Ανχη(ΣΙ) Αλεξίου Ιστρατόγλου
Στρατιωτικού Ιερέως Αρχηγείου Στόλου – Ναυστάθμου Σαλαμίνας
Το κείμενο του 1837, της Ιεράς Συνόδου του Βασιλείου της Ελλάδος, με αποδέκτες τους Πρεσβυτέρους που υπηρετούν στο Βασιλικό Στρατό, έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον κατά τη μελέτη του, τόσο από τους ενδιαφερομένους, που έπρεπε να τηρήσουν όλα όσα αναγράφονται μέσα σε αυτό, όσο και από τον οποιοδήποτε μελετητή, που επιθυμεί να γνωρίσει βήμα προς βήμα, την πορεία των Στρατιωτικών Ιερέων, μέσα στο διάβα των αιώνων, καθώς και την πολύτιμη και ανεκτίμητη συνεισφορά τους στο στράτευμα και κατ’ επέκταση στο έθνος μας.
Στην Γ΄ ενότητα του εν λόγω κειμένου, γίνεται λόγος ότι «οι Επίσκοποι έχουν την εφορείαν και επί των τοιούτων πρεσβυτέρων». Το αναφέρουν αυτό για να αιτιολογήσουν τη στάση του Επισκόπου έναντι Ιερέων που ζουν «ατάκτως και ασέμνως ή μη πράττοντα και πολιτευόμενον κατά τα καθήκοντά του». Τα ανωτέρω, δεν αναφέρονται εξαιτίας κάποιων περιστατικών ή κάποιας προβληματικής ζωής κληρικών που δημιούργησαν προβλήματα και προκάλεσαν σκανδαλισμό στις συνειδήσεις των πιστών πριν την έκδοση αυτής της οδηγίας. Καταγράφονται τα παραπάνω προκειμένου να αποτρέψουν προβληματικές καταστάσεις στο μέλλον, με απρόβλεπτες συνέπειες και προεκτάσεις στη ζωή τόσο του κληρικού, όσο και των πιστών.
Ο Επίσκοπος καλείται με πατρική αγάπη και συμπάθεια, να παιδαγωγήσει τον αμαρτάνοντα κληρικό, προκειμένου να επανορθώσει και μέσα από την ειλικρινή του μετάνοια να συνεχίσει το έργο και την ποιμαντική του διακονία. Καλεί τον Επίσκοπο να επιμένει στο να συμβουλεύει τον αμαρτάνοντα κληρικό και εάν σε οποιαδήποτε συμβουλή και παραίνεση δεν υπάρχει διόρθωση τον καλεί «να επιπλήτουν παρρησιαστικώτερον». Εάν παρά ταύτα δεν συνετιστεί και επιμένει στον ανάρμοστο τρόπο ζωής, τότε να καταγγέλλεται στην Σύνοδο προκειμένου να επιληφθεί εκείνη ως το ανώτατο σώμα της Εκκλησίας.
Στην Δ΄ ενότητα, αναφέρει ότι εάν συμβεί κάποια αδικία στον Στρατιωτικό Ιερέα από κάποιον άλλο Ιερέα ή ακόμα και από τον Επίσκοπο, αυτό να αναφέρεται στη Σύνοδο, προκειμένου να απονέμεται δικαιοσύνη και ο κληρικός απερίσπαστος από το οποιοδήποτε πρόβλημα και την οποιαδήποτε εξωτερική παρέμβαση να συνεχίζει το έργο του.
Στην Ε΄ ενότητα, απαγορεύει στους Στρατιωτικούς Ιερείς να τελούν γάμους στρατιωτικών και βαπτίσεις, παρά μόνο σε κατεπείγουσες ανάγκες και όσες φορές το στράτευμα βρίσκεται μακριά από κάποια πόλη ή χωριό. Στην ΣΤ΄ ενότητα, η Ιερά Σύνοδος ασχολείται με το χώρο που θα τελούνται οι Ιερές Ακολουθίες, με σκοπό να εμπνέουν και να χαρίζουν την κατάνυξη στον πιστό του στρατεύματος που συμμετέχει στη λατρευτική ζωή της Εκκλησίας μας. Οι Στρατιωτικοί Ιερείς είπαμε σε προηγούμενη αναφορά μας και σε σχέση με αυτά που αναφέρονται στο παρόν κείμενο, δεν διαφέρουν σε τίποτα από τους λοιπούς Ορθοδόξους κληρικούς. Επομένως και ο χώρος τελέσεως των ιερών ακολουθιών, δεν πρέπει να διαφέρει σε τίποτα από τους υπολοίπους λατρευτικούς χώρους, με μία διαφορά ότι είναι προσαρμοσμένοι στις ανάγκες του στρατεύματος με τις ιδιαιτερότητες και ιδιομορφίες που έχει.
Οι Στρατιωτικοί Ιερείς λειτουργούν στην ύπαιθρο, αφού δεν έχουν μόνιμο χώρο παραμονής, ακολουθώντας τα στρατεύματα, στους χώρους που καλούνται να δραστηριοποιηθούν. Ναοί δεν υπάρχουν στους χώρους που στρατοπεδεύουν ή και αν υπάρχουν βρίσκονται στις πόλεις και στα χωριά, μακριά από αυτούς και δύσκολο να πάνε οι ίδιοι εκεί, προκειμένου να εκτελέσουν τα πνευματικά τους καθήκοντα. Έτσι καλείται κάθε τάγμα που έχει εφημέριο, να έχει μια σκηνή «εν είδει κινητής Εκκλησίας, ευπρεπεισμένη καθ’ όλα, ως και αι λοιπαί Εκκλησίαι», με κινητή αγία τράπεζα, στην οποία υπάρχει καθιερωμένο αντιμήνσιο το οποίο παραλαμβάνει από την Σύνοδο, προκειμένου να τελεί τη Θεία Λειτουργία. Εάν δεν υπάρχουν οι παραπάνω προϋποθέσεις απαγορεύεται η τέλεση της Θείας Λειτουργίας και αν κάποιος κληρικός το κάνει αυτό, του επιβάλλεται η ποινή της καθαιρέσεως.
Στην Ζ΄ ενότητα, η Σύνοδος επιτρέπει σε Στρατιωτικό Ιερέα να λειτουργήσει σε Ναό της πόλεως ή χωριού, για τους στρατιωτικούς και μόνο, αφού πρώτα έχει εξασφαλίσει την άδεια του Επισκόπου ή του αντικαταστάτη αυτού. Χωρίς την ανωτέρω άδεια, δεν επιτρέπεται η τέλεση της οποιασδήποτε ιεροπραξίας. Τονίζεται δε ότι κανείς δεν μπορεί να αγνοήσει την αίτηση αυτών και να μην επιτρέψει την Ιερά Ακολουθία. Ακόμα σε αυτήν την ενότητα η Σύνοδος θέλει να κρατήσει ισορροπίες, προστατεύοντας και εξασφαλίζοντας τόσο το έργο του Στρατιωτικού Ιερέως, όσο και διαφυλάσσοντας τα δικαιώματα του Ιερέως της περιοχής, του Ιερέα της ενορίας, προκειμένου να μην δημιουργηθεί πρόβλημα τόσο στις μεταξύ των σχέσεις, όσο και στις ψυχές του πληρώματος της Εκκλησίας.
Τονίζεται στον Στρατιωτικό Ιερέα ότι η παρουσία του δεν πρέπει να φέρει κάποια ζημιά και εννοεί οικονομική στα εισοδήματα του εφημερίου της ενορίας, με την παρουσία και την δράση του στην περιοχή εκείνη. Όπου υπάρχει μία Εκκλησία στο κείμενο λέει να προτιμάται ο στρατιωτικός εφημέριος στη λειτουργία εκείνης της ημέρας ή να συλλειτουργούν και οι δύο. Είναι λίγο λεπτές αυτές οι ισορροπίες που πρέπει να τηρηθούν, διότι στην ύπαιθρο, ο κλήρος την εποχή εκείνη, αφ’ ενός ήταν ελάχιστος για να καλύψει όλες τις ανάγκες που υπήρχαν, αλλά και στην πλειοψηφία του ήταν ολιγογράμματος και δεν μπορούσε να ξεδιψάσει την πνευματική δίψα του λαού που τόσα χρόνια είχε στερηθεί την πίστη του, αλλά την είχε διαφυλάξει μέσα από τη θυσία των Νεομαρτύρων. Η παρουσία ενός κληρικού και δη στρατιωτικού, που το μορφωτικό του επίπεδο ήταν ασυγκρίτως ανώτερο οποιουδήποτε άλλου της εποχής εκείνης, ήταν πολύ φυσικό να δημιουργήσει αν όχι από την αρχή, αλλά στη συνέχεια προβλήματα και αντιπάθειες, τις οποίες ο κόσμος θα έβλεπε, θα καταλάβαινε και κάποιες φορές άθελά του, μπορεί να έμπαινε στη διαδικασία συγκρίσεων, κατακρίσεων και άλλων παρόμοιων ενεργειών, που μόνο κακό φέρουν μέσα στην Εκκλησία. Γι’ αυτό εξ’ αρχής η Εκκλησία καθορίζει το έργο των Στρατιωτικών Ιερέων και των Ιερέων των ενοριών, προκειμένου ο κάθε ένας στο χώρο της ποιμαντικής του ευθύνης, με την διάκριση που πρέπει να έχει, να επιτελεί έργο Θεού προς δόξα Αυτού.
Στην Η΄ και Θ΄ ενότητα, αναφέρεται ότι οι Στρατιωτικοί Ιερείς έχουν «την άδειαν και εξουσίαν να εξομολογώσι τους ορθοδόξους στρατιωτικούς και να μεταδίδωσιν εις αυτούς των αχράντων μυστηρίων…. και να θάπτωσι τους αποθνήσκοντας κατά την τάξιν της Εκκλησίας.». Καλούνται οι πρεσβύτεροι του στρατού, να έχουν πάντοτε μαζί τους ένα αργυρό κιβώτιο, το οποίο θα το φυλάσσουν με πολλή προσοχή και ευλάβεια, όπου μέσα εκεί θα έχουν τον Άγιο Άρτο, «βεβαμμένον εις το αίμα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού», προκειμένου να κοινωνούν τους Ορθοδόξους στρατιωτικούς, έχοντας επίσης και μία αργυρά λαβίδα. Η μέριμνα της Εκκλησίας είναι ανύστακτη, προκειμένου κανείς να μην στερηθεί του εφοδίου της ζωής, οποιαδήποτε στιγμή το χρειαστεί, ιδιαίτερα εκείνες τις δύσκολες ώρες και στιγμές που περνούσε ο στρατός μας, σε χώρους που καλείτο να τους υπερασπιστεί και να τους διαφυλάξει, δίνοντας ακόμα και το αίμα τους έναν χρειαζόταν, έχοντας όμως προηγουμένως πάρει μέσα τους «Σώμα και Αίμα Χριστού εις άφεσιν αμαρτιών και ζωήν την αιώνιον». Επίσης ο Στρατιωτικός Ιερέας πρέπει να έχει μαζί του και μέγα Αγιασμό, για να τον μεταχειρίζεται ανάλογα τις περιστάσεις ως πνευματικός που είναι.
Ο Στρατιωτικός Ιερέας επομένως καταλαβαίνουμε ότι εργάζεται για το ποίμνιο του που είναι οι στρατιωτικοί και η επίσημη Εκκλησία του το τονίζει πολλές φορές αυτό, προκειμένου να αφοσιωθεί και να αφιερωθεί σε αυτούς τους ανθρώπους, που θέλουν ποιμένα, που θέλουν καθοδηγητή, που θα τους οδηγήσει στη σωτηρία. Οι ήρωες και οι αγωνιστές του παρελθόντος, πέτυχαν τις νίκες εκείνες που έμειναν στην ιστορία γιατί είχαν πίστη στο Θεό. Είχαν δίπλα τους αγωνιστές και ήρωες παπάδες, που τίμησαν το αιματοβαμμένο ράσο τους και κρατούσαν ψηλά το Σταυρό του Χριστού, ως σημαία του αγώνα και έτσι πέτυχαν την Ανάσταση του Έθνους.
Έτσι και οι απόγονοι εκείνων των ηρώων, οι στρατιωτικοί του πρώτου ελευθέρου Ελληνικού Έθνους, που έπρεπε να συνεχίσουν τις μάχες και να ελευθερώσουν και τα υπόλοιπα τμήματα της μαρτυρικής Ελλάδας από τον Τούρκο κατακτητή, ζητούσαν έναν Ιερέα πρότυπο, σεμνό, αφοσιωμένο, ιεροπρεπή και με φρόνημα αποστολικό ή καλύτερα Νεομαρτυρικό, που θα κήρυττε και θα εργαζόταν για την ελευθερία και η οποία θα επιτυγχάνονταν όπως και επιτεύχθηκε σε συνδυασμό με την οργάνωση και την ενότητα. Ο Στρατιωτικός Ιερέας ήταν μαζί τους, δείχνοντας ότι η Εκκλησία δεν είναι μόνο στα εύκολα αλλά και στα δύσκολα. Συμπορεύεται, προσεύχεται, αγωνιά, κλαίει, ελπίζει και πιστεύει, ότι ο Κύριος μας δεν θα αφήσει το γένος των Ελλήνων που κράτησε αναμμένη τη λαμπάδα της παραδόσεως, της πίστεως και της ιστορίας.
Μέσα στις σκηνές που λειτουργούσαν, στην ύπαιθρο, στις πεδιάδες και στα βουνά, μέσα σε εκείνη την απλότητα, αποκαλυπτόταν η μεγαλειότητα του Θεού. Μέσα σε εκείνη τη σκηνή η γη γινόταν ένα με τον ουρανό. Οι στρατιώτες επί της γης με τους στρατιώτες του ουρανίου Βασιλέως. Ο Ιερέας του στρατεύματος με τους Ιερείς του επουρανίου θυσιαστηρίου. Μέσα στην ησυχία ή στην φασαρία. Στην ειρήνη ή στον πόλεμο, ο χώρος εκείνος, ήταν το σημείο της ενότητάς τους με τον Θεό και ο χώρος της επικοινωνίας με Αυτόν « που πάντας ανθρώπους θέλει σωθήναι και εις επίγνωσιν αληθείας ελθείν». Η απουσία ενδεχομένως εικόνων, τους έκανε να βλέπουν την ζωντανή εικόνα του Θεού, μέσα από την παρουσία Του στη ζωή και στην καθημερινότητά τους.
Η σκηνή εκείνη που χρησιμοποιείτο σαν Ναός, γέμιζε τις ψυχές των ανθρώπων εκείνων που είχαν συνεχώς άνω τας καρδιάς και ήλπιζαν προς Κύριο και το θυμίαμα ανέβαινε στον ουρανό όπως και η προσευχή τους. Και ο Στρατιωτικός Ιερέας ήταν πάντα εκεί, για να δέχεται τον κάθε ένα με πάρα πολλή αγάπη και να τον οδηγεί μέσα από την μυστηριακή ζωή της Εκκλησίας μας στην αγκαλιά του Θεού, εκπληρώνοντας την αποστολή του και το χρέος του έναντι των ανθρώπων που κλήθηκε να διακονήσει, αλλά και να φανεί αντάξιος των απαιτήσεων της Εκκλησίας.