Ένας άνδρας τηλεφώνησε μια μέρα στο Μοναστήρι και ζήτησε να του μιλήσει.
– Γέροντα, την ευχή σας.
– Του Κυρίου. Δεν μου λες, ποιο βουνό έχετε εκεί, στη Λιβαδειά;
– Τον Παρνασσό.
– Άλλο;
– Τον Ελικώνα.
– Αυτόν τον Λικώνα να τον φέρεις εδώ.
– Ποιόν να φέρω, Γέροντα;
– Ά, είσαι και κουφός! Βρε, δεν ακούς; Τον Λικώνα αυτόν φέρ’ τον εδώ.
Ο άνθρωπος σκέφτηκε πως κάτι άλλο θα εννοούσε. Και με το που πήγε στο Μοναστήρι, έγινε ο εξής διάλογος:
– Καλώς το μαναράκι μου.
– Γέροντα, ευλογείτε.
– Ο Κύριος. Που ‘ν ‘τος;
– Ποιος;
– Ο Λικώνας. Δεν τον έφερες;
– Ποιόν να φέρω;
– Το βουνό, βρε, δεν σου είπα να το φέρεις;
– Τι λέτε, Γέροντα;
– Δεν έχεις πίστη.
– Γιατί, Γέροντα μου;
– Έχεις, αλλά λίγη. Γιατί, άμα είχες πίστη δυνατή, θα κουβάλαγες βουνό κοντά σου.
Δεν το λέει μέσα στη Γραφή, ότι ο έχων πίστη μέχρι και βουνό μετακινεί;