ὑπό ἀρχιμ. Βασιλείου Μπακογιάννη
Ὁ Μ. Ἁγιασμός προῆλθε ἀπό τό νερό τῆς Βαπτίσεως. Βλέποντας οἱ χριστιανοί ὅτι τό νερό αὐτό θεράπευε ἀρρώστιες, τό ἔπαιρναν στά σπίτια τους· τό κρατοῦσαν σάν «φυλακτό»· ράντιζαν τά χωράφια τους, τά δένδρα τους, τά ἀμπέλια τους. (Παν. Τρεμπέλα, Μικρόν Εὐχολόγιον, σελ. 53-57). Ἀπό τή μιά μεριά εἴχαμε τούς Κατηχουμένους, πού περίμεναν νά βαπτισθοῦν, καί ἀπό τήν ἄλλη, τούς χριστιανούς, πού περίμεναν μέ δοχεῖα στή σειρά γιά νά πάρουν ἀπό τό νερό τῆς Βαπτίσεως. Καί πρός ἐξυπηρέτηση τῶν πιστῶν, ὁ Πατριάρχης Ἀντιοχείας, Πέτρος ὁ Κναφεύς καθιέρωσε ὥστε τό ἀπόγευμα τῆς παραμονῆς νά γίνεται ὁ καθαγιασμός τῶν ὑδάτων, «τήν ἐπί τῶν ὑδάτων ἐν τοῖς Θεοφανίοις ἐπίκλησιν ἐν τῇ ἑσπέρᾳ γίνεσθαι» (P.G. 86:209), καί ἀνήμερα τῆς γιορτῆς οἱ Βαπτίσεις τῶν Κατηχουμένων.
Ἦρθε ἐποχή (6ος αἰ.) πού ἐπικράτησε ὁ νηπιοβαπτισμός, καί ἐξέλιπεν ὁ θεσμός τῶν Κατηχουμένων, ὁπότε ἀνήμερα τῶν Θεοφανείων δέν γίνονταν Βαπτίσεις. Ὅμως, οἱ χριστιανοί εἶχαν ἤδη συνηθίσει νά παίρνουν «ἁγιασμένο νερό». Γιά τόν λόγο αὐτό, ἡ Ἐκκλησία συνέχισε νά ἁγιάζει τό νερό, καί ἀνήμερα τῶν Θεοφανείων. Ἤδη ὁ ποητής Παῦλος Σιλεντάριος ( συνεργάτης τοῦ Ἰουστιανιανοῦ), μᾶς πληροφορεῖ μέσα ἀπό ἕνα ποίημά του, μέσα ὅτι στήν ἐποχή του (6ος αἰ.) στό Ναό τῆς Ἁγίας Σοφίας (Κων/πολη), ἡ ἀκολουθία τοῦ Μεγάλου Ἁγιασμοῦ γινόταν ἔξω ἀπό τό Ναό, σέ εἰδική καί εὐρύχωρη φιάλη( P.G. 86b: 2142). Σύν τῷ χρόνῳ, ἡ ἑσπερινή Θ. Λειτουργία καί ὁ Μεγάλος Ἁγιασμός, ἀπό τό ἑσπέρας τῆς παραμονῆς, «μεταφέρθηκαν» τό πρωί τῆς παραμονῆς. Παρόλο αὐτό, ἡ νηστεία τῆς παραμονῆς παρέμενε. Ὅμως, τότε, παραμονή, σταματᾶ καί ἡ κατάλυση εἰς πάντα, ἡ ὁποία ἀρχίζει ἀπό τή μέρα τῶν Χριστουγέννων! Καί γιατί σταματᾶ τήν παραμονή; Μέ ἄλλα λόγια, γιατί νά νηστεύουμε παραμονή τῶν Φώτων;
Λένε, πώς νηστεύουμε γιά τή γιορτή τῶν Φώτων. Δηλαδή; Σαράντα μέρες νηστεία γιά τά Χριστούγεννα, καί μόνο μία γιά τά Θεοφάνεια;! Καί καμία γιά τήν Ἀνάληψη ἤ τήν Πεντηκοστή;! Ἄν εἶναι δυνατόν!
Οἱ Κατηχούμενοι νήστευαν παραμονή τῶν Φώτων, ὄχι ἐπειδή ἦταν χονδροί (!) καί ἔπρεπε νά ἀδυνατίσουν (!) , ὥστε νά «χωρέσουν» (!), στά Βαπτιστήρια, ἀλλά γιά νά δεχθοῦν τή χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Γιά τόν ἴδιο, λοιπόν, λόγο νηστεύουμε καί ἐμεῖς: Ἐπειδή θά λάβουμε τή θεία χάρη πού εἶναι «κρυμμένη» μέσα στόν Μεγάλο Ἁγιασμό, «ἡ γάρ χάρις τοῦ Πνεύματος, τοῖς πιστῶς ἀντλοῦσιν, ἀοράτως ἐπιδίδοται, παρά Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ» (Τροπάριον Μεγάλου Ἁγιασμοῦ).
Αὐτό, ὅτι δηλαδή ἡ νηστεία τῆς παραμονῆς ἦταν ἀποκλειστικά γιά τή μετάληψη τοῦ Μ. Ἁγιασμοῦ, ἦταν κοινή πίστη τῶν πατέρων μας. Νήστευαν τήν παραμονή, «ἐπειδή μέλλει τῇ ἐπαύριον νά γίνῃ ἐκ τοῦ Μεγάλου Ἁγιασμοῦ μετάληψις», ἔγραφε ἐν ἔτει 1972 ὁ θεολόγος Χρῆστος Ἐνισλείδης (Ὁ θεσμός τῆς νηστείας». «Ρηγόπουλος». 1972, σελ. 228). «Τήν παραμονή ὅλοι νήστευαν, γιά νά πιοῦν ἁγιασμό τό πρωί τῆς γιορτῆς», μᾶς πληροφορεῖ Μικρασιάτισσα Φιλιώ Χαϊδεμένου. (Φιλιώ Χαϊδεμένου, «Τρεις αιώνες, μια ζωή», εκδόσεις «Λιβάνη» σελ.64).
Καί αὐτό ἴσχυε μέχρι περίπου τή δεκαετία τοῦ 1980. Μετά ἄρχισε νά ἀλλάζει, ὅπως ἔχουν ἀλλάξει (πρός τό χειρότερο) καί ἄλλα πράγματα. Καί ἔχει σχεδόν γενικευθεῖ, νά πίνουν Μ. Ἁγιασμό καί τήν παραμονή, χωρίς δηλαδή νά ἔχει προηγηθεῖ ἡ σχετική νηστεία, πρᾶγμα ἀντίθετο μέ τή μακροχρόνια ἐκκλησιαστική, ὀρθόδοξη παράδοση.
Εἶναι καί αὐτό ἕνα «προϊόν» τῆς νέας ἐποχῆς.