ΨΑΛΜΟΣ ΝΓ´ 53
Εν τω ελθείν 2 τους Ζιφαίους και ειπείν τω Σαούλ· ουκ ιδού Δαυίδ κέκρυπται παρ’ ημίν;
3 Ο Θεός, εν τω ονόματί σου σώσόν με και εν τη δυνάμει σου κρίνόν με. 4 Ο Θεός, εισάκουσον της προσευχής μου, ενώτισαι τα ρήματα του στόματός μου. 5 Οτι αλλότριοι επανέστησαν επ᾿ εμέ και κραταιοί εζήτησαν την ψυχήν μου και ου προέθεντο τον Θεόν ενώπιον αυτών (διάψαλμα). Ιδού γαρ ο Θεός βοηθεί μοι, και ο Κύριος αντιλήπτωρ της ψυχής μου. 7 Αποστρέψει τα κακά τοις εχθροίς μου· εν τη αληθεία σου εξολόθρευσον αυτούς. 8 Εκουσίως θύσω σοι, εξομολογήσομαι τω ονόματί σου, Κύριε, ότι αγαθόν· 9 ότι εκ πάσης θλίψεως ερρύσω με, και εν τοις εχθροίς μου επείδεν ο οφθαλμός μου.
1. Οταν ο Δαβίδ πληροφορήθηκε ότι οι αγνώμονες κάτοικοι της Κεϊλά, που πριν από λίγο καιρό τους είχε απελευθερώσει από τους αλλοφύλους, εκινούντο εναντίον του για να τον παραδώσουν στον Σαούλ, τότε έλαβε τους 400 άνδρες του και έφυγε από την Κεϊλά ζητώντας σωτηρία στην έρημο, στο όρος Ζιφ. Τότε και οι Ζιφαίοι κινήθηκαν και αυτοί εναντίον του Δαβίδ και παρήγγειλαν γι’ αυτόν στον Σαούλ ότι βρίσκεται κρυμμένος κοντά τους. Και ο Σαούλ αμέσως, έχοντας οδηγούς τους Ζιφαίους, κινήθηκε προς ανεύρεση του Δαβίδ για να τον εξοντώσει. Αλλά ενέκυψε άλλος σοβαρότερος κίνδυνος από επίθεση των Φιλισταίων και αυτός ο κίνδυνος ανάγκασε τον Σαούλ να σταματήσει την καταδίωξη του Δαβίδ. Μαθαίνοντας δε ο Δαβίδ από φίλους του την επέμβαση αυτή του Θεού προς λύτρωσή του, συνέθεσε τον ψαλμόν αυτόν, για να εκφράσει στον Θεό τη χαρά του και την ευγνωμοσύνη του για τη λύτρωσή του.
2. Ο Δαβίδ επικαλείται τον Θεό για τη σωτηρία του λέγων, «ο Θεός εν τω ονόματί σου σώσόν με» (στιχ. 3). Και ζητά τη βοήθεια αυτή του Θεού ο Δαβίδ, γιατί αισθάνεται καθαρή τη συνείδησή του στην περίσταση που δημιουργήθηκε εις βάρος του από τον Σαούλ, γι’ αυτό και πάλιν λέγει, «και εν τη δυνάμει σου κρίνόν με». Πιστεύει ότι στην κρίση αυτή ο Θεός θα τον βρει καθαρόν, όπως το είχε πει και στον Σαούλ: «Γένοιτο Κύριος εις κριτήν και δικαστήν ανά μέσον εμού και ανά μέσον σου· ίδοι Κύριος και κρίναι την κρίσιν μου και δικάσαι μοι εκ χειρός σου» (Α’ Βασ. 24,16). Στη συνέχεια ο ποιητής (στιχ. 5) ομιλεί περί «αλλοτρίων», δηλαδή, περί εχθρών και ξένων προς τα συμφέροντα της πατρίδος. Αυτοί είναι οι Ζιφαίοι, οι οποίοι, αν και εγνώριζαν το ηρωικό παρελθόν του Δαβίδ και τα ταπεινά ελατήρια για τα οποία ο Σαούλ τον καταδιώκει, όμως αυτοί, ενάντια προς το συμφέρον της πατρίδος ενεργούντες, θέλουν να παραδώσουν τον Δαβίδ στα χέρια του εχθρού του. Αλλοι πάλιν είπαν ότι «αλλότριοι» είναι οι κάτοικοι της Κεϊλά, οι οποίοι, μαζί με την προδοσία προς τον Δαβίδ, διέπραξαν, όπως είπαμε, και το αμάρτημα της αχαριστίας προς αυτόν, γιατί τους είχε απελευθερώσει προ ολίγου από αλλοτρίους εχθρούς. Αυτοί λοιπόν, οι Κεϊλιώτες και οι Ζιφαίοι καλούνται εδώ «αλλότριοι», ως εναντιούμενοι προς το συμφέρον της πατρίδος. Αλλά, όπως λέγει ο Ησύχιος, και όλοι όσοι απεξενώθηκαν από τον Θεό («οι γαρ εαυτούς αλλοτριώσαντες του Θεού»), όλοι οι μη φρονούντες τα του Θεού, είναι «αλλότριοι». Μαζί με τους «αλλοτρίους», οι οποίοι επανέστησαν εναντίον του, ο Δαβίδ ομιλεί και περί «κραταιών», οι οποίοι εζήτησαν την ψυχή του (στιχ. 5). Αυτοί, οι οποίοι από το Εβρ. κείμενο ονομάζονται «Αρειτσείμ», δηλαδή, τρομεροί και φοβεροί, πρέπει να είναι οι άνδρες του Σαούλ.
† Ὁ Μητροπολίτης Γόρτυνος καί Μεγαλοπόλεως Ἰερεμίας