27 Ἰουλίου
† Μνήμη τοῦ ἁγίου ἐνδόξου μεγαλομάρτυρος καί ἰαματικοῦ Παντελεήμονος.
Ὁ Ἅγιος Παντελεήμονας καταγόταν ἀπό τή Νικομήδεια καί ἄθλησε στά χρόνια τοῦ αὐτοκράτορος Μαξιμιανοῦ (286-305 μ.Χ.). Ἦταν γιός τοῦ πλουσιώτατου εἰδωλολάτρου συγκλητικοῦ Εὐστοργίου καί τῆς εὐσεβέστατης Χριστιανῆς Εὐβούλης, ἀπό τήν ὁποία ἔλαβε τόν πρῶτο σπόρο τῆς Χριστιανικῆς πίστεως. Ἀφοῦ παρέμεινε ὀρφανός ἀπό τή μητέρα στήν παιδική ἡλικία, παραδό-θηκε ἀπό τόν πατέρα του στόν ἰδιαίτερο ἰατρό τοῦ αὐτοκράτορα Εὐφρόσυνο, γιά νά διδαχθεῖ ἀπό αὐτόν τήν ἰατρική ἐπιστήμη. Οἱ πρόοδοι τοῦ Παντελεήμονα ἐξέπλητταν καί τόν ἴδιο τόν διδάσκαλό του, ὁ ὁποῖος μέ χαρά τόν συνέστησε στόν αὐτοκράτορα. Στό Χριστιανισμό ἑλκύστηκε ἀπό τόν ἱερέα τῆς Νικομήδειας Ἑρμόλαο (26 Ἰουλίου), ὁ ὁποῖος τόν ἐβάπτισε. Ἀπό τότε μεταχειριζόταν τήν ἐπιστήμη του ὑπέρ τῶν ἀπόρων, ἰδιαίτερα τῶν ἀσθενῶν, προστρέ-χοντας μέ προθυμία στίς φτωχικές κατοικίες τους καί παρέχοντας σέ αὐτούς ἐκτός ἀπό τή θεραπεία καί ὑλική βοήθεια. Ἡ θεία πρόνοια εὐλόγησε πλουσιοπάροχα τήν ἀγαθοεργή δράση τοῦ Παντελεήμονα ἀφοῦ δώρησε σέ αὐτόν τό χάρισμα τῆς θεραπείας κάθε ἀσθένειας μέ μόνη τήν προσευχή. Ἀφοῦ ἐθεράπευσε τόν τυφλό, τόν ὁποῖο οἱ συγγενεῖς του εἶχαν μεταφέρει στήν οἰκία τοῦ Παντελεήμονα, ἔγι-νε πρόξενος μεταστροφῆς τοῦ πατέρα του, ὁ ὁποῖος μπροστά στό θαῦμα αὐτοῦ τοῦ γιοῦ του, ὁμολόγησε τό Χριστό, καί ἐβαπτίστηκε ἀπό τό χέρι τοῦ Ἑρμόλαου. Ἀλλά, ὅπως εἴπαμε ὁ Παντελεήμων, δέν περιοριζόταν στήν παροχή μόνο ἰατρικῆς περίθαλψης. Εἰσερχόμενος στά σπίτια ἐδίδασκε τό Εὐαγγέλιο καί προσέλκυε πρός αὐτό τούς εἰδωλολάτρες.
Μετά τό θάνατο τοῦ πατέρα του, ἐλευθέρωσε τούς δούλους του, διαμοίρασε τά ὑπάρχοντά του στούς φτωχούς καί ἀφοσιώθηκε ὁλόψυχα στήν ψυχική καί σωματική θεραπεία τῶν ἀσθενῶν του. Οἱ ἄλλοι ὅμως ἰατροί τῆς πόλεως, φθονώντας τόν Παντελεήμονα, τόν διέβαλαν πρός τόν αὐτοκράτορα ὡς Χριστιανό, ἀφοῦ παρουσίασαν ὡς μάρτυρα τόν τυφλό πού ἐθεραπεύτηκε ἀπό αὐτόν. Αὐτός, ἀμέσως μόλις ὁδηγήθηκε ἐνώπιον τοῦ αὐτοκράτορα, ὁμολόγησε ὅτι ἦταν Χριστιανός καί ὅτι ἐθεραπεύτηκε μέ τή χάρη τοῦ Χριστοῦ, καί ἐκάλεσε τόν αὐτοκράτορα νά προσέλθει στή χριστιανική πίστη. Αὐτό ἐρέθισε τόν Μαξιμιανό καί διέταξε τόν ἀποκεφαλισμό του, τό σῶμα τοῦ ὁποίου ἀφοῦ παραλήφθηκε ἀπό τόν Πα-ντελεήμονα, ἐτάφη εὐλαβικά κοντά στόν πατέρα του. Τήν ἑπομένη ἐκλήθηκε ὁ Παντελεήμονας ἀπό τόν αὐτοκράτορα, καί ἀφοῦ ἐπαρουσιάστηκε μπροστά σέ αὐτόν ὁμολόγησε ὅτι ἦταν Χριστιανός καί ὅτι οἱ θεραπεῖες πού ἐπιτελοῦνταν ἀπό αὐτόν ἐτελοῦνταν στό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ. Σέ πρόκληση τοῦ αὐτοκρά-τορα γιά νά ἀποδείξει ἐνώπιόν του τό ἀληθές τῶν λόγων του, ἐδέχθηκε ἀφοῦ ἐπικαλέσθηκε τό Ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, ἐθεράπευσε τόν παραλυτικό ἐκ γενετῆς ἄρρωστο πού τοῦ μετέφεραν. Μπροστά στό θαῦμα αὐτό, πολλοί ἀπό τούς παριστάμενους εἰδωλολάτρες μετεστράφησαν καί ὁμολόγησαν τόν Χριστό. Οἱ φανατικοί ὅμως εἰδωλολάτρες, ἐπειδή ἐντροπιάστηκαν, ἐκατηγόρησαν τόν Παντε-λεήμονα γιατί τάχα ἐξαπατᾶ τόν λαό, γι’ αὐτό καί ἀξίωσαν ἀπό τόν αὐτοκράτορα τή σκληρή τιμωρία του. Ὁ Μαξιμιανός συμμορφώ-θηκε στίς ἀξιώσεις τους καί ὑπέβαλε τόν Παντελεήμονα σέ βασα-νιστήρια. Σιδερένια νύχια καταξέσχισαν τίς σάρκες του καί ἀναμμέ-νες λαμπάδες κατέκαψαν τίς πληγές του, πλήν ὅμως μέ τίς θερμές δεήσεις πρός τόν Θεό, ἐσβέσθησαν οἱ λαμπάδες καί οἱ πληγές του ἐθεραπεύτηκαν. Τό ἴδιο συνέβη καί ὅταν ὁ μάρτυρας ἐρίχθηκε μέσα σέ λέβητα γεμάτο ζέον ὕδωρ. Καί αὐτά τά θηρία, στά ὁποῖα ἐπίσης ἐρίχθηκε, ἐξαπλώθηκαν στά πόδια του ἡμερότερα τῶν ἀρνιῶν. Ἐκτός ἑαυτοῦ πλέον ὁ Μαξιμιανός διέταξε τόν ἀποκεφαλισμό τοῦ Παντελεήμονα. Τό τίμιο λείψανό του ἐνταφιάσθηκε εὐλαβικά τό σταυρό του, ἀργότερα δέ ἀφοῦ ἀνακομίσθηκε, μεταφέρθηκε στήν Κωνσταντινούπολη.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῆς ὁσίας μητρός ἡμῶν Ἀνθούσης τῆς Ὁμολογητρίας.
Ἡ Ὁσία Ἀνθοῦσα ἔζησε κατά τούς χρόνους τοῦ αὐτοκρά-τορος Κωνσταντίνου Ε΄ τοῦ Κοπρώνυμου (741-775 μ.Χ.) καί ἦταν θυγατέρα εὐσεβῶν γονέων, τοῦ Στρατηγίου καί τῆς Φεβρωνίας. Ἀπό νεαρά ἡλικία ἀγάπησε τό μοναχικό βίο καί προσῆλθε στόν ἀσκητή Σισίννιο ἀπό τόν ὁποῖο ἐκάρη μοναχή καί ἐδιδάχθηκε τά τῆς μοναχικῆς πολιτείας. Ἡ Ὁσία ἵδρυσε τή μονή τοῦ Μαντινέου στήν Παφλαγονία μέ ἐννιακόσιες μοναχές.
Στόν καιρό τῆς εἰκονομαχίας, ὁ δυσσεβής αὐτοκράτορας Κων-σταντῖνος ὁ Κοπρώνυμος ἀπέστειλε στήν Ὁσία ἕνα ἀξιωματοῦχο μέ στρατό, γιά νά τήν πείσει μέ βία νά μήν προσκυνοῦν τίς ἅγιες εἰκόνες. Γι’ αὐτό συνελήφθη ἀπό τούς στρατιῶτες. Μάζί μέ τήν Ὁσία συνέλαβαν καί τόν μοναχό ἀνεψιό της, πού ἦταν ἡγούμενος σέ ἀνδρικό μοναστήρι. Ἀμέσως ἄρχισαν νά μαστιγώνουν τόν μονα-χό, τόν ὁποῖο ἡ Ὁσία προέτρεπε καί ἐνίσχυε νά ἐμμείνει πιστός στήν ὁμολογία τῆς πατρώας εὐσέβειας καί νά ὑπομείνει μέ καρτερία τίς βασάνους. Ὅταν εἶδαν ὅτι ὁ ἡγούμενος ἦταν ἑτοιμοθάνατος, τόν ἄφησαν. Στή συνέχεια ἔδεσαν ἀπό τέσσερα σημεῖα τήν Ὁσία Ἀνθοῦσα καί ἄρχισαν νά τή μαστιγώνουν μέ ὠμά βούνευρα. Μετά πῆραν τίς ἱερές εἰκόνες, τίς ἔβαλαν στή φωτιά καί πυρίκαυστες τίς ἔθεσαν ἐπάνω στήν ἁγία της κεφαλή, ἐνῶ κάτω ἀπό τά ΄ποδια της ἔθεσαν ἀναμμένα κάρβουνα. Ἡ Ὁσία, ὅμως, μέ τή Χάρη τοῦ Θεοῦ ἔμεινε κατάφλεκτος καί γι’ αὐτό ἐξορίσθηκε ἀπό τό μοναστήρι της.
Ἡ Ὁσία Ἀνθοῦσα, μετά σύντομη ἀσθένεια, ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη.
28 Ἰουλίου
† Μνήμη τῶν ἁγίων ἀποστόλων καί διακόνων Προχόρου, Νικάνορος, Τίμωνος καί Παρμενᾶ.
Οἱ Ἅγιοι Πρόχορος, Νικάνορας, Τίμων καί Παρμενᾶς ἀνῆκαν στούς ἑβδομήντα ἀποστόλους, τούς ὁποίους ὁ Χριστός εἶχε ἐκλέξει, ἐκτός τῶν δώδεκα, ὡς βοηθούς τους γιά τή διάδοση τοῦ Εὐαγγελίου. Ὅταν δέ στήν Ἐκκλησία τῶν Ἱεροσολύμων ἐξελέγησαν οἱ ἑφτά διάκονοι, ἔργο τῶν ὁποίων ἦταν ἡ ἐπιστασία καί μέριμνα γιά τή διατροφή τῶν ἀπόρων μελῶν της, ἡ διάδοση τοῦ θείου λόγου καί ἡ ὑπεράσπιση τῆς χριστιανικῆς πίστεως, μεταξύ αὐτῶν, ὅπως ἀναφέρεται στίς Πράξεις (στίχ. 5), ἦταν καί οἱ παραπάνω. Ἀργό-τερα αὐτοί ἐστράφησαν ἀποκλειστικά στό εὐαγγελικό κήρυγμα καί ὁ μέν Πρόχορος ἔγινε συνεργός τοῦ εὐαγγελιστῆ Ἰωάννη, καί συγκοινωνός τῶν παθημάτων του, μετά δέ τό θάνατο τοῦ Ἰωάννου ἐχειροτονήθηκε ἐπίσκοπος Νικομηδείας καί ἀνεδείχθη ἄμεμπτος ἐπισκοπικός τύπος μέχρι τῆς εἰρηνικῆς κοιμήσεώς του.
Ὁ Τίμων, ὑπῆρξε ἐπίσκοπος Βόστρων τῆς Ἀραβίας, καί ἀφοῦ πολλά ὑπέστη ἀπό τούς εἰδωλολάτρες ὑπέρ τοῦ Εὐαγγελίου, παραδόθηκε στή φωτιά, ὅπου ἔλαβε καί τό μαρτυρικό θάνατο. Οἱ ἄλλοι δύο, ὁ Νικάνωρ καί ὁ Παρμενᾶς, ἀφοῦ παρέμειναν στά Ἱεροσόλυμα καί μέ ζῆλο καί αὐτοθυσία ἐκτελώντας τό διακονικό τους ἔργο, ἐτελει-ώθησαν, ὁ μέν πρῶτος τήν ἡμέρα τοῦ λιθοβολισμοῦ τοῦ πρωτο-μάρτυρος καί διακόνου Στεφάνου (27 Δεκεμβρίου), ὁ δέ δεύτερος λίγο ἀργότερα.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῆς ὁσίας μητρός ἡμῶν Εἰρήνης, τῆς ἐκ Καππαδοκίας μέν ὁρμωμένης, κειμένης δέ ἐν τῇ μονῇ τοῦ Χρυ-σοβαλάντου.
Ἡ Ὁσία Εἰρήνη καταγόταν ἀπό τήν Καππαδοκία καί ἄκμασε στά χρόνια τῆς αὐτοκράτειρας Θεοδώρας (830-856 μ.Χ.). Διακρι-νόταν γιά τή μεγάλη εὐσέβεια, τή σωματική καλλονή, καί τήν εὐγε-νική ἀνατροφή της. Ἀδελφή της εἶχε νυμφευθεῖ τόν ἀδελφό τῆς αὐ-τοκράτειρας Βάρδα. Μεταβαίνοντας ἡ Εἰρήνη μέ πρόσκληση τῆς ἀδελφῆς της στήν Κωνσταντινούπολη μέ τό σκοπό νά παντρευτεῖ διακεκριμένο ἄνδρα τοῦ παλατιοῦ καί περνώντας ἀπό τή μονή Χρυσοβαλάντου, ἀπεφάσισε νά παραμείνει ἐκεῖ γιά λίγες ἡμέρες γιά νά ἀναπαυθεῖ. Κατά τήν ὀλιγοήμερη ὅμως φιλοξενία της ἐθέλχθηκε ἀπό τή συναναστροφή μέ τίς μοναχές, ὥστε κατ’ ἀρχάς παρέτεινε γιά λίγο χρόνο τήν παραμονή της, ὕστερα δέ ἀποφάσισε τήν ὁρι-στική ἐγκατάσταση στή μονή. Προτοῦ ὅμως νά ἐγκατασταθεῖ, ἐπέ-στρεψε στήν πατρίδα της, ἀπελευθέρωσε τούς δούλους της καί διε-μοίρασε τά ὑπάρχοντά της στούς φτωχούς καί τά φιλανθρωπικά ἱδρύματα. Ὅταν ἐπανῆλθε στή μονή καί διήνυσε τό στάδιο τῆς δο-κιμῆς ἐκάρη μοναχή. Οἱ μεγάλες ἀρετές, ἡ ἀσκητικότητα καί ἡ τα-πεινοφροσύνη της, τήν κατέστησαν πολύ ἀγαπητή μεταξύ τῶν ἀδελ-φῶν, ὅταν δέ ἡ ἡγουμένη ἀρρώστησε, τήν ὑπέδειξε διάδοχό της, κάτω ἀπό τήν ὁμόφωνη ἐπιδοκιμασία ὅλων τῶν μοναχῶν. Κατά τή διάρκεια τῆς ἡγουμενίας της ἐργάσθηκε μέ ζῆλο γιά τήν ἀναστή-λωση τῶν εἰκόνων καί τόν θρίαμβο τῆς Ὀρθοδοξίας, τήν ἀνύψωση τοῦ μοναχικοῦ βίου, διδάσκοντας καθημερινά καί συστήνοντας στίς μοναχές τήν καθαρότητα τῆς καρδιᾶς, τήν ταπείνωση, τή μακροθυ-μία καί τή συμπάθεια πρός τούς πάσχοντες. Ἡ φήμη τῆς ἀνώτερης πνευματικῆς μόρφωσης καί τῆς ψυχικῆς της ἀγαθότητος προσέλ-κυσε πολλές νεαρές καί γυναῖκες διαφόρων κοινωνικῶν τάξεων, οἱ ὁποῖες ἐζητοῦσαν παρηγοριά στίς θλίψεις καί πνευματικές ὁδηγίες γιά ἀπόκρουση πειρασμῶν. Γιά τίς ἀρετές καί τήν ἁγιοσύνη της ἐπροικίσθηκε ἀπό τόν Θεό μέ θαυματουργική χάρη. Ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη, ἔχοντας πλήρεις τίς αἰσθήσεις της μέχρι τήν τελευταία στιγ-μή καί ἐκηδεύθηκε μέ συμμετοχή ἀπείρου πλήθους.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου νεομάρτυρος Χριστοδούλου τοῦ ἐκ Κασσάνδρας, ἐν Θεσσαλονίκῃ μαρτυρήσαντος κατά τό ἔτος 1777 Ἰουλίου 28, καί ἀγχόνῃ τελειωθέντος.
Ὁ Ἅγιος Νεομάρτυς Χριστόδουλος, ὁ νέος αὐτός ἀθλητής τοῦ Χριστοῦ καταγόταν ἀπό τό χωριό Βάλτα τῆς Χαλκιδικῆς ἀπό γονεῖς φτωχούς ἀλλά ἐνάρετους καί εὐσεβεῖς. Ἀπό τήν παιδική ἡλι-κία ἐγκατέλειψε τήν πατρική του οἰκία καί ἀφοῦ μετέβη στή Θεσ-σαλονίκη ἀσχολιόταν μέ τό ἐπάγγελμα τοῦ ἀμπατζῆ (=ράπτης ἤ ἔμπορος ἐνδυμάτων γιά χωρικούς). Κινούμενος ἀπό θεῖο ζῆλο, ἀπο-πειράθηκε νά ἐμποδίσει Βούλγαρο ἐξομώτη ἀπό τοῦ νά δεχθεῖ τήν περιτομή, ἐξαιτίας τοῦ ὁποίου συνελήφθη καί ὁδηγήθηκε στόν κρι-τή. Ἀφοῦ ἀπέκρουσε τίς δελεαστικές προτάσεις του γιά νά ἀσπα-σθεῖ τόν μωαμεθανισμό καί μέ θάρρος καί παρρησία ὁμολόγησε τή χριστιανική του πίστη, παραδόθηκε στόν μαινόμενο ὄχλο, ὁ ὁποῖος ἀφοῦ τόν ἐβασάνισε σκληρά, τόν ἀπαγχόνισε, ἔξω ἀπό τό ναό τοῦ ἁγίου Μηνᾶ. Τό τίμιο λείψανό του, ἀφοῦ ἐξαγοράσθηκε ἀπό τούς Χριστιανούς, ἐνταφιάσθηκε μέ εὐλαβικό τρόπο.
29 Ἰουλίου
† Μνήμη τοῦ ἁγίου μάρτυρος Καλλινίκου.
Ὁ Άγιος Μάρτυς Καλλίνικος καταγόταν από την Κιλικία της Μικράς Ασίας. Με την ευσέβεια και τον ενάρετο βίο του εδίδασκε στους Εθνικούς την αληθινή πίστη. Γι’ αυτό, φανατικοί ειδωλολά-τρες τον διέβαλαν στον ηγεμόνα Σακερδώνα, συνελήφθη και υποβλήθηκε σε ποικίλα βασανιστήρια. Του εφόρεσαν υποδήματα με όρθια καρφιά και τον ανάγκασαν να τρέχει μπροστά από άλογα μέχρι την πόλη Γάγγρα1. Εκεί τον έρριψαν μέσα σε καμίνι, όπου ο Μάρτυς του Χριστού παρέδωσε το πνεύμα. Η Σύναξη αυτού ετε-λείτο κοντά στη γέφυρα του Ιουστινιανού και στο Πέτριο στην Κωνσταντινούπολη.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου Κωνσταντίνου, πατριάρχου Κωνσταντινυοπόλεως
Εἶναι ἄγνωστο ἀπό ποῦ καταγόταν. Ἄκμασε στά χρόνια τοῦ αὐτοκράτορα Κωνσταντίνου Δ’ τοῦ Πωγωνάτου (668-685 μ.Χ.). Ὑπηρετώντας ὡς διάκονος καί σκευοφύλαξ τῆς Μεγάλης Ἐκκλη-σίας, τό 674 μ.Χ. ἀνῆλθε στόν πατριαρχικό θρόνο Κωνσταντινου-πόλεως ἀφοῦ διαδέχθηκε τόν θανόντα Πατριάρχη Ἰωάννη Ε΄, ὡς Κωνσταντίνος Α΄. Διακρινόταν γιά τό ὑψηλό καί αὐστηρό ὀρθό-δοξο φρόνημα, τόν ζῆλο γιά τήν ὑπεράσπιση τῆς Ἐκκλησίας κατά τῶν κακοδόξων (τῶν μονοθελητῶν) καί γιά τό ἀφιλοχρηματία, τή φιλόπτωχη καί φιλάνθρωπη διάθεσή του. Ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη, τό 676 μ.Χ.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου μάρτυρος Μάμαντος.
Δέν ὑπάρχει ἁγιολογικό ὑπόμνημα. Ἐτελειώθηκε ἀφοῦ ἐρίχθηκε στή θάλασσα.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου μάρτυρος Βασιλίσκου, τοῦ γέροντος.
Δέν ὑπάρχει ἁγιολογικό ὑπόμνημα. Ἐτελειώθηκε δι’ ἀποκεφα-λισμοῦ.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῶν ἁγίων μαρτύρων Πατρός καί Μητρός μετά τῶν δύο τέκνων αὐτῶν.
Δέν ὑπάρχει ἁγιολογικό ὑπόμνημα. Ἐτελειώθησαν ἀφοῦ ἐρίχθησαν στήν πυρά.
30 Ἰουλίου
† Μνήμη τῶν ἁγίων ἀποστόλων Σίλα, Σιλουανοῦ, Ἐπαινετοῦ, Κρήσκεντος καί Ἀνδρονίκου.
Οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι Σίλας, Σιλουανός, Ἐπαινετός, Κρήσκης καί Ἀνδρόνικος συγκαταλέγονταν ὅλοι μεταξύ τῶν ἑβδομήντα Ἀποστόλων (4 Ἰανουαρίου), τούς ὁποίους ἐπέλεξε ὁ Κύριος, ἐκτός ἀπό τούς δώδεκα πρός διάδοση τοῦ Εὐαγγελίου.
Ὁ Σίλας συνεργάστηκε μέ τόν Παῦλο στή διάδοση τοῦ Εὐαγγελίου στή Συρία, τήν Κιλικία, τή Φρυγία, τή Γαλατία, τή Μυσία καί τή Μακεδονία, ὅπου στούς Φιλίππους ἐχτυπήθηκε μέ ραβδιά καί ἐφυλακίσθηκε μαζί του (Πράξ. ιστ’ 23). Ἀφοῦ ἐχειρο-τονήθηκε ἀπό τόν Παῦλο Ἐπίσκοπος Κορίνθου, διηύθυνε καί ἐστήριξε τούς Κορινθίους στή χριστιανική πίστη μέχρι τό θάνατό του.
Ὁ Σιλουανός διέπρεψε ὡς Ἐπίσκοπος Θεσσαλονίκης, ὅπου διεξήγαγε σκληρούς ἀγῶνες ὑπέρ τοῦ Χριστοῦ, καί ἀφοῦ ὑπέστη πολλά ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη.
Ὁ Ἐπαινετός, γιά τόν ὁποῖο ὁ Παῦλος γράφει: “ἀσπάσασθαι Ἐπαινετόν τόν ἀγαπητόν μου, ὅς ἐστιν ἀπαρχή τῆς Ἀχαΐας εἰς Χριστόν” (Ρωμ. ιστ΄ 5), διέδωσε τό Εὐαγγέλιο ὡς Ἐπίσκοπος στήν Καρθαγένη, ἀφοῦ προσέλκυσε πολλούς στήν πίστη τοῦ Χριστοῦ καί ὑπέμεινε πολλά ὑπέρ Αὐτοῦ ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη.
Ὁ Κρήσκης, γιά τόν ὁποῖο ὁ Παῦλος κάνει λόγο στήν Β΄ πρός Τιμόθεο ἐπιστολή (δ΄ 10), ἐπορεύθηκε στή Γαλατία, ἐχειροτονήθηκε δέ Ἐπίσκοπος Καρχηδόνος καί, ἀφοῦ πολλούς προσέλκυσε στήν ἀληθινή πίστη τοῦ Χριστοῦ, ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη.
Τέλος, ὁ Ἀνδρόνικος (βλ. καί 17 Μαΐου) ἐργάσθηκε μέ τόν Παῦλο καί ἐκοπίασε ὑπέρ τοῦ Εὐαγγελίου μέ τήν ἴδια ζέση.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῆς ἁγίας μάρτυρος Ἰουλίττης, τῆς ἐκ Καισαρείας.
Ἡ Ἁγία Ἰουλίττα καταγόταν ἀπό τήν Καισαρεία καί ἄθλησε στά χρόνια τοῦ αὐτοκράτορος Ἰουλιανοῦ τοῦ Παραβάτου (361-363 μ.Χ.). Τά σχετικά μέ αὐτή διηγεῖται ὁ Μέγας Βασίλειος, σέ πανηγυ-ρικό πού ἐκφώνησε τό 375 μ.Χ., ἐπέτειο τοῦ μαρτυρίου της. Δια-κρινόταν γιά τό σωματικό κάλλος, τήν ἀρετή καί τή σωφροσύνη της. Ὅταν πέθανε ὁ σύζυγός της, εὑρέθη κάτοχος τεράστιας κινητῆς καί ἀκινήτου περιουσίας, τήν ὁποία ἄρχισε νά διαμοιράζει σέ φιλανθρωπικά ἔργα καί πρός ἀνακούφιση τῶν πασχόντων συμπολι-τῶν της. Πλεονέκτης εἰδωλολάτρης ἄρχοντας, γνωρίζοντας ὅτι ἡ Ἰουλίττα ἦταν ἀπροστάτευτη, σκέφθηκε νά τῆς ἁρπάξει τήν περιου-σία. Γι’ αὐτό τήν ἐνέπλεξε σέ δίκες, μεταχειριζόμενος ἐναντίον της κάθε θεμιτό καί ἀθέμιτο μέσο. Ὁ Μέγας Βασίλειος, ἀφοῦ παρα-κλήθηκε ἀπό τήν Ἰουλίττα καί γνωρίζοντας τό δίκαιο αὐτῆς, ἐδέχθηκε νά τήν προστατεύσει, καί ἀπέστειλε σχετικά ἐπιστολή σέ κάποιον ἄρχοντα, ὀνόματι Παλλάδιο, πού ἦταν ἄντρας εὐσεβής καί ἀγαθός, ὁ ὁποῖος μποροῦσε νά συνηγορήσει κοντά στόν ἔπαρχο γιά τήν Ἰουλίττα. Ἡ δίκη διήρκεσε γιά πολύ, ὁ δέ ἀντίδικός της, ἀφοῦ ἀντιλήφθηκε τή δυσμενή γι’ αὐτόν ἀπόφαση κατήγγειλε τήν Ἰου-λίττα ὡς Χριστιανή, γεγονός τό ὁποῖο σύμφωνα μέ τήν αὐτοκρα-τορική διαταγή, ἐστεροῦσε ἀπό αὐτήν κάθε δικαίωμα κατοχῆς κτηματικῆς περιουσίας. Ἀφοῦ συνελήφθηκε κατόπιν τῆς καταγγε-λίας αὐτῆς ἡ Ἰουλίττα καί ἐκλήθηκε νά θυσιάσει στά εἴδωλα, περιφρονώντας τά ἀγαθά τοῦ κόσμου μέ θάρρος ἀρνήθηκε ἀνα-φωνώντας: “ἐρρέτω ὁ βίος καί ἡ τούτου δόξα· ἐγώ γάρ τόν τῶν ἁπάντων δημιουργόν καί ποιητήν οὐκ ἀρνήσομαι”. Ἡ ὁμολογία της αὐτή ἐδήλωνε καί τό τέλος της. Διότι, ἀμέσως, ὁ ἔπαρχος διέταξε νά τήν ρίξουν μέσα σέ πυρακτωμένη κάμινο, ὅπου ἔλαβε τό μαρτυρικό θάνατο. Τό σῶμα της ἀφοῦ παρέμεινε σῶο ἀπό τή φωτιά, παρε-λήφθη ἀπό τούς Χριστιανούς καί ἐνταφιάστηκε εὐλαβικά.
31 Ἰουλίου
† Μνήμη τοῦ δικαίου Εὐδοκίμου.
Ὁ δίκαιος Εὐδόκιμος καταγόταν ἀπό τήν Καππαδοκία ἀπό γονεῖς εὐγενεῖς καί εὐσεβεῖς Χριστιανούς, τόν Βασίλειο καί τήν Εὐδοκία, καί ἄκμασε στά χρόνια τοῦ αὐτοκράτορος Θεοφίλου (829-842 μ.Χ.). Ἀφοῦ ἔτυχε ἐπιμελέστατης καί σύμφωνα μέ τίς εὐαγγε-λικές ἐπιταγές μόρφωσης, ἔλαβε ἀπό τόν αὐτοκράτορα τό ἀξίωμα τοῦ κανδιδάτου (ἔγινε ἀξιωματικός) καί διορίσθηκε στρατοπε-δάρχης, κατ’ ἀρχάς στήν Καππαδοκία, καί ἀργότερα στά Χαρσιανά ὄρη. Διακρινόταν γιά τή φιλανθρωπία, ἀφοῦ κατέστη ὁ προστάτης στίς χῆρες καί τά ὀρφανά, γιά τήν ἀκριβοδίκαιη κρίση καί τήν τα-πεινοφροσύνη του. Ἔτσι μέ ἀγαθοεργίες ἀνάλωσε τό βίο του, καί ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη τό 840 μ.Χ. Τό σῶμα του μετακομίσθηκε στήν Κωνσταντινούπολη, ὅπου ἐτάφη χωρίς ἐπισημότητα, σύμφωνα μέ ἐκφρασμένη ἐπιθυμία του, ἀλλά μέ μεγάλη κατάνυξη καί σεβασμό.
1 Αρχαία πόλη της Παφλαγονίας (Πόντου). Εκεί συνήλθε περί το 358 μ.Χ. τοπική Σύνοδος.