Aρχιμ. Αλεξίου Ιστρατόγλου Ανχη (ΣΙ)
Στρατιωτικού Ιερέως Αρχηγείου Στόλου – Ναυστάθμου Σαλαμίνας
Στην προηγούμενη αναφορά μας, σχετικά με το έργο και την παρουσία των Στρατιωτικών Ιερέων, στην περίοδο 1837-1853, είχαμε ξεκινήσει να αναφέρουμε για τον Αρχιμανδρίτη Δημήτριο Ζώτο, που ήταν Ιερέας στο 5ο και 6ο Ελαφρό Τάγμα Οροφυλακής και ο οποίος με τέσσερις αναφορές του, σε διαφορετικούς αποδέκτες, προσπαθούσε να παρουσιάσει τις θέσεις και τους προβληματισμούς του, σχετικά με την ποιμαντική του διακονία και τα προβλήματα τα οποία αντιμετώπιζε.
Στις δύο πρώτες αναφορές, στις οποίες αποδέκτης ήταν ο Διοικητής του Τάγματος, οι απαντήσεις που πήρε δεν ήταν με το μέρος του, απεναντίας η πρώτη επιστράφηκε, διότι απουσίαζαν οι στοιχειώδεις κανόνες στρατιωτικής αλληλογραφίας, ενώ στη δεύτερη κατηγορήθηκε για ανακρίβειες στα γραφό- μενά του. Έτσι φαίνεται εκ πρώτης όψεως ότι η πορεία την οποία θα ακολουθούσε ο εν λόγω Ιερέας δεν θα εξελισσόταν ομαλά, αφού δεν είχε με το μέρος του, την Διοίκηση στην οποία ανήκε.
Μετά την έκβαση και την εξέλιξη των δύο ανωτέρω αναφορών, ο Αρχιμανδρίτης Ζώτος, στις 20 Ιανουαρίου 1848, στέλνει επιστολή προς τον ίδιο τον Βασιλέα, προφανώς εν αγνοία της Διοικήσεώς του, όπως θα φανεί και στη συνέχεια. Η επιστολή αυτή πιστεύουμε ότι στάλθηκε από τον Ιερέα Δημήτριο, ως τη μοναδική ευκαιρία να βρει το δίκιο του και να αποκατασταθεί η τάξη και η ηρεμία την οποία είχε χάσει, εξαιτίας πολλών περιστατικών που συνέβησαν στο παρελθόν και του προξένησαν ακόμα και προβλήματα υγείας, όπως θα δούμε και στη συνέχεια και τα οποία τα παρουσιάζει μέσα από άλλες αναφορές του.
Η επιστολή αυτή είναι μακροσκελής για τα δεδομένα της εποχής και προσπαθεί σε δώδεκα σελίδες ο Ιερέας, να παρουσιάσει το πρόβλημά του, αναφέροντας πρόσωπα, γεγονότα, καταστάσεις και ημερομηνίες, προκειμένου να γίνει κατανοητός και προπαντός πιστευτός στον Βασιλέα, χωρίς να χάσει την τελευταία του ελπίδα, για να βρει το δίκιο του. Η επιστολή ξεκινά με την προσφώνηση :«Τρισέβαστέ μοι Μεγαλειότατε», δείχνοντας έτσι τον σεβασμό του στον Βασιλέα. Στη συνέχεια αναφέρει ότι όποιος δεν τιμά και δη στρατιωτικός, τους λειτουργούς του Υψίστου Θεού, καθίσταται επίορκος: «καθότι δεν έχει το ανήκουν σέβας και ευλάβεια εις τον όρκον τον οποίον έλαβε».Παίρνοντας από αυτό αφορμή, τονίζοντας την στρατιωτική ιδιότητα και τον σεβασμό που πρέπει να δείχνει ένας στρατιωτικός, απέναντι σε έναν Ιερέα, που είναι λειτουργός των μυστηρίων του Θεού, αρχίζει να εξιστορεί την κατάσταση στην οποία βρίσκεται, εξαιτίας της συγκρούσεως που είχε με τον επιθεωρητή του 5ου και 6ου Τάγματος της Οροφυλακής, στην οποία ανήκε. Δυστυχώς οι διενέξεις και οι παρεξηγήσεις δεν λείπουν από πουθενά, με όποιες συνέπειες και αν συνεπάγονται και για τις δύο πλευρές, αλλά και για τρίτους που ενδεχομένως να εμπλακούν, σε μια τέτοια κατάσταση.
Οι ημερομηνίες, τα πρόσωπα και τα γεγονότα τα οποία αναφέρει ο Στρατιωτικός Ιερέας, σχετίζονταν τις περισσότερες φορές με την ποιμαντική του διακονία, η οποία πολλές φορές, καθίσταται δύσκολη και προβληματική, καθώς η κατάσταση ήταν τεταμένη, μέσα από τις σχέσεις των δύο αυτών προσώπων. Καταλαβαίνουμε ότι μέσα σε ένα τέτοιο περιβάλλον, που δεν ήταν καθόλου ωραίο και υγιές, αφού υπήρχαν συγκρούσεις, διαπληκτισμοί και αντιδικίες, τι αρνητικές συνέπειες θα είχε στο υπόλοιπο προσωπικό, που έβλεπε αυτή την κατάσταση και αρκετές φορές, θα έπρεπε να πάρει θέση άμεσα ή έμμεσα, φανερά ή κρυφά, υπέρ ή κατά του ενός ή του άλλου προσώπου.
Στο τέλος της επιστολής του αυτής, ο Αρχιμανδρίτης αναφέρει ότι κλήθηκε και σε απολογία, χωρίς να: «έχει περί τούτου διαταγήν μήτε από Στρατιωτικόν Υπουργόν, μήτε από το Τάγμα». Δεν αναφέρει στην επιστολή του αυτή, σε ποιόν απολογήθηκε, εάν απολογήθηκε και ποιό ήταν το αποτέλεσμα της απολογίας του, δηλαδή αν τιμωρήθηκε, αν δικαιώθηκε ή κάτι άλλο. Πάντως σε καμία περίπτωση δεν πρόκειται να δικαιώθηκε, γιατί αν είχε δικαιωθεί, δεν θα είχε στείλει αυτή την επιστολή στον Βασιλέα. Αυτό που ήθελε να δείξει ο Ιερέας με αυτό που αναφέρει, ότι κλήθηκε σε απολογία, ήταν ότι πολλές ενέργειες και κινήσεις που έγιναν για το πρόσωπό του, δεν ήταν σύννομες και προπαντός δίκαιες, αλλά μεροληπτούσαν και έτσι καλείτο ο Βασιλέας, ως ο ανώτατος άρχοντας, με δικαιοσύνη και σωστή κρίση, να έλθει με την απόφασή του, να ξεκαθαρίσει τα πράγματα και να αποκαταστήσει την αλήθεια και βεβαίως όπως πίστευε ο Δημήτριος Ζώτος, θα αποκαθίστατο στα μάτια και στη συνείδηση των υπολοίπων, με την δικαίωσή του, όχι από ένα στρατιωτικό όργανό ή και δικαστήριο, αλλά από τον ίδιο τον Βασιλέα.
Δέκα ημέρες μετά την ανωτέρω επιστολή προς τον Βασιλέα, στις 30 Ιανουαρίου 1848, ο Αρχιμανδρίτης Δημήτριος, στέλνει την τέταρτη επιστολή, που απευθύνεται προς τον Διευθυντή του Υπουργείου των Στρατιωτικών, με την οποία ζητά, να μην γνωστοποιηθεί η επιστολή που έστειλε στον Βασιλέα, διότι όπως αναφέρει, ο επιθεωρητής είχε και εκεί πολλούς φίλους και γνωστούς και θα τους προκαταβάλλει αρνητικά, απέναντι του προσώπου του. Η αναφορά αυτή, κρύβει κάποιο ενδοιασμό ή και φόβο που είχε ο Ιερέας σχετικά με την τρίτη επιστολή που έστειλε στο Βασιλέα, φοβούμενος ότι αντί να φτιάξουν τα πράγματα θα χειροτερέψουν, εξαιτίας των γνωριμιών που είχε ο επιθεωρητής. Επίσης γνώριζε ότι αυτή η επιστολή αποτελούσε και μια πράξη που αντίκειται στη στρατιωτική αλληλογραφία ή και δεοντολογία αν μπορούσαμε να πούμε, αφού έκανε υπέρβαση ιεραρχίας και απευθυνόταν κατευθείαν στον Βασιλέα, χωρίς να έχει ενημερώσει τα προϊστάμενα κλιμάκια και να λάβει τη σχετική έγκριση και άδεια.
Μέσα από την μέχρι σήμερα έρευνα μας, στο συγκεκριμένο αρχείο που εξετάζουμε, δεν βρήκαμε καμία απάντηση ή και εξέλιξη στο θέμα του Αρχιμανδρίτου Ζώτου. Στις δύο τελευταίες αναφορές- επιστολές, δεν συναντήσαμε καμία απάντηση, ούτε από την πλευρά του Βασιλέα, ούτε από την πλευρά του Διευθυντή του Υπουργού των Στρατιωτικών. Επίσης δεν βρέθηκαν σχετικά έγγραφα, με τοποθετήσεις των δύο αυτών προσώπων ή και με κατευθύνσεις και οδηγίες που μπορεί να είχαν δώσει, για να εξεταστεί καλύτερα και πιο διεξοδικά το θέμα αυτό, που καλείτο η Υπηρεσία να εξετάσει και έπρεπε να εξετάσει, αφού προερχόταν, μέσα από μια αναφορά ενός στελέχους του και δη ενός Ιερέως, που είχε μια ξεχωριστή θέση, λόγω του σχήματος και της αποστολής του, μέσα στο χώρο του Στρατού, αλλά και λόγω όσων ανέφερε, αφού έθιγε καλώς ή κακώς, δικαίως ή αδίκως, πρόσωπα και καταστάσεις και ενδεχομένως θα έπρεπε και αυτά τα πρόσωπα στη συνέχεια να ελεγχθούν, για πράξεις, που αντίκειται στους στρατιωτικούς κανονισμούς και διατάξεις .
Πολλές υποθέσεις μπορούμε να κάνουμε, δεν ξέρουμε όμως ποιά ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Γι’ αυτό αφήνουμε τις υποθέσεις και προχωρούμε, μέσα από τα στοιχεία τα οποία έχουμε. Πριν όμως προχωρή- σουμε θα ήθελα να καταθέσω έναν μικρό προβληματισμό, ένα προσωπικό ερώτημα, στο οποίο θα ήθελα να είχα μια απάντηση, μέσα από το αρχείο που επεξεργαζόμαστε, εάν η τρίτη επιστολή που απευθυνόταν στον Βασιλέα, έφτασε ποτέ στα χέρια του, αν την διάβασε ή καλύτερα εάν του την διάβασαν, διότι ο Όθων δεν γνώριζε ελληνικά και αν θέλησε να τοποθετηθεί έναντι αυτού του προβλήματος, όπως παρουσιάστηκε από τον Ιερέα.
Μετά τις αναφορές που παρουσιάσαμε, ο Αρχιμανδρίτης Δημήτριος, την 1η Μαρτίου 1848, αποστέλλει αναφορά προς το Φρουραρχείο του Αγρινίου, όπου αναφέρει ότι η υγεία του είναι βεβαρημένη και ήδη βρίσκεται σε προχωρημένη ηλικία και πλέον δεν μπορεί να ανταποκρίνεται πλήρως στα καθήκοντά του και γι’ αυτό ζητά να μετατεθεί στο Ελαφρύ Τάγμα Νεοχωρίου Υπάτης ή να παραμείνει στο Καραβασαρά ή ακόμα και να συνταξιοδοτηθεί. Την επομένη ημέρα 2 Μαρτίου 1848, ακολουθεί δεύτερη αναφορά του ανωτέρω Ιερέως, που στέλλεται πάλι στο Φρουραρχείο του Αγρινίου και από εκεί στέλλεται στο Υπουργείο των Στρατιωτικών, έχοντας πάλι το ίδιο θέμα, σχετικά με την υγεία του Ιερέως Δημητρίου και την αδυναμία του να ανταποκριθεί στα ποιμαντικά του καθήκοντα.
Στις 9 Μαρτίου 1848, ο Ιερέας Ζώτος, ζητά να του χορηγηθεί παράταση άδειας ενός μηνός, για να αναρρώσει. Η αναφορά αυτή προωθήθηκε στο Υπουργείο των Στρατιωτικών για να την εγκρίνει και στη συνέχεια να του χορηγηθεί. Στις 10 Μαρτίου 1848, ο Ιερέας του 5ου Τάγματος της Οροφυλακής, ζητά πλέον να συνταξιοδοτηθεί, λόγω του βεβαρημένου της υγείας του, προσκομίζοντας ταυτόχρονα και μια σχετική ιατρική γνωμάτευση, η οποία έχει ημερομηνία 5 Μαρτίου 1848. Στην γνωμάτευση που παρουσιάζει ο Ιερέας, ο ιατρός της Αιτωλοακαρνανίας αναφέρει, ότι αντιμετωπίζει πολλά προβλήματα υγείας και χρήζει ιδιαίτερης φροντίδας και προσοχής, προκειμένου να αναρρώσει. Μεταφέρουμε αυτολεξεί, όπως έχει καταγραφεί στην ιατρική γνωμάτευση η κατάσταση της υγείας του Αρχιμανδρίτου: «να διακόψη ημέραν τινάν την οδοιπορίαν του προς περισσοτέραν ανακούφισιν και ανάρρωσίν του».
Μετά την αναφορά αυτή, η υπηρεσία ξεκίνησε τις ενέργειες που απαιτούνταν, για την υλοποίηση του αιτήματος του ενδιαφερομένου, μέσα στα πλαίσια που καθόριζαν οι διατάξεις και οι κανονισμοί, ενώ το Τάγμα στο οποίο ανήκε ο Ιερέας, συνηγορεί τόσο με την βούληση του Ιερέως, όσο και με την ιατρική γνωμάτευση.
Συνεχίζεται {28}