«Ἄκου ἕνα βιβλίο» μέ τόν ἀρχιμανδρίτη Ἰάκωβο Κανάκη
Ἀποτελεῖ τήν «πηγή» τῶν συνοπτικῶν Εὐαγγελίων
Τό δεύτερο κατά σειρά βιβλίο τῆς Καινῆς Διαθήκης εἶναι τό κατά Μᾶρκον Εὐαγγέλιο. «Ἐκ τῶν 661 στίχων τοῦ Εὐαγγελίου αὐτού, 30 μόνο ἀποτελοῦν ἴδιον ὑλικόν τοῦ Μᾶρκου. Οἱ λοιποί ὑπάρχουν καί εἰς τόν Ματθαῖον καί εἰς τόν Λουκᾶν. Ἀλλ’ἐκτός τούτου καί ἡ σειρά ἐκθέσεως τῶν γεγονότων εἶναι κοινή καί εἰς τούς τρεῖς».[1] Αὐτή καί μόνο ἡ ἀναφορά τοῦ καθηγητή Ἀγουρίδη μᾶς ὡθεῖ στήν ἐξήγηση τοῦ ζητήματος μέσῳ τοῦ συνοπτικοῦ προβλήματος[2]. Ὑπάρχει ἐκτενής χρήση τοῦ κατά Μᾶρκον Εὐαγγελίου καί αὐτό δηλώνει τήν μεγάλη ἐκτίμηση τῆς Ἐκκλησίας πρός αὐτό καί τό μεγάλο του κῦρος ἐπίσης, πού ὀφειλόταν εἴτε στήν ἐγγύτητα τοῦ συγγραφέως πρός τά γεγονότα, εἴτε στήν σύνδεση τοῦ ἰδίου του συγγραφέως μέ τόν πρωτοκορυφαῖο ἀπόστολο Πέτρο, εἴτε τέλος στόν σεβασμό πρός τήν Ἐκκλησία τῆς Ρώμης.[3]
Συγγραφέας τοῦ Εὐαγγελίου εἶναι ὁ Μᾶρκος, τό ἀρχικό ὄνομα τοῦ ὁποίου ἦταν Ἰωάννης (Πράξ. 12,12-25.), ἀλλά ἀργότερα ἔλαβε τό ὄνομα Μᾶρκος, ὅπως συνηθιζόταν κατά τήν ἐποχή ἐκείνη στίς Ἑλληνορωμαϊκές κοινωνίες[4]. Διαβάζουμε στήν Εἰσαγωγή τῆς Καινῆς Διαθήκης τοῦ Ἰ. Παναγόπουλου: «Σύσσωμη ἡ ἀρχαία ἐκκλησιαστική παράδοση ταυτίζει τόν συγγραφέα τοῦ δευτέρου Εὐαγγελίου μέ τόν γνωστό ἀπό τίς Πράξεις Ἀποστόλων Ἰωάννη. Ἦταν γιός τῆς Μαρίας καί ἀνηψιός τοῦ ἀποστόλου Βαρνάβα (Κολ.4,10). Ὑπάρχει ἡ ἀναπόδεικτη ὑπόθεση ὅτι ὁ Μᾶρκος εἶναι τό πρόσωπο πού κρατοῦσε τό «κεράμιον ὕδατος» καί ὁδήγησε τούς ἀποστόλους στόν Μυστικό Δεῖπνο (Μρ.14,13), ἤ ὁ νεανίας πού συνέλαβαν καί δραπέτευσε γυμνός κατά τήν σύλληψη τοῦ Ἰησοῦ στήν Γεθσημανή (14, 51 ἑξ.). Ἡ μητέρα του κατοικοῦσε στά Ἱεροσόλυμα, ἦταν γνωστή τῶν Ἀποστόλων καί στό σπίτι της συναθροίζονταν γιά λατρευτικούς σκοπούς οἱ πρώτοι Χριστιανοί[5]. Πιθανώτατα στήν οἰκία της νά συνέφαγαν ὁ Χριστός μέ τούς μαθητές του κατά τό Μυστικό Δείπνο.[6] Ὁ θεῖος του Βαρνάβας τόν παρέλαβε μαζί του στήν Ἀντιόχεια, ὅταν ἔφυγε μέ τόν Παῦλο ἀπό τά Ἰεροσόλυμα (Πραξ.12,25). Συνόδευσε ὡς ὑπηρέτης (Πραξ.13,5) τούς δύο ἀποστόλους ἀπό τήν Ἀντιόχεια στήν πρώτη ἱεραποστολική περιοδεία πρός τήν Κύπρο, τούς ἐγκατέλειψε[7] ὅμως στήν Πέργη τῆς Παμφυλίας, ἴσως ἐξαιτίας τῶν κοπώσεων, καί ἐπέστρεψε στά Ἰεροσόλυμα (Πραξ.13,13). Ὅταν ὁ Παῦλος ξεκίνησε τήν δεύτερη περιοδεία του ὁ Βαρνάβας θέλησε νά συμπεριλάβει μαζί του καί τόν Μᾶρκο. Ὁ Παῦλος ὅμως ἀρνήθηκε καί ἐπῆλθε παροξυσμός μεταξύ τῶν δύο ἀνδρῶν, πού κατέληξε στόν χωρισμό τους.[8] Ὁ Βαρνάβας ἐπισκέφθηκε μέ συνοδό του τόν Μᾶρκο τήν Κύπρο καί ὁ Παῦλος μέ συνοδό τόν Σίλα, πορεύθηκε στήν Συρία καί στήν Κιλικία (Πραξ.15, 37-41). Ἐδῶ χάνουμε τά ἴχνη τοῦ Μᾶρκου. Ἀπό λοιπές πληροφορίες φαίνεται πιθανόν, ὅτι ἀποκατέστησε τίς σχέσεις του μέ τόν Παῦλο καί βρισκόταν μαζί του στήν (πρώτη) αἰχμαλωσία (τῆς Ρώμης ἤ τῆς Καισάρειας), ἀπό ὅπου τόν ἔστειλε στήν Μ.Ἀσία (Κολ.4,10-11. Φιλ.24). Ὁ Παῦλος τόν προσκαλεῖ μάλιστα νά μεταβεῖ ἀπό τήν Ἔφεσο στόν τόπο τῆς αἰχμαλωσίας του (τῆς ὑποτιθέμενης δεύτερης στήν Ρώμη) (Β΄Τιμ.4,11). Σύμφωνα, μέ τό Α΄ Πετρ. 5,13 βρισκόταν στήν Ρώμη μαζί μέ τόν Πέτρο. Ἡ μεταγενέστερη ἐκκλησιαστική παράδοση θέλει τόν Μᾶρκο ἀκόλουθο τοῦ Πέτρου καί προσθέτει, ὅτι μετά τό μαρτύριο τῶν δύο κορυφαίων ἀποστόλων στήν Ρώμη, ἀναχώρησε γιά τήν Ἀλεξάνδρεια, ὅπου ἵδρυσε τήν ἐκεῖ Ἐκκλησία καί ἔγινε ὁ πρῶτος ἐπίσκοπός της. Ἀπό ἐκεῖ μεταφέρθηκαν τόν 9ο αἰώνα τά λείψανά του καί ἐναποτέθηκαν στόν καθεδρικό ναό τοῦ Ἁγίου Μᾶρκου στήν Βενετία. Ἡ Ἐκκλησία ἑορτάζει τήν μνήμη του στίς 25 Ἀπριλίου».[9] Χαρακτηριστική εἶναι ἡ φράση τοῦ Ἀπ. Πέτρου γιά τόν Μᾶρκο (Α΄ Πέτρ. 5,13) «Μᾶρκος ὁ υἱός μου» δηλώνοντας πιθανόν ἀφενός τήν διαφορά ἠλικίας μεταξύ τους καί ἀφετέρου τήν μεγάλη τους οἰκειότητα[10].
Ὡς πρός τόν χρόνο καί τόν τόπο συγγραφῆς τοῦ Ευαγγελίου ἔχει ὑποστηριχθεί ἀπό τόν καθηγητή Β. Ἰωαννίδη ἡ περίοδος μεταξύ 60-64 μ.Χ[11], ἐνῶ ἄλλες ὑποθέσεις μιλοῦν γιά τό 50, 60 ἤ 70 μ.Χ.[12] Ὡς πρός τόν τόπο συγγραφῆς ὑποστηρίχθηκαν ἡ Ρώμη ἤ ἡ Συρία.[13]
Ὡς πρός τήν δομή τοῦ κειμένου, τό πρῶτο μέρος τοῦ Εὐαγγελίου περιλαμβάνει τήν δρᾶση τοῦ Κυρίου μέχρι τήν ὁμολογία τοῦ Πέτρου, ὅτι ὁ Ἰησοῦς εἶναι ὁ Χριστός, ὁ υἱός τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος (1,14-8,27), ἐνῶ τό δεύτερο μέρος (8,27-16,20) περιλαμβάνει τά πρό τοῦ Πάθους γεγονότα, τά Πάθη, τήν Ἀνάσταση καί τίς ἐμφανίσεις τοῦ ἀναστάντος Κυρίου στούς μαθητές. Καί στά δύο μέρη τοῦ βιβλίου σημειώνουμε ὅτι τό λεκτικό ὕφος τοῦ κατά Μᾶρκον Εὐαγγελίου εἶναι ἰδιαιτέρως ἁπλό, ἀπέριττο, ζωηρό, παραστατικό καί δροσερό.[14]
Σκοπός τοῦ Εὐαγγελίου εἶναι πρωτίστως ἡ διακήρυξη πρός τούς ἐξ’ἐθνῶν προσερχομένους Χριστιανούς, ὅτι ὁ Ἰησοῦς εἶναι ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ καί ὁ λυτρωτής τοῦ κόσμου. Ὁ Μᾶρκος παραθέτει κυρίως Ἔργα τοῦ Κυρίου ἀποδεικνύοντας ὅτι αὐτά εἶναι ἀληθινά σημεῖα τῆς θεότητάς Του.[15] Εἶναι σημαντικό, ὡς πρός τόν σκοπό τῆς συγγραφής τοῦ Εὐαγγελίου, νά ἀναφερθεῖ ἡ αἰτία συγγραφής. Ἐκ τοῦ Κλήμεντος Ἀλεξανδρείας μᾶς δίνεται ἡ πληροφορία, ὅτι οἱ ἀκροατές τοῦ Ἀπ. Πέτρου στήν Ρώμη παρεκίνησαν τόν ἀκόλουθό του Μᾶρκο νά καταγράψει ὅσα κήρυξε ὁ Πέτρος περί τῶν ὑπό τοῦ Κυρίου «πραχθέντων καί λεχθέντων». Ἀλλά καί τό γεγονός ὅτι οἱ αὐτόπτες μαθητές τοῦ Κυρίου βαθμιαίως «ἀπήρχοντο ἐκ τῆς ζωῆς ταύτης» «ἀνάγκασε» τόν Μᾶρκο νά διασώσει ἐγγράφως τά κυρηχθέντα περί τοῦ Κυρίου[16]. Ἐνῶ βέβαια ὁ Μᾶρκος εἶναι συνεργάτης τῶν δύο μεγάλων ἀποστόλων Πέτρου καί Παύλου καί ἀναφέρει ὅσα ἐκείνοι ἔχουν καταθέσει, ἔχει καί ὁ ἴδιος προσωπική γνώση τῶν γεγονότων πού ἐκθέτει. Πολλοί ἑρμηνευτές στήν πληροφορία τῶν στιχ. 14,51-52, πού ἀναφέρεται στόν γυμνό νεανίσκο πού παρακολουθεῖ τήν σκηνή τῆς σύλληψης τοῦ Ἰησοῦ στήν Γεθσημανή ἀναγνωρίζουν ἕνα «προσωπικό βίωμα» τοῦ Εὐαγγελιστή[17].
Τό Εὐαγγέλιο ἀπευθύνει ὁ Μᾶρκος σέ Χριστιανούς πού ἦταν πρώην ἐθνικοί καί πού ζοῦσαν ἔξω ἀπό τήν Παλαιστίνη.[18] Αὐτό γίνεται φανερό ἀπό τό ὅτι γράφτηκε στήν ἑλληνική γλῶσσα καί ἀπό τό ὅτι ἀκόμα καί οἱ παραπομπές στήν Παλαιά Διαθήκη γίνονται ἐκ τῆς ἑλληνικῆς μεταφράσεως τῶν Ο΄.[19]
Ὅπως ἀναφέρθηκε, πηγή τοῦ Μᾶρκου εἶναι ὁ Πέτρος[20]. Συνέγραψε δέ τό Εὐαγγέλιό του «βάσει ἐκείνων πού ἐνεθυμεῖτο ἀπό τό κήρυγμα τοῦ Πέτρου».[21] Ἀφορμή γιά τόν σύνδεσμο τῶν δύο προσώπων μπορεῖ νά ἀναφερθεῖ τό Α΄Πετρ.5,13.[22] Εἶναι ἀρχαιοτάτη παράδοση ὁ Μᾶρκος νά εἶναι ὄχι ἁπλῶς συνοδός, ἀλλά «ἑρμηνευτής» τοῦ Πέτρου.[23] Ἀξιοσημείωτο εἶναι ὅτι ἐνῶ ὑπάρχει πνευματική καί φιλική σχέση μεταξύ τῶν δύο ἀνδρῶν ὁ Μᾶρκος δέν παραλείπει νά ἐπισημαίνει τίς ἀδυναμίες τοῦ Πέτρου στό Εὐαγγέλιό του, ἀποδεικνύοντας μέ αὐτόν τόν τρόπο τήν ἀντικειμενικότητά του στήν ἔκθεση τῶν γεγονότων. (Μρ 8,33).[24]
Σκοπός τῆς συγγραφῆς δέν εἶναι ἡ παράθεση ἱστορικῶν στοιχείων περί τοῦ Ἰησοῦ, ἀλλά ἡ ἀναφορά τοῦ ἔργου του ὑπό ὁρισμένο θεολογικό πρῖσμα, πρός χρήση (κατηχήσεως) ὑπό τῆς Ἐκκλησίας.[25] Προσπαθεῖ νά ἐξηγήσει γιατί ὁ Μεσσίας Ἰησοῦς ὑπέστη τόν θάνατο ἑνός ἐγκληματία καί ἔτσι ὁ λόγος του ἔχει ἀπολογητικό χαρακτήρα. Αὐτός ὁ χαρακτήρας συγγραφής ὑποστήριξαν ὅτι ὑφίσταται ἐξαιτίας τοῦ χρόνου καί τῶν συγκυριῶν πού γράφθηκε τό Εὐαγγέλιο. Ἔτσι ἀπευθύνεται πρός τούς μάρτυρες καί τούς κοινωνικά ἐξοστρακισμένους πιστούς γιά νά τονώσει τήν πίστη τους καί τήν ὑπομονή τους στά μαρτύρια.[26] Ἐπίσης, κύριο θέμα τοῦ Εὐαγγελίου εἶναι ὁ ἀγώνας τοῦ Ἰησοῦ, τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, ἐναντίον τῶν δυνάμεων τῆς κακίας καί τοῦ σκότους. Ὁ ἀγώνας αὐτός προσέλαβε διάφορες μορφές καί ἔφθασε μέχρι τόν θάνατο ἐπί τοῦ Σταυροῦ συντρίβοντας τελικά τήν δύναμη τοῦ κακού.[27] Χαρακτηριστικό τοῦ Ἱεροῦ κειμένου εἶναι ὅτι ὁ Ἰησοῦς ἐνεργεί «ἐν δυνάμει» καί ἀναγκάζει τούς δαίμονες σέ ὑποταγή, ἐπιβάλλει τήν θέλησή του στά στοιχεῖα τῆς φύσης, θεραπεύει τούς ἀσθενεῖς καί ἀνασταίνει νεκρούς.[28] Γενικά, τό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ ἀποτελεῖ τό κεντρικό θέμα τοῦ Μᾶρκου ὅπου τόν παρουσιάζει ὡς τέλειο Θεό καί τέλειο ἄνθρωπο. Ἐπίσης, τόν παρουσιάζει καί ὡς ἱδρυτή μιᾶς νέας βασιλείας πού ἔχει σάν σκοπό τήν ἀναδημιουργία τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς.[29] Θέλει νά κηρύξει τόν Ἰησοῦ Χριστό ὡς «Υἱό τοῦ Θεοῦ». Ὁ χριστολογικός αὐτός τίτλος εἶναι γιά τόν Εὐαγγελιστή ἰδιαιτέρως σημαντικός, ἀπαντᾶ δέ σέ σημαντικές περικοπές τοῦ Εὐαγγελίου ὅπως στά Μτθ.9,7 καί 15,39. Ἐπιπροσθέτως, τό ἐπίκεντρο τῆς θεολογίας τοῦ Εὐαγγελιστή ἀποτελεῖ τό Πάθος τοῦ Ἰησοῦ, ὅπως καί τό πάθος τῶν μαθητῶν του, τόσο μέ τήν στενή ἔννοια τῶν δώδεκα, ὅσο καί αὐτῶν πού θά πιστέψουν σέ Αὐτόν[30]. Ἰδιαιτέρως, ὅπως ἀναφέραμε, στό κατά Μᾶρκον τονίζεται ἡ «Χριστολογία». Δίνεται ἔμφαση στήν ἀνθρώπινη καί μεσσιανική ἰδιότητα τοῦ Κυρίου. Ἐξαίρονται τά ἀνθρώπινα χαρακτηριστικά, ὅπως ἡ συχνή ἐπικοινωνία μέ τόν ὄχλο, ἡ εὐσπλαγχνία πρός τούς πάσχοντες (1,41) κ.ἄ. Ὁ Μεσσίας ἀπαντᾶ ὡς «υἱός τοῦ ἀνθρώπου» καί «υἱός τοῦ Θεοῦ». Μέ τήν δεύτερη ἔκφραση τονίζεται κυρίως ἡ θεότητά Του.
Σημαντική εἶναι ἡ συνεχῆς παρουσία τοῦ Σταυροῦ στό Εὐαγγέλιο, εἰδικά μετά τήν ἀπόφαση τῶν Φαρισαίων νά τόν θανατώσουν.[31] Δύο ἀκόμα σημαντικά σημεῖα πού πρέπει νά σταθοῦμε εἶναι ἡ πίστη τῶν ἀνθρώπων, πού θέλουν νά θεραπευθοῦν (2,5. 5,34), ἡ ἀδυναμία κατανόησης τῶν λόγων Του ἀκόμα και ἀπό τούς μαθητές (6,52) καί τό θαύμα τοῦ χορτασμοῦ τῶν 4000 (8,1-9), τό ὁποῖο ἀπηχεῖ τό ἐσχατολογικό γεῦμα τῆς χαρᾶς (7,1-8,9).[32] Σημαντικές εἶναι οἱ ἀντιθέσεις μέσα στό ἱερό κείμενο, ὅπως ἐκεῖνο τῆς εὐσεβοφάνειας, τῆς ρηχῆς καί ἐπιφανειακῆς πίστης τῶν Γραμματέων σέ ἀντίθεση μέ τήν προθυμία τῆς πτωχῆς χήρας πού ἀσκεῖ θυσιαστικά τήν ἐλεημοσύνη.[33] Στήν διήγηση περί τοῦ Πάθους βλέπουμε μία σύνδεση τῆς Παλαιᾶς καί τῆς Καινῆς Διαθήκης, ὅπου ὁ Ψαλμός 2 διαδραματίζει ἕναν ἰδιαίτερο ρόλο κατευθύνοντας στήν κραυγή τοῦ Ἐσταυρωμένου Μεσσία (15,34).[34] Ἐπίσης, τά ἐπί μέρους γεγονότα συνδέονται μεταξύ τους μέσα σέ ἕνα χρονοδιάγραμμα λίγων ἡμερῶν (14,1.12. πρβλ.15,42. 16,1), ἐνῶ τήν τελευταία ἡμέρα σέ ἕνα χρονοδιάγραμμα λίγων ὠρῶν (15,1.25.33-34).[35]
Τό «μεσσιανικό μυστικό» ἀποτελεῖ τό ἰδιαίτερο χαρακτηριστικό τοῦ Εὐαγγελίου καί ἀπαντᾶ μόνο στό κατά Μᾶρκον.[36] Πρόκειται γιά τήν βούληση τοῦ Ἰησοῦ νά μήν ἀφήνει νά φανερωθεῖ τό ὄνομά Του ὅταν ἐνεργοῦσε θαύματα καί ἄλλα θαυμαστά γεγονότα. Γιατί τό ἔκανε αὐτό; Ὁ καθηγητής Ἀγουρίδης ἀπαντᾶ: «Ὁ Ἰησοῦς δέν ἠδύνατο σαφῶς νά εἴπη ποῖος εἶναι πρίν ἀποδείξη διά τοῦ θανάτου Του τό νόημα τῆς ἀποστολῆς Του ὡς Μεσσίου. Ἄν ἀνέπτυσσε δημοσίᾳ τήν διδασκαλίαν διά τό περιεχόμενον τοῦτο τῆς συνειδήσεώς Του, οὐδείς θά ἀντελαμβάνετο, πλεῖστοι δέ ἐπικινδύνως θά παρενόουν. Ὁ Ἰησοῦς, ἀντιθέτως, κατά βαθμίδας καί καθ’ὅσον ἡδύνατο ἕκαστος, ἀπεκάλυπτε τό μυστικόν τῆς ὑπάρξεώς του».[37] Οἱ περισσότεροι ἐρευνητές σήμερα συνδέουν τό «μυστικό» μέ τό πάθος τοῦ Κυρίου, μέ τήν ἔννοια, ὅτι ἡ πλήρης ὁμολογία τῆς μεσσιανικῆς του ἰδιότητας μποροῦσε νά γίνει κατανοητή μόνο μετά τήν Σταύρωση καί τήν Ἀνάσταση (πρβλ.9,9).[38] Σημειώνουμε ὅτι οἱ δαίμονες ἀναγνωρίζουν τόν Ἰησοῦ (1,24.34), ἀλλά ὁ Χριστός προστάζει καί αὐτούς νά σιωπήσουν (1,25.34).[39] Τέλος, σημαντικό θέμα πού ὑπάρχει στό κατά Μᾶρκον εἶναι οἱ ἔννοιες « Ἰσραήλ» καί «Ἐκκλησία». Πρόκειται γιά τόν παλαιό Ἰσραήλ ὁ ὁποῖος στηλιτεύεται δριμύτητα γιά τήν πώρωσή του ἀπέναντι στόν Ἰησοῦ (4,12). Ἀπό τήν ἄλλη ὁ Ἰησοῦς βρίσκει ἀνταπόκριση, ἐκτός ἀπό κάποιους καλοπροαίρετους Ἰουδαίους, στά «ἔθνη», στούς εἰδωλολάτρες. Ἔτσι θα δημιουργηθεῖ ὁ πρῶτος πυρήνας πού θα τήν ἀκολουθεῖ. Εἶναι ἡ πρώτη Ἐκκλησία ἤ ὁ «νέος Ἰσραήλ».
Ἐν κατακλείδι, «πρόβλημα» ἀποτελεῖ γιά τήν ἔρευνα τό τελευταῖο μέρος τοῦ Εὐαγγελίου (Μκ. 16,9-20). Ἔχει ὑποστηριχθεῖ ὅτι πρόκειται γιά ἕνα «συμπίλημα ἀπό τίς πασχάλιες διηγήσεις τῶν ὑπολοίπων εὐαγγελίων, πρᾶγμα πού σημαίνει ὅτι προστέθηκαν ἀργότερα».[40] Σημειώνουμε τό χαρακτηριστικό τέλος του μέ τήν ἀναφορά στήν σιωπή καί τόν φόβο τῶν γυναικῶν, τά ὁποῖα μποροῦν νά κατανοηθοῦν ὡς μία τελευταία νουθεσία πρός τούς ἀναγνῶστες πού θά θελήσουν νά μελετήσουν τό κείμενο καί ἀκόμα περισσότερο γιά κάποιους ἄλλους πού θά προσπαθήσουν νά παρερμηνεύσουν τόν λόγο καί τό ἔργο τοῦ Μεσσία.[41] Ἐπειδή εἶναι δύσκολο νά δεχτεῖ ἡ ἐπιστημονική ἔρευνα ὅτι ὁ συγγραφέας ὁλοκλήρωσε τό Εὐαγγέλιό του μέ ἀπότομο τρόπο μέ τήν πρόταση «ἐφοβοῦντο γάρ» (16,8) εἰκάζουν ὅτι «ὁ Μᾶρκος δι’ ἀνωτέραν βίαν δέν ἠδυνήθη νά τελειώση τήν διήγησίν του κατά φυσικόν τρόπον καί οὔτω τό εὐαγγέλιόν του διαδοθέν ἀτελές ἐν αρχή, συνεπληρώθη κατόπιν ὑπό ἄλλου συγγραφέως».[42]
τοῦ ἀρχιμ.Ἰακώβου Κανάκη
[1] Ἀγουρίδου Σ., Εἰσαγωγή εἰς τήν Καινήν Διαθήκην, Ἀθήνα 1971, σ.109 Βλ. H. Koster, «Uberlieferung und Geschichte der fruhchristlichen Evangelienliteratur», Aufstieg und Niedergang der Romischen Welt, ἐκδ. W. Haase, τομ. 25, μέρος 2, 1984, 1463-1542
[2] Συνοπτικό πρόβλημα ἀποτελεῖ τό γεγονός ἴδιων ἤ παράλληλων κειμένων στά Εὐαγγέλια Ματθαίου, Μᾶρκου καί Λουκᾶ. Βλ. Καραβιδοπούλου Ἰ. «Τό κατά Μᾶρκον Εὐαγγέλιον» Θεσσαλονίκη 1988, σσ.24-30.
[3] Ἀγουρίδου Σ., Εἰσαγωγή εἰς τήν Καινήν Διαθήκην, Ἀθήνα 1971, σ.110
[4] Καραβιδοπούλου Ἰ. «Τό κατά Μᾶρκον Ευαγγέλιον» Θεσσαλονίκη 1988, σ.31, Ἰωαννίδου Β., Εἰσαγωγή εἰς τήν Καινήν Διαθήκην, Ἀθήνα 1996, σ.77
[5] Πράξ. 12,12
[6] Μρ.14,12-15
[7] Πολλοί ὑποθέτουν ὅτι ἀποχώρησε, διότι ὡς νέος, «ἀπέκαμμεν» ἐκ τῶν διαρκῶν καί σκληρῶν περιπετειῶν τοῦ κηρύγματος στά ἔθνη, ἐνῶ ἄλλοι ὑποστήριξαν ὅτι ὡς λευίτης δέν ἐπεδοκίμαζε τό εὐρύ καί φιλελεύθερο πρόγραμμα τοῦ Ἀποστόλου Παύλου κηρύττοντας ἀδιακρίτως σέ Ἰουδαίους καί Ἐθνικούς. Βλ. Ἰωαννίδου Β., Εἰσαγωγήν εἰς τήν Καινήν Διαθήκην, Ἀθήνα 1996, σ.78
[8] Ἰωαννίδου Β., Εἰσαγωγήν εἰς τήν Καινήν Διαθήκην, Ἀθήνα 1996, σ.78
[9] Παναγοπούλου Ἰ., Εἰσαγωγή στήν Καινή Διαθήκη, Ἀθήνα, 1995, σς.87-88
[10] Ἰωαννίδου Β., Εἰσαγωγήν εἰς τήν Καινήν Διαθήκην, Ἀθήνα 1996, σ.79
[11]Ἰωαννίδου Β., Εἰσαγωγήν εἰς τήν Καινήν Διαθήκην, Ἀθήνα 1996, σ.85. Βλ. Βλ. Καραβιδοπούλου Ἰ. «Τό κατά Μᾶρκον Εὐαγγέλιον» Θεσσαλονίκη 1988, σ.36-37
[12] Ἀγουρίδου Σ., Εἰσαγωγή εἰς τήν Καινήν Διαθήκην, Ἀθήνα 1971, σ.119-120. Bull Klaus-Michael, «Βιβλογνωσία της Καινής Διαθήκης», Μτφρ. Καρακόλης Χρήστος, Αθήνα 2015, σ.45. Ἰωαννίδου Βασ. Εἰσαγωγή εἰς τήν Καινήν Διαθήκην, Ἀθήνα 1996,σ.85. Παναγοπούλου Ἰ., Εἰσαγωγή στήν Καινή Διαθήκη, Ἀθήνα, 1995, σ.94.
[13] Bull Klaus-Michael, «Βιβλογνωσία της Καινής Διαθήκης», Μτφρ. Καρακόλης Χρήστος, Αθήνα 2015, σσ.44-45. Παναγοπούλου Ἰ., Εἰσαγωγή στήν Καινή Διαθήκη, Ἀθήνα, 1995 σσ.94-95. Ἰωαννίδου Β., Εἰσαγωγή εἰς τήν Καινήν Διαθήκην, Ἀθήνα 1996, σ.84. Καραβιδοπούλου Ἰ. «Τό κατά Μᾶρκον Εὐαγγέλιον» Θεσσαλονίκη 1988, σ.35-36
[14] Ἰωαννίδου Β., Εἰσαγωγή εἰς τήν Καινήν Διαθήκην, Ἀθήνα 1996, σ.85
[15] Ἰωαννίδου Β., Εἰσαγωγή εἰς τήν Καινήν Διαθήκην, Ἀθήνα 1996, σ.84
[16]Ἰωαννίδου Β., Εἰσαγωγή εἰς τήν Καινήν Διαθήκην, Ἀθήνα 1996, σσ.83-84
[17] Καραβιδοπούλου Ἰ. «Τό κατά Μᾶρκον Εὐαγγέλιον», Θεσσαλονίκη 1988, σ.30
[18] Καραβιδοπούλου Ἰ. «Τό κατά Μᾶρκον Εὐαγγέλιον», Θεσσαλονίκη 1988, σ.35. Bull Klaus-Michael, «Βιβλογνωσία της Καινής Διαθήκης», Μτφρ. Καρακόλης Χρήστος, Αθήνα 2015, σσ.45-46
[19] Ἀγουρίδου Σ., Εἰσαγωγή εἰς τήν Καινήν Διαθήκην, Ἀθήνα 1971, σ.111
[20] Οἱ περισσότεροι δέχονται ὅτι τό κατά Μᾶρκον εἶναι τό προγενέστερο ἐκ τῶν συνοπτικῶν Εύαγγελίων καί ἀποτελεῖ τήν βάση τῶν ἄλλων δύο. (Βλ. Ἀγουρίδου Σ., Εἰσαγωγή εἰς τήν Καινήν Διαθήκην, Ἀθήνα 1971).
[21] Ἀγουρίδου Σ., Εἰσαγωγή εἰς τήν Καινήν Διαθήκην, Ἀθήνα 1971, σ.113
[22] Bull Klaus-Michael, «Βιβλογνωσία της Καινής Διαθήκης», Μτφρ. Καρακόλης Χρήστος, Αθήνα 2015, σ.44
[23] Ἑρμηνευτής δέν σημαίνει διερμηνέας ἤ μεταφραστής, ἀλλά
ἡ λέξη προσδιορίζει αὐτόν πού ἀπέδωσε τήν ὅλη διδασκαλία τοῦ Πέτρου. (Ἰωαννίδου Β., Εἰσαγωγήν εἰς τήν Καινήν Διαθήκην, Ἀθήνα 1996, σ.81) Παναγοπούλου Ἰ., Εἰσαγωγή στήν Καινή Διαθήκη, Ἀθήνα, 1995, σ.89. Ὁ καθηγητής Ἰ. Καραβιδόπουλος ἀναφέρει ὅτι ὁ ἑρμηνευτής πιθανόν σημαίνει α) ὅτι ὁ Μᾶρκος μετέφραζε στά ἑλληνικά τά ἀραμαϊκά κηρύγματα τοῦ Πέτρου, ὥστε νά τά καταλαβαίνουν οἱ ἑλληνιστές Χριστιανοί τῆς Ἰερουσαλήμ ἤ β) ὅτι κατέγραψε τό κήρυγμα τοῦ Πέτρου καί τό παρέδωσε στήν Ἐκκλησία μέ τήν μορφή τοῦ Εὐαγγελίου (Βλ. Καραβιδοπούλου Ἰ. «Τό κατά Μάρκον Εὐαγγέλιον» Θεσσαλονίκη 1988, σ.29. Ἡ ἀρχαία ἐκκλησιαστική παράδοση ἀναγνώρισε ὡς πιό ἔγκυρη τήν δεύτερη ἐκδοχή. Βλ. W.C. Unnik, «Zur Papias-Notizuber Markus»ZNW 54 (1963), 276ἑ.
[24] Ἰωαννίδου Β., Εἰσαγωγήν εἰς τήν Καινήν Διαθήκην, Ἀθήνα 1996, σ.82
[25] Ἀγουρίδου Σ., Εἰσαγωγή εἰς τήν Καινήν Διαθήκην, Ἀθήνα 1971, σς.114-115
[26] Ἀγουρίδου Σ., Εἰσαγωγή εἰς τήν Καινήν Διαθήκην, Ἀθήνα 1971, σ.115
[27] Καραβιδοπούλου Ἰ. «Τό κατά Μᾶρκον Εὐαγγέλιον» Θεσσαλονίκη 1988, σ.37. Ἰωαννίδου Β., Εἰσαγωγή εἰς τήν Καινήν Διαθήκην, Ἀθήνα 1996, σς.77-78
[28] Ἰωαννίδου Β., Εἰσαγωγή εἰς τήν Καινήν Διαθήκην, Ἀθήνα 1996, σ.88
[29] Ἰωαννίδου Β., Εἰσαγωγή εἰς τήν Καινήν Διαθήκην, Ἀθήνα 1996, σ.89
[30] Βλ. Δ.Τρακατέλλη (νῦν ἀρχιεπισκόπου Ἀμερικής, Ἐξουσία καί πάθος. Χριστολογικές ἀπόψεις τοῦ κατά Μάρκον Εὐαγγελίου, Ἀθήνα, 1983
[31] Bull Klaus-Michael, «Βιβλογνωσία της Καινής Διαθήκης», Μτφρ. Καρακόλης Χρήστος, Αθήνα 2015, σ.49
[32] Bull Klaus-Michael, «Βιβλογνωσία τῆς Καινῆς Διαθήκης», Μτφρ. Καρακόλης Χρήστος, Αθήνα 2015, σ.50
[33] Bull Klaus-Michael, «Βιβλογνωσία της Καινής Διαθήκης», Μτφρ. Καρακόλης Χρήστος, Αθήνα 2015, σ.53
[34] Bull Klaus-Michael, «Βιβλογνωσία της Καινής Διαθήκης», Μτφρ. Καρακόλης Χρήστος, Αθήνα 2015, σ.54
[35]Bull Klaus-Michael, «Βιβλογνωσία της Καινής Διαθήκης», Μτφρ. Καρακόλης Χρήστος, Αθήνα 2015, σ.54
[36] Παναγοπούλου Ἰ., Εἰσαγωγή στήν Καινή Διαθήκη, Ἀθήνα, 1995, σ.92, 97-98
[37]Ἀγουρίδου Σ., Εἰσαγωγή εἰς τήν Καινήν Διαθήκην, Ἀθήνα 1971, σ.116
[38] Παναγοπούλου Ἰ., Εἰσαγωγή στήν Καινή Διαθήκη, Ἀθήνα, 1995, σ.98.
[39] Bull Klaus-Michael, «Βιβλογνωσία της Καινής Διαθήκης», Μτφρ. Καρακόλης Χρήστος, Αθήνα 2015, σ.48
[40] Bull Klaus-Michael, «Βιβλογνωσία της Καινής Διαθήκης», Μτφρ. Καρακόλης Χρήστος, Αθήνα 2015, σ.55
[41] Bull Klaus-Michael, «Βιβλογνωσία της Καινής Διαθήκης», Μτφρ. Καρακόλης Χρήστος, Αθήνα 2015, σ.55
[42] Ἰωαννίδου Β., Εἰσαγωγή εἰς τήν Καινήν Διαθήκην, Ἀθήνα 1996, σ.83