μηδέν.
β) Μήπως τό πρόβλημα εἶναι ὅτι ὡς Ἐκκλησία καί Ἱεραρχία, ἐδῶ καί τόσες δεκαετίες δεν ἔχουμε θεολογικόν λόγον; Ἡ θεολογία ἀπουσιάζει ἀπ΄ τήν ποιμαντική μας, τά κηρύγματά μας, τήν καθημερινή ζωή τῆς Ἐκκλησίας. Δέν πείσαμε ἀκόμη γιά τήν καθολική μορφωτική ἀξία τοῦ μαθήματος. Δέν ἀμφισβητεῖται μέ ἄλλα λόγια ὁ τρόπος διδασκαλίας του, τά μοντέλα διδασκαλίας, τά ἐν χρήσει ἐγχειρίδια, τό Πρόγραμμα Σπουδῶν, ἤ ἄλλα ζητήματα, ἀλλά ἡ ἴδια ἡ δυνατότητά του νά ἐκπαιδεύσει τούς μαθητές. Καί δέν θά μπορέσουμε ποτέ νά ἀντιμετωπίσουμε ἀποτελεσματικά τήν παρατεταμένη κρίση, ἄν δέν ξεκινήσουμε ἀπό τή διαπίστωση ὅτι ἡ ἑλληνική κοινωνία, στή συντριπτική της πλειοψηφία. δέν δέχεται τήν πνευματική ἀξία τοῦ μαθήματος, δηλαδή τό λόγο ὕπαρξης τοῦ μαθήματος στά Προγράμματα Σπουδῶν τοῦ Σχολείου, καί δέν τούς ἐνδιαφέρουν διόλου τεχνικά ζητήματα καί ἐπί πλέον, ἡ κρίση αὐτή ἀντανακλᾶ μιά βαθύτερη κρίση πού ἀφορᾶ τή θέση καί τό ρόλο τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας μέσα στήν ἑλληνική κοινωνία».
Εκτός από άδικες και απαξιωτικές για το έργο των Θεολόγων Καθηγητών, οι κρίσεις του Σεβασμιωτάτου είναι και ανακριβείς για τους εξής λόγους:
- Ο πόλεμος κατά των Θρησκευτικών δεν άρχισε το 1980, αλλά δεκαετίες νωρίτερα. Ενδεικτικά αναφέρουμε:
α. Τη διαδήλωση διαμαρτυρίας των φοιτητών Θεολογίας το 1962 για την περικοπή των ωρών του μαθήματος.
β. Ότι επί χούντας στα σχολεία μας δε διορίστηκε κανένας Θεολόγος.
γ. Τη μείωση των ωρών του μαθήματος στην Γ΄ Λυκείου το 1985.
δ. Ότι η αριστερά και η φιλελεύθερη δεξιά το 2006 ζήτησαν μαζί, με προτάσεις νόμου, το μάθημα να μετατραπεί σε θρησκειολογικό, με παρόμοια επιχειρήματα με αυτά που χρησιμοποιούν και σήμερα οι συντάκτες των Νέων προγραμμάτων.
ε. Την απόπειρα κατάργησης του μαθήματος από τις δύο τελευταίες τάξεις του Λυκείου το 2011 και
στ. Την απόπειρα μετατροπής του σε διαθρησκειακό που άρχισε την ίδια εποχή και συνεχίζεται μέχρι σήμερα.
Οι επιθέσεις αυτές προέρχονται από τους ιδεολογικούς και πολιτικούς χώρους που παραδοσιακά πολέμησαν και πολεμούν την Εκκλησία. Οι ίδιοι κύκλοι αγωνίζονται εντονότερα τα τελευταία χρόνια για την υποβάθμιση και κατάργηση του μαθήματος των Θρησκευτικών, επειδή το θεωρούν εμπόδιο στην προώθηση του εθνομηδενισμού και της χρεωκοπημένης πολυπολιτισμικότητας. Τις προκλήσεις αυτές, και πολλές άλλες, οι Θεολόγοι τις αντιμετώπισαν, σύν Θεῷ, με επιτυχία, ανανεώνοντας συγχρόνως το μάθημα.
- Το 2007 εκδόθηκε η γνωστή εγκύκλιος του Ε. Στυλιανίδη, η οποία απελευθέρωνε τις απαλλαγές, καθιστώντας το μάθημα ουσιαστικά προαιρετικό. Από τότε μέχρι σήμερα οι απαλλαγές αυξήθηκαν ελάχιστα και περιορίζονται στην περιοχή του 1%, παρά τις προσπάθειες
της μαχόμενης αθεΐας (αριστεράς και δεξιάς). Και αυτό συνέβη με καθεστώς σχεδόν ελεύθερων απαλλαγών, ως το 2014, όταν χάρις στις προσπάθειες μελών της ΠΕΘ (απόφαση Χανίων) τέθηκαν και πάλι νόμιμοι συνταγματικά περιορισμοί.
- Τα ποσοστά των απαλλαγών δεν αυξήθηκαν ούτε όταν το περιβάλλον του ελληνικού σχολείου έπαψε να είναι ομοιογενές. Από το 1989 μέχρι σήμερα, φοίτησαν και φοιτούν στα ελληνικά σχολεία γενιές ολόκληρες παιδιών μεταναστών και προσφύγων, από διάφορες χώρες, με διαφορετικά θρησκεύματα ή χωρίς θρήσκευμα, τα οποία παρακολούθησαν και παρακολουθούν κανονικά το μάθημα. Οι χιλιάδες μαθητές και απόφοιτοι, που δεν είναι ορθόδοξοι, δίνουν την καλή μαρτυρία για την εμβέλεια και την ευρύτητα του μαθήματος μας.
Αν ίσχυαν, λοιπόν, οι διαπιστώσεις του Σεβασμιωτάτου, το μάθημα θα έπρεπε προ πολλού να έχει διαλυθεί και οι Θεολόγοι να ακολουθήσουν τη μοίρα των σαγματοποιών, των ελληνοραπτών και των αειμνήστων λεμβούχων, όπως προέβλεπε πριν από 22 χρόνια γνωστός Καθηγητής, απόστολος του εκσυγχρονισμού. Όμως, οι γονείς και οι μαθητές, Έλληνες και αλλοδαποί, γνωρίζουν πολύ καλά την αξία και το μορφωτικό περιεχόμενο των Θρησκευτικών, παρά τις όποιες αδυναμίες που διογκώνονται (και από ορισμένους θεολόγους) για λόγους σκοπιμότητας. Η πραγματική εικόνα είναι τελείως διαφορετική από την απαξιωτική που μεταφέρει ο Σεβασμιώτατος. Οι Θεολόγοι Καθηγητές στη συντριπτική τους πλειοψηφία, ανεξάρτητα σε ποιο σύλλογο ή τάση ανήκουν, υπηρετούν το μάθημα με αυτοθυσία και επάρκεια, έχοντας κερδίσει και την αναγνώριση των συνάδελφων τους, όπως απέδειξαν οι πρόσφατες ψηφοφορίες στους Συλλόγους Καθηγητών για την επιλογή Διευθυντών στα σχολεία.
Όσο για τη θέση του κ. Εφραίμ ότι «κανείς δεν γίνεται χριστιανός μέσα στην αίθουσα διδασκαλίας» θα υπενθυμίσουμε ότι «ἡ πίστις ἐξ ἀκοῆς, ἡ δὲ ἀκοὴ διὰ ῥήματος Θεοῦ» (Ρωμ. 10, 17). Ο λόγος του Θεού έχει τη δική του δυναμική, που δεν εξαρτάται από τις αδυναμίες του καθενός. Συνεπώς, έχουν μεγάλη σημασία ο τρόπος και τα μοντέλα διδασκαλίας, τα εγχειρίδια, και τελικά το Πρόγραμμα Σπουδών του μαθήματος. Είναι εντελώς διαφορετικό να διδάσκεται ο Χριστιανισμός, ως ιστορία της θείας Οικονομίας, δηλαδή της ἐν Χριστῷ σωτηρίας, η Παλαιά και η Καινή Διαθήκη, η Πατερική Θεολογία και η ιστορία της Εκκλησίας και διαφορετικό να συνεξετάζεται με άλλες μεγάλες θρησκείες, ως μια επί μέρους έκφραση κάποιου ανύπαρκτου θρησκευτικού φαινομένου. Το διαθρησκειακό μάθημα που εισάγεται με τα Νέα προγράμματα βασίζεται αποκλειστικά στη δεύτερη μέθοδο. Δυστυχώς, ο Σεβασμιώτατος δεν μελέτησε τις τεκμηριωμένες κριτικές.
Κλείνοντας τη σύντομη αυτή παρέμβαση εκφράζουμε τη λύπη μας για το γεγονός ότι ορισμένοι από τους Ιεράρχες μας υποτιμούν τους Θεολόγους και το έργο τους. Την αξία του μαθήματος των Θρησκευτικών γνωρίζουν καλύτερα από όλους οι πολέμιοι του και οι άσπονδοι φίλοι του. Οι Θεολόγοι Καθηγητές, παρά τις δυσκολίες, στήριξαν και αναβάθμισαν το μάθημα και το ίδιο θα κάνουν και στο μέλλον. Θα απομονώσουν τους γνωστούς μπαγάσες και θα κρατήσουν το μάθημα στη θέση που του αρμόζει.