Μάς λέγει o Κύριός μας στό Ιερό Ευαγγέλιο «Μή κρίνετε ίνα μή κριθήτε εν ώ γάρ κρίματι κρίνετε κριθήσεσθε, καί εν ώ μέτρω μετρείτε μετρηθήσεται υμίν» (Ματθ. 7, 1-2). Ποτέ δέν πρέπει νά κρίνομε γιατί ένας είναι μόνο o Κριτής, πού θά κρίνει ζώντας καί νεκρούς. Άς κοιτάζομε τόν εαυτό μας καί τά έργα μας, γιά τά oποία θά κριθούμε. Δέν πρέπει νά κρίνομε γιά νά μήν κατακριθούμε. Νά ερευνούμε καί νά καλλιεργούμε τόν εαυτό μας, καί νά μήν ασχολούμεθα μέ τά ξένα αμαρτήματα. Δέν θά δώσομε λόγο στόν Θεό γι” αυτά, αλλά γιά τά δικά μας. Έχομε υποχρέωση νά παρακολουθούμε τή δική μας πνευματική πορεία χωρίς νά καταγράφομε τίς αμαρτίες τών άλλων. Ευχαριστούμε τόν Κύριο; Εκτελούμε τίς εντολές Του; Ακολουθούμε τά χνη Του; Μιμούμαστε τή ζωή τών Αγίων; Είναι κάθε πράξις, κάθε λόγος, κάθε σκέψη μας αρεστά στόν Θεό; Ποιός θά βρεθεί ανένοχος; Μήπως εμείς; Ο Δαυΐδ ήταν προφήτης τού Θεού, καί όμως εβόησε «Εν ανομίαις συνελήφθην καί εν αμαρτίαις εκίσσησέ με η μήτηρ μου» (Ψαλμ. 50,7). Ο ένας είναι ένοχος σέ αυτό, o άλλος σέ κάτι διαφορετικό. Όλοι έχουμε ανάγκη από τό έλεος τού Θεού.
Μάς λέγει o άγιος Δημήτριος τού Ροστώφ. Νά μήν κατακρίνουμε αυτούς πού σφάλλουν, γιατί σφετεριζόμεθα τό έργο τού Θεού. Καί μέ τά δια τά μάτια μας νά δούμε κάποιον νά αμαρτάνει, μήν τόν καταδικάσομε, νά μήν τόν κακολογήσομε, ούτε νά τόν εξουθενώσομε. Νά καταδικάζομε τόν διάβολο πού εξαπάτησε τόν αδελφό καί τόν έριξε στήν αμαρτία. Μάς λέγουν οι πατέρες τής Εκκλησίας όποιος κρίνει τόν άλλον γιά κάτι, πέφτει κατόπιν στό διο αμάρτημα.
«Τί βλέπεις τό κάρφος τό εν τώ oφθαλμώ τού αδελφού σου, τήν δέ εν τώ σώ oφθαλμώ δοκόν ου κατανοείς;» (Ματθ. 7, 3).
Μάς λέγει o άγιος Δωρόθεος τόσο πολύ βαριά είναι η κατάκριση πού ξεπερνάει σχεδόν κάθε άλλη αμαρτία. Ο φαρισαίος τής παραβολής κατακρίθηκε όταν γύρισε τό βλέμμα του στόν τελώνη καί είπε «Δέν είμαι σάν αυτόν εδώ τόν τελώνη». Τότε αμάρτησε, γιατί μ” αυτόν τόν τρόπο τόν κατέκρινε σάν πρόσωπο, κατέκρινε τή διάθεση τής ψυχής του, κατέκρινε oλόκληρη τή ζωή του. Καί γι” αυτό o τελώνης έφυγε από τό Ναό περισσότερο δικαιωμένος απ” αυτόν.
Συνεχίζει o άγιος νά λέγει ότι δέν μπορούμε νά ξέρομε πόσο αγωνίζεται o κάθε άνθρωπος όταν πέφτει στήν αμαρτία, καί μείς καθόμαστε καί τόν κατακρίνομε καί κολάζομε τήν ψυχή μας. Γιατί o Θεός βλέπει τόν κόπο του καί τή θλίψη πού δοκίμασε πρίν κάνει τό κακό, καί τόν ελεεί καί τόν συγχωρεί.
Καί o μέν Θεός τόν ελεεί, εμείς τόν κατακρίνομε καί χάνομε τήν ψυχή μας. Ούτε γνωρίζομε ακόμα καί πόσα δάκρυα έχυσε γι” αυτό, ενώπιον τού Θεού. Καί εμείς μέν μάθαμε τήν αμαρτία του, δέν ξέρομε όμως καί τήν μετάνοιά του. Μερικές φορές, μάς λέγει o άγιος Δωρόθεος, δέν κατακρίνομε μόνο, αλλά καί εξουδενώνουμε. Γιατί άλλο είναι η κατάκριση καί άλλο η εξουδένωση. Εξουδένωση είναι όταν, όχι μόνον κατακρίνομε κάποιον, αλλά καί τόν εκμηδενίζομε, σάν νά τόν αποστρεφόμαστε καί τόν σιχαινόμαστε σάν κάτι αηδιαστικό.
Όσοι όμως θέλουν νά σωθούν δέν προσέχουν καθόλου τά ελαττώματα τού πλησίον, αλλά προσέχουν πάντοτε τίς δικές τους αμαρτίες καί έτσι προκόβουν στήν πνευματική ζωή. Σάν εκείνον πού είδε τόν αδελφό του νά αμαρτάνει καί στενάζοντας βαθιά είπε: «Αλλοίμονό μου, γιατί σήμερα πέφτει αυτός, oπωσδήποτε αύριο θά πέσω εγώ».
Η κατάκριση γίνεται γιά έναν λόγο, ότι δέν έχομε αγάπη. Γιατί άν εχαμε αγάπη καί συμπαθούσαμε καί πονούσαμε τόν πλησίον μας, δέν θά εχαμε τό νού μας στά ελαττώματα τού πλησίον, όπως μάς λέγει o απόστολος Πέτρος: «Η αγάπη σκεπάζει πλήθος αμαρτιών» (Α” Πέτρ. 4, 8 ) καί όπως λέγει o απόστολος Παύλος: «Η αγάπη δέν βάζει στό νού της τό κακό, όλα τά σκεπάζει» (Α” Κορ. 13, 5-6).
Συνεχίζει o άγιος Δωρόθεος νά μάς διδάσκει άν εχαμε αγάπη, η δια η αγάπη θά σκέπαζε κάθε σφάλμα, όπως ακριβώς έκαναν, οι άγιοι, όταν έβλεπαν τά ελαττώματα τών ανθρώπων. Γιατί μήπως είναι τυφλοί οι άγιοι καί δέν βλέπουν τά αμαρτήματα; Καί ποιός μισεί τόσο πολύ τήν αμαρτία όσο οι άγιοι; Καί όμως δέν μισούν εκείνον πού αμαρτάνει, ούτε τόν κατακρίνουν, ούτε τόν αποστρέφονται, αλλά υποφέρουν μαζί του, τόν συμβουλεύουν, τόν παρηγορούν, τόν γιατρεύουν σάν άρρωστο μέλος τού σώματός τους. Κάνουν τά πάντα γιά νά τόν σώσουν.
Θά κλείσομε τό λόγο μας μέ ένα ωραίο περιστατικό από τό Γεροντικό. Πήγε κάποτε o αββάς Ισαάκ o Θηβαίος σέ κάποιο μοναστήρι. Εκεί είδε έναν αδελφό νά σφάλλη καί τόν κατέκρινε. Μόλις όμως έφυγε καί βγήκε στήν έρημο, παρουσιάστηκε ένας άγγελος Κυρίου, στάθηκε μπροστά στήν πόρτα τού κελλιού του καί δέν τόν άφηνε να μπεί. Εκείνος τότε παρακαλούσε νά τού εξηγήσει τήν αιτία. Καί o άγγελος αποκρίθηκε «Ο Θεός μέ έστειλε νά σέ ρωτήσω: Πού προστάζεις νά βάλω τόν αδελφό πού έκρινες;» Αμέσως o αββάς Ισαάκ κατάλαβε τό νόημα τών λόγων τού αγγέλου καί τού έβαλε μετάνοια λέγοντας: «Αμάρτησα, συγχώρεσέ με». Ο άγγελος τότε τού είπε: «Σήκω, σέ συγχώρεσε o Θεός. Καί φυλάξου απ” εδώ καί πέρα, νά μήν κρίνεις κανένα πρίν τόν κρίνει o Θεός». Άς προσέχομε, αγαπητοί αδελφοί, τίς δικές μας αδυναμίες καί καθόλου τά ελαττώματα τού πλησίον, γιά νά μπορέσομε νά δούμε τό πρόσωπο τού Κυρίου χωρίς νά κατακριθούμε.