Αλεξάνδρου Π. Κωστάρα, Ομότιμου Καθηγητή Νομικής Σχολής Πανεπιστημίου Θράκης
Η μαζική λαθρομετανάστευση που εξακολουθεί να πλήττει τα τελευταία χρόνια με συνεχώς αυξανόμενη ένταση τη χώρα μας αποτελεί ένα πρωτόγνωρο σύνθετο κοινωνικό-πολιτικό πρόβλημα. Με θύτες και με θύματα. Ορατούς όλους διά γυμνού οφθαλμού. Και με συγκεκριμένες στοχεύσεις εκ μέρους εκείνων οι οποίοι δημιούργησαν και συντηρούν το πρόβλημα αυτό. Η απροθυμία ή ανικανότητα των αρμοδίων να αντιμετωπίσουν άμεσα και αποτελεσματικά τη διαμορφωθείσα κατάσταση, που απειλεί την εθνική και κοινωνική μας συνοχή, περιπλέκει διαρκώς το πρόβλημα αυτό και δυσχεραίνει την επίλυσή του. Μεταξύ των παραγόντων που έχουν αρνητική συμβολή στην επίλυση του εν λόγω προβλήματος συγκαταλέγεται και η Εκκλησία, η οποία δεν ασχολήθηκε ποτέ σοβαρά με τη μελέτη σε βάθος όλων των πτυχών του φαινομένου της μαζικής λαθρομετανάστευσης, για να κρατήσει και να αναδείξει τα στοιχεία εκείνα που μας αφορούν και ως Χριστιανούς και ως Ελληνες. Γι’ αυτό και δεν μίλησε ποτέ με εκκλησιαστικό, αλλά και εθνικό φρόνημα στον Ελληνικό Λαό, το ποίμνιό της. Δεν υπογράμμισε ποτέ στους πιστούς τις δύο βασικές πτυχές του προβλήματος, τη θρησκευτική και την εθνική, για τις οποίες έχει λόγο η Εκκλησία. Και δεν υπέδειξε σε όλους τα διαφορετικά καθήκοντα που απορρέουν από αυτές τις δύο πτυχές: Καθήκοντα έναντι του Θεού και έναντι του Καίσαρος.
Με τη σιωπή της η Εκκλησία στα υπερβαίνοντα το Νόμο της Αγάπης ζητήματα, σε συνδυασμό μάλιστα με τις μονόπλευρες και ως εκ τούτου άστοχες παρεμβάσεις ορισμένων Ιεραρχών, εδημιούργησε την πεποίθηση στους πιστούς ότι ο Χριστός «αγκαλιάζει» πέρα για πέρα στο σύνολό του το φαινόμενο της μαζικής λαθρομετανάστευσης. Και ευλογεί όχι μόνο το χρέος βοήθειας προς τους εμπερίστατους συνανθρώπους μας, αλλά και την αδράνεια και την αφωνία μας απέναντι στις περαιτέρω επιδιώξεις τους, για την επίτευξη των οποίων αυτοεγκλωβίστηκαν σε μία κατάσταση στέρησης και ταλαιπωρίας. Η ιδιότητα του εμπερίστατου συνανθρώπου επισκιάζει, κατά την αντίληψη της Εκκλησίας, όλες τις άλλες πτυχές του προβλήματος. Συνεπής προς την αντίληψή της αυτή η Εκκλησία, αφ’ ενός μεν προσπαθεί, ορθώς βέβαια, να «αφυπνίσει» τη θρησκευτική συνείδηση των πιστών και να τους υποδείξει την «οδό» του χριστιανικού χρέους προς τους εμπερίστατους αδελφούς, αφ’ ετέρου δε «κοιμίζει», ως μη ώφειλε, στον «λήθαργο» της απραξίας με την εκκωφαντική σιωπή της την άλλη πλευρά της συνείδησης των πιστών, που υπαγορεύει εγρήγορση σε θέματα, τα οποία εγκυμονούν θανάσιμους κινδύνους για την επιβίωση του Εθνους.
Εχω κατ’ επανάληψη μιλήσει με άρθρα μου από τις στήλες της «ΚτΟ», αλλά και από άλλες εφημερίδες με τις οποίες επίσης συνεργάζομαι, για την ιδιαιτερότητα που έχει το σύνθετο πρόβλημα της μαζικής λαθρομετανάστευσης. Και έχω επιστήσει την προσοχή όλων μας στα κατ’ ιδίαν ζητήματα που θέτει το πολύπλευρο αυτό πρόβλημα, ζητήματα που απαιτούν ξεχωριστή αντιμετώπιση το καθένα από αυτά. Δεν εκπροσωπώ κανέναν. Και ούτε πιστεύω ότι κατέχω την απόλυτη αλήθεια, την οποία προσπαθώ να αποκαλύψω και στους άλλους. Μακράν απ’ εμού η οίηση και η βλασφημία αυτή. Ως ένας ελάχιστος των ελαχίστων εν Χριστώ αδελφών κάνοντας χρήση του λογισμού, του Θείου Δώρου που χάρισε σε όλους τους ανθρώπους ο Θεός, προσπαθώ να καταγράψω και να σχολιάσω όσα υποπίπτουν στην αντίληψή μου. Με μοναδικό σκοπό να αποτελέσουν οι σχετικές κρίσεις μου έναυσμα για περαιτέρω συζήτηση. Ερέθισμα προβληματισμού για όλους μας. Στο πλαίσιο αυτών των ενασχολήσεών μου έχω καταθέσει την προσωπική μου μαρτυρία που συγκλίνει κατ’ αρχάς με την άποψη της Εκκλησίας, σύμφωνα με την οποία ο λόγος του Χριστού αποτελεί «οδοδείκτη» χριστιανικού καθήκοντος έναντι όλων των εμπερίστατων ανθρώπων. Και στην προκειμένη περίπτωση έναντι όλων εκείνων που εισέρχονται μαζικά και παράνομα στη χώρα μας και έχουν ανάγκη τροφής και στέγης.
Πράγματι ο νόμος της χριστιανικής Αγάπης προς τον Πλησίον δεν εξαρτάται από «εάν» και «εφ’ όσον». «Αγκαλιάζει» όλους ανεξαιρέτως τους εμπερίστατους ανθρώπους χωρίς καμιά απολύτως διάκριση μεταξύ αυτών. Θεωρώ ωστόσο ότι ο Νόμος του Χριστού, μολονότι δεν έχει όρους και όρια στην τήρησή του, δεν υπερβαίνει ποτέ τα ενυπάρχοντα μέσα στην έννοια της ανάγκης όρια. Οσο η σχετική ανάγκη είναι αληθινή και υπαρκτή, είναι αντιστοίχως ενεργό το καθήκον όλων ημών που ομολογούμε πίστη στον Θεάνθρωπο Ιησού να φροντίσουμε για την ικανοποίησή της. Ο καθένας από μας με τον τρόπο του και τις δυνατότητές του. Ουσιώδες όμως προαπαιτούμενο για αυτό είναι η ύπαρξη γνήσιας και αληθινής ανάγκης. Υπογραμμίζω ιδιαίτερα το στοιχείο αυτό, διότι μέσα στους κόλπους του προβλήματος της μαζικής και παράνομης μετανάστευσης ενυπάρχουν και γνήσιες, αλλά και ψεύτικες, πλασματικές ανάγκες. Η σπουδαιότερη από αυτές τις ψεύτικες ανάγκες συναρτάται με την επιδίωξη των λαθρομεταναστών να εγκατασταθούν και να «ριζώσουν» στη χώρα, παρά τη θέλησή μας, αδιαφορώντας για το γεγονός ότι αυτό ισοδυναμεί με την εκτόπιση του γηγενούς ελληνικού πληθυσμού και την αντικατάστασή του από τους νέους «κατακτητές» του, που «εισβάλλουν» ειρηνικά και αδιάκοπα στη χώρα ως εμπερίστατοι αδελφοί. Την πλασματική αυτή ανάγκη δεν μπόρεσε να την ξεχωρίσει η Εκκλησία, γι’ αυτό με τη στάση της και τα λεγόμενά της, διά των χειλέων των εκπροσώπων της Αρχιερέων, παρερμηνεύει το Νόμο της Αγάπης του Χριστού εμφανίζοντάς τον να λειτουργεί στην πράξη ως «αγχόνη» για μας και τα παιδιά μας. Σε αυτό ακριβώς το σημείο εκδηλώνεται και η διαφοροποίησή μου από τη θέση της Εκκλησίας.
Δυσανασχετώ πρώτα ως Χριστιανός και ύστερα ως Ελληνας, όταν ακούω κηρύγματα ή διαβάζω άρθρα Αρχιερέων που επιχειρηματολογούν υπέρ της ανυπερθέτου και άνευ ορίων αρωγής προς τους λαθρομετανάστες με φράσεις του τύπου «όλοι είμαστε πρόσφυγες σε αυτή τη ζωή», «ο Χριστός ήταν πρόσφυγας και Αυτός στην Αίγυπτο, για να μη Τον σφάξει ο Ηρώδης», «έχουμε χριστιανικό καθήκον να βοηθούμε τους εμπερίστατους συνανθρώπους μας» και άλλες συναφείς. Βάζοντας «ψεύτικη» ταμπέλα στο φαινόμενο της λαθρομετανάστευσης, που δεν είναι ασφαλώς προσφυγικό, αλλά μεταναστευτικό πρόβλημα, αφού το 90% περίπου των παρανόμως εισερχομένων στη χώρα είναι οικονομικοί μετανάστες και αποκόπτοντας εντελώς το κεφάλαιο της επαναπροώθησης των συλλαμβανομένων «εισβολέων» μετά τη χριστιανική φροντίδα τους ως εμπερίστατων αδελφών, επικαλούνται αστόχως ορισμένοι Αρχιερείς παραδείγματα από τη ζωή και τη Διδασκαλία του Χριστού, που αλλοιώνουν την αληθινή εικόνα των πραγμάτων. Το μεταφυσικό επιχείρημα, που υπογραμμίζει την προσωρινότητα της εγκόσμιας ζωής μας, κατά την ρήση του Αποστόλου Παύλου («ουκ έχομεν ώδε μένουσαν πόλιν, αλλά την μένουσαν επιζητούμεν»), είναι εντελώς απρόσφορο να μας υποδείξει τι πρέπει να κάνουμε, όταν κάποιος πολιορκεί το σπίτι ή την πατρίδα μας. Εξ ίσου ατυχής είναι και η σύνδεση της «προσφυγιάς» του Χριστού με το σημερινό φαινόμενο των «πολιορκητών». Η φυγή του Χριστού στην Αίγυπτο έγινε σε ατομική, όχι σε μαζική και μεθοδευμένη βάση, είχε δε προσωρινό χαρακτήρα: «μέχρι της τελευτής του Ηρώδη». Οι σημερινοί όμως «πολιορκητές» δεν έρχονται ως «αποδημητικά πουλιά» με την πρόθεση να επανέλθουν στα μέρη τους, μόλις μεταβληθούν οι συνθήκες. Ερχονται ως έποικοι, χωρίς μάλιστα να μας ρωτήσουν. Οσο για το χριστιανικό μας καθήκον απέναντι στους εμπερίστατους συνανθρώπους μας δυσκολεύομαι να φανταστώ τι σχέση έχει ο Χριστός με στρατηγικά σχέδια άλωσης, που χρησιμοποιούν ως αιχμή του «δόρατός» τους εμπερίστατους αδελφούς.
Με τα δεδομένα αυτά θεωρώ ότι, έστω και τώρα όψιμα, έχει χρέος η Εκκλησία της Ελλάδος να τοποθετηθεί υπεύθυνα στο πρόβλημα της λαθρομετανάστευσης και με σχετική Εγκύκλιό της να οριοθετήσει με σαφήνεια τα δύο τμήματά του, που ενυπάρχουν σε αυτό. Στο ένα που καταλαμβάνεται από το Νόμο της Χριστιανικής Αγάπης. Και στο άλλο που το διαφεντεύουν οι νόμοι του Καίσαρος. Το οφείλει αυτό η Εκκλησία στον Λαό, δηλ. στο ποίμνιό της, αλλά και στην ιστορία της. Να έχει τουλάχιστον ένα άλλοθι ότι αγωνίστηκε, για να μη «βυθισθεί» ο «Τιτανικός».
«Κιβωτός της Ορθοδοξίας»