«Τότε κάποιος άνθρωπος μέσα από το πλήθος πλησίασε τον Ιησού και τού είπε: «Διδάσκαλε, έφερα σ’ εσένα το γιο μου, γιατί έχει μέσα του δαιμονικό πνεύμα που τον κάνει άλαλο. Κάθε φορά που τον πιάνει, τον ρίχνει κάτω και τότε βγάζει αφρούς, τρίζει τα δόντια και μένει ξερός. Είπα στους μαθητές σου να διώξουν αυτό το πνεύμα, αλλά δεν μπόρεσαν». «’Απιστη γενιά!» αποκρίθηκε ο Ιησούς. «Ως πότε θα είμαι μαζί σας; Πόσον καιρό ακόμη θα σας ανέχομαι; Φέρτε μου εδώ το παιδί». Εκείνοι του το έφεραν. Μόλις το πνεύμα είδε τον Ιησού, αμέσως τάραξε το παιδί, κι εκείνο έπεσε καταγής και κυλιόταν βγάζοντας αφρούς. «Πόσος καιρός είναι που του συμβαίνει αυτό;» ρώτησε ο Ιησούς τον πατέρα του παιδιού. Εκείνος απάντησε: «Από μικρό παιδί. Πολλές φορές μάλιστα και στη φωτιά τον έριξε και στα νερά για να τον εξολοθρέψει. Αλλά αν μπορείς να κάνεις κάτι, σπλαχνίσου μας και βοήθησέ μας». Ο Ιησούς του είπε τούτο: «Εάν μπορείς να πιστέψεις, όλα είναι δυνατά γι’ αυτόν που πιστεύει». Αμέσως τότε φώναξε δυνατά ο πατέρας του παιδιού και είπε με δάκρυα: «Πιστεύω, Κύριε! Αλλά βοήθησέ με, γιατί η πίστη μου δεν είναι δυνατή». Βλέποντας ο Ιησούς ότι συγκεντρώνεται κόσμος, πρόσταξε το δαιμονικό πνεύμα μ’ αυτά τα λόγια: «’Αλαλο και κουφό πνεύμα, εγώ σε διατάζω: βγες απ’ αυτόν και μην ξαναμπείς πια μέσα του». Βγήκε τότε το πνεύμα, αφού κραύγασε δυνατά και συντάραξε το παιδί. Εκείνο έμεινε αναίσθητο, έτσι που πολλοί έλεγαν ότι πέθανε. Ο Ιησούς όμως το έπιασε από το χέρι του, το σήκωσε, κι αυτό στάθηκε όρθιο.
‘Οταν μπήκε ο Ιησούς στο σπίτι, τον ρώτησαν οι μαθητές του ιδιαιτέρως: «Γιατί εμείς δεν μπορέσαμε να βγάλουμε αυτό το δαιμονικό πνεύμα;» Κι εκείνος τους απάντησε: «Αυτό το δαιμονικό γένος δεν μπορεί κανείς να το βγάλει με τίποτε άλλο παρά μόνο με προσευχή και νηστεία».
‘Εφυγαν από ‘κει και προχωρούσαν διασχίζοντας τη Γαλιλαία. Δεν ήθελε ο Ιησούς να μάθει κανείς ότι περνούσε από ‘κει, γιατί δίδασκε τους μαθητές του και τους έλεγε: «Ο Υιός του Ανθρώπου θα παραδοθεί σε χέρια ανθρώπων, που θα τον θανατώσουν· την τρίτη όμως ημέρα μετά το θάνατό του θ’ αναστηθεί». (Μάρκ. 9, 17-31)
Το επεισόδιο που μας αφηγεΐται το σημερινό ανάγνω¬σμα από το ευαγγέλιο του Μάρκου (9, 17-31) τοποθετείται ευθύς μετά την κάθοδο του Ιησου από το όρος όπου μεταμορφώθηκε μπροστά σε τρεις από τους μαθητές του. Μετά τη δόξα της Μεταμορφώσεως συναντά ο Ιησούς την ανθρώπινη αθλιότητα σ’ όλη της την τραγική εκδήλωση: Ένας πονεμένος πατέρας παρακαλεί τον Ιησού να γιατρέψει το άρρωστο παιδί του, που οι μαθητές του προηγουμένως, οι υπόλοιποι δηλ. εννέα, που δεν ήταν μαζί του στο όρος, στάθηκαν ανί¬σχυροι να το θεραπεύσουν. Βρίσκει λοιπόν ο Ιησούς μπροστά του από τη μια μεριά την πονεμένη και πάσχουσα ανθρωπότητα, από την άλλη τους μαθητές του (τους εκπροσώπους του θα λέγαμε σήμερα) που δεν μπορούν να την βοηθήσουν. Και σαν να μη φθά-νουν αυτά, βλέπει και τους γραμματείς, τους θεολόγους δηλ. του ιουδαϊσμού να συζητούν με τους μαθητές και να προσπαθούν ίσως να κλονίσουν την πίστη τους στον Χρι¬στό. Όλα αυτά θα κάνουν σε λίγο τον Ιησού να εκστο¬μίσει τη φράση «’Απιστη γενιά! Ως πότε θα είμαι μαζί σας;»
Δεν μένει όμως σ’ αυτό το ξέσπασμα της οργής, δεν κατακρίνει κανένα• προσφέρει τη θεραπεία στον άρρωστο άνθρωπο που βρίσκεται μπροστά του και ο οποίος «από μικρό παιδί»